Η αντιμετώπιση της επιβαλλόμενης πολυπολιτισμικότητας

Ηρακλή Ρεράκη, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ


Αποτέλεσμα εικόνας για Ηρακλής Ρεράκης



    Η υγιής πολυπολιτισμικότητα αποτελεί μια μορφή φυσιολογικής συνύπαρξης διαφορετικών ανθρώπων, προερχομένων από ποικίλα πολιτισμικά περιβάλλοντα.
Οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, σε μια τέτοιας φυσιολογικής μορφής πολυπολιτισμική πραγματικότητα, χαρακτηρίζονται για τα βαθιά αισθήματα αποδοχής, σεβασμού και αγάπης του ενός προς τον  «άλλο», ανεξάρτητα από το φύλο, το θρήσκευμα, την εθνικότητα ή άλλες διαφορές.
Ωστόσο, η πολυπολιτισμικότητα στην Ελλάδα, κατά τα τελευταία χρόνια, έχει λάβει μια νέα ύπουλη μορφή, διότι δεν προέκυψε αβίαστα, ως μία φυσιολογική κατάσταση, αλλά κατά παραγγελία ξένων παραγόντων.
Οι πλείστοι Έλληνες, με αυτά που βλέπουν, που μαθαίνουν και που βιώνουν, έχουν συνειδητοποιήσει ότι η μορφή αυτής της πολυπολιτισμικότητας, που με τόση μεθοδικότητα, ορμή και οικονομική στήριξη μεθοδεύεται και κατασκευάζεται, για τους Έλληνες, χωρίς τους Έλληνες, αποτελεί μια φυλακή, που μέσα της σχεδιάζεται να κλειστεί και να χαθεί το παρελθόν, να σβήσει το παρόν και να υποθηκευθεί το μέλλον της χώρας.


 Δεν χρειάζονται πολλές αποδείξεις για να πειστεί κανείς ότι η ανεμπόδιστα εισαγόμενη, με τις εισροές χιλιάδων μεταναστών, πολυπολιτισμικότητα, αποτελεί μια μη ομαλή για την ειρήνη και την ασφάλεια των Ελλήνων κατάσταση, που, πολλοί προβληματίζονται, ότι πρόκειται να απειλήσει την ταυτότητα, την αυτοσυνειδησία καθώς και την προσωπική και εθνική ελευθερία των Ελλήνων.
Ενδεικτικός, για τη σκοπιμότητα αυτής της μη υγιούς πολυπολιτισμικότητας, είναι ο τρόπος που σχεδιάζεται και υλοποιείται, καθώς ήδη υπάρχουν σοβαρά δείγματα, που βεβαιώνουν ότι ο στόχος, όντως, είναι μια βίαιη αλλαγή της δομικής φυσιογνωμίας της χώρας, που θα υπονομεύσει την εθνική και θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων πολιτών.
 Όσο και αν σπεύδουν ορισμένοι να χαρακτηρίσουν φοβικές ή ρατσιστικές αυτές τις διαπιστώσεις, συκοφαντώντας κάθε προσπάθεια έκφρασης υγιών θέσεων και επιφυλάξεων, οι διαπιστώσεις αυτές, δυστυχώς, φαίνεται να είναι αληθινές.
Τούτο βεβαιώνεται από μια σειρά γεγονότων, όπως είναι:
α) Οι διαρκείς και ασταμάτητες ροές μεταναστών και η δήθεν αδυναμία του κράτους να κλειστούν τα σύνορά μας ή να γίνεται άμεσος έλεγχος και να επιτρέπεται η είσοδος στη χώρα μόνον στους αληθινούς πρόσφυγες που έχουν ανάγκη, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες.
β) Η σύνδεση της τουρκικής επιθετικότητας με το μεταναστευτικό, η χορήγηση τεράστιων ποσών από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην Τουρκία, με αντάλλαγμα να εμποδίσει αυτές τις ροές, ενώ εκείνη όχι μόνον τις αυξάνει και μάλιστα χωρίς συνέπειες, αλλά και τις χρησιμοποιεί ως μοχλό απειλής και πίεσης προς την Ευρώπη και την Ελλάδα.
γ) Η ανεξέλεγκτη ύπαρξη, λειτουργία και δράση, στο μεταναστευτικό, κυρίως ξένων, Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), που φαίνεται να υπηρετούν πιστά άγνωστες σκοπιμότητες, σχετιζόμενες με τη διευκόλυνση του βίαιου και ταχύτατου εποικισμού της χώρας με παράνομους -κυρίως μουσουλμάνους- μετανάστες που δεν προέρχονται από εμπόλεμες περιοχές.
δ) Η ύπαρξη ορισμένων πολιτικών προσώπων ή ομάδων, που, λόγω της διεθνιστικής τους ιδεολογίας, υποστηρίζουν, απερίσκεπτα και με φανατισμό, την ανεξέλεγκτη και χωρίς όρια, ανυπολόγιστη σε αριθμό, μεταναστευτική εισροή στη χώρα και μάλιστα, καθώς δείχνουν τα γεγονότα,  επενδύοντας πολιτικά σε αυτήν.
ε) Η βίαιη πολυπολιτισμικότητα που επιβάλλεται στην Ελλάδα, ίσως, να αποτελεί ένα πείραμα, τα αποτελέσματα του οποίου θα δείξουν τον τρόπο επέκτασής της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το πείραμα αυτό χρηματοδοτείται από την Ευρώπη, αλλά και από ξένες δυνάμεις και γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.
Το ανησυχητικό είναι ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του φαινομένου, είναι –ίσως όχι τυχαία- επιφανειακά και μη αποτελεσματικά. Αυτό αποτελεί ένα δείγμα που βεβαιώνει ότι η χώρα, μάλλον, δεν ανθίσταται αποφασιστικά στο σχέδιο μουσουλμανικού εποικισμού της.
Και αυτό, διότι, δεν μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά η δήθεν αδυναμία που επιδεικνύεται τόσο για τη φύλαξη των συνόρων όσο και για να γίνεται έγκαιρος και ταχύτατος διαχωρισμός των αληθινών προσφύγων, που έχουν ανάγκη και δικαίωμα ανθρωπιστικής προστασίας, από τους έκνομους μετανάστες, οι οποίοι, είναι ανάγκη, να επιστρέψουν στις χώρες τους.
Δεν μπορεί, επίσης, να γίνει κατανοητή η μη αντιμετώπιση της χρήσεως από την Τουρκία των εισροών, ως πολιορκητικής και πιεστικής μηχανής, σε βάρος της Ελλάδος και μάλιστα στο πλαίσιο της, όλο και πιο έντονα, επιδεικνυόμενης νεοοθωμανικής και επεκτατικής της επιθετικότητας.
Είναι φανερό επομένως ότι δεν υπάρχει αποκρουστικό σχέδιο ισλαμοποίησης και υποδούλωσης της χώρας σε αυτήν την βίαιη και επιβλητική μορφή πολυπολιτισμικότητας, γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί ως μέγιστο πολιτικό έγκλημα. Μάλιστα, φαίνεται ότι πολλοί προβληματίζονται για το τι θα γίνει σε μια ενδεχόμενη υποκίνηση μεθοδευμένων εξεγέρσεων από την πλευρά των εκατοντάδων χιλιάδων, μουσουλμάνων, άγνωστων στοιχείων, προδιαγραφών και προθέσεων, που ήδη βρίσκονται εγκατεστημένοι στη χώρα, λόγω μάλιστα και των ιδιαίτερων θρησκευτικών χαρακτηριστικών που τους έχει εμποτίσει η θρησκεία τους με την παιδιόθεν διδακτική αρχή ζωής: Πόλεμος των πιστών κατά των απίστων.
Σε κάθε περίπτωση, οι πλείστοι Έλληνες, από ό, τι δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, αισθάνονται μεγάλη ανησυχία και ανασφάλεια για το θέμα του μεταναστευτικού και τη διαρκή και επικίνδυνη για την ασφάλεια της χώρας αύξηση και συσσώρευση των εποίκων.
Ο προβληματισμός τους, μάλιστα, αυξάνεται, όταν διαπιστώνουν καθημερινά ότι τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει στιβαρή αντίσταση και ασφαλές σχέδιο αποτελεσματικής υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας και ότι ο εγχώριος ελληνικός πληθυσμός κυρίως στα νησιά -και όχι μόνον-  έχει αφεθεί στο έλεος του Θεού.
Πώς είναι δυνατό, επομένως, να λειτουργήσει, για το καλό των Ελλήνων, ένα τέτοιο δόλιο κατασκεύασμα, όπως αυτό της δημιουργίας της πολυπολιτισμικής κοινωνίας στη χώρα, όταν όλοι γνωρίζουν ότι μεθοδεύτηκε και μεθοδεύεται αυταρχικά και όχι δημοκρατικά, χωρίς να ρωτηθούν και χωρίς να συμφωνήσουν οι Έλληνες γι αυτό, αν λάβουμε υπόψη και τις έντονες διαμαρτυρίες των νησιωτών, κατά τις τελευταίες ημέρες;
Πώς είναι δυνατό να μην ανησυχούν οι Έλληνες για κάτι που επιβάλλεται βιαίως στον ελληνικό λαό και ενέχει στα σπάργανά του, όχι απλώς την αποτυχία, αλλά, ενδεχομένως, πολύ πιο μεγάλα δεινά, που θα υπονομεύσουν αυτή την ίδια την ελληνική ταυτότητα και ανεξαρτησία.  
Και τούτο, διότι όλοι, θέτοντας ως κριτήριο την απουσία του στοιχείου της ελεύθερης και δημοκρατικής αποδοχής και οργάνωσης της πολυπολιτισμικότητας, την προσλαμβάνουν ως αγχόνη που απειλεί να καταπνίξει την ελευθερία τους.
Πέρα από αυτό, εκείνο που επίσης καλλιεργεί έντονες ανησυχίες είναι ότι η ανεξέλεγκτη πολυπολιτισμικότητα δεν λαμβάνει υπόψη το ποσοστό αριθμητικής αναλογίας μεταξύ Ελλήνων και εποίκων, όπως συμβαίνει στις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες.
Το πιο σημαντικό, όμως, δεν είναι τι σχεδιάζουν και τι κάνουν κάποιοι εντός ή εκτός Ελλάδας, σε βάρος της χώρας μας και του λαού μας, αλλά τι κάνει η δική μας χώρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Και σε αυτό το σημείο, πιστεύουμε ότι βλάπτει την Ελλάδα και τους Έλληνες το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζεται το θέμα με κριτική σκέψη και διάκριση. Εκτός αυτού, εάν κάποιοι βρεθούν, που να βλέπουν το θέμα λογικά και πολύπλευρα και να εκφράζουν αυτονόητες θέσεις ή λύσεις, αντιμετωπίζονται συκοφαντικά και με ακατανόμαστους χαρακτηρισμούς.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ανάγκη να έχουμε υπόψη ότι, πέραν των άλλων, η μη υγιής και ψεύτικη πολυπολιτισμικότητα είναι εκείνη που δεν σέβεται, αλλά υποβλέπει και επιβουλεύεται τον πολιτισμό και την ελευθερία των πολιτών της χώρας.
Διότι μια πολυπολιτισμικότητα, με χαρακτηριστικά αυταρχικά, επιθετικά, απειλητικά και μη ανθρωπιστικά, συνήθως επιβάλλεται μέσω της αστυνόμευσης της σκέψης και της βίαιης επιβολής ενός μοντέλου ζωής, που περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης και οδηγεί σε ένα πλαίσιο αντίληψης, που δεν διατηρεί τον σεβασμό στη διαφορά, αλλά ισοπεδώνει, αναμειγνύει και εξισώνει τον  εγχώριο πολιτισμό, με τον όποιο εισερχόμενο πολιτισμό.
Έτσι, σταδιακά, η κακότροπη και κακέκτυπη πολυπολιτισμικότητα, ως γνήσιο τέκνο της κακόβουλης μορφής της Παγκοσμιοποίησης, λειτουργεί σαν μια μηχανή πολτοποίησης, που διαλύει τις διαφορές και τις ταυτότητες και επιβάλλει μια διεθνιστική συναφειακή πολιτική ιδεολογία, αναμεμειγμένη, εκτός των άλλων, με στοιχεία μιας περίεργης συναφειακής θεολογίας, που περιλαμβάνει ένα διαθρησκειακό και πολυπολιτισμικό μωσαϊκό, που, τελικά, λειτουργεί ως μέσο αποδόμησης και εξαφάνισης των εγχώριων πολιτισμικών δομών.
Αν εξετάσουμε μάλιστα το θέμα, από θεολογική πλευρά, όπως, πολύ σωστά, σημειώνει κάποιος Μητροπολίτης, «με μια κατευθυνόμενη παιδεία επιστρατεύονται οι ανθρωπιστικές επιστήμες και ο φιλοσοφικός ορθολογισμός με στόχο να γκρεμίσουν την πίστη στον Θεό και να κατασυκοφαντήσουν την πορεία και τον ρόλο της Εκκλησίας. Ο υπερτονισμός των λεγόμενων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και αν φαίνεται ελκυστικός, καταργεί τα δικαιώματα του Θεού και περιθωριοποιεί τη χάρη του. Η πολυπολιτισμικότητα και η πολυθρησκευτικότητα προσβάλλουν την ιερότητα του ανθρώπου και αλλοιώνουν το πρόσωπο του αληθινού Θεού. Όλα αυτά οδηγούν, κυρίως τους νέους, σε πρωτοφανή σύγχυση, σε πλάνες, αιρέσεις, ανατροπή διαχρονικών ηθικών σταθερών, πολυμέτωπη προσβολή της ανθρώπινης οντολογίας».
Με άλλα λόγια, μια επιβαλλόμενη πολυπολιτισμικότητα, που εκ των πραγμάτων δεν φαίνεται να σέβεται αλλά να απειλεί να διαλύσει την πατροπαράδοτη ελληνική πολιτισμική κληρονομιά, είναι σαφές ότι μόνον κακά μπορεί να επιφέρει στη Ελλάδα.
                                                                                                                    Πηγή