Δεν μπορούμε να έχουμε κοινωνία με τους εχθρούς του Θεού Οικουμενιστές!


Λόγος 2ος, ιερού Ιωσήφ Καλόθετου (1342)

        Στὸν 2ο Λόγο του ὁ λόγιος μαθητής του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Ἰωσήφ ὁ Καλόθετος, γράφει περί του πρώην φίλου του Ἀκινδύνου (και φίλου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά), ο οποίος τώρα πέρασε στο στρατόπεδο του αιρετικού Βαρλαάμ. Ο επικίνδυνος Ακίνδυνος, σπέρνει τα αιρετικά του ζιζάνια στις ψυχές των πιστών, όπως σήμερα κάποιοι άλλοι επικίνδυνοι «Ακίνδυνοι», σπέρνουν τα ζιζάνια του Οικουμενισμού στις ψυχές των Ορθοδόξων. Γράφει: «Τί βουλόμενος καὶ τί πραγματευόμενος, ἢ ἵνα πάντως ἡμᾶς διὰ τούτου ἐκφοβήση καὶ πείση σιωπὴν ἑλέσθαι, κἀντεῦθεν κατὰ πολλὴν ἐρημίαν τοῦ κωλύσοντος ἐπισπείρῃ τὰ ἑαυτοῦ ζιζάνια, ὁ τῶν ζιζανίων σπορεύς» (Τσάμης Δ., Καλοθέτου Ἰωσήφ Συγγράμματα, Λόγος 2ος, σελ. 127).
Ο Ἀκίνδυνος λοιπόν δὲν θεωρεῖται πλέον ὡς ὁ πλανηθεὶς φίλος, «ἀλλὰ χαρακτηρίζεται ὡς ὁ διάδοχος τοῦ Βαρλαάμ… Περιτρέχουν (οι του Ακινδύνου) τὴν Κων/πόλιν καὶ τὰς μονάς, διαδίδουν τὰς κακοδόξους διδασκαλίας των καὶ παρασύρουν ὄχι μόνον τοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ ἀδαεῖς, ἀλλὰ καὶ τοὺς συνετοὺς διὰ τῶν τεχνασμάτων των» (όπ. παρ., σελ. 45).
Και στο σημείο αυτό ο Καλόθετος ομιλεί για τον αγιοπατερικό τρόπο του αγώνα κατά των αιρέσεων. Πρόκειται για λόγο που πέφτει ως καταπέλτης στα αυτιά των συγχρόνων ποιμένων, όσων έχουν αυτιά για να ακούν, γιατί δεν έχουν,  τα έχουν βουλώσει με βουλοκέρι, γιατί δεν μπορούν να ακούν, αφού έχουν συμβιβαστεί με την παναίρεση του Οικουμενισμού. «Εἰς τοὺς ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ἀγώνας, τονίζει εἰς τὸν πρόλογον ὁ Καλόθετος, δὲν δικαιολογεῖται ἡ ἀπροθυμία, ἰδίως ὅταν ἡ κακοδοξία ἀνεμποδίστως δηλητηριάζει τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (όπ. παρ., σελ. 47).

Δεν έχει θέση η αγαπολογία και η συγγνώμη  προς τους αιρετίζοντας, εφ΄ όσον παραμένουν πεισματικά στην αίρεση. Η γραμμή των Αγίων που εκφράζει ο ι. Καλόθετος είναι η απομάκρυνση απ’ αυτούς, η αποτείχιση. «Πῶς δ’ ἄν τις καὶ σπείσαιτό τις αὐτῷ, ἐχθρῶς πρὸς Θεὸν ἔχοντι;». Διότι, λέγει, πώς είναι δυνατόν να έχει κανείς κοινωνία-ειρήνη με αυτόν, να συνθηκολογήσει μαζί του (εννοεί τον μη καταδικασμένο αιρετικό Ακίνδυνο), ο οποίος με τις κακόδοξες διδασκαλίες-ενέργειες, εχθρεύεται τον Θεόν; Δεν μπορεί κανείς να έχει κοινωνία-φιλία με τους εχθρούς του βασιλιά «συμφιλιάζειν τοῖς τοῦ βασιλέως ἐχθροῖς». Το ιερό Ευαγγέλιο μας συμβουλεύει –συνεχίζει– να συγχωρούμε αυτούς που αμάρτησαν, αλλά αφού μετανοήσουν. Εκείνος που συγχωρεί και έχει κοινωνία με τον αιρετίζοντα που δεν απαρνήθηκε τις κακοδοξίες του, αυτός αμαρτάνει διπλά. Και διότι συγχωρεί κάποιον που δεν επανήλθε στην ορθή πίστη, όπως εντέλλεται ο Θεός, και διότι με αυτή την ενέργεια παρουσιάζει τον εαυτό του φιλανθρωπότερο από τον Θεό. «Ὁ Ἀκίνδυνος, ὡς  “ἀμεταμέλητος”, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τύχη συγγνώμης, διότι ὁ “συγγνώμην νέμων τῷ ἀμεταμελήτῳ φθάνει ἑαυτὸν συγγνώμης ἐκβάλλων”. Διὰ τοῦτο, τονίζει ὁ Ἰωσήφ, ἀπαγορεύεται πᾶσα σχέσις μετὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιβάλλεται ὁ κατ’ αὐτῶν ἀδιάκοπος πόλεμος», και φυσικά η ακοινωνησία. (όπ. παρ., σελ. 45).
Το κείμενο του ι. Ιωσήφ Καλόθετου:
«Πῶς δ’ ἄν τις καὶ σπείσαιτό τις αὐτῷ, ἐχθρῶς πρὸς Θεὸν ἔχοντι; Πῶς δ’ οὖκ ἁμάρτοι τις ἀσύγνωστα συγνωμονῶν τῷ ἀμεταμελήτῳ; Καὶ γοῦν συμβουλεύει τὸ ἱερὸν εὐαγγέλιον ἀφιέναι μὲν τοῖς ἡμαρτηκόσι τὰ ἁμαρτήματα, μεταμελομένοις δέ, ἐφ’οἷς οὐκ εὖ πεποιήκασι· μὴ μεταμελωμένοις δὲ οὐ χρεὼν ἡμᾶς τοῦτο ποιεῖν. Ὁ γὰρ συγγνώμην νέμων τῷ ἀμεταμελήτῳ φθάνει ἑαυτῷ συγγνώμης ἐκβάλλων. Ἀλλὰ καὶ ὁ προχείρως τούτῳ γε ταύτην νέμων χωρὶς τῆς ἐκείνου ἐπανόδου καὶ ἐπιστροφῆς καὶ πρὶν τῆς εἰς τὸ θεῖον παροινίας ἀποσέσθαι διπλῶς ἐξαμαρτάνει, τῷ τε ἀφιέναι τῷ μὴ ἀφιέντι τὴν ὕβριν καὶ τὴν εἰς θεὸν παρανοίαν καὶ ἔτι ἀμεταμέλως ἔχοντι, τῷ τε φιλανθρωπότερον ἑαυτὸν τοῦ θείου καθιστᾶν.
Καὶ γοῦν ἐντελλόμεθα παραιτεῖσθαι τοὺς παραίτησιν αἰτοῦντας, ἥκιστα δὲ τοὺς μὴ αἰτοῦντας. Καὶ τοίνυν καὶ τοῦτον ἐπανελθόντα πρὸς ἑαυτὸν ἐπανόδου μνησθέντα καὶ παραίτησιν αἰτήσαντα, ῥαδίως ἂν ταύτης καὶ τύχοι. Ἀρρωστοῦντα δ’ οὕτω καὶ κακῶς ἔχοντα, οὐκ ἄν τις αὐτὸν ἀξιώσειε συγγνώμης. Ἀλλ’ ὁ μὴ τούτῳ ἔκσπονδος γινόμενος, μᾶλλον δ’ ὁ μὴ κατ’ αὐτοῦ ἀεὶ χωρῶν καὶ πρὸς τὸν μετ’ αὐτοῦ πόλεμον ἀεὶ μὴ ἀποδυόμενος, μέχρις ἂν οὕτως ἐχθρῶς ἔχη πρὸς Θεόν…, οὐκ οἶδα πῶς ἂν αὐτοῦ τὸ μέρος μὴ “μετὰ τῶν ὑποκριτῶν” καὶ ἀπίστων τεθείη. Ἀπηγόρευται καὶ γὰρ πρὸς τῶν ἱερῶν λογίων συμφιλιάζειν τοῖς τοῦ βασιλέως ἐχθροῖς. Δίδωσι καὶ γάρ, ὁστισοῦν ἂν εἴη, λαβὰς καθ’ ἑαυτοῦ καὶ ἀμφίβολος περὶ τὸ σέβας κρίνεται καὶ τοῖς πᾶσι δι’ ὑποψίας καθίσταται. Καὶ γοῦν πολεμίων ἐπιόντων τῇ πατρίδι ἡμῶν, εἴ τινα ἑωρῶμεν μὴ εὐψύχως πρὸς τουτουσὶ ἀντεπεξιόντα καὶ τοὺς ἄλλους παραθήγοντα τῶν ἐμπειροπολέμων, τάχ’ ἂν προδοσίαν αὐτῷ ἐνεκαλέσαμεν· πόσης δοκεῖς ὀλιγωρίας καὶ μικροψυχίας Θεὸν ὑβριζόμενον περιορᾶν καὶ μακροθυμίας ἐντεῦθεν καρποῦσθαι ὄνομα;» (όπ. παρ., σελ. 138-139).