Τοῦ
Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Χριστὸς ἀνέστη!
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστὸς μᾶς ἔδωσε μία αἰώνια προϋπόθεση ἀπαλλαγῆς μας, ἀπὸ ὁποιαδήποτε δεσμά: Τὴν
ἀλήθεια, «γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει
ὑμᾶς» (Ἰω. η΄ 32). Ὅταν τὰ πάντα γκρεμίζονται ἀπὸ τὴν
ἀποστασία, ὅταν τὰ πάντα μυρίζουν ἀπὸ τὴν δυσωδία τῆς προδοσίας καὶ ὅταν τὰ
πάντα σκεπάζονται ἀπὸ τὴν φενάκη τῆς ἀντίδρασης καὶ τὸ ζωτικὸ ψεῦδος, ὅπως τὸ ἀποκάλεσε
ὁ Ἴψεν, μόνο ὁ ἐραστὴς τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ θὰ καταφέρει νὰ μείνει ἀνεπηρέαστος,
βλέποντας καὶ τὸ δέντρο καὶ τὸ δάσος.
Ὁ ἱερομόναχος Ἀρσένιος (1894-1975, «Πατὴρ
Ἀρσένιος» ἐκδόσεις τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου), διάσημος κριτικὸς τέχνης
πρὶν μονάσει, καταδικάστηκε ἔγκλειστος σὲ σταλινικὸ στρατόπεδο στὴν Σιβηρία.
Κάποια στιγμὴ καλέστηκε ἀπὸ συγκρατουμένους του, ποὺ συνεργάστηκαν μὲ τοὺς
Γερμανούς, νὰ τοποθετηθεῖ ἐπὶ τῶν δεινῶν, ποὺ ἐπέφερε στὴ χώρα του ὁ
Κομμουνισμός. Ἐκεῖνος ἀπάντησε μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια:
«Σας άκουσα να κατηγορείτε την εξουσία, το σύστημα,
τους ανθρώπους. Κι εμένα με κουβαλήσατε εδώ μόνο και μόνο για να βρείτε έναν
σύμμαχο, που θα σας βοηθήσει να ενοχοποιήσετε την άλλη πλευρά. Λέτε, λοιπόν,
πως ο Κομμουνισμός γκρέμισε εκκλησίες, φυλάκισε πιστούς, πολέμησε την Εκκλησία.
Ναι, έτσι είναι.
Ας εξετάσουμε όμως τα πράγματα συνολικότερα και
βαθύτερα. Ας ανατρέξουμε σε όσα προηγήθηκαν. Πολύ πρωτύτερα ο λαός μας είχε
χάσει την πίστη του, είχε περιφρονήσει την παράδοσή του, είχε λησμονήσει την
ιστορία του, είχε αρνηθεί τα ιερά και τα όσιά του. Ποιος φταίει γι’ αυτό; Η
τωρινή εξουσία; Εμείς φταίμε. Και τώρα θερίζουμε ό,τι σπείραμε.
Ας θυμηθούμε, τί παράδειγμα έδιναν στον λαό οι διανοούμενοι, οι ευγενείς, οι
έμποροι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και προπαντός τί παράδειγμα δίναμε εμείς, οι
κληρικοί. Ήμασταν οι χειρότεροι απ’
όλους! Γι’ αυτό και τα παιδιά
των παπάδων, βλέποντας μέσα στις οικογένειές τους την ανηθικότητα και τη
φιλοχρηματία, γίνονταν οι πιο φανατικοί άθεοι, οι πιο μαχητικοί
επαναστάτες».
Ἂν θέλουμε, λοιπόν, νὰ βροῦμε τὰ ἀληθινὰ αἴτια τῆς
σημερινῆς κατάστασης καὶ τοὺς πραγματικοὺς ὑπεύθυνους, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε: Ἐμεῖς
φταῖμε. Εἴμαστε ἡ χειρότερη γενιὰ Χριστιανῶν ἀπὸ ὅλες. Πολὺ πρὶν τὴν ψευτοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου,
πολὺ πρὶν τὸ κάθε εἴδους σχίσμα, πολὺ πρὶν τὸ
κλείσιμο τῶν ναῶν,
τὴν ἀπαγόρευση καὶ ἐπίσημη ἀμφισβήτηση τῆς Θ. Κοινωνίας, τὴν προδοσία τῶν «ποιμένων», τὴν ἀσυδοσία
τῶν πολιτικῶν, τὴν ὁλικὴ ἠθικὴ κατάπτωση τῆς κοινωνίας, τὴν ἐπικράτηση τοῦ
Μαμωνᾶ (χρήματος) ὡς μόνη πραγματικὴ ἀξία, εἴχαμε χάσει τὴν πίστη μας, εἴχαμε
περιφρονήσει τὴν παράδοσή μας, εἴχαμε λησμονήσει τὴν ἱστορία μας (ἐκκλησιαστικὴ
καὶ ἐθνική), εἴχαμε ἀρνηθεῖ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσιά μας.
Εἴχαμε σπεύσει ἤδη πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρὸ νὰ συνταχθοῦμε «μὲ τὸν “κόσμον”, μὲ
τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον τῆς ἐπιγείου ἀνέσεως, τῆς ἄνευ ταλαιπωριῶν καὶ ἀγῶνος
ζωῆς, “εἰς τὴν ὧδε μένουσαν πόλιν”, μὴ ἐπιζητοῦντες “τὴν μέλλουσαν”, ὡς
ἀνύπαρκτον καὶ μὴ πιστευτὴν εἰς αὐτούς» (Φώτης
Κόντογλου, ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς πρὸς Ἀθηναγόρα, 1965). Καὶ τώρα θερίζουμε
αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς σπείραμε ἢ ἐπιτρέψαμε νὰ σπαροῦν. Τὸ «φαίνεσθαι» κυριαρχεῖ πιὰ
πάνω ἀπὸ τὸ «εἶναι».
Γέμισαν τὰ μέσα ἐνημέρωσης μὲ κείμενα ποὺ ὀρθότατα μιλοῦν (οἱ χαρακτηρισμοὶ
εἶναι ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτά) γιὰ ψεῦτες καὶ προδότες πολιτικοὺς καὶ (ἀρχ)ἱερεῖς,
ψευδοποιμένες, φαρισαίους, Ἰοῦδες, ἀρνητὲς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας,
ἀμφισβητὲς τῶν Μυστηρίων, ἀρνητὲς τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως. Ἀλλὰ οἱ ὀρθοὶ
αὐτοὶ χαρακτηρισμοί, ὅσο ἀληθεῖς καὶ γενναῖοι νὰ εἶναι, μένουν
ἀναποτελεσματικοί, διότι λείπει τὸ «εἶναι»: ἡ ἔμπρακτη συνεπαγωγὴ καὶ ἐφαρμογή
τους.
Γιὰ τοὺς πολιτικοὺς δὲν χρειάζεται νὰ τονίσω τὸ αὐτονόητο. Ἐμεῖς τοὺς
ψηφίσαμε καὶ ἐμεῖς τοὺς διατηροῦμε (Μασώνους καὶ μή, πολιτικὲς οἰκογένειες,
πολιτικὰ ἀνδρείκελα, ἐπαγγελματίες δημαγωγούς, πρώην ἀνεπάγγελτους
κρατικοδίαιτους ἀνήθικους Κλέωνες καὶ Μιθριδᾶτες) στὴν ἐξουσία.
Γιὰ τοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ὅμως χρειάζεται νὰ τονιστοῦν τὰ αὐτονόητα.
Τοὺς ὀνομάζουμε ἐδῶ καὶ χρόνια τυφλούς, ἀλλὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ γιὰ
ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν τυφλό δὲν τὴν ἀκολουθοῦμε «ἄφετε
αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν· τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι
εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. 15,14). Μᾶς ὀργίζει ὁ τυφλὸς ποιμένας,
ἀλλὰ δὲν μᾶς τρομοκρατεῖ ὁ βόθυνος (βαθὺς λάκκος) στὸν ὁποῖον μᾶς ὁδηγεῖ, γιατὶ
ἁπλῶς δὲν πιστεύουμε, ὅτι θὰ πέσουμε στὸν λάκκο αὐτόν. Καὶ ὅμως πέσαμε, καὶ
παρόλα αὐτὰ μένουμε στὸν λάκκο μὲ τὸν τυφλό.
Τοὺς ὀνομάζουμε ἐδῶ καὶ χρόνια ψευδοποιμένες, κλέπτες καὶ ληστές, ἀλλὰ τὶς
ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν ψευδοποιμένα δὲν τὴν ἀκολουθοῦμε «ὁ μὴ
εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν,
ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής·… τὰ πρόβατα… ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν,
ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾿ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν» (Ἰω. 10, 1-5). Καὶ ὅμως παρὰ τὶς καταγγελίες
καὶ ἀποκαλύψεις τὰ πρόβατα ἀκολουθοῦν τὸν ψευδοποιμένα καὶ ληστή.
Τοὺς ὀνομάζουμε ἐδῶ καὶ χρόνια Φαρισαίους, ἀλλὰ τὶς
ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο δὲν τὴν ἀκολουθοῦμε «ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων
καὶ Σαδδουκαίων» (Ματθ. 16,6). Καὶ ὅμως ἡ ζύμη τῶν σημερινῶν
Φαρισαίων φούσκωσε καὶ τώρα κάλυψε τὴν Ἐκκλησία καὶ θὰ τὴν καλύπτει, ὅσο δὲν
τὴν ἀποβάλλουμε ἀπὸ Αὐτήν.
Τοὺς ὀνομάζουμε ἐδῶ καὶ χρόνια Ἰοῦδες, ἀλλὰ τὸν
χαρακτηρισμὸ τοῦ Ἰοῦδα ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἐννοούμενη ἐντολὴ γιὰ ἀπομάκρυνση
ἀπὸ τὸν κάθε Ἰοῦδα δὲν τὴν ἀκολουθοῦμε «οὐδεὶς
ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας» (Ἰω.
17,12) καὶ ὁδηγούμαστε στὴν ἀπώλεια μαζὶ μὲ τοὺς σύγχρονους υἱοὺς τῆς
ἀπωλείας.
Τοὺς ὀνομάζουμε ἐδῶ καὶ χρόνια ἀρνητὲς τῆς Πίστεως καὶ τῆς
Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀρνητὲς καὶ τὴν ἐννοούμενη
ἐντολὴ γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν
κάθε ἀρνητὴ δὲν τὴν ἀκολουθοῦμε· «ὅστις δ᾿ ἂν
ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός
μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 1, 33). Καὶ ὅμως ἐπιτρέπουμε στὸν ἀρνητὴ
νὰ ἀρνεῖται κατ’ ἐπανάληψη καὶ μάλιστα τὸν θεωροῦμε ἐκκλησιαστικῶς ἀδελφὸ καὶ
πατέρα καὶ γέροντα. Δεχόμαστε δηλαδὴ αὐτὸν ποὺ θὰ ἀρνηθεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Κατηγοροῦμε, ὅσους μιλοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ πολεμοῦν γιὰ τὰ αὐτονόητα, ὡς
διχαστὲς καὶ ἐχθροὺς τῆς ὁμόνοιας τοῦ Θεοῦ, παρότι ὁ Θεὸς ἄλλα εἶπε, ὅταν
πρόκειται περὶ Πίστεως; «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον
βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. ἦλθον
γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς
καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ».
Καὶ παράλληλα ἀρνούμαστε τὰ ὅποια καλέσματα ὁμόνοιας καὶ συμπόρευσης, τὴν ὅποια
συγγνώμη, ἀκολουθώντας κομματιασμένοι τὸν ἑκάστοτε γέροντα ἢ πνευματικὸ
ξεχνώντας καὶ πάλι, ποιόν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθοῦμε· «ἐν
τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις».
Μιλοῦμε γιὰ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὶς ἐντολὲς
δὲν τὶς τηροῦμε, ξεχνώντας γιὰ πολλοστὴ φορὰ ὅτι «ὁ
ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με·… ὁ μὴ ἀγαπῶν
με τοὺς λόγους μου οὐ τηρεῖ» (Ἰω. 14, 21-24).
Ἄρα ἀκολουθοῦμε καὶ κοινωνοῦμε αὐτοὺς ποὺ ὁμολογουμένως δὲν τηροῦν τὶς
ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, τοὐτέστιν δὲν Τὸν ἀγαποῦν, μὴ τηροῦντες ὅμως καὶ ἐμεῖς οἱ
ἴδιοι τὶς ἐντολές Του, τοὐτέστιν δὲν τὸν ἀγαποῦμε.
Μιλᾶμε γιὰ Σταυρὸ καὶ μαρτύριο καὶ ὁμολογία, ὅταν πρόκειται γιὰ ἄλλους,
ἐμεῖς ὅμως δὲν εἴμαστε (ἂν εἴμαστε εἰλικρινεῖς) ἕτοιμοι νὰ κάνουμε αὐτὸ τὸ
βῆμα. Ξεχάσαμε πρῶτοι ἐμεῖς ὅτι
«οἱ ἄλλοι ὅμως, οἱ
πιστοί, παρέμειναν ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, εἰς τὴν χώραν τῆς
πενίας, τῶν στερήσεων, τῶν πειρασμῶν, τῶν διωγμῶν, βέβαιοι ὄντες ὅτι ἐν μέσῳ
αὐτῶν παρίσταται ὁ Κύριος, ὁ εἰπῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία Αὐτοῦ θὰ εἶναι συνδεδεμένη μὲ
τὸ μαρτύριον, τὴν περιφρόνησιν, τὴν πτωχείαν, τὸν ἐμπαιγμόν, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι
ἡ ἀντιμισθία τῆς σθεναρᾶς ὁμολογίας των εἰς τοῦτον τὸν κόσμον. Εἰς τὰ ὦτα των
ἠχοῦν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ παρήγοροι λόγοι τοῦ Χριστοῦ. “Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ
ὑμᾶς διώξουσιν”. Ὁ διωγμός, ἡ κακοπάθησις καὶ ὁ θάνατος εἶναι ὁ εὐλογημένος
κλῆρος τῶν γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πανάγιον στόμα του εἶπεν ἀκόμη: “Ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν”. Πῶς εἶναι δυνατὸν
νὰ ὑπάρχουν βιασταὶ εἰς τὴν παράταξιν τῶν ἀμάχων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ
συνθηκολογήσουν μὲ τὸ ψεῦδος, διὰ νὰ ζήσουν ἐν ἡσυχίᾳ καὶ ἀπολαύσει τῶν
ἐγκοσμίων ἀγαθῶν;» (Φώτης
Κόντογλου).
Παραθέτω τὸν Κόντογλου, πρῶτον γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι τὰ αὐτονόητα μᾶς τὰ λέει κι
ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, ὄχι μόνο κάποιος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ δεύτερον γιὰ νὰ καταλάβουμε ἐπιτέλους, ὅτι ἀπὸ τὸ 1965 ποὺ τὰ ἔλεγε ὁ
Κόντογλου, τὰ πράγματα χειροτέρεψαν, δὲν καλυτέρευσαν, παρότι ἐμεῖς ὑποτίθεται
θαυμάζουμε τὸν Κόντογλου καὶ τοὺς ἀγῶνες του.
Εὐθυνόμαστε, λοιπόν, ὅλοι μας, πρῶτος ἐγώ. Δὲν καταδικάζεται ὅμως ὁ πεσών,
ἀλλὰ ὁ ἐμμένων εἰς τὴν πτῶσιν. Εἶναι καιρὸς πιὰ νὰ ἀναλάβουμε τὶς εὐθῦνες μας.
Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρουμε παραδείγματα τοῦ παρελθόντος. Ἦλθε ἡ ὥρα πιὰ νὰ φανοῦν
παραδείγματα τοῦ παρόντος, γιὰ νὰ μποροῦν ἀκόμα νὰ ὑπάρξουν Χριστιανοὶ τοῦ
μέλλοντος.
Ἀδαμάντιος
Τσακίρογλου