«Η Τρίφωτος Λυχνία»


(Μ. Φώτιος, Μάρκος Ευγενικός και Γρηγόριος Παλαμάς)

 

Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ

 

Πιστεύω, ότι είναι ένας εκ των προσφυέστερων (τιμητικών) χαρακτηρισμών, για τους τρεις αυτούς μεγίστους Πατέρες, ο τίτλος «Τρίφωτος Λυχνία», που δανείσθηκα εκ της Ακολουθίας των.

Δεν ξεχνάμε, ότι ο τίτλος εκφράζει δύναμη και ανάγκη σε μια περίοδο «σκληρών καιρών», όπως είναι σήμερα, όπου η αγωνία, η θλίψη, η πικρία και οι διαδοχικοί συναισθηματικοί μετασχηματισμοί τραυματίζουν πολλούς συνανθρώπους μας.

Διάλεξα τον τίτλο αυτό, μιας και οι συγκεκριμένοι Πατέρες έχουν μεταπλάσει θεολογικά τις ιστορικές στιγμές τους και το πλήρωμα της Εκκλησίας, ανεβαίνοντας (έτσι) σταθερά και μόνιμα στον νοητό (διαχρονικό) άμβωνα της Ορθοδοξίας. Είναι ισοστάσιοι των μεγάλων Πατέρων, Αθανασίου, Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Δεν προσέγγισαν τον Θεό με νοητικά συλλογιστικά άλματα (πρoτσές), αλλά με την εμπειρία της εν Χριστώ ζωής. Αρνήθηκαν την ανθρώπινη διαλεκτική των εννοιών, καθότι ο Θεός δεν είναι «Κτιστό» αντικείμενο έρευνας.

Στις εποχές τους, η αιρετική στρεβλότητα του παπισμού προσέκρουσε στο τυπικό της δικής τους Ορθόδοξης ευθύτητος. Αντίθετα, οι σημερινοί επίσκοποι και «νέο-πατέρες», όχι μόνο υπέγραψαν την εκκλησιαστικότητα των αιρέσεων, αλλά προσμένουν και εκκλησιαστική ολοκλήρωση εντός της «νέας οικουμενικής εκκλησίας». Οι επιπτώσεις του οικουμενισμού είναι πολύμορφες!

Γράφει σε επιστολή του ο Μ. Φώτιος (Ε.Π. 12, σελ. 400):

    «Αιρετικός εστίν ο ποιμήν; λύκος εστί∙ φυγείν εξ αυτού και αποπηδάν δεήσει, μη δ’ απατηθήναι προσελθείν καν ήμερον περισαίνειν δοκή∙ φύγε την κοινωνίαν αυτού και την προς αυτόν ομιλίαν, ως ιόν όφεως∙ αγκίστρω μεν και δελέατι ιχθύες αλίσκονται, ομιλία δε πονηρά και τον αιρετικόν ιόν υποκαθήμενον έχουσα πολλούς των απλουστέρων προσιόντας και μηδέν βλάβας παθείν υφορωμένους εζώγρησε∙ φεύγειν ουν παντί σθένει δια ταύτα προσήκει τους τοιούτους».

Μετάφραση: «Είναι αιρετικός ο ποιμήν; Λύκος είναι. Θα χρειασθή  να φύγης, από αυτόν και με πηδήματα να απομακρυνθής και να μη πλησιάζεις, ώστε να μην απατηθής κι’ αν ακόμα φαίνεται ότι κολακεύει με ταπείνωσι και με ηρεμία. Απόφυγε την επικοινωνίαν και την συναναστροφήν με αυτόν καθώς αποφεύγεις το δηλητήριο του φιδιού∙ με αγκίστρι και δόλωμα συλλαμβάνουν τα ψάρια, η κακή όμως συναναστροφή με τους αιρετικούς και η επικοινωνία με αυτούς που κρύβουν αιρετικόν δηλητήριον, έπιασε πολλούς από τους πιο απλοϊκούς που πλησιάζουν τους αιρετικούς και δεν υποπτεύονται ότι θα υποστούν βλάβη. Είναι σωστό λοιπόν να αποφεύγης με κάθε τρόπο τους τοιούτους».

Αναμφίβολα, ο Μ. Φώτιος ερμηνεύει το πνεύμα του 15ου Κανόνα της Α-Β Συνόδου, που έλαβε χώρα επί των ημερών του.

Ο Κανόνας ανήκει στο εγκόλπιο του καλού ποιμένα, ως κανόνας αγάπης και προστασίας της Εκκλησίας. Όλα, όμως, τα έργα Δογματικής προστασίας της Εκκλησίας είναι υποχρεωτικά και όχι προαιρετικά (Δυνητικά). Όσοι πιστεύουν στην «Δυνητική ερμηνεία» του Κανόνα, που διακήρυξε ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, πιστεύουν ότι ο Κανόνας είναι «φανατισμός – ζήλος» της αρετής, θετικός και αξιέπαινος, σπάνιος, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί απραγματοποίητος!

Η έλλειψη ομολογιακής ενότητος μεταξύ των Ορθοδόξων οφείλεται, εν πολλοίς, στην μη εφαρμογή του 15ου Κανόνα. Ένα παράδειγμα, ορθής εκκλησιαστικής συμπεριφοράς – ομολογίας από την ιστορία (βλέπε Καλλίστου Βλαστού Αγιορείτου, του Εφεσίου – 1895, σελ. 214 – 215):

    «Ο μέγας Χαρτοφύλαξ Μιχαήλ ο Βαλσαμών και ο μέγας Εκκλησιάρχης Σίλβεστρος ο Συρόπουλος, καίτοι υπό του Πατριάρχου και των αρχόντων και υπ’ αυτού του Βασιλέως κολακευθέντες και βιασθέντες, δεν εκοινώνησαν τω ανόμω Πατριάρχη, αλλά παραιτηθέντες του αξιώματος αυτών απέστησαν απ’ αυτού∙ έλεγον δε οι άρχοντες τω χαρτοφύλακι και τω εκκλησιάρχη, ότι ούτε ημείς λέγομεν ότι έγιναν καλώς τα εν τη Φλωρεντία, όμως δι’ οικονομίαν και το συμφέρον της πατρίδος ας μένη ο όρος (εννοεί της ενώσεως με τους παπικούς) αργός και μόνον δεχθήτε το μνημόσυνον του Πάπα όπερ εστί λόγος ψιλός, οι δε αντέλεγον θεολογικώς: “ότι πολύς εστίν ο του μνημοσύνου λόγος, διότι εκείνοι μνημονεύονται επ’ εκκλησίας, όσοι εισίν ορθόδοξοι και κοινωνικοί προς την αυτήν εκκλησίαν, οι δε ακοινώνητοι, ουδέ μνημονεύονται, ουδέ γαρ έχει άδειαν τις των ιερωμένων εύχεσθαι επ’ εκκλησίαις, ο δε πάπας εστίν ακοινώνητος∙ πως ουν μνημονευθήσεται ο ακοινώνητος μετά των κοινωνικών”».

Η μνημόνευση στη Θ. Λειτουργία του επισκόπου δεν είναι «λόγος ψιλός», λόγος δηλ. θεωρητικός, χωρίς ισχύ.

«Ότι πολύς εστίν ο του μνημοσύνου λόγος», δηλ. ζωτικής σημασίας, ετόνισαν ο Μιχαήλ (Βαλσαμών) και ο Σίλβεστρος ο Συρόπουλος στους ενωτικούς. Είναι ζωτικής σημασίας η μνημόνευση του επισκόπου, διότι γίνεται παραδοχή–ομολογία, ότι ο επίσκοπος και το πλήρωμα έχουν ενιαία ορθόδοξη (Δογματική) μορφή, κοινή πίστη, ως γνήσια νομίσματα του Βασιλέως Χριστού.

Είναι παραδοχή–ομολογία, ότι ο επίσκοπος είναι πνευματικός πατέρας του πληρώματος, ότι δηλ. ευρίσκονται σε συμφωνία ήθους και Δόγματος. Δεν είναι η μνημόνευση αναγκαιότητα αγάπης (μόνο), προς μακροημέρευση, υγεία και φωτισμό του Επισκόπου.

Οι σημερινοί οικουμενιστές Πατριάρχες και επίσκοποι, ως μη ανήκοντες στο Ορθόδοξο δόγμα, κακώς μνημονεύονται στους Ι. Ναούς, στις Ι. Μονές των Μητροπόλεων και του Αγίου Όρους. Όταν η Εκκλησία βρίσκεται στο κέντρο του κυκλώνα μιας αίρεσης, όπως σήμερα, και γίνει διακοπή μνημοσύνου, τότε η εξουσία απαντά με αφορισμούς, καθαιρέσεις, οικονομικές, κοινωνικές και άλλες ψυχολογικές ποινές. Τόνισε, σχετικά, ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός προς τον Ιερομόναχο Θεοφάνη:

     «Ουκ εστι δε εν λόγοις ο αγών, αλλ’ εν πράγμασιν, ουδέ ρητών και αποδείξεων καιρός (πως γαρ εν ούτω διαφθαρμένοις κριταίς;), αλλά δει τους αγαπώντας τον Θεόν έργοις αυτοίς γενναίοις παρατετάχθαι και πάντα κίνδυνον ετοίμους είναι παθείν υπέρ της ευσεβείας και του μη τη κοινωνία χρανθήναι των ασεβών».

Είναι πράγματι επικές και οι σύγχρονες ομολογιακές φωνές των Πατέρων, όπως του π. Αυγουστίνου Καντιώτη και π. Φιλοθέου Ζερβάκου (αντι-παπικών). Δεν είναι τυχαίο που δεν τους συμπεριλαμβάνουν προς αγιοκατάταξη. Τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Ου σιωπήν ο λόγος επιτάττει ένθα Θεός το κινδυνευόμενον».

Χωρίς τις κακοπάθειες των Πατέρων, η Ορθόδοξη Εκκλησία θα ήτο γη πυρπολημένη υπό των αιρέσεων.

Οι σημερινοί οικουμενιστές ασεβούν προς την παράδοση των Πατέρων, την υποβάλλουν σ’ εξαντλητική ανάκριση, για να την αναγκάσουν σε «ομολογία» κενότητάς της, επιχειρούν δηλ. διάρρηξη στο πλούσιο χρηματοκιβώτιο της Πατερικής παράδοσης!

Γράφει ο Μ. Φώτιος για την ευλογία της μαρτυρικής ομολογίας:

«Ο διωγμός βαρύς, αλλ’ ο του Δεσπότου μακαρισμός ηδύς∙ η υπερορία χαλεπή, αλλ’ η των ουρανών βασιλεία τερπνή∙ “Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών”. Πολλαί αι θλίψεις, και πάσαν υπερβαλλόμεναι χαλεπότητα∙ αλλ’ η εκείθεν χαρά και αγαλλίασις ου μόνον κουφίζειν οίδεν αυτών την δριμύτητα, αλλά τοις προς ελπίδας τας άνω βιούσι και εις ευθυμίας υπόθεσιν αυτοί μετατίθησιν. Εχώμεθα τοιγαρούν των άθλων, ίνα τύχωμεν των επάθλων, ίνα γένηται και ημίν μετά του Παύλου βοάν∙ “τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα∙ λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος”» (Επιστολή 147 – Από της υπερορίας τοις συνδεδιωγμένοιςΕπισκόποις).

Μετάφραση: «Ο διωγμός είναι βαρύς, αλλά του Δεσπότου Χριστού ο μακαρισμός, γι’ αυτούς που διώκονται για το όνομά του, είναι γλυκός. Η εξορία σε άλλη γη είναι σκληρή, δυσβάσταχτη, αλλά η βασιλεία των ουρανών ευχάριστη∙ Μακάριοι αυτοί που διώκονται για τη δικαιοσύνη του Θεού, ότι σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών. Είναι πολλές οι θλίψεις (τώρα), αλλά η χαρά που πηγάζει από αυτές όχι μόνο ξέρει να ανακουφίζει τη σκληρότητά τους, αλλά τις μετατρέπει, γι’ αυτούς που βιώνουν την ελπίδα (της μετά θανάτου ζωής), σε μια χαρούμενη υπόθεση.

Επομένως, αδελφοί, ας ξεκινήσουμε τους άθλους–αγώνες, για να απολαύσουμε τα έπαθλα–βραβεία, έτσι ώστε να αξιωθούμε κι εμείς, όπως ο Παύλος, να φωνάξουμε «Έδωσα τον αγώνα τον καλό, ολοκλήρωσα τη διαδρομή, τήρησα την πίστη, αυτό που μου απομένει είναι να μου αποδοθεί ο στέφανος της δικαιοσύνης».

Μεγαλυνάριον

      «Χαίροις των Πατέρων σεπτὴ Τριάς, Φώτιε παμμάκαρ, και Γρηγόριε ιερέ, συν τω θείῳ Μάρκω, η τρίφωτος λυχνία, η πάσαν Εκκλησίαν, καταπυρσεύουσα».

 

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ