ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Ἀπάντηση σὲ ἐρωτήσεις
ΑΙΡΕΤΙΚΑ
ΜΗΝΥΜΑΤΑ «ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ» ΕΙΚΟΝΩΝ
Ποιός εἶναι ὁ
«Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν»
Ἕνα ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἀπαγορευμένες
Ἀπεικονίσεις» ποὺ δημοσιεύτηκε σὲ τοπικὴ ἐφημερίδα προκάλεσε ἀντιδράσεις, θετικὲς καὶ ἀρνητικές,
ἀλλὰ καὶ ἐρωτήσεις εἰδικὰ γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ἀπεικονίσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μάλιστα μοῦ ἐστάλη καὶ ἐπιστολὴ
ἐκπαιδευτικοῦ πού, προβληματισμένος ἀπὸ τὶς ἀπόψεις ποὺ κυκλοφοροῦν, ζητοῦσε
περαιτέρω διευκρινήσεις. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἀπευθύνθηκε καὶ σὲ γνωστὸ ὀρθόδοξο
πρωτοπρεσβύτερο, ὁ ὁποῖος στὴν ἀπάντηση ἀντὶ γιὰ ὀρθόδοξες θέσεις ἐπαναλάμβανε
θέσεις κάποιας μερίδος τῶν Γ.Ο.Χ. Ἔτσι ἀναγκάστηκα νὰ ἀσχοληθῶ καὶ πάλι μὲ τὸ
θέμα, ἀφοῦ εἶχα συγκεντρώσει παλαιότερα ἀρκετὰ στοιχεῖα, προσθέτοντας καὶ νέα
Πατερικὰ κείμενα.
Νομίζω ὅτι τὸ πλῆθος Ἁγιογραφικῶν καὶ
Πατερικῶν κειμένων ποὺ παρατίθενται, φωτίζουν τὸ θέμα καὶ ἰδίως ἐκεῖνα τὰ
σημεῖα ποὺ προκαλοῦν σύγχυση. Ἔτσι, ὅσοι ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεση θὰ δοῦν τὸ θέμα
ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν προσωπική τους προτίμηση ἢ παγιωμένες τοποθετήσεις ἄλλων, ἢ
καὶ τὸ χειρότερο, μὲ ἀποκρύψεις, κολοβώσεις καὶ διαστροφικὲς ἑρμηνεῖες
πατερικῶν κειμένων, ἀλλὰ μὲ τὴν αὐθεντικὴ γνώμη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Στηρίχτηκα κατ’ ἐξοχὴν στὰ κείμενα τοῦ ἱ.
Χρυσοστόμου, ἁγίου Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ, ἁγίου Νικοδήμου,
ἀλλὰ σὲ κείμενα συγχρόνων, ὅπως τοῦ π.
Ἀθανασίου Μυτιληναίου καὶ τοῦ κ. Νικ.
Ζήση (νῦν π. Σεραφείμ).
Εὐνόητο, ὅτι ἂν σὲ κάποιο σημεῖο δὲν ἀποδίδω σωστὰ τὸ πνεῦμα τῆς Παραδόσεως, μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη θὰ δεχθῶ τὶς παρατηρήσεις τῶν ἐμπείρων. Διότι, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον: «δεῖ δοκιμάζειν τὰ παρὰ τῶν διδασκάλων λεγόμενα (σ.σ. καὶ ἁγιογραφούμενα)· καὶ τὰ μὲν σύμφωνα ταῖς Γραφαῖς δέχεσθαι, τὰ δὲ ἀλλότρια ἀποβάλλειν· καὶ τοὺς τοιούτοις διδάγμασιν ἐπιμένοντας ἀποστρέφεσθαι σφοδρότερον». [Ἡ ἠλεκτρονική μου διεύθυνση εἶναι simatis511@gmail.com].
1. Δύο βασικὰ εἶναι οἱ εἰκόνες ποὺ ἀναφέρονται στὴν
Ἁγία Τριάδα. Στοὺς ὀρθόδοξους ναοὺς θὰ συναντήσουμε τὴν μία ἀπὸ τὶς δύο ἢ καὶ
τὶς δύο.
i) Ἡ μία εἰκόνα εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀπεικονίζει τὸν Θεὸν
Πατέρα ὡς γέροντα στὴν ἡλικία, τὸν Υἱὸ ὡς νεώτερο Αὐτοῦ καὶ τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα ὡς περιστερά (ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἀποκαλεῖται καὶ εἰκόνα τοῦ “Σύνθρονου”).
ii) Ἡ ἄλλη εἰκόνα, εἶναι ἐκείνη ποὺ εἰκονίζει τρεῖς
Ἀγγέλους φιλοξενούμενους ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ (καὶ τὴν Σάρρα), γνωστὴ ὡς «Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ».
Ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ προκαλεῖ πρόβλημα,
εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ «Σύνθρονου», γιατὶ
εἶναι μιὰ εἰκόνα σύνθετη, ἀφοῦ ποτὲ
κανεὶς προφήτης ἢ Ἅγιος δὲν εἶδε ὅραμα ἢ ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος σ’ αὐτὴ
τὴν μορφή, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ «Φιλοξενεία τοῦ
Ἀβραὰμ» εἶναι πραγματικὸ γεγονός, ποὺ περιγράφεται ἐκτενῶς στὴν Ἁγία Γραφή.
Τὸ πρῶτο ἐρώτημά σας (οἱ ἀπαντήσεις δομήθηκαν μὲ βάση
τὶς ἐρωτήσεις ἐκπαιδευτικοῦ) εἶναι:
«Οἱ ἁγιογράφοι ποὺ τὴν
ζωγράφησαν εἶναι δυνατὸν νὰ σφάλλουν;
Δὲν ἐξομοιώνονται
οἱ ἁγιογράφοι πρὸς τοὺς Ἁγίους Εὐαγγελιστάς; Δὲν ἐστηρίζοντο σὲ
θεολογικὰ δεδομένα, ὅταν ζωγράφιζαν
τὴν μνημονευθεῖσα εἰκόνα τοῦ “Σύνθρονου”;
Μάλιστα, μὲ τὴν ἁγιογραφία αὐτὴ δὲν καθιστοῦν περισσότερο κατανοητὴ τὴν Ἁγία Τριάδα στοὺς
πιστούς;».
α) Κατ’ ἀρχάς, αὐτὴ ἡ θέση (ὅτι οἱ ἁγιογράφοι ὡς ἐξομειούμενοι «πρὸς τοὺς Εὐαγγελιστὰς» δὲν αὐθαιρετοῦν) στρέφεται κατὰ τῆς ἐπιχειρηματολογίας, ὅσων ὑποστηρίζουν αὐτὴ τὴ θέση.
Ἐφόσον δηλαδὴ δέχονται ὅτι «οἱ ἁγιογράφοι δὲν
αὐθαιρετοῦν», τότε θὰ πρέπει νὰ δεχθοῦν ὅτι δὲν αὐθαιρετοῦν, ὄχι μόνο ὅταν
παρουσιάζουν τὴν παραπάνω εἰκόνα τοῦ “Σύνθρονου” ποὺ εἶναι μεταγενέστερη, ἀλλὰ
καὶ ὅταν ἀπεικονίζουν τὴν Ἁγία Τριάδα ὡς «Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ» ποὺ εἶναι καὶ
προγενέστερη. Ἄρα, –σύμφωνα μὲ τὴ θέση τους αὐτή– θὰ πρέπει νὰ ἀποδεχθοῦν
τουλάχιστον, ὅτι καὶ οἱ δύο παραστάσεις εἶναι σωστές, ἀφοῦ οἱ ἁγιογράφοι
ἰσοῦνται μὲ τοὺς Εὐαγγελιστές, ὁπότε θὰ πρέπει νὰ σταματήσει μεταξύ τους διαμάχη, νὰ γίνουν ἀποδεκτές, δηλαδή, καὶ
οἱ δύο εἰκόνες.
β) Ὅμως, δὲν τίθενται τόσο ἁπλοϊκὰ τὸ θέμα. Τὸ ὅτι οἱ
ἁγιογράφοι μπορεῖ νὰ ἐξομοιώνονται μὲ τοὺς ἁγίους εὐαγγελιστές, ἐνέχει ἀλήθεια.
Πότε ὅμως; Ὅταν οἱ ἁγιογράφοι ποὺ εἰκονίζουν Ἅγια πρόσωπα ἢ ἁγιογραφικὲς
παραστάσεις, στηρίζονται καὶ ἀκολουθοῦν κατὰ πάντα τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ
Παράδοση. Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι, δίπλα στὰ γνήσια Εὐαγγέλια, ὑπῆρχαν
καὶ τὰ ψευδεπίγραφα, και αἱρετικά, καὶ νόθα, τὰ ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία τὰ ἀποκήρυξε.
Δίπλα στοὺς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους, ὑπῆρξαν καὶ
ὑπάρχουν καὶ οἱ ψευδεπίσκοποι, οἱ αἱρετικοί. Ἔτσι, καὶ δίπλα στὶς ὀρθόδοξες
εἰκόνες, ὑπάρχουν καὶ ἀνορθόδοξες καὶ αἱρετικὲς εἰκόνες, ἐκεῖνες ποὺ
διαστρέφουν τὴν δογματικὴ καὶ ἱστορικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὶς ὁποῖες,
ὡς ἐκ τούτου, πρέπει νὰ ἀποβάλουμε.
Τὸ ἐρώτημα ποὺ προκύπτει, λοιπόν, εἶναι: Στηρίζονται
καὶ ἀκολουθοῦν τὴν Ἱερὰ Παράδοση, ὅλοι ὅσοι ἁγιογραφοῦν;
Ἡ πραγματικότητα εἶναι πὼς καὶ παλαιότερα, ἀλλὰ καὶ σήμερα, ἀνάμεσα στοὺς ἁγιογραφοῦντες ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ποὺ δὲν ἔχουν γνήσιο εὐαγγελικὸ πνεῦμα καὶ ζωγραφίζουν «ἄλλα ἀντ’ ἄλλων». Αὐτὴ τὴν διαπίστωση εἶχε κάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ γι’ αὐτὸ συμβούλευε·
Οἱ ἁγιογράφοι «νὰ προσέχουν καλὰ καὶ νὰ ἠξεύρουν πρῶτον τί λέγει ἡ Γραφὴ
καὶ τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ οὕτω νὰ ζωγραφίζουν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Γραφὴν
τὰς εἰκόνας των. Ἤ, ἂν δὲν ἠξεύρουν αὐτοί, πρέπει νὰ ἐρωτοῦν τοὺς εἰδότας καὶ
πεπαιδευμένους διὰ νὰ μανθάνουσι, καὶ ὄχι νὰ ζωγραφίζουσιν ἄλλα ἀντ' ἄλλων καὶ αὐτὰ πολλάκις τὰ ἐναντία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ
ἀτοπώτατα… Αὐτὰ καὶ ἄλλα ὅμοια ἄτοπα
ἱστοροῦν οἱ ζωγράφοι ἀπὸ ἀμάθειαν καὶ κακὴν συνήθειαν, καὶ ἂς τὰ
διορθώσουν, σπουδάζοντες προσέτι νὰ γένουν τεχνῖται καὶ ζωγράφοι ἐπιτήδειοι καὶ
καλοί, διὰ νὰ ἔχουν αἱ παρ’ αὐτῶν ἱστορούμεναι εἰκόνες ὁμοιότητα μὲ τὰ πρωτότυπα[1],
καθὼς παραγγέλλει ἡ ἁγία Σύνοδος αὕτη (σ.σ. ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική), καὶ ὄχι νὰ ᾖναι
ἀλλόκοταί τινες καὶ ἀνόμοιαι» (Πηδάλιον, σελ. 321, στήλη β΄).
Ἄρα λοιπόν, πολλοὶ “ἁγιογράφοι” εἶναι μόνον κατ’ ὄνομα
ἁγιογράφοι καὶ ὄχι κατ’ οὐσίαν. Καὶ ἰδίως, μόνον κατ’ ὄνομα ἁγιογράφοι, εἶναι
ἐκεῖνοι ποὺ ἁγιογράφησαν ἐπηρεασθέντες ἀπὸ αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ πρότυπα
τῶν ἑκάστοτε αἱρετικῶν –καὶ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση τῆς αἱρετικῆς παπικῆς
“ἐκκλησίας”. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση οἱ ἁγιογράφοι καὶ αὐθαιρετοῦν καὶ σφάλλουν.
Καὶ μία ἀπὸ τὶς ἐσφαλμένες ζωγραφιές τους ἐντοπίζεται ἀκριβῶς (ὅπως θὰ δοῦμε
λεπτομερῶς) στὴν ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς εἰκόνας τῆς λεγομένης “Ἁγίας Τριάδος” ἢ
ἀλλιῶς τοῦ “Σύνθρονου”[2].
Αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἐκφράζει αἱρετικὲς θεωρίες, Ἀρειανικὲς
καὶ Παπικές, καὶ εἰσήχθη ἀπὸ τὴν Δύση. Καὶ βέβαια δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ εἰκόνα
ποὺ ἐκφράζει αἱρετικὲς ἀποκλίσεις· ὑπάρχουν καὶ ἄλλες, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἡ
γνωστὴ δυτικότροπη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως· εἶναι κι αὐτὴ μία ἀπ’ αὐτὲς
ποὺ ἔχουν παρεισφρήσει στὸν ὀρθόδοξο χῶρο καὶ εἶναι σὲ χρήση σὲ πολλοὺς
ὀρθόδοξους ναούς, γιὰ τὴν ὁποία θὰ παρατεθοῦν, πρὸς τὸ τέλος τοῦ παρόντος,
κάποιες πληροφορίες.
Τὸ συμπέρασμα εἶναι, ὅπως τὸ διατυπώνει ὁ καὶ ὁ Ρῶσος
θεολόγος Λεωνίδας Οὐσπένσκυ: «δὲν μποροῦμε νὰ θεωροῦμε κάθε εἰκόνα, ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι
παλαιὰ καὶ ὡραία, σὰν ἀλάθητη αὐθεντία καὶ μάλιστα πολὺ περισσότερο ἂν αὐτὴ
ἔχει γίνει σὲ περίοδο παρακμῆς ὅπως ἡ ἰδική μας. Μιὰ τέτοια εἰκόνα …μπορεῖ νὰ
παραπλανᾶ ἀντὶ νὰ διδάσκει. Δηλαδὴ ἡ διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας μπορεῖ νὰ
ἀλλοιώνεται ἀπὸ τὴν εἰκόνα τὸ ἴδιο ὅπως» μπορεῖ νὰ ἀλλοιώνεται ἀπὸ μιὰ
αἱρετικὴ διδασκαλία (Λεωνίδα Οὐσπένσκυ, "Ἡ Εἰκόνα", Εἰσαγωγή, σελ.
12-13).
2. Ἂς ποῦμε καὶ δυὸ λόγια γιὰ τὴν ἱστορία αὐτῆς τῆς
εἰκόνας. Οἱ ρίζες τῆς εἰκόνος αὐτῆς ἀνιχνεύονται στὸν ΙΑ΄ αἰῶνα στὴν Δύση. Κατ’
ἀρχὰς ἔχουμε τὴν παράσταση κυρίως τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὡς τοῦ «Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν», καὶ στὴ συνέχεια (ιγ΄καὶ ιδ΄ αἰ.) μετὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ
τοῦ Ἁγίου πνεύματος (κώδ. Suppl. gr 22 τῆς Bιέννης). Καὶ βέβαια, μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν καὶ ἐλάχιστες ἀπεικονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὡς τοῦ «Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν» καὶ
νωρίτερα, ἀλλὰ αὐτὲς «δὲν ἔχουν
καθιερωθεῖ στὴν ἁγιογραφία τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε στηρίζονται στην θεολογία
της». Ἐπὶ πλέον δέ, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, α) ὑπάρχει διχογνωμία ὡς
πρὸς τὸ ποιό πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰκονίζεται μὲ τὴν παράσταση τοῦ
«Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν», β) καὶ «ἐπιτρέπει μὲν ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἀπεικόνιση ὁραμάτων τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλ’ ὅπως αὐτὰ τὰ εἶδαν οἱ προφῆτες καὶ ὄχι κατὰ τὴν φαντασία
τοῦ κάθε ἁγιογράφου» καὶ τὴν συνθετική-μυθοπλαστική του ἱκανότητα
(Καλοκύρη Κ., Ἡ ζωγραφική τῆς Ὀρθοδοξίας, σελ. 160).
Ἔρχομαι ἐν συνεχείᾳ (σύμφωνα μὲ τὴν σειρὰ διατυπώσεως
τῶν ἐρωτημάτων) σὲ ἕνα ἑπόμενο σημεῖο. Παραθέτετε τὴ φράση ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα» (Ἰω.
14, 9) καὶ ἰσχυρίζεσθε ὅτι:
ἀφοῦ εἴδαμε τὸν Χριστὸ, ἄρα στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ «εἴδαμε καὶ τὸν Θεὸν Πατέρα».
Εἶναι βασικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ὄχι
μόνο τὸν Πατέρα, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸν Υἱὸν εἴδαμε, ὡς Θεόν, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι
ἀόρατος[3].
«Θεόν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» (Ἰω. α΄ 18) καὶ τὸν Θεὸν «εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων,
οὐδὲ ἰδεῖν δύναται» (1Τιμ. στ΄ 16). Εἴδαμε μόνο, τὴν κτιστὴ ἀνθρώπινη φύση τοῦ
Υἱοῦ, τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Ἄρα τὸ χωρίο ποὺ ἐπικαλεῖσθε, δὲν σημαίνει ὅτι
εἴδαμε τὴν ἄκτιστη φύση καὶ οὐσία τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀφοῦ οὔτε τοῦ Υἱοῦ τὴν
ἄκτιστη φύση εἴδαμε[4]. «Εἶδεν Ἀβραὰμ οὐ φύσιν θεοῦ (“θεὸν γὰρ οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε”), ἀλλ' εἰκόνα θεοῦ καὶ πεσὼν προσεκύνησεν» (Δαμασκηνοῦ
Ἰω., Orationes de imaginibus tres, Section 3,24, line 1).
Βέβαια, ὁ ἴδιος ὁ ἐνανθρωπίσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ
Πατρός, ὅταν τὸν παρακάλεσε ὁ Φίλιππος: «Κύριε,
δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα», ἀπάντησε: «Τοσούτον
χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν
πατέρα...,[5]
ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί»[6] (Ἰω.
14, 8, 9-10), «ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, αὐτὸς καὶ εἰκὼν καὶ χαρακτὴρ καὶ εἶδός ἐστι
τοῦ Πατρὸς ἑαυτοῦ»[7]. Ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀπάντηση δὲν
σημαίνει ὅτι οἱ μαθητὲς εἶδαν τὴν οὐσία τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὴν
ἀνθρώπινη φύση Του[8].
Γράφει ὁ ἅγ. Κύριλλος: «“Ὁ ἑωρακὼς γάρ, φησίν, ἐμέ, ἑώρακε
τὸν Πατέρα”. Καὶ πῶς σὺ λέγεις, Δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα; Ἕτερός εἰμι, φησίν,
κατὰ τὸ πρόσωπον, οὐ κατὰ τὴν φύσιν· ὅλον ἐν αὐτῷ τὸν Πατέρα περιφέρω· σφραγὶς
γάρ εἰμι τοῦ γεννήσαντος ἀπαράλλακτος, χαρακτήρ εἰμι τῆς τοῦ Πατρὸς ὑποστάσεως,
εἰκὼν φυσικὴ τῷ γεννήσαντι συνυπάρχουσα· ὅταν τοίνυν ἰδεῖν ἐθελήσῃς ἐκεῖνον, εἰς ἐμὲ ἀποβλέψας, ἑκάτερον ὄψει·
ὄψει δὲ οὐ τοῖς τοῦ σώματος ὀφθαλμοῖς,
ἀλλὰ τοῖς τῆς πίστεως· καὶ τοῖς τῆς πίστεως δὲ τοσοῦτον, ὅσον γνῶναι τὰς ἐνεργείας, οὐ τὴν φύσιν, ἢ τὴν οὐσίαν·
πάντα γὰρ νοῦν ἡ ταύτης ὑπερβαίνει κατάληψις…» (ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ)[9].
Καὶ πάλι ὁ ἅγ. Κύριλλος: «Ὁ γὰρ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν
Πατέρα. καὶ ὅτι μὲν οὐ σωματικήν τινα θεωρίαν ἡμῖν κατασημαίνει Χριστός, οὐ
μακρῶν οἶμαι δεδεῆσθαι λόγων τοὺς ἀκροωμένους. οὐ γὰρ ἄν τις εἴποι τῶν νοῦν
ἐχόντων, τὴν τοῦ Θεοῦ φύσιν θεωρίαις ὑποκεῖσθαι σωματικαῖς, ἀλλ' οὐδὲ τοῖς τῆς
σαρκὸς ὀφθαλμοῖς κατίδοι τις ἂν τὸ ὡς καὶ μόλις ἐν ἐσόπτρῳ καταληπτόν· βλέπομεν
γὰρ ὡς ἐν αἰνίγματι· καὶ μικρὰ φρονεῖν οἶμαι περὶ Θεοῦ καὶ τὸν λίαν μεγάλῃ
ἐπαυχοῦντα γνώσει» (Volume 2, page 421, line 22,,
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΗΤΟΙ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ).
Καὶ ὁ Θεοδώρητος Κύρου λέγει:
«“Τοσοῦτον γάρ, φησί, χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμὶ καὶ οὐκ
ἔγνωκάς με Φίλιππε;”. Οὐκ εἶπεν, οὐχ ἑώρακας, ἀλλ' “οὐκ ἔγνωκας”. Ἐώρα γὰρ ὁ
Φίλιππος τὸν ὁρώμενον τὴν δὲ ἀόρατον οὐκ
ἐθεώρει Θεότητα. Διὸ δὴ καὶ ἠτιάθη, ὡς τόν Υἱόν οὐκ ἐγνωκὼς ἀκριβῶς, καὶ
τούτου ἕνεκα τὸν Πατέρα ποθήσας ἰδεῖν» (ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ ΑΙΡΕΤΙΚΗΣ, ΚΑΚΟΜΥΘΙΑΣ
ΕΠΙΤΟΜΗ. Volume 83, page 453, line 33).
Συμπληρωματικὰ ὡς πρὸς τὸ «ὁ γὰρ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν Πατέρα». Ὁ προφήτης Ἡσαΐας (ἢ ὁ
Δανιήλ, ἢ ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος), ὅταν εἶδαν ὁ καθένας τὸν θρόνο ἢ τὴ δόξα
τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶδαν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κάτι ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες
τοῦ Θεοῦ, ὅπως θέλησε ὁ Θεὸς νὰ φανερωθοῦν, κατὰ συγκατάβαση. Ὅ,τι βλέπουμε ἀπὸ
τὸ Θεό, εἶναι οἱ κατὰ χάριν προσιτὲς στὰ κτιστὰ ἀνθρώπινα μάτια
ὁράσεις-ἐμφανίσεις, τύποι καὶ σχήματα τῶν ἐνεργειῶν Του.
Ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος συγκεκριμένα «ὑπάρχων πλήρης
Πνεύματος Ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ
δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν· ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους καὶ τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα» (Πράξ. 7, 55). Εἶδε ὄχι τὸν Θεὸν
Πατέρα «ὃν οὐδεὶς εἶδε ἀνθρώπων», ἀλλὰ μιὰ ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἕνα φῶς
(τὴν δόξαν) καὶ ἐντὸς αὐτῆς τὸν σαρκωμένο Χριστό.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει: «Ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος δὲν εἶπε
ὅτι εἶδε τὸν Θεὸν Λόγον ἢ τὴν Σοφίαν τοῦ Πατρός, ἀλλὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Ἀνθρώπου».
Καὶ εἰς τὸν Ὄρθρον τῆς ἑορτῆς τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου (27 Δεκεμβρίου), εἰς
τοὺς Αἴνους:
«Ἀθλοφορικὸν στέφανον, τῷ Πρωτάθλῳ
οἱ πιστοὶ πλέξωμεν, ἐκ λογικῶν ἀνθέων, αὐτὸς γὰρ τὴν τῶν Μαρτύρων προητοίμασεν
ὁδόν, καὶ ἐν χαρᾷ ἀνεβόα· Ἰδοὺ τοὺς οὐρανούς ἀνεῳγμένους θεωρῶ, καὶ τὸν Υἱὸν
τοῦ Θεοῦ, ἐκ δεξιῶν ἐστῶτα τοῦ ἀοράτου Πατρός».
«Πρωτομάρτυς Ἀπόστολε καὶ Πρωτοδιάκονε, ἡ πύλη τῶν Μαρτύρων, ἡ δόξα τῶν
Δικαίων, τῶν Ἀποστόλων τὸ καύχημα, σὺ οὐρανοὺς ἐθεάσω ἀνεῳγμένους, ἐν τῷ σταδίῳ
ἑστώς· καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐκ δεξιῶν ἐστῶτα τοῦ ἀοράτου Πατρός, διό, ὡς
Ἄγγελος ἐκλάμψας τῷ προσώπῳ, ἐν χαρᾷ ἀνεκραύγαζες ὑπὲρ τῶν λιθαζόντων. Μὴ
στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ νῦν αἴτησαι, τοῖς ἐκ πόθου εὐφημοῦσί σε,
ἱλασμὸν ἁμαρτιῶν, καὶ τὸ μέγα ἔλεος».
Ἔτσι, εἴτε «ὡσεὶ περιστεράν», εἴτε ὡς «νεφέλη», εἴτε
ὡς «πύρινες γλῶσσες», εἴτε ὡς «Παλαιὸ τῶν Ἡμερῶν» τὸν δοῦμε· εἴτε ἀκόμα τὸν
δοῦμε «ἐπὶ θρόνου ἐπηρμένου» ἢ ὡς «Ἄγγελο ἐν τῇ φλεγομένη βάτῳ», εἴτε
διαβάσουμε πὼς ὁ τάδε προφήτης ἢ οἱ ἄγγελοι «βλέπουσι διαπαντὸς τὸ πρόσωπο» τοῦ
Θεοῦ, ὅλες αὐτὲς οἱ ὁράσεις, ὅπως μᾶς ἐξηγοῦν οἱ Πατέρες, δὲν ἀποτελοῦν ὁράσεις
τῆς ἄκτιστης οὐσίας τοῦ Θεοῦ ἢ τοῦ «προσώπου» μιᾶς ἐκ τῶν τριῶν θείων
Ὑποστάσεων, καὶ ἄρα δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἴδαμε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Εἶναι
ἁπλᾶ φανερώσεις προσαρμοσμένες στὶς κτιστές μας αἰσθήσεις. Μόνο τὸν θεάνθρωπο
Ἰησοῦ Χριστὸ εἴδαμε, στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁποίου εἶναι ἑνωμένες ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως,
ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως οἱ δύο φύσεις: θεία καὶ ἀνθρώπινη.
Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Μωϋσῆ: «Οὐ
μὴ ἴδη ἄνθρωπος τὸ πρόσωπό μου καὶ ζήσεται». Καὶ ὁ Μωϋσῆς, ὅπως καὶ ὁ
προφήτης Ἠλίας, δὲν εἶδαν τὸν Θεόν, ἀλλὰ κάτι ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ: «Καὶ μετὰ τὸ
πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος» γράφτηκε περὶ τοῦ προφήτη Ἠλία.
Αὐτὰ ἐθεολόγησε καὶ ἀπέδειξε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Διαβάζουμε στὰ
πατερικὰ συγγράμματα:
«Ὅταν δὲ εἴπῃ, “τὸ πρόσωπον τοῦ
Πατρός μου”, οὐδὲν ἕτερον ἢ τὴν πλείονα παρρησίαν
λέγει, καὶ τὴν πολλὴν τιμήν»[10].
«Πιστεύομεν τοίνυν εἰς ἕνα Θεὸν
Πατέρα…, ὃν ἀνθρώπων μὲν οὐδεὶς ἑώρακεν, ὁ μονογενὴς δὲ μόνος ἐξηγήσατο». Τοῦ Ὁποίου «τὸ πρόσωπον οἱ
ἄγγελοι διαπαντὸς βλέπουσιν ἐν τοῖς οὐρανοῖς· βλέπουσι δέ, κατὰ τὸ μέτρον τῆς οἰκείας τάξεως ἕκαστος· τὸ
δὲ ἀκραιφνὲς τῆς τοῦ Πατρὸς θεωρίας εἰλικρινῶς Υἱῷ σὺν ἁγίῳ Πνεύματι τετήρηται»[11]. Τὸν
Πατέρα, δηλαδή, βλέπουν καὶ γνωρίζουν μόνο τὰ δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας
Τριάδος.
Καὶ σὲ ἕνα θαυμάσιο
λόγο του ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ δοῦμε τὴν ἄκτιστη
θεότητα· ὅ,τι βλέπουμε εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, οἱ κατὰ συγκατάβαση στὴν
ἀνθρώπινη ἀσθένεια ἀνθρωποπαθεῖς «ὁράσεις» καὶ «ὁμοιώσεις» ποὺ ἐπιτρέπει νὰ
δοῦμε κατὰ τὴν ἑκάστου δεκτικότητα. Γράφει:
Ὁ Χριστὸς «δὲ Δεσπότης,
καὶ βασιλεύς, καὶ βασιλέως Υἱὸς ὤν, τὰ πολλῷ μείζονα ἡμῖν ἐκόμισε, συνὼν ἀεὶ τῷ
Πατρί, καὶ ὁρῶν αὐτὸν διηνεκῶς. Διὸ καὶ οὕτως ἐπήγαγε λέγων· “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε”. Τί οὖν
ἐροῦμεν τῷ μεγαλοφωνοτάτῳ Ἡσαΐᾳ λέγοντι· “Εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου”;
τί δὲ τῷ Ἰωάννῃ προσμαρτυροῦντι αὐτῷ ὅτι “ταῦτα εἶπεν, ὅτε εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ”;[12] τί δὲ τῷ Ἰεζεκιήλ; καὶ γὰρ καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῶν Χερουβὶμ καθήμενον αὐτὸν ὁρᾷ· τί δὲ καὶ τῷ Δανιήλ; καὶ γὰρ καὶ οὗτός φησιν· “ὁ Παλαιὸς
τῶν ἡμερῶν ἐκάθητο”· τί δὲ καὶ αὐτῷ τῷ Μωϋσεῖ λέγοντι· “δεῖξόν μοι τὴν δόξαν σου ὅπως γνωστῶς ἴδω
σε”; Ὁ δὲ Ἰακὼβ καὶ ἀπὸ τούτου τὴν προσηγορίαν ἔλαβεν, Ἰσραὴλ
ἐπικληθείς· Ἰσραὴλ γὰρ ὁ τὸν Θεὸν ὁρῶν
ἐστι. Καὶ ἕτεροι δὲ αὐτὸν ἑωράκασι.
»Πῶς οὖν ὁ Ἰωάννης εἶπε, “Θεὸν
οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε”; Δηλῶν ὅτι πάντα ἐκεῖνα συγκαταβάσεως ἦν, οὐκ
αὐτῆς τῆς οὐσίας γυμνῆς ὄψις. Εἰ γὰρ αὐτὴν ἑώρων τὴν φύσιν, οὐκ ἂν διαφόρως αὐτὴν ἐθεάσαντο. Ἁπλῆ γάρ
τις καὶ ἀσχημάτιστος αὕτη, καὶ ἀσύνθετος, καὶ ἀπερίγραπτος, οὐ κάθηται, οὐδὲ ἕστηκεν, οὐδὲ περιπατεῖ.
Ταῦτα γὰρ πάντα σωμάτων. Πῶς δέ ἐστιν, αὐτὸς οἶδε μόνος. Καὶ τοῦτο διὰ προφήτου
τινὸς ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ἐμφαίνων ἔλεγεν· “ἐγὼ ὁράσεις, φησίν, ἐπλήθυνα, καὶ ἐν χερσὶ προφητῶν ὡμοιώθην”· τουτέστι, Συγκατέβην, οὐ τοῦτο ὅπερ
ἤμην ἐφάνην.
»Ἐπειδὴ γὰρ ἔμελλεν αὐτοῦ ὁ Υἱὸς δι' ἀληθινῆς σαρκὸς φανήσεσθαι ἡμῖν,
ἄνωθεν αὐτοὺς προεγύμναζεν ὁρᾷν τοῦ
Θεοῦ τὴν οὐσίαν, ὡς αὐτοῖς δυνατὸν ἦν ἰδεῖν. Ἐπεὶ αὐτὸ ὅπερ
ἐστὶν ὁ Θεός, οὐ μόνον προφῆται, ἀλλ' οὐδὲ ἄγγελοι εἶδον, οὔτε ἀρχάγγελοι·
ἀλλ' ἐὰν ἐρωτήσῃς αὐτούς, ἀκούσῃ περὶ μὲν τῆς οὐσίας οὐδὲν ἀποκρινομένους, “δόξα
δὲ ἐν ὑψίστοις”, μόνον ᾄδοντας,
τῷ Θεῷ, “καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν
ἀνθρώποις εὐδοκία”. Κἂν παρὰ τῶν Χερουβὶμ ἢ τῶν Σεραφὶμ ἐπιθυμήσῃς τι
μαθεῖν, τὸ μυστικὸν τοῦ ἁγιασμοῦ μέλος ἀκούσῃ, καὶ ὅτι “πλήρης ὁ οὐρανός, καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ”. Ἂν τὰς ἀνωτέρω
δυνάμεις ἐξετάσῃς, οὐδὲν ἄλλο εὑρήσεις, ἢ ὅτι ἓν ἔργον αὐταῖς ἐστι, τὸ αἰνεῖν
τὸν Θεόν· “αἰνεῖτε γὰρ αὐτόν, φησί, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ”. Μόνος
οὖν αὐτὸν ὁρᾷ ὁ Υἱός, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ἡ γὰρ κτιστὴ φύσις ἅπασα πῶς καὶ
ἰδεῖν δυνήσεται τὸν ἄκτιστον; Εἰ γὰρ ἁπλῶς τῆς ὁποιασοῦν ἀσωμάτου δυνάμεως, καίτοι γε γενητῆς οὔσης, οὐ δυνάμεθα δέξασθαι θεωρίαν σαφῆ, καὶ τοῦτο πολλάκις ἐπὶ τῶν
ἀγγέλων ἐδείχθη· πολλῷ μᾶλλον τῆς καὶ
ἀσωμάτου καὶ ἀγενήτου οὐσίας. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Παῦλός φησιν, “ὃν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν
δύναται”.
»Ἆρ' οὖν τῷ Πατρὶ μόνῳ τὸ ἐξαίρετον τοῦτο πρόσεστι, τῷ δὲ Υἱῷ οὐκέτι;
Ἄπαγε· ἀλλὰ καὶ τῷ Υἱῷ. Ὅτι δὲ καὶ αὐτῷ, ἄκουε Παύλου τοῦτο δηλοῦντος, καὶ
λέγοντος· “ὃς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ
ἀοράτου”. Ὁ δὲ τοῦ ἀοράτου
εἰκὼν ὤν, καὶ αὐτὸς ἀόρατος· ἐπεὶ οὐκ ἂν εἴη εἰκών. Εἰ δὲ ἀλλαχοῦ φησι,
“Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί”, μὴ
θαυμάσῃς· ὅτι ἡ φανέρωσις διὰ τῆς
σαρκός, οὐ μὴν κατὰ τὴν οὐσίαν γέγονεν. Ἐπεὶ ὅτι καὶ αὐτὸς ἀόρατος οὐ μόνον ἀνθρώποις, ἀλλὰ καὶ ταῖς
ἄνω δυνάμεσι, δείκνυσιν ὁ Παῦλος. Εἰπὼν γάρ, ὅτι “ἐφανερώθη ἐν σαρκί”, ἐπήγαγεν, ὅτι “ὤφθη ἀγγέλοις”.
»β΄. Ὥστε καὶ τοῖς ἀγγέλοις τότε ὤφθη, ὅτε σάρκα περιεβάλετο· πρὸ
τούτου δὲ οὐχ ἑώρων αὐτὸν οὕτως, ἐπειδὴ καὶ αὐτοῖς ἀόρατος ἡ οὐσία ἦν. Καὶ πῶς,
φησίν, ὁ Χριστὸς εἶπε, “μὴ
καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων· λέγω γὰρ ὑμῖν, ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν διαπαντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς”; Τί γάρ; καὶ πρόσωπον ὁ Θεὸς
ἔχει, καὶ ἐν οὐρανοῖς περιγέγραπται; Ἀλλ' οὐκ ἄν τις οὕτω μανείη, ὥστε ταῦτα
εἰπεῖν. Τί ποτ' οὖν ἐστι τὸ λεγόμενον; Ὥσπερ ὅταν λέγῃ· “μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται”· τὴν κατὰ
διάνοιαν ὄψιν φησί, τὴν ἡμῖν δυνατήν, καὶ τὴν ἔννοιαν τὴν περὶ Θεοῦ·
οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν ἀγγέλων εἰπεῖν ἐστιν, ὅτι διὰ τὴν καθαρὰν αὐτῶν καὶ ἄγρυπνον
φύσιν οὐδὲν ἕτερον, ἀλλ' ἢ τὸν Θεὸν ἀεὶ φαντάζονται. Διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς πάλιν
φησίν, “οὐδεὶς γινώσκει τὸν Πατέρα, εἰ
μὴ ὁ Υἱός”. Τί οὖν; πάντες ἐν ἀγνοίᾳ ἐσμέν; Μὴ γένοιτο· ἀλλ' οὕτως
οὐδεὶς οἶδεν ὡς ὁ Υἱός. Ὥσπερ οὖν εἶδον
αὐτὸν οἱ πολλοὶ κατὰ τὴν ἐγχωροῦσαν αὐτοῖς ὄψιν, τὴν δὲ
οὐσίαν οὐδεὶς ἐθεάσατο· οὕτω καὶ νῦν ἴσμεν πάντες μὲν τὸν Θεόν, τὴν δὲ
οὐσίαν οὐδεὶς οἶδεν ὅ τί ποτέ ἐστιν, εἰ μὴ
μόνος ὁ γεννηθεὶς ἐξ αὐτοῦ. Γνῶσιν γὰρ ἐνταῦθα τὴν ἀκριβῆ λέγει θεωρίαν τε
καὶ κατάληψιν, καὶ τοσαύτην ὅσην ὁ Πατὴρ ἔχει περὶ τοῦ Παιδός. “καθὼς γὰρ γινώσκει με ὁ Πατήρ, κἀγὼ γινώσκω
τὸν Πατέρα”.
»Διὸ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅρα μεθ' ὅσης φθέγγεται τῆς περιουσίας. Εἰπὼν γάρ,
ὅτι “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε”,
οὐκ εἶπεν, ὅτι ὁ Υἱὸς ἰδὼν ἐξηγήσατο, ἀλλ' ἕτερόν τι πλέον τοῦ ἰδεῖν ἔθηκεν,
εἰπών, ὅτι “ὁ ὢν ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Πατρός”.
Τοῦ γὰρ ἰδεῖν τὸ καὶ ἐν τῷ κόλπῳ ἐνδιαιτᾶσθαι πολλῷ πλέον ἐστίν. Ὁ μὲν γὰρ
ἁπλῶς ὁρῶν, οὐ πάντως ἀκριβῆ τοῦ
φαινομένου τὴν γνῶσιν ἔχει· ὁ δὲ τοῖς κόλποις ἐνδιατρίβων, οὐδὲν ἀγνοήσειέ
ποτε»[13].
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν μακρὰ ἀλλὰ θαυμάσια ἀνάλυση τοῦ
χρυσορήμονος Ἁγίου, καθίσταται φανερό, πὼς τὸ ἐπιχείρημα: ἀφοῦ εἴδαμε τὸν θεάνθρωπο Χριστό, εἴδαμε στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπό
Του καὶ τὸν Πατέρα, δὲν εὐσταθεῖ. Τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ τὸν εἴδαμε
μόνο ὡς Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, «σάρκα λαβόντα»· εἴδαμε τὴν ἀνθρώπινη μορφή Του καὶ
ὄχι τὴν ἄκτιστη θεότητα. Αὐτή, ὅπως ἐξηγεῖ θαυμάσια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος, εἶναι ἀπερίγραπτη καὶ ἀθέατη. Κι ἂν τοῦ Υἱοῦ, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος,
δὲν εἴδαμε τὴ θεία ὑπόσταση, πόσο μᾶλλον τοῦ Πατρὸς ποὺ δὲν πῆρε τὴν ἀνθρώπινη
μορφὴ καὶ ἄρα δὲν εἰκονίζεται παντελῶς.
Ἡ ἀπεικόνιση λοιπὸν τοῦ ἀοράτου καὶ ἀπερίγραπτου
Πατρὸς εἶναι ἄτοπος καὶ «ὄντως ἁμαρτία»: «Εἰ μὲν γὰρ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀοράτου εἰκόνα ἐποιοῦμεν,
ὄντως ἡμαρτάνομεν· ἀδύνατον γὰρ τὸ ἀσώματον καὶ ἀσχημάτιστον καὶ ἀόρατον καὶ
ἀπερίγραπτον εἰκονισθῆναι (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τοὺς ἀποβαλλομένους
τὰς σεπτὰς καὶ ἁγίας εἰκόνας, Λόγ. Γ΄, 2, Kotter III, σσ. 71-72 ‒PG 94, 1320ΒC).
Στὴν ἴδια ἐρώτηση ἔχει δοθεῖ ἀπάντηση καὶ ἀπὸ τὴν Ἱ.
Μονὴ Τιμίου Προδρόμου. Σᾶς τὴν παραθέτω ὅπως
τὴν βρῆκα.
Ἡ δική σας ἐρώτηση ἦταν: «“Ὁ Χριστός ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ
ἀοράτου”. Δὲν ταυτίζεται σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση “ἡ εἰκόνα”, ὁ Χριστός, μὲ τὸ
πρωτότυπό της, τὸ ἀρχέτυπό της, τὸν Θεό-Πατέρα;».
Καὶ ἡ ἀπάντηση ποὺ ἐδόθη: «Καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἔχουμε ἀπάντηση
ἀπὸ τὸν ἅγιο Πατέρα μας Θεόδωρο τὸ Στουδίτη. Ὁ ὅσιος Πατὴρ κάνει ἕνα διαχωρισμὸ
ἀνάμεσα στὴ “φυσικὴ” εἰκόνα καὶ στὴν
“τεχνητὴ” εἰκόνα. Στὴ “φυσικὴ”
εἰκόνα, τὸ πρωτότυπο καὶ ἡ εἰκόνα ταυτίζονται “οὐσιωδῶς”, ὡς πρὸς τὴν οὐσία,
ἀλλὰ διαφέρουν
ὡς πρὸς τὴν ὑπόσταση, ἔχουν διαφορετικὲς ὑποστάσεις.
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα “φυσικῆς”
εἰκόνας προβάλλει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης [1] τὴ σχέση τοῦ Χριστοῦ πρὸς
τὸν Πατέρα Του κατὰ τὴ θεότητά Του καὶ [2] τὴ σχέση Του πρὸς τὴ Μητέρα Του κατὰ
τὴν ἀνθρωπότητά Του. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σαρκωμένος Θεὸς καὶ Λόγος, ὁ Ὁποῖος
εἶναι ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ-Πατέρα ὡς πρὸς τὴ θεότητα. Ἐνῶ κατὰ τὴν
ἀνθρωπότητα εἶναι φυσικὴ εἰκόνα τῆς Μητέρας Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ
ὅσον ἀφορᾶ τὴ θεότητα, μὲ βάση τὴν τριαδικότητα, διαφέρει ὡς πρὸς τὴν ὑπόσταση.
Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ-Πατέρα καὶ ἄλλη τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ
Θεοῦ. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ταυτίζεται, ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη
φύση Του μὲ τὴ Μητέρα Του, “τὴν τεκοῦσαν Αὐτὸν Θεοτόκον”, ἀλλὰ νὰ διαφέρει ὅμως
ὑποστατικῶς ἀπὸ αὐτήν, διότι ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος, εἶχε ὑποστατικὰ ἰδιώματα
τὰ ὁποῖα διέφεραν ἀπὸ τῆς Μητέρας Του. Ἐνῶ ἡ “τεχνητὴ” εἰκόνα –τὸ εἰκόνισμα ποὺ ἔχουμε στοὺς Ναούς καὶ στὰ σπίτια
μας– ταυτίζεται μὲ τὸ πρωτότυπό της “τῇ ὁμοιώσει”, ὡς πρὸς τὴν ὁμοιότητα τῆς
μορφῆς, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ αὐτὸ “φυσικῶς”, ὡς πρὸς τὴν οὐσία. Παράδειγμα: Ἡ
“τεχνητὴ” εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ εἶναι διαφορετικὴ ὡς πρὸς τὴν οὐσία ἀπὸ τὸ
πρωτότυπό της, τὸ Σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ συνδέεται μὲ αὐτὸ γιατὶ
ἀναπαριστᾶ τὸ πρόσωπο τοῦ πρωτοτύπου, φέρει τὸ ὄνομα του καὶ ἔτσι ταυτίζεται ὑποστατικὰ μὲ αὐτὸ (κατὰ τὴν
ὁμοίωση). “Τὸ πρωτότυπον καὶ ἡ εἰκὼν ἓν μέν ἐστι τῇ ὑποστατικῇ ὁμοιώσει, δύο δὲ
τῇ φύσει”, λέει ὁ ἅγιος Νικηφόρος. Γι᾿ αὐτὸ ἡ “εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ Χριστός”, κατὰ
τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό»[14].
Καὶ ὁ Λ. Οὐσπένσκυ: «Ἀναπαριστάνοντας τὸν Κύριό μας, δὲν
ἀναπαριστάνουμε οὔτε τὴ θεία οὔτε τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, ἀλλὰ τὴν ὑπόστασή
Του, τὸ Πρόσωπό Του, τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνας ἑνώνει
ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως τὶς δύο φύσεις».
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδος, ἀλλὰ καὶ ἡ
Μεγάλη Σύνοδος στὴ Μόσχα (τὸ 1666-1667) ἀπαγόρευσαν ρητὰ τὴν ἀπεικόνιση τῆς
Ἁγίας Τριάδος, κάθε ἀπεικόνιση τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὅπως ἐπίσης ἀπηγορεύθη «ἐντελῶς
καὶ ἡ ἀπεικόνιση τῆς περιστερᾶς ὡς συμβόλου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς ἱ.
Εἰκόνες, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ὁποία φανερώθηκε μὲ
τὴν μορφὴ αὐτή». (Ζήση Νικ., περιοδ. “Θεοδρομία”, τ. 2ο, 1999, σελ. 11). Ἡ
Πανορθόδοξος Σύνοδος ἔγινε στήν Μόσχα καὶ συμμετεῖχαν σ’ αὐτὴ «περισσότεροι
Πατριάρχες ἀπ’ ὅτι στὴν Τρίτη, στὴν Τέταρτη, στὴν Ἕκτη καὶ στὴν Ἑβδόμη
Οἰκουμενικὲς Συνόδους. (Αὐτὸ βέβαια εἶναι ἐνδεικτικό, γιατὶ ἡ ποσότητα τῆς
συμμετοχῆς Ἐπισκόπων δὲν συνεπάγεται καὶ τὴν ποιότητα τῶν ἀποφάσεων). Ἀναφέρω
ἐλάχιστα ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις της:
«Ὁρίζομεν ἀπὸ τοῦ νῦν τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου Σαβαώθ
πλέον μὴ ζωγραφίζεσθαι οὔτε εἰκονίζεσθαι, διότι τὸν Κύριον Σαβαώθ (ἤγουν τὸν
Πατέρα) οὐδεὶς εἶδε ποτὲ φανέντα ἐν σαρκί» (Ἀπόφασις ΝΑ΄). «Τὸν Κύριον Σαβαὼθ
ἤτοι τὸν Πατέρα,
πολιὸν
καὶ τὸν μονογενῆ του Υἱὸν εἰς τὴν γαστέρα αὐτοῦ, καὶ περιστερὰν ἀναμέσον αὐτῶν ζωγραφίζειν,
λίαν ἀπρεπὲς καὶ ἀνάρμοστον ὑπάρχει. Διότι ποῖος εἶδε τὸν Πατέρα καὶ
τὴν Θεότητα; Ὁ Πατὴρ γὰρ οὐκ ἔχει σάρκα, ...“οὐδεὶς εἶδε τὸν Πατέρα εἰμὴ ὁ
Υἱός”... Καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα οὐκ ἔστι φύσει περιστερά, ἀλλὰ φύσει Θεός ἐστι.
Ὅμως ἐὰν καὶ ὁ προφήτης Δανιήλ λέγει ὅτι εἶδε τὸν Παλαιὸν τῶν ἡμερῶν καθήμενον
ἐπὶ βήματος, καὶ ἐκεῖνο ὄχι τόσον διὰ τὸν Πατέρα γροικᾶται, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸν
Υἱόν». Ἀλλ’ ὑπάρχει καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1780, ποὺ κι αὐτὴ
καταδίκασε τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα ὡς γέροντα καὶ τὴν
ἀπαγόρευσε: «Ἀποφαινόμαστε συνοδικῶς ὅτι ἡ ὀνομαζόμενη εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς
πρόσφατη ἐπινόηση, εἶναι ξένη καὶ ἀπαράδεκτη γιὰ τὴν ἀποστολικὴ καὶ καθολικὴ
ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» (Ἀπόφασις ΝΒ΄).
3. Ἂς
ἔρθουμε τώρα λεπτομερέστερα στὶς δύο ἀπεικονίσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, α) τοῦ “Σύνθρονου”
(ποὺ παρουσιάζει τὸν Θεὸ Πατέρα ὡς γέροντα, τὸν Υἱὸ ὡς θεάνθρωπο, ὅπως μᾶς
φανερώθηκε, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς περιστερά) καὶ β) τὴν εἰκόνα τῆς «Φιλοξενείας
τοῦ Ἀβραάμ». Γιατί, ἐσεῖς, ὑποστηρίζοντας ὡς ὀρθὴ τὴν εἰκόνα τοῦ
“Σύνθρονου”, ἀμφισβητεῖτε τὸ ἐπιτρεπτὸ τῆς συμβολικῆς ἀπεικονήσεως τῆς Ἁγίας
Τριάδος μὲ τὴν παράσταση τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραὰμ ὑπὸ τὴν μορφὴν ἀγγέλων.
Γράφετε:
«Καὶ μὴ μοῦ πεῖτε ὅτι τὴν εἰκονογράφισιν Ἀγγέλων ἐνετείλατο ὁ
ἴδιος ὁ Θεὸς Πατὴρ εἰς τὸν Μωϋσῆν».
Κάποιος ποὺ θὰ ἐξέταζε μὲ θεολογικὰ κριτήρια τὸ θέμα,
θὰ παρατηροῦσε, π.χ., ὅτι στὴν πρώτη εἰκόνα τοῦ “Σύνθρονου” –ποὺ ἐσεῖς θεωρεῖτε ὡς
σωστή– ὑπάρχουν πολλὲς «ἁγιογραφικὲς» αὐθαιρεσίες, ἐνῶ στὴν ἀπεικόνιση τῆς
«Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ», τηροῦντες οἱ θεολογικὲς ἀρχὲς τῆς Ἁγιογραφίας, ὅπως θὰ
φανεῖ στὴν συνέχεια, καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι ὀρθόδοξη.
Ἐκτὸς αὐτοῦ, ἡ ἀπεικόνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς
«Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ», ἔχει ἐρείσματα στὴν Ἁγία Γραφή, στοὺς λόγους τῶν
Πατέρων καὶ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ἀσφαλῶς στὴν ἁγιογραφία, ἀφοῦ
προηγεῖται πολλοὺς αἰῶνες τῆς εἰκόνος τοῦ “Σύνθρονου”, οἱ δὲ τρεῖς ἄγγελοι ἁγιογραφοῦνται
συμβολικά, «εἰς τύπον» τῶν Ἁγίων προσώπων. Συγκεκριμένα:
α) Ἡ λεγόμενη εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἢ τοῦ
“Σύνθρονου” εἶναι, ὅπως ἀναφέραμε, μεταγενέστερη σύνθεση, ἐμφανίστηκε στὴν Δύση
κατὰ τὸν μεσαίωνα, μετὰ τὴν ἐμφάνιση τῆς αἱρέσεως τοῦ filioque καὶ εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴ δυτικὴ θεολογία
περὶ filioque. Ἐπίσης, αὐτὴ
ἡ εἰκόνα ὡς Τριάς, δηλαδὴ ὡς ἀπεικόνιση ὅλων
μαζὶ τῶν τριῶν Ἁγίων προσώπων (τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος), δὲν στηρίζεται σὲ κανένα ἁγιογραφικό, πατερικὸ ἢ ὑμνολογικὸ
κείμενο. Μόνο ὡς μεμονωμένα τὰ πρόσωπα ἱστοροῦνται ὡς ὁράσεις-παρουσίες, ἀλλὰ ἡ
παρουσία ταυτόχρονα ὅλων μαζὶ ὑπ’ αὐτὴν τὴν μορφή, ποτὲ δὲν ὑπῆρξε, κανεὶς δὲν εἶδε τέτοιο ὅραμα· ἄρα, ἡ ἀπεικόνισή
τους –ὡς φαντασία καὶ σύνθεση κάποιου ζωγράφου καὶ ὄχι ὡς ἀποκαλυφθεῖσα
πραγματικότητα– εἶναι ἀπορριπτέα, ἀφοῦ θεολογικὴ ἀρχὴ τῆς ἁγιογραφίας εἶναι
(εἰδικὰ περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος) πὼς ἀπεικονίζουμε μόνο ἐκεῖνο ποὺ βλέπουμε ἢ
κάτι ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα.
Π.χ.: Στὴν Βάπτιση μποροῦμε νὰ ἁγιογραφοῦμε τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα συμβολικὰ ὡς περιστερά, γιατὶ ἔτσι τὸ εἴδαμε· ἀλλὰ
αὐτὸ γίνεται μόνο στὴν Βάπτιση. Στὴν Πεντηκοστὴ μποροῦμε νὰ ἁγιογραφοῦμε τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα διαμεριζόμενο ὡς πύρινες
γλῶσσες, γιατὶ ἔτσι φανερώθηκε ἡ θεία Του ἐνέργεια, ἀλλὰ μόνο στὴν Πεντηκοστή.
Γράφει ὁ Ν. Ζήσης.: «Ἡ περιστερὰ τῆς βαπτίσεως δὲν
ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς ὑποστάσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ ἄκτιστη θεοφάνεια,
ἄκτιστο σύμβολο»[15]. «…Οἱ γλῶσσες πυρὸς στὴν
Πεντηκοστὴ εἶναι ὅ,τι καὶ ἡ περιστερὰ τῆς βαπτίσεως, ἄκτιστη ἐνέργεια Θεοῦ, …ἡ
περιστερὰ δὲν εἶναι εἰκόνα τῆς ὑποστάσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι
ἀπερίγραπτη»[16].
Τὴν Ἁγία Τριάδα, ὅμως, μὲ τὸν Πατέρα ὡς γέροντα, τὸν
Υἱὸ ὡς νεότερο στὴν ἡλικία ἀπὸ τὸν Πατέρα (λόγω τοῦ ὅτι λέγεται Υἱός), καὶ τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα ὡς περιστερά, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἁγιογραφοῦμε, γιατὶ τέτοια ὅραση
ποτὲ δὲν εἴδαμε· μὲ αὐτὴ τὴν σύνθεση ἐπίσης –ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ σπαράγματα
ἄλλων «στιγμῶν» τῆς θείας παρουσίας– εἰσάγουμε τὸν χρόνο στὴν ἄχρονη θεότητα
καὶ συγχέουμε τὰ ἄκτιστα θεία πρόσωπα μὲ
τὶς ἐνέργειές τους.
Ἡ
σαφὴς ὑποτίμηση, ἐξάλλου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πραγματοποιεῖται, καθὼς αὐτὸ
«ἀπεικονίζεται, μέσα στὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις, ζωομορφικά, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς
“δύο αἰτίες” Του, τὸν πατέρα καὶ τὸν Υἱό, οἱ ὁποῖοι ἀπεικονίζονται ἀνθρωπικῶς»[17]. Ἤδη
τὸν 5ο αἰῶνα ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἐλέγχει αὐτοὺς ποὺ μὲ
«κατασκευάσματα τῆς διανοίας τους» ἀποδίδουν στὴν «ἀνυπέρβλητη θεία φύση
ἀνθρώπινο σχῆμα, δηλ. ἀνθρώπινη μορφή»[18].
Καὶ
αὐτὴ ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς περιστερᾶς «ὄχι πιὰ στὸ ἐπίπεδο τῶν θεοφανειῶν
τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ στὸ πλαίσιο τῶν ἐνδοτριαδικῶν σχέσεων ποὺ ἡ ἀπεικόνιση τοῦ
“Σύνθρονου” θέλει νὰ ἀποτυπώσει», ὁδηγεῖ
σὲ «εἰδωλολατρία, ἂν θεωρήσουμε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ταυτίζεται οὐσιωδῶς μὲ
περιστερά, ἀντίληψη τὴν ὁποία βοηθᾶ πολὺ ἡ ἀπεικόνισή Του ὡς περιστερᾶς»[19].
Διαβάζουμε
σὲ κείμενο ἀνώνυμου σχετικά: «Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς στὴν εἰκονιστικὴ σύνθεση τῆς
Ἁγίας Τριάδος μὲ τὴν μορφὴ τοῦ πολιοῦ γέροντα, τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς περιστερᾶς, μόνον ὁ Χριστὸς ἐξεικονίζεται κυριολεκτικά,
δηλαδὴ ἡ ὑποστάσή του εἰκονίζεται διὰ τῆς μόνιμης ὑποστατικῆς μορφῆς του τὴν
ὁποία ἀνέλαβε διὰ τῆς Σαρκώσεώς του, ἐνῶ ὁ Θεὸς (Πατήρ) καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
ἁπλῶς “σημειώνονται” διὰ σημείων που ἔδωσε ἡ θεία Πρόνοια στον κόσμο. Ἄλλο
(ὅμως) ἡ εἰκόνα καὶ ἄλλο τὸ σημεῖο.
Τὸ σημεῖο δὲν ἔχει ἀπολύτη καὶ μονοσήμαντη σχέση μὲ τὸ εἰκονιζόμενο. Σὲ ἄλλο
πλαίσιο μπορεῖ να σημαίνει κάτι ἄλλο. Ἡ εἰκόνα ἀντίθετα δείχνει, εἰκονίζει μόνιμα καὶ πάντα τὴν αὐτὴ ὑποστάσῃ.
»Ἔτσι
στὴν εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος [τοῦ “Συνθρονου”] ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι
ἡ ὑποστατικὴ μορφή του, ἡ ὁποία βέβαια εἶναι ἡ ἀκριβὴς εἰκόνα του, ἐνῶ οἱ δύο
ἄλλες μορφές, δηλαδὴ ἡ μορφὴ τοῦ πολιοῦ γέροντος καὶ ἡ μορφὴ τῆς περιστερᾶς,
δὲν συνιστοῦν τὶς εἰκόνες-ὑποστατικὲς μορφὲς τῶν δύο ἄλλων θείων Προσώπων, ἀλλὰ
τὰ σημεῖα τους ποὺ –καὶ πάλι– γιὰ νὰ ἦταν ἀκριβῶς τὰ σημεῖα τους θὰ ἔπρεπε νὰ
ἱστοροῦνται ὁλόκληρα τὰ γεγονότα συμπεριλήψεως τους, δηλαδὴ ἡ Βάπτιση τοῦ
Χριστοῦ για τὴν περιστερὰ καὶ τὸ ὅραμα τοῦ Δανιὴλ γιὰ τὸν πολιὸ γέροντα, ἀλλὰ
καταχρηστικὰ συμπεριλήφθηκαν στὴν εἰκονιστικὴ αὐτὴ σύνθεση τῆς Ἁγίας Τριάδος…
Τέλος, ἐπαναλαμβάνω, ἡ εἰκόνα εἰκονίζει, τὸ σημεῖο σημαίνει» (σχόλιο ἀνώνυμου
ἀπὸ τὸ διαδίκτυο).
Καὶ
ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει: «Μία γὰρ εἶναι ἡ τῆς εἰκόνος καὶ τοῦ πρωτοτύπου
ὑπόστασις, καθ’ ὃ τὸ μὲν πρωτότυπον ὁρᾶται ἐν τῇ εἰκόνι, ἡ δὲ εἰκὼν ὑφίσταται
ἐν τῷ πρωτοτύπῳ, ὥσπερ ἡ σκιὰ ἐν τῷ σώματι, καὶ ἀπ’ αὐτὸ νὰ χωρισθῇ εἶναι
ἀδύνατον· καὶ καθ’ ὃ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται καὶ ὄχι ἡ φύσις. Καθ’ ὃ εἰς κάθε
εἰκόνα ἐπιγράφεται ὄχι τὸ τῆς φύσεως ὄνομα, ἤγουν αὕτη εἶναι εἰκὼν ἀνθρώπου
ἁπλῶς, ἀλλὰ τὸ ὄνομα τῆς ὑποστάσεως, ἤγουν ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ…»[20].
Στὰ
γεγονότα τῆς Βαπτίσεως καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ἔχουμε φανερώσεις ἐνεργειῶν τῆς
Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ εἰκόνα, ὅμως, τοῦ “Σύνθρονου” «δὲν ἔχει καμμία
σχέση μὲ τὴν οἰκονομία, δηλ. μὲ τὴν πρὸς τὸν κόσμο φανέρωση καὶ τὸ σωτηριῶδες
ἔργο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ ἀποτυπώσει τὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις.
Εἶναι μιὰ ὅραση τὴν ὁποία δὲν εἶδε ποτὲ κανείς», ἀντίθετα μὲ τὴν φιλοξενία τοῦ
Ἀβραὰμ ἡ ὁποία «εἶναι ἱστορικὸ γεγονός»[21]. Ἡ
φανέρωση, π.χ. τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς περιστερᾶς, δὲν ἐκφράζει τὶς σχέσεις
μεταξὺ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ τὴν πρὸς τὸν κόσμο ἐνέργεια τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία πάλι, δὲν ἀποτελεῖ ἔκφραση τῶν ἐνεργειῶν μόνο τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ ἐκφράζει τὴν ἐν τῷ κόσμῳ ἐνέργεια ταυτόχρονα ὅλης τῆς
Ἁγίας Τριάδος, εἶναι δηλαδὴ Τριαδικὴ ἐνέργεια καὶ σχετίζεται μὲ τὴν σωτηρία μας
καὶ τὴ συμφιλίωση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ Θεὸ (κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο). Ἡ ἔκφραση
λοιπόν, μιᾶς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν ἄνθρωπο μὲ συγκεκριμένο
σκοπό, μὲ ποιά λογικὴ μπορεῖ νὰ μεταφερθεῖ σὲ ἄλλο πλαίσιο, στὴν ἀπεικόνιση
μιᾶς εἰκόνας ποὺ παρουσιάζει τὶς σχέσεις ὄχι τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ
τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν τριῶν Ἁγίων Προσώπων, τὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις;
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἁγιογραφία, ὅπως
κυρίως διατυπώθηκε στὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δὲν εὐνοεῖ τὴν
ἀπεικόνιση τοῦ “Σύνθρονου” στὸ ὁποῖο ὑπάρχει ἡ περιστερά· ἐνῶ ἀποδέχεται τὴν
ἀπεικόνιση τῆς περιστερᾶς μεμονομένως ὡς “τύπον” τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ
ὄχι ὡς τὴν εἰκόνα Του[22].
Δέχεται δηλαδὴ ἡ Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως προαναφέρθηκε, τὴν ἀπεικόνιση
προφητικῶν ὁραμάτων ἢ γεγονότων ἀποκαλυπτικῶν, ἀλλ’ ὅπως φανερώθηκαν, δὲν εὐνοεῖ, ὅμως, τὴν χρησιμοποίησή τους γιὰ τὴν
σύνθεση ἄλλων εἰκόνων ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα ἢ τὴν
ἀπεικόνιση ὁραμάτων ποὺ δὲν «ἐνσαρκώθηκαν». Τοῦτο δηλώνουν τὰ παρακάτω λόγια
τοῦ Πάπα Γρηγορίου «“Ἐὰν δὲν ἔχουν
λάβει οἱ προφητεῖες τὴν ἐκπλήρωσή
τους, νὰ μὴν ἀπεικονίζονται τὰ πράγματα σὰν ἔνδειξη ὅσων δὲν ἔχουν γίνει”. …“Εἰ
γὰρ αἱ προφητικαὶ ἀναρρήσεις οὐκ εἰλήφασι τὴν περαίωσιν, μὴ γραφείσθω τὰ
πράγματα πρὸς ἔνδειξιν τῶν μήπω γεγενημένων” (Σπ. Μήλια, σελ. 295).
Ὡς ἐκ τούτου εἶναι φανερό, πὼς μὲ τὴ χρήση (ἐφαρμογή)
«τοῦ ἰδίου ἐπιχειρήματος, ἀπαγορεύεται καὶ ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Πατρὸς ὡς ἀνθρώπου,
ἀκόμη καὶ ἂν ἐφάνη ἔτσι, πρὶν νὰ ἐνανθρωπήσει», ἀφοῦ τελικὰ δὲν ἐνανθρώπισε[23].
Εἴδαμε ὅτι Φίλιππος ζητεῖ νὰ ἔχει μιὰ περιγραφὴ τῆς
ὄψεως τοῦ Θεοῦ Πατρός, δηλ. τῆς ὑποστάσεώς Του. Ὁ Κύριος ὅμως, ἐπειδὴ «Πνεῦμα ὁ
Θεός», καὶ ἀδύνατον νὰ δεῖ ἄνθρωπος
τὴν Ὑπόστασιν τοῦ Πατρός, ἀποκλείει
μὲν τὴν ὅραση τοῦ Πατρός, τοῦ μιλᾶ δὲ περὶ ἐκείνου ποὺ εἶναι δυνατὸν στὸν
ἄνθρωπο: ἡ μερικὴ περὶ τοῦ Θεοῦ γνώση, κι αὐτὴ κατὰ τὴν καθαρότητα ἑκάστου
ἀνθρώπου. «Εἰ ἐμὲ ἐγνώκειτε, καὶ τὸν Πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν». Ὅποιος, λοιπόν,
γνωρίζει ἐμένα, λέγει ὁ Κύριος, γνωρίζει καὶ τὸν Πατέρα μου, ἀφοῦ ἐγὼ καὶ ὁ
Πατὴρ ἕν ἐσμεν». Καὶ ὁ Φίλιππος, σύμφωνα μὲ τὸν ἱ. Χρυσόστομο, λέγει:
«Τὸν Πατέρα δεῖξον, ὡς αὐτὸν εἰδὼς ἀκριβῶς. Ἀλλ' οὐκ ἀνέχεται αὐτοῦ ὁ
Χριστός, ἀλλ' ἐπὶ τὴν ὁδὸν αὐτὸν ἵστησι, δι' αὐτοῦ τὸν Πατέρα μανθάνειν πείθων·
αὐτὸς δὲ τοῖς τοῦ σώματος ὀφθαλμοῖς
τούτοις ἐβούλετο ἰδεῖν, ἴσως περὶ
τῶν προφητῶν ἀκούων, ὅτι εἶδον τὸν Θεόν.
»Ἀλλὰ συγκατάβασις ἦν ἐκεῖνα, ὦ Φίλιππε. Διὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς ἔλεγε· Θεὸν
οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε... Οὔτε φωνὴν αὐτοῦ ἀκηκόατε, οὔτε εἶδος αὐτοῦ
ἑωράκατε..., Οὐδεὶς ὄψεται τὸ πρόσωπόν μου, καὶ ζήσεται». Καὶ συνεχίζει «σφόδρα ἐπιτιμητικῶς· Τοσοῦτον χρόνον μεθ' ὑμῶν
εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; Καὶ οὐκ εἶπεν, Οὐκ εἶδές με, ἀλλ', Οὐκ
ἔγνωκάς με». Παραξενεύεται ὁ Φίλιππος γιὰ τὴν φαινομενικὴ ἀνακολουθίαν
αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια του «δείκνυσιν ὅτι οὐδὲ αὐτὸν (τὸν
Χριστὸν ὡς Θεόν) ἑώρακεν». Ἐνῶ δηλ.,
αὐτὸς ζητεῖ νὰ μάθει γιὰ τὰ χαρακτηριστικὰ
τοῦ Πατρός, ὁ Χριστὸς τοῦ ὁμιλεῖ γιὰ τὴ γνώση τῆς ἰδικοῦ Του θείου προσώπου,
ἀφοῦ, ὅποιος γνωρίζει τὸν Υἱό, γνωρίζει καὶ τὸν Πατέρα, καθόσον «Αὐτὸς ἐν τῷ
Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν Αὐτῷ». Σημειώνει συγκεκριμένα ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Τὸν Πατέρα σου ἰδεῖν ζητῶ νῦν· σὺ δέ μοι λέγεις, Οὐκ ἔγνωκάς με; ποίαν οὖν
ἀκολουθίαν ἔχει τοῦτο; Πολλὴν μὲν οὖν (συνεχίζει ὁ ἱερὸς Πατήρ)· Ἐπειδὴ γὰρ
τοῦτό ἐστιν, ὅπερ ἐστὶν ὁ Πατήρ, μένων Υἱός, εἰκότως ἐν αὐτῷ δείκνυσι τὸν
γεγεννηκότα. Εἶτα διαιρῶν τὰς ὑποστάσεις,
φησίν· Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ, ἑώρακε τὸν Πατέρα, ἵνα μή τις εἴπῃ, ὅτι αὐτὸς Πατήρ,
αὐτὸς Υἱός». Καὶ τὸ «ἑωρακώς», ἀσφαλῶς, ἔχει τὴν ἔννοιαν ὄχι τοῦ «εἶδα»,
ἀλλὰ τοῦ γνωρίζω.
Εἶναι φανερόν, λοιπόν, ὅτι ἐδῶ ὁ «Φίλιππος τὴν
δι' ὄψεως ἐζήτει γνῶσιν· καὶ ἐπειδὴ αὐτὸν μὲν ἑωρακέναι ἐνόμιζεν, ἐβούλετο δὲ
καὶ τὸν Πατέρα οὕτως ἰδεῖν, δείκνυσιν ὅτι οὐδὲ αὐτὸν εἶδεν» (Χρυσοστόμου
Ἰ., Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην).
Ἐξετάζει, ὅμως, ὁ ἱ. Χρυσόστομος καὶ τὴν ἄλλη θέση. Νὰ
ζητεῖ ὁ Φίλιππος νὰ μάθει περὶ τῆς «οὐσίας» τοῦ Πατρός. «Πρὸς τοῦτο οὖν ἀποκρίνεται ὁ
Χριστός· Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ. Ὁ δὲ τὴν κτίσιν ἰδών, οὐχὶ καὶ τοῦ Θεοῦ τὴν οὐσίαν
εἶδεν. Εἴ τις εἶδεν ἐμέ, τὸν Πατέρα μου εἶδε, φησίν. Εἰ δὲ ἑτέρας οὐσίας ἦν,
οὐκ ἂν τοῦτο εἶπεν. Ἵνα δὲ καὶ παχυτέρου ἅψωμαι λόγου, οὐδεὶς χρυσὸν ἀγνοῶν, ἐν
ἀργύρῳ τοῦ χρυσίου τὴν οὐσίαν ἰδεῖν δύναται· οὐ γὰρ ἄλλη δι' ἄλλης φαίνεται
φύσις. Διὰ τοῦτο καὶ καλῶς ἐπετίμησεν εἰπών· Τοσοῦτον χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι.
Τοσαύτης ἀπέλαυσας διδασκαλίας, εἶδες σημεῖα μετὰ αὐθεντίας, καὶ πάντα ἅπερ
θεότητος ἦν ἴδια, καὶ ἃ ὁ Πατὴρ μόνος ἐργάζεται, ἁμαρτήματα λυόμενα, ἀπόρρητα
εἰς μέσον ἀγόμενα, θάνατον ἀναχωροῦντα, δημιουργίαν ἀπὸ γῆς γινομένην, Καὶ οὐκ
ἔγνωκάς με;» (Χρυσοστόμου Ἰ., Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην, ΟΜΙΛΙΑ ΟΔʹ).
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις, γράφει ὁ ἱ.
Χρυσόστομος, ὄχι μόνον δὲν βλέπουν τὴν «ἀκραιφνῆ οὐσίαν» τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ οὐδὲ «τὴν ἐκ τοῦ
θρόνου λάμπουσαν ἀστραπὴν καὶ τὰς μαρμαρυγὰς ἐκείνας», δι’ αὐτὸ καὶ
κατακαλύπτουσιν τὰ πρόσωπά των μὲ πτέρυγας. Πρὸς ὅλα τὰ πλάσματα, λοιπόν, «μὴ ὡς ἔστιν ὁ
Θεὸς φαίνηται, ἀλλ' ὡς ὁ δυνάμενος αὐτὸν θεωρεῖν». Βλέπουν ὅ,τι ὁ Θεὸς
ἐπιτρέπει νὰ δοῦν, «ἐπιμετρῶν τῇ τῶν ὁρώντων ἀσθενείᾳ». Κατὰ τὸν ἴδιον
τρόπον βλέπουν καὶ οἱ ἄνθρωποι κάτι ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. «Ὥστε κἂν τοῦ
προφήτου (Ἡσαΐου) λέγοντος ἀκούσῃς· “Εἶδον τὸν Κύριον”, μὴ τοῦτο ὑποπτεύσῃς ὅτι τὴν οὐσίαν εἶδεν ἐκείνην, ἀλλ' αὐτὴν τὴν συγκατάβασιν,
καὶ ταύτην δὲ ἀμυδρότερον ἤπερ αἱ ἄνω δυνάμεις· τοσοῦτον γὰρ ἰδεῖν οὐκ ἂν
ἴσχυσεν ὅσον τὰ Χερουβίμ» (Χρυσοστόμου Ἰω., Περὶ ἀκαταλήπτου καὶ ὅτι
οὐδὲ ἡ συγκατάβασις τοῦ Θεοῦ φορητὴ τοῖς Σεραφίμ, λόγος γʹ).
Ἂς δοῦμε καὶ ἕνα σχετικὸ ἐκκλησιαστικὸ ὕμνο:
«Ὁ πάλαι τῷ Μωσεῖ συλλαλήσας, ἐπὶ τοῦ ὄρους Σινᾶ διὰ συμβόλων. Ἐγὼ εἰμι, λέγων ὁ Ὤν, σήμερον ἐπ' ὄρους Θαβώρ,
μεταμορφωθεὶς ἐπὶ τῶν Μαθητῶν, ἔδειξε τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος, ἐν ἑαυτῷ
τὴν ἀνθρωπίνην ἀναλαβοῦσαν οὐσίαν, καὶ τῆς τοιαύτης χάριτος, μάρτυρας
παραστησάμενος Μωϋσῆν καὶ Ἠλίαν, κοινωνοὺς ἐποιεῖτο τῆς εὐφροσύνης,
προμηνύοντας τὴν ἔνδοξον διὰ Σταυροῦ, καὶ σωτήριον Ἀνάστασιν» (Μνήμη τοῦ Ἁγίου Αἰμιλιανοῦ, Ἐπισκόπου Κυζίκου, Η'
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ, Ἑσπερινός).
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε σὲ ποιό παραλογισμὸ ὁδηγεῖ ἡ
ἀποδοχὴ μιᾶς τέτοιας εἰκονογραφικῆς ἀρχῆς, ἂς φανταστοῦμε τί θὰ ἐγίνετο ἂν ὁ
κάθε ἁγιογράφος δημιουργοῦσε διάφορες ἀπεικονίσης τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τὸ
δοκοῦν, μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι ἐξυπηρετοῦν σήμερα κάποιες ποιμαντικὲς ἀνάγκες,
ὅπως:
1) Μία Ἁγία Τριάδα μὲ τὸν Θεὸν Πατέρα ὡς
γέροντα, τὸν Υἱὸ ὡς Ἄγγελο (φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ) καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς φλόγες
πυρός (Πεντηκοστή)! ἢ
2) ἄλλη μία Ἁγία Τριάδα μὲ τὸν Θεὸν
Πατέρα ὡς Ἄγγελο (παρουσία στὸν Ἀβραάμ), τὸν Υἱὸ ὡς παλαίοντα (ἀποσπασματικὴ
εἰκόνα ἀπὸ τὴν πάλη Του μὲ τὸν Ἰακώβ στὸ
ὅραμα τοῦ Ἰακώβ) καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς περιστερά!! ἢ
3) μιὰ Τρίτη Ἁγία Τριάδα μὲ τὸν Θεὸ
Πατέρα ὡς δημιουργό, τὸν Υἱὸ ὡς Ἀναστάντα (ἢ ὡς Κριτή-Ἀποκάλυψη, ἢ ὡς ἐσφαγμένο
ἀρνίο, ἢ ὡς ὁμοίωμα ἀνθρώπου ὡς ὄψιν ἠλέκτρου καὶ πυρὸς -Ἰεζ., 1, 27- κ.λπ.)
καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς Ἄγγελο (φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ)!!!
Ὡς ἐκ τούτου «ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι πολὺ ἐπιζήμια.
Διδάσκει τὸν λαόν μας μιὰ ἀλλόκοτη θεολογία, μᾶλλον δὲ αἵρεση. Κατασκεύασμα τῆς
παπικῆς Ἐκκλησίας...»[24].
Ἀπὸ τὰ παραπάνω φαίνεται, πόσο λανθασμένη εἶναι ἡ
προοπτικὴ αὐτῆς τῆς εἰκόνας, διὰ τῆς ὁποίας «οἱ τρόποι φανέρωσης τῶν Τριαδικῶν
Προσώπων στὶς θεοφάνειες, στὴν οἰκονομία τῆς τριάδος, ταυτίστηκαν μὲ τοὺς
ἐνδοτριαδικοὺς τρόπους ὑπάρξεώς Τους»[25].
Ἕνα ἀκόμα στοιχεῖο κατὰ τοῦ “Σύνθρονου”, μᾶς δίδει ὁ κορυφαῖος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας τῆς
Ἐκκλησίας μας, ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβινός, «ὁ ὁποῖος δέχεται ὅτι ἡ σκέψη περὶ Πατρὸς
καὶ Υἱοῦ ὡς γέροντος καὶ νέου ἀντιστοίχως εἶναι αἱρετικὴ καὶ λανθασμένη», ἀφοῦ μιὰ τέτοια ἀπεικόνιση μᾶς διδάσκει «ὅτι εἶναι ἄνιση ἡ Ἁγία Τριάδα
καὶ ἀνομοιόμορφη» καὶ ἔτσι διασπείρεται ἡ ἀρειανικὴ αἵρεση[26].
(Συνεχίζεται)
[1]
Οὐδεμία «ὁμοιότητα μὲ
τὰ πρωτότυπα», δηλαδὴ τὴν Ἁγία Τριάδα (σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ζ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου) ἔχει ἡ εἰκόνα τοῦ “Σύνθρονου”.
[2]
Αὐτὴ ἡ εἰκόνα μπορεῖ νὰ ἔχει θέση στὶς Ἐκθέσεις κοσμικῆς θρησκευτικῆς
ζωγραφικῆς, ἀλλ’ ὄχι στὸ χῶρο τῆς θείας Λατρείας. Κι ὅπως γράφει πάλι ὁ Οὐσπένσκι: «Ὑπάρχει σύγχυση ἀνάμεσα σὲ δύο πράγματα ποὺ εἶναι ὅμως ὅλως διόλου διαφορετικά: στὴν ἁγιογραφία καὶ στὴ θρησκευτικὴ ζωγραφική, στὴ λειτουργικὴ τέχνη καὶ στὴν τέχνη ποὺ καὶ στὴν οὐσία της καὶ στὸν προορισμό της, στὸν τρόπο ποὺ ἐκφράζεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ μεταχειρίζεται τὸ θέμα, εἶναι μιὰ τέχνη κοσμικὴ ποὺ παίρνει θέματα θρησκευτικά»
(Λ. Οὐσπένσκι "Ἡ Εἰκόνα", ἐκδ. Ἀστήρ, σελ. 32).
[3]
«Ἡ
δὲ
θεία
φύσις
ἀπερίγραπτός ἐστι μόνη καὶ παντελῶς ἀνείδεος καὶ ἀσχημάτιστος καὶ ἀκατάληπτος, εἰ καὶ ἡ θεία γραφὴ τύπους
θεῷ
περιτίθησι
τὸ
μὲν
δοκεῖν
σωματικούς,
ὥστε σχήματα ὁρᾶσθαι, καὶ αὐτοὺς δὲ ἀσωμάτους· οὐ γὰρ σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς, ἀλλὰ νοεροῖς ἑωρῶντο τοῖς προφήταις καὶ οἷς ἀπεκαλύπτοντο, οὐ γὰρ πᾶσιν ἑωρῶντο. Ἁπλῷ δὲ λόγῳ εἰπεῖν, δυνάμεθα
ποιεῖν
εἰκόνας πάντων τῶν σχημάτων, ὧν εἴδομεν·
νοοῦμεν
δὲ
ταῦτα,
καθὼς ὡράθη.
Εἰ
γὰρ
καὶ
ἀπὸ τῶν λόγων ἔσθ' ὅτε κατανοοῦμεν σχήματα, ἀλλ' ἐξ ὧν εἴδομεν, καὶ ἐπὶ τὴν τούτων ἐρχόμεθα κατανόησιν... Οἴδαμεν οὖν, ὅτι οὔτε
θεοῦ οὔτε ἀγγέλου οὔτε ψυχῆς οὔτε δαίμονος δυνατὸν
θεαθῆναι
φύσιν,
ἀλλ' ἐν μετασχηματισμῷ
τινι θεωροῦνται ταῦτα τῆς θείας προνοίας τύπους
καὶ
σχήματα
περιτιθείσης
τοῖς
ἀσωμάτοις καὶ ἀτυπώτοις καὶ μὴ ἔχουσι σχηματισμὸν σωματικῶς πρὸς τὸ χειραγωγηθῆναι ἡμᾶς καὶ πρὸς παχυμερῆ καὶ μερικὴν αὐτῶν γνῶσιν, ἵνα μὴ ἐν παντελεῖ ἀγνοίᾳ ὦμεν θεοῦ καὶ τῶν ἀσωμάτων κτισμάτων... Μὴ θέλων οὖν ὁ θεὸς παντελῶς ἀγνοεῖν ἡμᾶς τὰ ἀσώματα περιέθηκεν αὐτοῖς τύπους
καὶ
σχήματα καὶ
εἰκόνας
κατὰ
τὴν
ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἡμῶν σχήματα σωματικὰ ἐν ἀύλῳ ὁράσει νοὸς ὁρώμενα, καὶ ταῦτα σχηματίζομεν καὶ εἰκονίζομεν, ἐπεί πως ἐσχηματίσθη καὶ εἰκονίσθη τὰ χερουβίμ. Ἀλλὰ καὶ θεοῦ
σχήματα
καὶ
εἰκόνας ἡ γραφὴ ἔχει»
(Δαμασκηνοῦ Ἰω., Orationes de imaginibus tres, Section 3,24, line 1).
[4]
Διασαφηνίζει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅτι τὸ θεωρεῖν καὶ γινώσκειν ἔχει
πνευματικὴν ἔννοιαν: «Τὰ
δὲ
αὐτὰ καὶ περὶ τοῦ Πνεύματος εἶπε· “Τὸ Πνεῦμα, φησί, τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό, οὐδὲ γινώσκει αὐτό. Ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ' ὑμῖν μένει”. Ὁ μὲν γὰρ σάρκινος ἄνθρωπος, ἀγύμναστον ἔχων πρὸς θεωρίαν τὸν νοῦν, μᾶλλον δὲ ὅλον, ὥσπερ ἐν βορβόρῳ, τῷ φρονήματι τῆς σαρκὸς κατορωρυγμένον φέρων, ἀδυνατεῖ πρὸς τὸ πνευματικὸν φῶς τῆς ἀληθείας ἀναβλέψαι» (Μ. Βασίλείου, Περὶ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, TLG,
c.
22, s.
[5]
Θὰ φανεῖ παρακάτω ὅτι ἡ
ὅραση τοῦ «Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν» ἀποδίδεται καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸν Πατέρα.
[6] «...Εἰ δὲ ἐξ αὐτοῦ γεγέννηται ὡς
ἀπαύγασμα δόξης καὶ χαρακτὴς ὑποστάσεως, τὸ ἀπαράλλακτον ἔχει. "ὁ γὰρ
ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα" οὐχ
ἑαυτὸν φήσας εἶναι πατέρα, ἀλλὰ τοιοῦτον οἷον τὸν πατέρα (Μ. Ἀθανασίου, Διάλεκτος
Ὀρθοδόξου καὶ Ἀνομοίου), De sancta trinitate, TLG, Volume M28, page 1177, line
10-14. –«Τῆς δὲ οὐσίας τοῦ Πατρὸς ἴδιον ὢν γέννημα ὁ Υἱός, εἰκότως καὶ τὰ τοῦ
Πατρὸς λέγει ἑαυτοῦ εἶναι... Ὁ γὰρ οὕτως ἐγνωκώς, ὅτι ἕν εἰσιν ὁ Υἱὸς καὶ ὁ
Πατήρ, οἶδεν, ὅτι αὐτὸς ἐν τῷ Πατρί ἐστι, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν τῷ Υἱῷ· ἡ γὰρ τοῦ Υἱοῦ
θεότης τοῦ Πατρός ἐστι, καὶ αὐτὴ ἐν τῷ Υἱῷ ἐστι· καὶ ὁ τοῦτο δὲ καταλαβὼν
πέπεισται, ὅτι ὁ ἑωρακὼς τὸν Υἱὸν ἑώρακε τὸν Πατέρα· ἐν γὰρ τῷ Υἱῷ ἡ τοῦ Πατρὸς
θεότης θεωρεῖται» (Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν λόγος πρῶτος, TLG, v. 26, p.
[7]
«Τὸν
δὲ
Λόγον
συνῆψε
τῷ
εἴδει
καλῶς,
ἵνα δείξῃ, ὅτι ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, αὐτὸς καὶ εἰκὼν καὶ χαρακτὴρ καὶ εἶδός ἐστι τοῦ Πατρὸς ἑαυτοῦ· καὶ ὅτι οἱ τὸν λαλοῦντα μὴ δεξάμενοι Ἰουδαῖοι οὐκ ἐδέξαντο τὸν Λόγον, ὅσπερ ἐστὶ τὸ εἶδος
τοῦ
Θεοῦ.
Τοῦτο
καὶ
ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ ἑωρακὼς ηὐλογήθη, καὶ ἀντὶ Ἰακὼβ Ἰσραὴλ ἐκλήθη παρ' αὐτοῦ, ὡς ἡ θεία Γραφὴ μαρτυρεῖ λέγουσα· Ἀνέτειλε δὲ ὁ ἥλιος αὐτῷ, ἡνίκα παρῆλθε τὸ εἶδος
τοῦ
Θεοῦ.
Τοῦτο
δὲ
ἦν ὁ λέγων· Ὁ ἐμὲ ἑωρακὼς ἑώρακε τὸν Πατέρα· καί, Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρί, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι· κἀγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἓν ἐσμεν· οὕτω γὰρ εἷς ἐστιν ὁ Θεός, καὶ μία ἡ εἰς τὸν Πατέρα καὶ Υἱὸν πίστις» (Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν λόγος πρῶτος, TLG, v. 26, p.
[8]
«“Ὅταν
μὲν
γὰρ
θεοπρεπῶς
λέγῃ περὶ ἑαυτοῦ· ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα, καὶ ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν, τὴν θείαν αὐτοῦ καὶ ἀπόρρητον ἐννοοῦμεν φύσιν, καθ' ἣν καὶ ἕν ἐστι πρὸς τὸν ἑαυτοῦ πατέρα διὰ τὴν ταυτότητα τῆς οὐσίας”... Τὸν ἕνα γὰρ καὶ τὸν αὐτόν, δι' ὧν ἔφημεν, καὶ ψηλαφητὴν
οὐσίαν ἔχειν καὶ ἀψηλάφητον ἀνεκήρυξε. Λόγον γὰρ εἰπὼν τὸν ἀψηλάφητον ψηλαφηθῆναι προσεμαρτύρησε, καὶ ἑωρακέναι εἰπὼν τὸν ἀόρατον προανήγγειλεν· ὥστε τὸν ἕνα Χριστὸν ἐν ψηλαφητῇ καὶ ἀψηλαφήτῳ οὐσίᾳ καὶ ἐν ὁρατῇ καὶ ἀοράτῳ γνωρίζει τε καὶ τοῖς ἄλλοις εἰδέναι διδάσκαλος γίνεται. Εἰ γὰρ καὶ ἑνὸς προσώπου ἑκάτερον, ἀλλ' οὐδεὶς ἂν εἰπεῖν δύναται νοῦν ἔχων ὡς ἡ αὐτὴ φύσις ψηλαφητοῦ καὶ ἀψηλαφήτου καὶ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου. Οὕτω καὶ τὸ παρὰ τῶν πιστῶν μεταλαμβανόμενον σῶμα Χριστοῦ καὶ τῆς αἰσθητῆς οὐσίας οὐκ ἐξίσταται καὶ τῆς νοητῆς ἀδιαίρετον μένει χάριτος. Καὶ τὸ βάπτισμα δὲ πνευματικὸν ὅλον γενόμενον καὶ ἓν ὑπάρχον, καὶ τὸ ἴδιον τῆς αἰσθητῆς οὐσίας (τοῦ ὕδατος λέγω) διασῴζει, καὶ ὃ γέγονεν οὐκ ἀπώλεσεν» Μ. Φωτίου, TLG,
Bibliotheca, Codex 229, Bekker page 250b, line 7o 1, 1).
[9] Εἰς Θεοδώρητου, De sancta trinitate: Volume 75, page 1172, line 53v.
75, p.
[10] Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς Ματθαῖον, ὁμιλία νθ΄, ΤLG vol 58, pg 579, ln 21.
[11]
Κυρίλλου Ἱεροσολύμων,
Κατηχήσεις φωτιζομένων 7, TLG, c.
[12]
Σὲ ἄλλα σημεῖα τῶν ἔργων του ὁ ἱ. Χρυσόστομος (ὅπως καὶ πολλοὶ Πατέρες) μᾶς
ἐξηγοῦν ὅτι στὴν Π.Δ. ἐμφανίζεται κυρίως
ὁ Υἱός, ὡς «ἄσαρκος Λόγος». Ὅπως στὸ χωρίο ποὺ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη» (Ἰωάν. 8, 56). Καὶ ἐρωτᾶ ὁ ἱ. Χρυσόστομος:. «Πότε δὲ εἶδεν (ὁ Ἀβραὰμ τὸν Ἰησοῦ); Ὅτε ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδεν ἐπιστάντα αὐτῷ τὸν Θεὸν πρὸς τῇ δρυῒ τῇ Μαμβρῆ· ἡνίκα εἶπεν ἡ Γραφή· Ὤφθη ὁ Θεὸς τῷ Ἀβραάμ» (Χρυσοστόμους Ἰω., Εἰς Ψαλμὸν ΡΑ΄, ΤLG, v. 55, pg 656, ln
28). Καὶ
σὲ
ἄλλο κείμενο: «Πῶς εἶδεν (ὁ Ἀβραὰμ) ὁ πρὸ τοσούτων γεγενημένος χρόνων; Διὰ τοῦ τύπου, διὰ τῆς σκιᾶς» (Χρυσοστόμου Ἰω., Λόγος Παραινετικὸς εἰς τὴν
Εἴσοδον τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὁμιλ. μζ΄, §β, ΤLG, v. 54, pg 432, ln
43). –«...καὶ οἱ πρὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας εὐηρεστηκότες, ἓν σῶμά εἰσι. Πῶς; Ὅτι κἀκεῖνοι τὸν Χριστὸν ᾔδεσαν. Πόθεν δῆλον; Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ἡμῶν, φησίν, ἠγαλλιάσατο, ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε, καὶ ἐχάρη» (Χρυσόστομος Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολήν, ΤLG, v. 62, pg 75, ln
24). –«Εἰ δὲ καὶ φωνῆς ἤκουσαν, καὶ εἶδον αὐτὸν ἐκεῖνοι, ἀλλ' οὐκ ἐν σαρκί, οὐδὲ οὕτω τοῖς ἀνθρώποις συναναστρεφόμενον, οὐδὲ μετὰ τοσαύτης αὐτοῖς ὁμιλοῦντα τῆς ἀδείας. Τοῦτο γοῦν καὶ αὐτὸς δηλῶν, οὐχ ἁπλῶς εἶπεν· Ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἐμέ· ἀλλὰ τί; Ἃ ὑμεῖς βλέπετε· οὐδέ, Ἀκοῦσαι ἐμοῦ· ἀλλὰ τί; Ἃ ὑμεῖς ἀκούετε. Ὥστε εἰ καὶ μὴ τὴν ἔνσαρκον αὐτοῦ παρουσίαν ἐθεάσαντο, ἀλλ' ὅμως ᾔδεσαν αὐτὴν ἐσομένην, ἧς καὶ ἐπεθύμουν· καὶ ἐπίστευον εἰς αὐτὸν, καὶ μὴ ἑωρακότες αὐτὸν ἐν σαρκί» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμνημα Εἰς τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Ἀπόστολον καὶ Εὐαγγελιστήν, ὁμιλ. Ηʹ, ΤLG,
v. l 59, pg 67, ln 14). – «Οἱ προφῆται. καὶ γὰρ ἐτήρησαν τὸν λόγον τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ὅτε λόγος κυρίου ἐγένετο πρὸς Ὠσηέ, ἢ λόγος ἐγένετο πρὸς Ἱερεμίαν, ἢ λόγος ἐγένετο πρὸς Ἡσαΐαν· οὐ γὰρ ἄλλος λόγος θεοῦ ἐγένετο πρός τινα τούτων, ἀλλ' ὁ ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν θεὸν υἱὸς αὐτοῦ θεὸς λόγος» (Ὠριγένους, Τῶν εἰς τὸ Κατὰ
Ἰωάννην Εὐαγγέλιον Ἐξηγητικῶν, τόμ. ιθ΄, ΤLG, Book 20, c. 42, s.
[13]
Χρυσοστόμου Ἰω.,
Εἰς
τὸν
ἅγιον Ἰωάννην τὸν Ἀπόστολον καὶ Εὐαγγελιστήν, ὁμιλία ΙΕ΄, TLG,Vol 59, pg 97, ln
49-pg 99, ln 29.
[14]
«Τί ξέρεις ἐσὺ
γιὰ τὶς εἰκόνες;»
ἐκδ. «Ἑτοιμασία», Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας
2000.
[15]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 2ο, 1999, σελ. 13.
[16]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 2ο, 1999, σελ. 11.
[17]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 3ο, 1999, σελ. 21.
[18]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 3ο, 1999, σελ. 17.
[19]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 2ο, 1999, σελ. 12. —Ὁ Οὐσπένσκυ, ποὺ ἔχει συλλάβει τὴν μεγάλη σημασία τῶν μηνυμάτων
καὶ τῶν συμβολισμῶν ποὺ ἐκφράζει αὐτὴ ἡ εἰκόνα· γράφει: «Ἡ
σημερινὴ
εἰκονομαχία, ποὺ δὲν τὴν ὑποπτεύονται οὔτε αὐτοὶ ποὺ τὴν κάνουν, δὲν εἶναι τόσο ἡ ἄρνηση τῆς Εἰκόνας, ἀλλὰ περισσότερο ἡ παραμόρφωσή της, μάλιστα ἡ παραφθορά της, ποὺ προέρχεται ἀπό τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουνε πιὰ τὴ δογματικὴ καὶ διδακτικὴ σημασία
της» (Λ. Οὐσπένσκυ, "Η ΕΙΚΟΝΑ", σελ.
60).
[20]
Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 317, στήλη α-β.
[21] Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 3ο, 1999,
σελ. 14.
[22]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 3ο, 1999, σελ. 12.
[23]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 2ο, 1999, σελ. 23.
[24]
Ὅπ. παρ.
[25]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 3ο, 1999, σελ. 22.
[26]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 3ο, 1999, σελ. 20.