Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς για τη θεάρεστη νηστεία και την ψυχοσωτήρια ελεημοσύνη
Υπάρχουν
μερικά θαλάσσια μέρη που τρέφουν μεγάλα κητώδη θηρία. Όσοι λοιπόν πλέουν σε
αυτά τα μέρη κρεμούν κώδωνες στα πλευρά των πλοίων, ώστε τα θηρία τρομαγμένα
από τον ήχο τους να φεύγουν. Και του δικού μας βίου η θάλασσα τρέφει πολλά
και φοβερότερα θηρία, τα πονηρά πάθη δηλαδή και τους εφόρους των παθών,
τους δαίμονες, που είναι πονηρότεροι. Επιπλέει σε αυτή τη θάλασσα σαν πλοίο
η Εκκλησία του Θεού και αντί για κώδωνες έχει τους πνευματικούς
διδασκάλους, ώστε με τον ιερό ήχο της διδασκαλίας τους νʼ απομακρύνει τα
νοητά θηρία. Αυτό προφανώς προτυπώνοντας η στολή του Ααρών, είχε εύηχους
κώδωνες ραμμένους στα άκρα της και σύμφωνα με όσα είχαν θεσμοθετηθεί, έπρεπε να
ακούγεται ο ήχος τους, όταν λειτουργούσε ο Ααρών.
Και εμείς από την άλλη, μεταφέροντας καλά τους τύπους στην πνευματική τους διάσταση, ας ηχήσουμε τώρα σε σας πνευματικά, και μάλιστα κατά τον καιρό της νηστείας, οπότε επιτίθενται αγρίως φανερά και αφανή θηρία• φανερά μεν η γαστριμαργία, η μέθη και τα παρόμοια, ενώ άλλα που ενεδρεύουν αφανώς, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια, η υπεροψία και η υποκρισία. Ο ίδιος λοιπόν ήχος είναι και φυγαδευτήριο των θηρίων τέτοιου είδους και φυλακτήριο των όσων ασκούν τη νηστεία.
Είναι
λοιπόν η νηστεία και η ακρασία αντίθετα μεταξύ τους, όπως η ζωή και ο
θάνατος. Η νηστεία είναι εντολή ζωής, που είναι συνομήλικη της
ανθρώπινης φύσεως, αφού δόθηκε από τον Θεό στον Αδάμ κατά την αρχή στον
παράδεισο, για διαφύλαξη της ζωής και της θείας χάριτος που είχε δοθεί σʼ αυτόν
από τον Θεό. Η δε ακρασία είναι συμβουλή για τον θάνατο σώματος και
ψυχής, που δόθηκε δολίως από τον Διάβολο στον Αδάμ διά της Εύας για έκπτωση της
ζωής και απομάκρυνσή της από τον Θεό θείας χάριτος· διότι ο Θεός θάνατο
δεν δημιούργησε, ούτε ευχαριστείται με την απώλεια των ζώντων. Ποιος
άνθρωπος λοιπόν θέλει να βρει ζωή και χάρη στον Θεό από τον Θεό; Ας
αποφύγει την θανατηφόρο ακρασία και ας προστρέξει στη θεοποιό νηστεία και
εγκράτεια, για να επανέλθει χαρούμενος στον παράδεισο.
Ο
Μωυσής, νηστεύοντας επάνω στο όρος σαράντα ημέρες, πέταξε σε ύψος θεοπτίας και
δέχθηκε πλάκες θεοσέβειας· ο δε λαός των Εβραίων κάτω μεθώντας, εξέπεσαν σε
ασέβεια και κατασκεύασαν είδωλο μόσχου σε ομοίωμα του αιγυπτίου θεού Άπιδος,
και αν δεν στεκόταν μεσίτης προς τον Θεό, αφού με την ανηλεή εξόντωση των
ομογενών του που προηγήθηκε, τον εξιλέωσε, δεν θα τους λυπόταν καθόλου ο
Θεός [Έξ. 32,1 κ.ε.].
Αν λοιπόν
χρειαζόμαστε κι εμείς το έλεος του Θεού, να μη μεθούμε με οίνο, ούτε να
βαρυνόμαστε από υπερκορεσμό, πράγματα στα οποία υπάρχει η ασωτία και η
ασέβεια [Εφ. 5,18: «Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ
πληροῦσθε ἐν Πνεύματι (:και μη μεθάτε με κρασί. Στη μέθη
υπάρχει διαφθορά και ασωτία. Αλλά να γεμίζετε μέσα σας με Άγιο Πνεύμα)»]· θεόπτης ήταν και ο Ηλίας, αλλά αφού και αυτός καθαρίστηκε
προηγουμένως με νηστεία [βλ. Γ΄Βασ. 19,8-13 κ.ε: «Καὶ ἀνέστη
καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε· καὶ ἐπορεύθη ἐν ἰσχύϊ τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα
ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἕως ὄρους Χωρήβ. καὶ
εἰσῆλθεν ἐκεῖ εἰς τὸ σπήλαιον καὶ κατέλυσεν ἐκεῖ· καὶ ἰδοὺ ρῆμα Κυρίου πρὸς
αὐτὸν καὶ εἶπε· τί σὺ ἐνταῦθα, ᾿Ηλιού; καὶ εἶπεν
᾿Ηλιού· ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπόν σε οἱ υἱοὶ
᾿Ισραήλ· τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν ἐν
ρομφαίᾳ, καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν
αὐτήν. καὶ εἶπεν· ἐξελεύσῃ αὔριον καὶ στήσῃ ἐνώπιον Κυρίου ἐν τῷ ὄρει· ἰδοὺ
παρελεύσεται Κύριος, καὶ ἰδοὺ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρίβον
πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα
συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος· καὶ μετὰ τὸν συσσειμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ
πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος. καὶ ἐγένετο ὡς
ἤκουσεν ᾿Ηλιού, καὶ ἐπεκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν τῇ μηλωτῇ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε
καὶ ἔστη ὑπὸ σπήλαιον· καὶ ἰδοὺ πρὸς αὐτὸν φωνὴ καὶ εἶπε· τί σὺ ἐνταῦθα ᾿Ηλιού; (:Ο Ηλίας σηκώθηκε και ήπιε. Και με τη δύναμη της τροφής εκείνης βάδισε σαράντα
ημέρες και σαράντα νύχτες μέχρις ότου έφτασε στο όρος Χωρήβ. Στο Χωρήβ μπήκε σε
ένα σπήλαιο και εγκαταστάθηκε εκεί. Και να: ξαφνικά λόγος Κυρίου κατέφτασε σε
αυτόν και του είπε: ‘’Τι κάνεις εδώ; Γιατί βρίσκεσαι εδώ, Ηλία;’’. Ο Ηλίας τότε
απάντησε: ‘’Ζήλος ιερός και φλογερός, αγανάκτηση ιερή και μεγάλη έχει κυριεύσει
την ψυχή μου για Εσένα, τον παντοκράτορα Κύριο. Πονώ και αγανακτώ πολύ, διότι
οι Ισραηλίτες αθέτησαν τη διαθήκη Σου και Σε εγκατέλειψαν· τα θυσιαστήριά Σου
τα κατέστρεψαν και τους προφήτες Σου τους φόνευσαν με ξίφος· και εγώ, μόνο εγώ,
έχω μείνει ολομόναχος. Και ζητούν να αφαιρέσουν και τη δική μου ζωή’’. Και ο
λόγος του Κυρίου είπε προς τον Ηλία:’’ Να βγεις αύριο από το σπήλαιο και να
σταθείς μπροστά στον Κύριο στο όρος. Και να· θα περάσει από μπροστά σου ο
Κύριος. Αυτό θα γίνει με αυτόν τον τρόπο: Θα φυσήξει ξαφνικά θύελλα μεγάλη και
ισχυρή, που διαλύει όρη και κατακομματιάζει πέτρες ενώπιον του Κυρίου· αλλά ο
Κύριος δεν θα είναι στη φοβερή εκείνη θύελλα. Μετά τη θύελλα θα ακολουθήσει
σεισμός· αλλά ο Κύριος δεν θα είναι ούτε στον σεισμό. Μετά τον σεισμό θα
ακολουθήσει φωτιά· αλλά δεν θα είναι ούτε στη φωτιά ο Κύριος. Μετά τη φωτιά θα
ακολουθήσει ο απαλός ψίθυρος λεπτής, δροσερής και σιγαλής αύρας· εκεί θα είναι
ο Κύριος’’. Και συνέβη τότε το εξής: Όταν ο Ηλίας άκουσε τα λόγια αυτά, σκέπασε
από φόβο και βαθύ σεβασμό το πρόσωπό του με τον μανδύα που είχε κατασκευαστεί
από δέρμα προβάτου, τον οποίο φορούσε, και βγήκε από το σπήλαιο και στάθηκε
στην είσοδό του. Και να· ξαφνικά η φωνή του Θεού τον ρώτησε και πάλι: ‘’Τι
κάνεις εδώ; Γιατί βρίσκεσαι εδώ, Ηλία;’’)» κ.ε.].
Επέτυχε και ο Δανιήλ
θεοπτία και οπτασία ενός από τους αρχαγγέλους, ο οποίος του παρείχε γνώση των
μελλόντων, αλλά αφού προηγουμένως έμεινε άσιτος επί είκοσι ολόκληρες
ημέρες[Δαν.10,2-14: «Ἐν ἔτει τρίτῳ Κύρου βασιλέως Περσῶν λόγος ἀπεκαλύφθη
τῷ Δανιήλ, οὗ τὸ ὄνομα ἐπεκλήθη Βαλτάσαρ, καὶ ἀληθινὸς ὁ λόγος, καὶ δύναμις
μεγάλη καὶ σύνεσις ἐδόθη αὐτῷ ἐν τῇ ὀπτασίᾳ. ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐγὼ
Δανιὴλ ἤμην πενθῶν τρεῖς ἑβδομάδας ἡμερῶν· ἄρτον ἐπιθυμιῶν οὐκ
ἔφαγον, καὶ κρέας καὶ οἶνος οὐκ εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα μου, καὶ ἄλειμμα οὐκ
ἠλειψάμην ἕως πληρώσεως τριῶν ἑβδομάδων ἡμερῶν. ἐν ἡμέρᾳ εἰκοστῇ
τετάρτῃ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου, καὶ ἐγὼ ἤμην ἐχόμενα τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου,
αὐτός ἐστι Τίγρις, ᾿Εδδεκέλ, καὶ ᾖρα τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον
καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ εἷς ἐνδεδυμένος βαδδίν, καὶ ἡ ὀσφὺς αὐτοῦ περιεζωσμένη ἐν χρυσίῳ
᾿Ωφάζ, καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ὡσεὶ θαρσίς, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ
ὅρασις ἀστραπῆς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡσεὶ λαμπάδες πυρός, καὶ οἱ βραχίονες
αὐτοῦ καὶ τὰ σκέλη ὡς ὅρασις χαλκοῦ στίλβοντος καὶ ἡ φωνὴ τῶν λόγων αὐτοῦ ὡς
φωνὴ ὄχλου. καὶ εἶδον ἐγὼ Δανιὴλ μόνος τὴν ὀπτασίαν, καὶ οἱ ἄνδρες
οἱ μετ' ἐμοῦ οὐκ εἶδον τὴν ὀπτασίαν, ἀλλ' ἢ ἔκστασις μεγάλη ἐπέπεσεν ἐπ'
αὐτούς, καὶ ἔφυγον ἐν φόβῳ. καὶ ἐγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ εἶδον τὴν
ὀπτασίαν τὴν μεγάλην ταύτην, καὶ οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφη
εἰς διαφθοράν, καὶ οὐκ ἐκράτησα ἰσχύος. καὶ ἤκουσα τὴν
φωνὴν τῶν λόγων αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ ἀκοῦσαί με αὐτοῦ ἤμην κατανενυγμένος, καὶ
τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἰδοὺ χεὶρ ἁπτομένη μου καὶ
ἤγειρέ με ἐπὶ τὰ γόνατά μου. καὶ εἶπε πρός με· Δανιὴλ ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν, σύνες ἐν τοῖς
λόγοις, οἷς ἐγὼ λαλῶ πρός σε, καὶ στῆθι ἐπὶ τῇ στάσει σου, ὅτι νῦν ἀπεστάλην
πρός σε. καὶ ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτὸν πρός με τὸν λόγον τοῦτον ἀνέστην
ἔντρομος. καὶ εἶπε πρός με· μὴ φοβοῦ, Δανιήλ, ὅτι ἀπὸ τῆς πρώτης
ἡμέρας, ἧς ἔδωκας τὴν καρδίαν σου τοῦ συνεῖναι καὶ κακωθῆναι ἐναντίον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου, ἠκούσθησαν οἱ λόγοι σου, καὶ ἐγὼ ἦλθον ἐν τοῖς λόγοις
σου. καὶ ὁ ἄρχων βασιλείας Περσῶν εἱστήκει ἐξ ἐναντίας μου εἴκοσι
καὶ μίαν ἡμέραν, καὶ ἰδοὺ Μιχαὴλ εἷς τῶν ἀρχόντων τῶν πρώτων ἦλθε βοηθῆσαί μοι,
καὶ αὐτὸν κατέλιπον ἐκεῖ μετὰ τοῦ ἄρχοντος βασιλείας Περσῶν, καὶ
ἦλθον συνετίσαι σε ὅσα ἀπαντήσεται τῷ λαῷ σου ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν, ὅτι ἔτι ἡ
ὅρασις εἰς ἡμέρας (:κατά τις ημέρες εκείνες εγώ, ο
Δανιήλ, πενθούσα και έκλαιγα για τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Δεν έφαγα κανένα
απολαυστικό φαγητό, κρέας και κρασί δεν έβαλα στο στόμα μου, ούτε άλειψα με
αρώματα το σώμα μου, μέχρι που συμπληρώθηκε η περίοδος των τριών αυτών
εβδομάδων του πένθους. Κατά την εικοστή τέταρτη ημέρα του πρώτου μήνα του
ιουδαϊκού θρησκευτικού έτους, δηλαδή του Νισάν- αντιστοιχεί στον δικό μας
Μάρτιο- Απρίλιο- εγώ, ο Δανιήλ, βρισκόμουνα κοντά στον μεγάλο ποταμό- ο ποταμός
αυτός είναι ο Τίγρης, ο οποίος στα εβραϊκά ονομάζεται Εδδεκέλ- και σήκωσα
τα μάτια μου και ξαφνικά, ιδού, είδα έναν άντρα, ο οποίος ήταν ντυμένος με
μεγαλοπρεπές ένδυμα λινό λευκό, και η μέση του ήταν ζωσμένη με ζώνη κοσμημένη
με χρυσάφι Ωφάζ, δηλαδή χρυσάφι λαμπρότατο και καθαρότατο· το δε
σώμα του φαινόταν σαν τον πολύτιμο λαμπερό λίθο Θαρσίς, ενώ το πρόσωπό του είχε
τη λάμψη και την ακτινοβολία της αστραπής· τα μάτια του ήσαν λαμπερά και
αστραφτερά σαν πύρινες λαμπάδες· οι βραχίονες και τα σκέλη του είχαν την όψη
λαμπερού ακτινοβόλου χαλκού, ενώ ο ήχος της φωνής του ήταν σαν το βουητό
πλήθους πολλού λαού. Την οπτασία αυτήν είδα εγώ μόνος, ο Δανιήλ, ενώ οι άντρες
που ήταν μαζί μου δεν είδαν την οπτασία, αλλά τους κυρίευσε κατάπληξη, φόβος
μεγάλος και έφυγαν κατατρομαγμένοι. Εγώ λοιπόν απέμεινα μόνος και είδα αυτή τη
μεγάλη οπτασία και εξαιτίας του συγκλονιστικού αυτού οράματος δεν μου απέμεινε
δύναμη· όλη όμως η εμφάνιση του προσώπου μου άλλαξε και παραμορφώθηκε, ενώ η
δύναμή μου με εγκατέλειψε και δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος. Άκουσα τη φωνή των
λόγων του και ενώ την άκουγα, κυριεύτηκα από βαθύτατη συγκίνηση, θαυμασμό και
φόβο, και μην μπορώντας να αντικρύζω το φοβερό εκείνο θέαμα, έπεσα μπρούμυτα με
το πρόσωπό μου κατά γης. Και ιδού! Εγώ βρισκόμουνα σε αυτή τη στάση, ένα χέρι
με άγγιξε και με σήκωσε στα γόνατά μου και μου είπε: ‘’Δανιήλ, άνθρωπε
ιδιαιτέρως αγαπητέ του Θεού, που έχεις ευγενείς πόθους και επιθυμίες· άκου με
προσοχή και προσπάθησε να κατανοήσεις με σύνεση τα λόγια που θα σου πω· διώξε
τον φόβο και στάσου όρθιος, διότι τώρα έχω αποσταλεί από τον Θεό προς εσένα’’.
Μόλις λοιπόν μου είπε αυτόν τον λόγο, σηκώθηκα όρθιος, αλλά και γεμάτος
φόβο. Και ο ουράνιος απεσταλμένος είπε προς εμένα: «Μη φοβάσαι,
Δανιήλ, διότι από την πρώτη ημέρα κατά την οποία έλαβες σταθερή και αμετάκλητη
απόφαση να εννοήσεις βαθύτερα την αλήθεια, να κακοπαθήσεις εκούσια και να
ταλαιπωρηθείς με νηστεία και πένθος ενώπιον του Κυρίου του Θεού σου, ακούστηκαν
τα λόγια σου από τον Θεό· και απόδειξη αυτού είναι η παρουσία μου, το ότι ήρθα
εγώ να δώσω απάντηση στα αιτήματα της δεήσεώς σου. Εγώ αποστάλθηκα
προς εσένα από την πρώτη ημέρα της προσευχής σου, όμως ο άρχων άγγελος που
υπερασπίζεται τα συμφέροντα του βασιλείου των Περσών στεκόταν μπροστά μου και
με εμπόδιζε για είκοσι μία μέρες· όμως ιδού! Ο Μιχαήλ, ένας από τους πρώτους
άρχοντες του ουρανού, ήλθε για να με βοηθήσει. Αυτόν λοιπόν άφησα εκεί να
ομιλεί με τον άρχοντα άγγελο των Περσών. Και ήλθα να σε διαφωτίσω και να σε
πληροφορήσω ποια γεγονότα πρόκειται να συμβούν στον λαό σου κατά το πολύ
απομακρυσμένο μέλλον, μέχρι της περιόδου που θα έλθει ο Μεσσίας· διότι το όραμα
αυτό δεν θα πραγματοποιηθεί τώρα· εκτείνεται πολύ μακριά, αναφέρεται στο
απώτατο μέλλον)» κ.ε.].
Άλλος, πάλι,
προφήτης φονεύθηκε από λιοντάρι, αλλά αφού έφαγε, παρά την εντολή του Θεού.
Γνωρίζετε επίσης όλοι τον Ησαύ, τον υιό του Ισαάκ, ο οποίος λόγω
γαστριμαργίας εξέπεσε και από τα άλλα πρωτοτόκια και από την πατρική
ευλογία[Γέν. 25, 29-34: «Ἣψησε δὲ ᾿Ιακὼβ ἕψημα· ἦλθε δὲ ῾Ησαῦ ἐκ τοῦ
πεδίου ἐκλείπων, καὶ εἶπεν ῾Ησαῦ τῷ ᾿Ιακώβ· γεῦσόν με ἀπὸ τοῦ
ἑψήματος τοῦ πυρροῦ τούτου, ὅτι ἐκλείπω. διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ
᾿Εδώμ. εἶπε δὲ ᾿Ιακὼβ τῷ ῾Ησαῦ· ἀπόδου μοι σήμερον τὰ πρωτοτόκιά σου
ἐμοί. καὶ εἶπεν ῾Ησαῦ· ἰδοὺ ἐγὼ πορεύομαι τελευτᾶν, καὶ ἵνα τί μοι ταῦτα τὰ
πρωτοτόκια; καὶ εἶπεν αὐτῷ ᾿Ιακώβ· ὄμοσόν μοι σήμερον. καὶ ὤμοσεν
αὐτῷ· ἀπέδοτο δὲ ῾Ησαῦ τὰ πρωτοτόκια τῷ ᾿Ιακώβ. ᾿Ιακὼβ δὲ ἔδωκε τῷ
῾Ησαῦ ἄρτον καὶ ἕψημα φακοῦ, καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε καὶ ἀναστὰς ᾤχετο· καὶ
ἐφαύλισεν ῾Ησαῦ τὰ πρωτοτόκια(: Ο Ιακώβ μαγείρευε κάποτε φαγητό και
την ημέρα εκείνη επέστρεψε ο Ησαύ από την πεδιάδα κατακουρασμένος και
εξαντλημένος και είπε στον Ιακώβ: ‘’ Δώσε μου να γευθώ από αυτό το κόκκινο
φαγητό που μαγειρεύεις, διότι είμαι εξαντλημένος και πεθαίνω από την πείνα’’.
Για τον λόγο αυτό ο Ησαύ ονομάστηκε Εδώμ, που σημαίνει κόκκινος. Ο Ιακώβ τότε
απάντησε στον Ησαύ: ‘’ Δώσε μου, πούλησέ μου σήμερα τα προνόμια και τα
δικαιώματα που έχεις διότι γεννήθηκες πρώτος από εμένα και κατόπιν θα σου δώσω
φαγητό’’. Ο Ησαύ, που δεν είχε ποτέ εκτιμήσει τα πρωτοτόκια,
απάντησε: ‘’ Τι με ωφελούν τα προνόμια που έχω, διότι γεννήθηκα πρώτος, όταν
εγώ κοντεύω να πεθάνω από την πείνα, εάν δεν φάω; Πάρε τα λοιπόν’’. Και ο Ιακώβ
πρόσθεσε: ‘’ Ορκίσου μου σήμερα ότι μου τα έδωσες· ότι παραιτείσαι οριστικά από
τα δικαιώματα αυτά. Πράγματι ο Ησαύ ορκίστηκε, ότι του τα παραχωρεί. Έτσι ο
Ησαύ πούλησε στον Ιακώβ τα δικαιώματα που είχε ως πρωτότοκος. Και τότε ο Ιακώβ
έδωσε στον πεινασμένο Ησαύ ψωμί και φαγητό από τις φακές που μαγείρευε· και ο
Ησαύ έφαγε και ήπιε και αφού σηκώθηκε από το φαγητό έφυγε. Με τον τρόπο αυτόν ο
Ησαύ περιφρόνησε τα δικαιώματα που είχε ως πρωτότοκος· τα εξευτέλισε, τα ύβρισε
και δεν τα τίμησε καθόλου. Φάνηκε αγνώμονας για το τιμητικό αξίωμα που του
δόθηκε και έχασε τα μεγάλα αυτά δώρα για ένα πιάτο με φακές)»]. Ας
φοβηθούμε λοιπόν μήπως και εμείς, προσέχοντας σε αυτήν την γαστριμαργία,
εκπέσουμε από την υπεσχημένη εκείνη ευλογία και κληροδοσία του ανωτάτου Πατρός.
Δεν αγνοείτε επίσης τους Τρεις Παίδες, οι οποίοι, παραδεδομένοι στη
νηστεία, καταπάτησαν με άφλεκτα πόδια και
σώματα την κάμινο στη Βαβυλώνα που είχε αναφτεί εναντίον τους
επταπλασίως.
Εάν επιδοθούμε
κι εμείς σε αληθινή νηστεία, και την εδώ πύρωση της σαρκός θα
καταπατήσουμε και θα σβήσουμε, και τη μελλοντική κάμινο θα περάσουμε άθικτοι,
όταν του καθενός το έργο θα δοκιμάσει το πυρ. Τι χρειάζεται να
αναφέρουμε τον Κύριο των προφητών; Αυτός, αφού έλαβε σάρκα και έγινε για μας
άνθρωπος, που μας υποδεικνύει τον τρόπο της νίκης κατά του Διαβόλου,
νηστεύοντας σε όλα, νίκησε τον πειρασμό που κίνησε τα πάντα εναντίον Του,
και προς τους μαθητές Του έλεγε περί του άλαλου και κωφού δαιμονίου: «Τοῦτο
δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ(:αυτό
το είδος των δαιμόνων δεν βγαίνει από τον άνθρωπο που έχει καταληφθεί από αυτό,
παρά μόνο με προσευχή που συνοδεύεται και με νηστεία, ώστε η προσευχή να
γίνεται με διάνοια όσο δυνατόν ελαφρότερη και περισσότερο προσηλωμένη στον Θεό)»[Ματθ.17,21].
Αλλά
εμπρός, αδελφοί, ας δείξουμε τι είναι η θεάρεστη κι αληθινή νηστεία. Να
γνωρίζετε τούτο, ότι δεν επαινούμε αυτή καθʼ εαυτήν τη σωματική νηστεία,
αλλά για την ενέργειά της προς άλλα ψυχωφελέστερα• διότι για τη σωματική
άσκηση, λέγει και ο θείος Παύλος, ότι ολίγο ωφελεί[Α΄Τιμ.4,8: «Ἡ γὰρ
σωματικὴ γυμνασία πρὸς ὀλίγον ἐστὶν ὠφέλιμος, ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός
ἐστιν, ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης(:και σου
συνιστώ την άσκηση αυτή, διότι η σωματική εξάσκηση και εκγύμναση είναι ωφέλιμη
σε μικρό βαθμό, επειδή αποβλέπει μόνο στο σώμα, το οποίο είναι φθαρτό˙ η
ευσέβεια όμως είναι ωφέλιμη σε όλα, και στο σώμα δηλαδή και στην ψυχή, διότι
υπόσχεται αγαθά και ανταμοιβές και για τη ζωή αυτή και για τη μελλοντική)»].
Γιʼ αυτό και οι θεοφόροι πατέρες που ομιλούν από πείρα, δεν δέχονται τις
πολυήμερες νηστείες, αλλά κρίνουν δοκιμότερο να τρώμε καθημερινώς μια φορά και
να μη χορταίνουμε• και τούτο λέγουν σύμμετρη και συνετή νηστεία,
πράγμα που λέγει και η Γραφή, το να μην παρασύρεται κανείς από τη
χορτασιά της κοιλίας και την ηδονή του λαιμού, αλλά να αφήνει το φαγητό ενώ
έχει ακόμη όρεξη, η δε ποιότητα και ποσότητά της να είναι κατάλληλη προς τη
δύναμη και διάθεση του τρεφομένου σώματος, ώστε να συντηρείται κατά το δυνατό
και η υγεία του. Πραγματικά το να τρώει ο ασθενής από τα υπάρχοντα τρόφιμα
καταλλήλως προς την ασθένεια και συμμέτρως, χωρίς να προσθέτει στα αναγκαία τα
πολύ περιττά και συμφέροντα, και το να ζητεί κανείς την τροφή αλλά όχι
την τρυφή, και την πόση αλλά όχι τη μέθη, και τη
σύμμετρη χρήση, αλλά όχι την αμετρία και την ακρασία και την κατάχρηση, δεν
αφαιρεί την αγιότητά του.
Τέτοια
λοιπόν είναι η αρχή της αληθινής και θεάρεστης νηστείας, ο δε σκοπός για τον
οποίο θεσμοθετήθηκε και τιμήθηκε από τους Χριστιανούς είναι η κάθαρση
της ψυχής. Διότι ποια είναι η ωφέλεια, αν απέχουμε της σωματικής
τροφής, αλλά κυριαρχούμαστε από σαρκικά φρονήματα και πάθη; Ποιο είναι
το όφελος αν απέχουμε οίνου και πιεζόμαστε από δίψα, να μεθούμε δε όχι από
οίνο, σύμφωνα με τον λέγοντα, «αλίμονο στους μεθύοντας όχι από οίνο»,
και να ταρασσόμαστε ψυχικά από θυμό και βασκανία; Ποιο είναι το όφελος, αν
απέχουμε από τρυφηλή τράπεζα, αλλά έχουμε αταπείνωτη την ψυχή, και αν έχουμε
αλλοιωμένη τη σάρκα για έλαιο, αλλά δεν έχουμε ταπεινωμένη την ψυχή κατά τη
νηστεία; Ποιο είναι το όφελος, αν απαλλαχτήκαμε μεν από την ομίχλη που
αναθυμιάται από τα πολλά φαγητά, αλλά αχρειώνεται ο νους μας με φροντίδες και
ματαίους λογισμούς και αχρειώνονται μαζί του οι προσευχές προς τον Θεό;
Γιʼ
αυτό καλή νηστεία είναι αυτή που τελείται για τον μαρασμό της
επιθυμίας, για την ταπείνωση της ψυχής, για τη μεταποίηση του μίσους, για το
σβήσιμο του θυμού, για την απάλειψη της μνησικακίας, για την καθαρότητα της
διανοίας και την επιτέλεση της προσευχής. Εάν δε είσαι εύπορος, το
περίσσευμα της τροφής σου να προσφέρεται για την παρηγοριά των απόρων. Εάν
νηστεύεις έτσι, όχι μόνο θα συμπάσχεις και θα συννεκρώνεσαι, αλλά και θα
συνανίστασαι και θα συμβασιλεύεις με τον Χριστό στους απέραντους αιώνες· διότι,
αφού γίνεις δια της νηστείας αυτού του είδους σύμφυτος με το ομοίωμα του
θανάτου Του, θα γίνεις και κοινωνός της αναστάσεως και κληρονόμος της ζωής σʼ Αυτόν.
Αυτός που
νηστεύει, εάν μεν πειράζεται, νικά τον πειράζοντα• εάν δε δεν πειράζεται,
συντηρεί την ειρήνη της ψυχής και του σώματος, ταλαιπωρώντας και δουλαγωγώντας
το σώμα κατά τον Παύλο[Α΄Κορ.9,27: «Ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ
δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι(:αλλά
ταλαιπωρώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι ως δούλο, για να
μην αποδοκιμασθώ και αποδειχθώ ανάξιος του βραβείου εγώ ο ίδιος που
κήρυξα σε άλλους και με τη δική μου προτροπή και διδασκαλία αυτοί πήραν το
βραβείο)»], που δείλιαζε μήπως φανεί αδόκιμος• εάν δε ο Παύλος
δειλιάζει, πόσο μάλλον πρέπει να δειλιάζουμε εμείς; Αυτός που νηστεύει
λοιπόν, δουλαγωγεί το σώμα και καθιστά δόκιμη την ψυχή• ενώ αυτός που παχαίνει
τη σάρκα που έπειτα από λίγο θα φθαρεί, αυτός δηλαδή που δεν τρώγει για να
ζήσει, αλλά μάλλον ζει για να τρώει, όπως τα ζώα που προετοιμάζονται από
μας για σφαγή και στα αναγκαία προσθέτει τα περιττά για να λιπαίνει το σώμα ή
να το διεγείρει σε κακές επιθυμίες ή απλώς έτσι για φιληδονία σωματική, πάντως
δεν κάνει τίποτε άλλο παρά ετοιμάζει πλουσιότερη τροφή στους σκώληκες. Επομένως
καλώς ψάλλει ο προφήτης Δαβίδ: «Τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ
καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν;(:Λυπήσου με, Κύριε, και μην
παρατείνεις την οργή Σου εναντίον μου. Σε τι θα ωφελήσει, εάν χυθεί το αίμα μου
και κατεβώ στον τάφο, για να υποστώ τη φθορά και τη διάλυση του θανάτου;)»[Ψαλμ.29,10].
Όταν λοιπόν
νηστεύεις και τρέφεσαι με εγκράτεια, να μην αποθηκεύεις για αύριο τα
περισσεύματα, αλλά όπως ο Κύριος πτωχεύοντας, μας πλούτισε, έτσι και εσύ
πεινώντας εκουσίως, χόρτασε τον ακουσίως πεινασμένο, τότε η νηστεία σου θα
είναι σαν περιστερά που φέρει κάρφος ελαίας κι ευαγγελίζεται στην ψυχή σου τη
σωτηρία από τον κατακλυσμό. «Ἐὰν ἀφέλῃς ἀπὸ σοῦ σύνδεσμον καὶ
χειροτονίαν καὶ ῥῆμα γογγυσμοῦ(:εάν αφαιρέσεις από σένα και
σταματήσεις κάθε άδικη καταπίεση, κάθε εμπαικτική και απειλητική χειρονομία,
κάθε λόγο γογγυσμού)», λέγει ο μέγας Ησαΐας, «καὶ δῷς
πεινῶντι τὸν ἄρτον ἐκ ψυχῆς σου καὶ ψυχὴν τεταπεινωμένην ἐμπλήσῃς, τότε
ἀνατελεῖ ἐν τῷ σκότει τὸ φῶς σου, καὶ τὸ σκότος σου ὡς μεσημβρία(:
και δώσεις με όλη σου την καρδιά ψωμί στον πεινασμένο, εάν χορτάσεις μια ψυχή,
η οποία βρίσκεται σε κατάσταση ταπεινώσεως και πόνου, τότε μέσα στο σκοτάδι της
θλίψεώς σου θα ανατείλει το φως της χαράς και της ειρήνης σου. Και το σκοτάδι
της πλάνης και της αθλιότητάς σου, θα μεταβληθεί και θα λάμψει σαν το φως του
μεσημεριού)»[Ησ.58,9].
Εάν πάλι
δεν θέλεις να δώσεις τα δικά σου, τουλάχιστον νʼ απέχεις από τα ξένα και να μη
κάμεις κατοχή στα πράγματα που δεν είναι δικά σου, αρπάζοντας και θησαυρίζοντας
και από τους πτωχότερους μερικές φορές αδίκως, για να μην ακούσεις από τον ίδιο
τον προφήτη δικαίως τούτο: «Δεν είναι αυτή η νηστεία που προτιμώ εγώ»,
λέγει ο Κύριος: «οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην καὶ ἡμέραν
ταπεινοῦν ἄνθρωπον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ· οὐδ᾿ ἂν κάμψῃς ὡς κρίκον τὸν τράχηλόν σου
καὶ σάκκον καὶ σποδὸν ὑποστρώσῃ, οὐδ᾿ οὕτω καλέσετε νηστείαν δεκτήν. οὐχὶ
τοιαύτην νηστείαν ἐγὼ ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλὰ λύε πάντα σύνδεσμον
ἀδικίας, διάλυε στραγγαλιὰς βιαίων συναλλαγμάτων, ἀπόστελλε τεθραυσμένους ἐν
ἀφέσει καὶ πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διάσπα· διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ
πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε, καὶ ἀπὸ
τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ ὑπερόψει. τότε ῥαγήσεται
πρώϊμον τὸ φῶς σου, καὶ τὰ ἰάματά σου ταχὺ ἀνατελεῖ, καὶ προπορεύσεται
ἔμπροσθέν σου ἡ δικαιοσύνη σου, καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ περιστελεῖ σε(:
Εγώ δεν επέλεξα και δεν ενέκρινα αυτού του είδους τη νηστεία. Δεν μου είναι
ευάρεστη η ημέρα, κατά την οποία ο άνθρωπος με μία τέτοια νηστεία ταπεινώνει
τον εαυτό του. Ούτε εάν από την πολλή νηστεία κάμψεις τον τράχηλό σου, σαν τον
κρίκο, και στρώσεις να κοιμηθείς επάνω στη στάχτη, ούτε αυτή την κακουχία σας
δεν μπορείτε να την χαρακτηρίσετε ως νηστεία δεκτή από εμένα. Δεν εξέλεξα και
δεν όρισα Εγώ τέτοια νηστεία, αλλά λύε κάθε δεσμό και σύνδεσμο με την αδικία.
Ακύρωσε και σκίσε τις διεστραμμένες συμφωνίες, τις οποίες εσύ δια βίας και
εξαναγκασμού έχεις συνάψει με τους άλλους. Στείλε ελεύθερους τους συντετριμμένους
από τον πόνο και τη συμφορά, και κάθε συμβόλαιο άδικης συναλλαγής, σκίσε το.
Κόβε το ψωμί σου και μοίρασέ το με τον φτωχό. Βάλε αστέγους στο σπίτι σου, εάν
δεις γυμνό, ντύσε τον. Και απέναντι στους οικείους σου, μη δείξεις αδιαφορία
και καταφρόνηση. Εάν τηρήσεις αυτά, τότε θα αναλάμψει σαν της αυγής χαρούμενο
το φως της ειρήνης και της χαράς σου. Γρήγορα θα ανατείλει η θεραπεία των
πληγών σου και θα αποκατασταθεί η υγεία σου. Μπροστά σου θα προπορεύεται η
αρετή και η δικαιοσύνη σου, ενώ η δόξα του Θεού θα σε περιβάλλει πάντοτε)»[Ησ.58,5-8].
Εάν
λοιπόν δεν δίνεις στον πτωχό από τα δικά σου, και μάλιστα τα περισσεύματα,
τουλάχιστον να μην τα αποκτάς σε βάρος του πτωχού• αν και ο δεσπότης των όλων
Χριστός αποπέμποντας τους της αριστεράς μερίδας στο πυρ και καταρώμενος
αυτούς, δεν τους καταδικάζει σαν άρπαγες, αλλά ως μη μεταδίδοντες στους
ενδεείς. Επομένως οι άρπαγες και οι άδικοι ούτε θʼ αναστηθούν για
παρουσίαση και κρίση, αλλά αμέσως για μεγαλύτερη καταδίκη και κατάκριση, αφού
κι εδώ, όπως φαίνεται, αυτοί ποτέ δεν παρουσιάσθηκαν στον Θεό εντελώς από ψυχή•
διότι, λέγει: «Οἱ ἐσθίοντες τὸν λαόν μου βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ
ἐπεκαλέσαντο(:Αυτοί που κατασπαράσσουν τον λαό μου με τόση
ευχαρίστηση και ασυνειδησία, σαν να έτρωγαν ψωμί, δεν επικαλέστηκαν ποτέ τον
Κύριο, και η προσευχή είναι άγνωστη σε αυτούς)»[Ψαλμ.13,4].
Ο πλούσιος
του οποίου οι αγροί καρποφόρησαν άφθονα[Λουκ.12,16-17: «Ἀνθρώπου
τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι
οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;(:κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα
εκτεταμένα του χωράφια απέδωσαν άφθονη σοδειά και μεγάλη παραγωγή. Αντί όμως να
ευχαριστήσει τον Θεό και να ευχαριστηθεί κι ο ίδιος για την ευφορία αυτή,
συλλογιζόταν μέσα του, αγωνιούσε κι αναστατωνόταν λέγοντας: “Τι να κάνω, διότι
δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς των χωραφιών μου που μου περισσεύουν; Θέλω
να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απολαύσω μόνος μου”)»] και ο
ενδεδυμένος με πορφύρα και βύσσο[Λουκ.16,19: «Ἄνθρωπος δέ τις ἦν
πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν
λαμπρῶς (: υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε
βασιλικά ενδύματα. Απ’ έξω φορούσε ένα μάλλινο κόκκινο και πανάκριβο ρούχο, κι
από μέσα φορούσε λευκό χιτώνα πολυτελή από λεπτό αιγυπτιακό λινάρι. Και
διασκέδαζε σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια)»] δικαίως
καταδικάζονται, όχι διότι αδίκησαν κάποιον, αλλά διότι δεν μετέδωσαν από όσα
δικαίως απέκτησαν αυτοί• διότι τα θησαυρίσματα είναι κοινά από τα
κοινά ταμεία των κτισμάτων του Θεού. Πώς λοιπόν δεν είναι πλεονέκτης
αυτός που οικειοποιείται τα κοινά, έστω και αν δεν είναι σαν εκείνον που
σφετερίζεται φανερά τα ξένα; Επομένως ο μεν πρώτος θα υποστεί, αλίμονο, την
φρικτή διχοτόμηση ως κακός δούλος, ο δε άλλος θα υποστεί τα δεινότερα και φρικωδέστερα,
και κανένας από τούς δύο δεν θα μπορέσει να τα διαφύγει, αν δεν δεξιωθεί τους
πτωχούς, ώστε ο ένας να διαχειριστεί καλώς τα εμπιστευμένα σ’ αυτόν από τον
Θεό, ο δε άλλος να σκορπίσει καλώς τα κακώς συναχθέντα.
Ο μέγας Παύλος
γράφοντας προς τους Θεσσαλονικείς, τους προγόνους σας βέβαια, περί φιλαδελφίας,
λέγει: «Περὶ δὲ τῆς φιλαδελφίας οὐ χρείαν ἔχετε γράφειν ὑμῖν· αὐτοὶ
γὰρ ὑμεῖς θεοδίδακτοί ἐστε εἰς τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους(:για την αγάπη
τώρα προς τους αδελφούς σας Χριστιανούς δεν έχετε ανάγκη να σας
γράψουμε, διότι εσείς μόνοι σας έχετε διδαχθεί από τον Θεό να αγαπάτε ο ένας
τον άλλο)» [Α΄Θεσ.4,9].
Αφού
λοιπόν ο Κύριος είπε προς μερικούς: «Εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἦτε, τὰ
ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε(:εάν ήσασταν παιδιά του Αβραάμ, θα του
μοιάζατε και στην αρετή και θα κάνατε τα έργα του Αβραάμ)»[Ιω.8,39],
ας φοβηθούμε κι εμείς τον λόγο τούτον, που δεν λέγεται μεν προς εμάς εδώ, αλλά
θα λεχθεί –είθε να μη συμβεί αυτό- κατά τη φρικτή ημέρα, όταν η συγγένεια
κρίνεται μάλλον από την ομοιότητα των πεπραγμένων• όταν όλοι όσοι έχουν
αγαπήσει την εν Χριστώ πτωχεία ή, αν όχι, τουλάχιστον τους πτωχούς, οι
καταφρονητές της δόξας, οι εραστές της εγκράτειας, οι όχι μόνο ακροατές, αλλά
και εκτελεστές των ευαγγελικών θεσπισμάτων, κατά την ευχή του κοινού κατά χάριν
Πατρός, θα είναι υπερφυώς ένα: «Δώσε», λέγει, «ἵνα ὦσιν ἓν
καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς
ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας (:Σε παρακαλώ
για όλους αυτούς, για να είναι όλοι ένα με την αγάπη και την ομοφροσύνη που θα
κυριαρχεί μεταξύ τους. Όπως εσύ, Πάτερ, είσαι ενωμένος με Εμένα κι εγώ ενωμένος
με Εσένα, επειδή έχουμε και οι δύο την ίδια ουσία και φύση, έτσι σε παρακαλώ να
είναι κι αυτοί ένα έχοντας κοινωνία και ένωση με μας, για να πιστέψει ο κόσμος
ότι Εσύ με απέστειλες)»[Ιω.17,22].
Όταν
φανερά η κριτικωτάτη μάχαιρα του Πνεύματος θα διχάσει τον άνθρωπο κατά του
πατρός και τη θυγατέρα κατά της μητρός και θα καταστήσει ξένους μεταξύ τους
όσους είναι ανόμοιοι στους τρόπους• διότι αν τους ξεχωρίζει εδώ, πόσο
περισσότερο εκεί, όπου ο Παντογνώστης αποφαίνεται προς τους μη ομοιωμένους προς
Αυτόν: «Δεν σας γνωρίζω»; Διότι δεν έχουν, όπως έπρεπε την
εικόνα του Επουρανίου, δεν έγιναν οικτίρμονες όπως ο κοινός Πατήρ, δεν έκαμαν
τα υπάρχοντα κοινά με τους ενδεείς, όπως Εκείνος μετέδωσε δωρεάν από τα αγαθά
Του σε όλους, δεν έγιναν ευμενείς προς τους πλησίον, δεν έκαμαν πλησίον τους
μακρινούς με την ευεργεσία• εξαιτίας άρα της ανομοιότητας αυτής ούτε γνωρίζει,
ούτε δέχεται στον οίκο τέτοιου είδους ανοικτίρμονες ανθρώπους ο Αγαθός. Και
εάν Αυτός πει έτσι, τα ίδια περίπου θα πουν και όσοι έζησαν κατά το παράδειγμά
Του εδώ και θα συμβασιλεύσουν εκεί μαζί Του προς τους εξ αίματος συγγενείς τους
που δεν είναι παραπλήσιοι στην αρετή με αυτούς.
Και
αν πει κάποιος: «Εγώ είμαι παιδί σου, εγώ ήμουν πατέρας σου, εγώ αδελφός σου»•
τότε ο μεν τελευταίος θʼ ακούσει ότι «κανείς δεν είναι πατέρας πλην ενός,
του Θεού», ο δε πρώτος θʼ ακούσει: «αν ήσουν δικό μου τέκνο, θα
ήσουν μιμητής μου, τώρα δε είσαι εκείνου του πατρός τέκνο, του οποίου και
των επιθυμιών ήσουν εργάτης• φύγε για να μείνεις αιωνίως με αυτόν, διότι εγώ
δεν σε γνωρίζω• διότι όλα όσα είναι του Θεού είναι δικά μου, εσύ όμως δεν είσαι
του Θεού. Το δικό μου και το δικό σου έχει εκδιωχτεί τώρα πλέον, αφού εμείς το
μισήσαμε και στον εκλείψαντα εκείνον βίο• γι’ αυτό και γίναμε κληρονόμοι της
βασιλείας αυτής)». Όπου υπήρχε αυτός ο κατά τους θείους πατέρες
ψυχρός λόγος: “το δικό μου και το δικό σου”, απουσίαζε ο δεσμός της
αγάπης και ο Χριστός είχε εκδιωχθεί• σ’ αυτούς που τους κυριαρχούσε τότε το
πάθος τούτο, προξενούσε φιλαυτία, φιλαργυρία, μισαδελφία και κάθε είδος κακίας•
το ίδιο πάθος τους καταισχύνει και τώρα.
Ας
φοβηθούμε λοιπόν, αδελφοί, αυτά τα πράγματα, παρακαλώ• διότι πραγματικά είναι
φρικτά. Ας ρυθμίσουμε τη διαγωγή μας, όπως αρέσει στον Θεό• ας αφήσουμε
για να αφεθούμε, ας ελεήσουμε για να ελεηθούμε πολλαπλασίως• διότι Αυτός
για χάρη μας πτώχευσε τελευταία, αναδεχόμενος στον εαυτό Του την ελεημοσύνη,
από μεγαλοδωρία πολλαπλασιάζει την αμοιβή• πρέπει λοιπόν κανείς ή να
είναι κατά το παράδειγμά Του πτωχός, και θα ζήσει μαζί με Εκείνον, ή να έχει τα
αγαθά κοινά με τους για Εκείνον πτωχούς, και δι’ αυτών θα σωθεί. Ας
αποκτήσουμε ευσπλαγχνία• ας δώσουμε αυτοβούλως δείγμα της προς τον
αδελφό αγάπης και της προς τον κοινό Πατέρα και δεσπότη αφοσιώσεως. Καταλληλότερο
δε γιʼ αυτά καιρό δεν θα βρει κανείς από τις ημέρες αυτές της νηστείας· διότι,
αν συνάψει με τη νηστεία τη συμπάθεια, θα απαλείψει κάθε αμάρτημα, θα
προσκυνήσει με παρρησία τα σωτήρια πάθη, θα συνευφρανθεί με την ανάσταση του
Χριστού και θα επιτύχει την αιώνια απολύτρωση.
Αυτήν
είθε όλοι εμείς να επιτύχουμε ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ ἡμῶν στον
Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και
το Πανάγιο και Αγαθό και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των
αιώνων. Γένοιτο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη
Λιναρδάκη, φιλόλογος
Πηγὴ ἐδῶ.