Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 

Δυστυχώς πολλοί διαπιστώνουν για φιλολογικούς και επιστημονικούς λόγους (καριέρα), τι δίδασκαν και τι έπρατταν με συνέπεια οι Άγιοι, αλλά οι ίδιοι μένουν ασυνεπείς μόνο στις διαπιστώσεις

    Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ - π.             Ευάγγελος Πριγκιπάκης, Δρ. Θεολογίας


Ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος (354-407)[1] έζησε σε μια εποχή σκληρής δοκιμασίας της ορθοδόξου πίστεως και της εκκλησιαστικής ενότητας από τη δραστηριότητα των διαφόρων αιρέσεων και σχισμάτων. Η Εκκλησία της γενέτειράς του Αντιόχειας, στους κόλπους της οποίας εργάστηκε ποιμαντικά ως διάκονος από το 380/381 και ως πρεσβύτερος από το 386 μέχρι και την εκλογή του στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως το 397, ταλανιζόταν από το σχίσμα των «Ευσταθιανών», καθώς και από την έντονη δραστηριότητα παλαιότερων και νεότερων αιρέσεων, από τις οποίες «πρώτη μεν πάντων αίρεσις η του Μαρκίωνος (…) μετ’ εκείνην η Σαβελλίου (…) είτα η Μαρκέλλου και Φωτεινού (…) είτα Παύλου του Σαμοσατέως (…) είτα η των Μανιχαίων(…) μετ΄ εκείνας, η του Αρείου», αλλά και «έτεραι»[2], στις οποίες περιλαμβάνει προφανώς και αυτή των ακραίων αρειανοφρόνων Ευνομιανών ή Ανομοίων. Οι Ανόμιοι ή Ευνομιανοί διατηρούσαν ισχυρά ερείσματα τόσο στην Αντιόχεια, όπου κατείχαν τους περισσότερους από τους ναούς της πόλεως και διέθεταν επίσκοπο, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο ιερός Πατήρ συνέχισε με τον ίδιο ζήλο τον αντιαιρετικό του αγώνα ως αρχιεπίσκοπος, συμβουλεύοντας τα μέλη της Εκκλησίας να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά με οποιονδήποτε που θα παρουσιάζεται ανάμεσά τους ως «χριστιανός» και να εξετάζουν λεπτομερώς το περιεχόμενο της πίστεως και της διδασκαλίας του, καθώς«πάσαι αι αιρέσεις τούτο υπέδυσαν το προσωπείον»[3].

 

2. Σε αντίθεση με την Εκκλησία που το όνομά της αποτελεί «συμφωνίας όνομα και ομονοίας»[4], το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα και η βαθύτερη αιτία των αιρέσεων είναι κατά τον ιερό Χρυσόστομο η «φιλονικεία και στάσις και φιλαρχία και απονοία»[5], με σκοπό τη διάρρηξη της εκκλησιαστικής ενότητας[6]. Επειδή ακριβώς «ουδέν ούτως Εκκλησίαν δυνήσεται διαιρείν, ως φιλαρχία»[7], μητέρα των αιρέσεων θεωρείται η επιθυμία της φιλαρχίας, ενώ την αφορμή για τις ενέργειες των αιρετικών αποτελούν η σκληροκαρδία και η απουσία της αγάπης για την Εκκλησία, αλλά και η υπερηφάνεια καθώς και η έλλειψη ταπεινώσεως εκ μέρους τους[8], πράγμα που τους οδηγεί στο να ενεργούν αντιεκκλησιαστικά, καθώς δεν έχουν υγιή αλλά ασθενή και ακάθαρτη πνευματική ζωή[9] αφού παρέκλιναν από τη διδασκαλία των αποστόλων[10], επιφέροντας διάρρηξη στην ενότητα της Εκκλησίας και διχοστασία στο σώμα των πιστών. Έτσι, σε αντιδιαστολή με την Εκκλησία που είναι έργο του Θεού και έχει κεφαλή της το Χριστό, θεμελιωτής, πατέρας και αρχηγός όλων των αιρέσεων θεωρείται ο σατανάς[11], ο οποίος μεταβάλλεται σε άγγελο φωτός και, χρησιμοποιώντας ως όργανά του τους αρχηγούς και πρωτεργάτες των αιρέσεων, επιδιώκει να στερήσει από τα μέλη της Εκκλησίας τη σωτηρία με τη νόθευση της πίστης και την αποκοπή τους από το Εκκλησιαστικό Σώμα, εφόσον προσπαθεί συνεχώς να αντικαταστήσει την αλήθεια του μυστηρίου της θείας εν Χριστώ Οικονομίας με το ψεύδος του μυστηρίου της ανομίας και της ασέβειας[12].

       3. Όσες φορές αναφέρεται στις αιρέσεις ο ιερός Πατήρ, επισημαίνει τους σοβαρούς κινδύνους που προέρχονται από τη δράση τους[13], καθόσον οι οπαδοί τους, που έχουν αντιεκκλησιαστικό φρόνημα και διασπούν ενσυνείδητα την εκκλησιαστική κοινωνία, νοθεύουν με τις κακοδοξίες τους την ορθόδοξη διδασκαλία[14] και λυμαίνονται «της Εκκλησίας τα δόγματα»[15]. Γι’ αυτό και πρόκειται στην πραγματικότητα για τους «της αληθείας εχθρούς», οι οποίοι χρησιμοποιούν κάθε μέσο και μηχανεύονται οτιδήποτε για να ακυρώσουν την ορθή διδασκαλία για τον Ιησού Χριστό[16], με αποτέλεσμα να καθίσταται απαραίτητο να αποκόπτονται άμεσα από την εκκλησιαστική κοινωνία[17] και να αποφεύγεται συστηματικά κάθε επικοινωνία μαζί τους από τους πιστούς. Επειδή ο κίνδυνος διολίσθησης στο σχίσμα και την αίρεση είναι εξαιρετικά σοβαρός, συνιστά να διακόπτονται ακόμη και οι φιλικοί δεσμοί που διατηρούν μέλη της Εκκλησίας με οπαδούς των αιρέσεων, προπαντός μάλιστα όταν δεν είναι επαρκώς καταρτισμένα και σταθερά στην πίστη[18]. Την αποκοπή των αιρετικών από το Σώμα της Εκκλησίας και την αποφυγή επικοινωνίας μαζί τους συνιστά ο ιερός Πατήρ για λόγους διαφύλαξης της εκκλησιαστικής ενότητας και ακεραιότητας της ορθοδόξου πίστεως, εφόσον οι οπαδοί των αιρέσεων είναι συνήθως άνθρωποι περιβεβλημένοι με χριστιανικό προσωπείο και ως «λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου» (Πράξ. 20, 29) προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξαπατήσουν «τους αφελεστέρους» από τους πιστούς[19], προς τους οποίους τονίζει να παραμένουν σταθεροί στην πίστη[20] και παράλληλα να επιδίδονται σε αγώνες και «παλαίσματα» για την απόκρουση και αναίρεση των αιρετικών διδασκαλιών[21].

       4. Η προσπάθεια του ιερού Χρυσοστόμου να διαφυλάξει την ορθοδοξία της πίστης των μελών της Εκκλησίας έχει ως σκοπό μαζί με τη σωτηρία τους να διασφαλίσει και την εκκλησιαστική ενότητα, καθότι η ορθότητα στην πίστη είναι αδιάρρηκτα συνδεμένη με την ενότητα στην Εκκλησία και το σχίσμα αναπόφευκτη συνέπεια της αιρέσεως ως παραφθοράς της πίστεως. Για το λόγο αυτό όχι μόνο οι αιρέσεις, αλλά « από την αίρεση. Επειδή μάλιστα η ενότητα της Εκκλησίας αποτελεί στο τραύματα εστί και τα εν τη Εκκλησία σχίσματα», γεγονός που σημαίνει ότι η εκκλησιαστική διάσπαση ως συνέπεια του σχίσματος «ουκ έλαττόν εστι κακόν»[22] στοιχείο αποφασιστικής σημασίας και μοναδικής σπουδαιότητας για την επιτέλεση του σωτηριώδους έργου της μέσω της μεταδόσεως της πίστεως στον κόσμο, η ευθύνη εκείνων που προσπαθούν να τη διασπάσουν, δηλαδή των σχισματικών και των αιρετικών, είναι τεράστια[23]. Η διάρρηξη της  εκκλησιαστικής ενότητας, κατά το χρυσόστομο Πατέρα, αποτελεί έργο «ου μικρόν, αλλά πάντων ολεθριώτερον»[24], γι’ αυτό και τονίζει ότι η ευθύνη και το αμάρτημα όσων συμπράττουν σε ένα τέτοιο απεχθές έργο δεν μπορεί να εξαλειφθεί ακόμη και με το μαρτύριο[25], εφόσον, όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «ουδέν ούτω παροξύνει τον Θεόν, ως το Εκκλησίαν διαιρεθήναι»[26].

       5. Παρόλο όμως που ο ιερός Πατήρ αποδοκιμάζει με σφοδρότητα τις αιρέσεις και συνιστά την αποφυγή των οπαδών τους, δεν παύει να ενδιαφέρεται ως ποιμένας και να μεριμνά για τη σωτηρία τους, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι η Εκκλησία «τα γαρ αιρετικά δόγματα, τα παρ’ ών παρελάβομεν αναθεματίζειν χρή, και τα ασεβή ελέγχειν, πάσαν δε φειδώ ανθρώπων ποιείσθαι και εύχεσθαι υπέρ της αυτών σωτηρίας»[27]. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο φρονεί πως οι οπαδοί των αιρέσεων είναι απαραίτητο να αντιμετωπίζονται από τους πιστούς με πνεύμα οικονομίας και συγκαταβάσεως[28], κυρίαρχο στοιχείο του οποίου είναι η αγάπη μέσω της οποίας «τα διεστηκότα συνάπτειν και συνδείν είωθε»[29]. Σκοπός αυτής της στάσεως του ιερού Χρυσοστόμου έναντι των οπαδών των αιρέσεων είναι η εν μετανοία επιστροφή τους στην Εκκλησία ως πνευματική τους Μητέρα[30], πράγμα που θα επιτευχθεί μόνο με την συνεπικουρία του Πνεύματος της χάριτος και της ειρήνης του Θεού[31]. Έτσι, ενώ αποδέχεται και διδάσκει σαφώς το αποστολικό «αιρετικόν άνθρωπον μετά μιαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτ. 3, 10-11), τονίζει παράλληλα, χωρίς να αγνοεί την παρελκυστική τακτική των αιρετικών που οδηγεί στην άκαρπη διαιώνιση του διαλόγου μαζί τους, ότι τούτο δεν σημαίνει οπωσδήποτε και εγκατάλειψη της προσπάθειας για την επάνοδό τους στην Εκκλησία, καθώς στις αιρέσεις εισρέουν συνεχώς νέα πρόσωπα που δεν έχουν δεχθεί ούτε την πρώτη ούτε τη δεύτερη νουθεσία που ο απόστολος ορίζει, γι’ αυτό και προτρέπει κάθε μέλος της Εκκλησίας, «μη σίγα, αλλ’ επιστόμιζε, των μελλόντων απόλλυσθαι κηδόμενος»[32].

      6. Τόση μεγάλη είναι η αγάπη και το ενδιαφέρον του χρυσοστόμου Πατρός ως εκκλησιαστικού ποιμένα για τη σωτηρία των οπαδών των αιρέσεων, οι οποίοι είναι συνήθως πλανημένα μέλη της Εκκλησίας, ώστε να υποστηρίζει πως δεν πρέπει να εγκαταλείπεται ο αγώνας για τη θεραπεία και την επιστροφή τους ακόμη και όταν εκείνοι αντιδρούν και μάλιστα βίαια, δηλαδή «καν υβρίζωσι, κάν λακτίζωσι, καν εμπτύωσι, κάν ό,τιούν ποιώσι», εφόσον «τους γαρ άνθρωπον παραπλήγα θεραπεύοντας ανάγκη πολλά τοιαύτα υπομένειν» και μάλιστα μέχρι δακρύων[33]. Προκειμένου μάλιστα οι αιρετικοί να αφυπνιστούν, τα μέλη της Εκκλησίας είναι απαραίτητο να αγωνίζονται και να κοπιάζουν τόσο πολύ, ώστε πολλές φορές να φτάνουν μέχρι τα δάκρυα και τους ολοφυρμούς μπροστά στον κίνδυνο της απώλειάς τους34], καθώς «τοιούτον αυτών της αρρωστίας εστι το είδος»[35], αλλά ταυτόχρονα κι επειδή πολλοί μεταβάλλονται και θεραπεύονται, ώστε «απ’ αυτών των ζιζανίων πολλούς εικός μεταβάλλεσθαι και γενέσθαι σίτον»[36]. Γι’ αυτό και στον αγώνα για την αντιμετώπιση των αιρέσεων είναι απαράδεκτο, όπως τονίζει, να χρησιμοποιούν τα μέλη της Εκκλησίας πολεμικά μέσα με τα οποία θα θανατώνουν τους οπαδούς τους, θεωρώντας ευθέως ως αντιεκκλησιαστική πράξη και νοοτροπία το «κινείν όπλα και κατασφάττειν τους αιρετικούς»[37], προτρέποντας μάλιστα τα αγωνιζόμενα μέλη της Εκκλησίας να αποφεύγουν, σε περίπτωση προκλήσεως, να αντιμάχονται τους αιρετικούς ή να εμπλέκονται σε φιλονικίες μαζί τους[38]. Αντίθετα, είναι επιβεβλημένο να καθοπλίζονται με πνευματικά όπλα και να αγωνίζονται εναντίον τους[39] μη θέλοντας να πλήξουν τους ανθρώπους αλλά να αναιρέσουν τις κακόδοξες αντιλήψεις τους, διότι «ο μεν γαρ άνθρωπος έργον Θεού, η δε πλάνη έργον του διαβόλου»[40]. Τα μέλη της Εκκλησίας είναι απαραίτητο συνεπώς να μισούν και να καταπολεμούν την αιρετική κακοδοξία, αλλά ταυτόχρονα να σέβονται ως θείο δημιούργημα τον κάθε αιρετικό και μάλιστα να τον θεωρούν ως θύμα του σατανά, αλλά και ως έναν άνθρωπο πνευματικά ασθενή, καθώς παρασύρθηκε στην πλάνη, θεωρώντας πιθανότατα την αίρεση ως «καλόν είναι εκ προλήψεως ή εξ αγνοίας»[41]. Γι’ αυτό και όπως τονίζει, «τω λόγω διώκω, ου τον αιρετικόν, αλλά την αίρεσιν, ου τον άνθρωπον αποστρέφομαι, αλλά την πλάνην μισώ, και επισπάσασθαι βούλομαι»[42], προτρέποντας τα μέλη της Εκκλησίας να στρέφονται εναντίον των οπαδών των αιρέσεων προκειμένου να καταπολεμήσουν τα κακόδοξά τους φρονήματα και να ανακόψουν ειρηνικά τη δράση τους[43], αντιτιθέμενα μέχρι τέλους στις αιρετικές τους αντιλήψεις[44], πράγμα που θα κατορθώσουν με τη θερμουργό χάρη και το φωτισμό του Αγ. Πνεύματος[45].

      7. Την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αιρέσεων και των αιρετικών θα κατορθώσουν τα μέλη της Εκκλησίας πρωτίστως με την άρτια γνώση της Αγ. Γραφής, η οποία, επειδή περιέχει την αποκαλυφθείσα πίστη, καταβάλλει «πάσας τας αιρέσεις»[46] και παρέχει πλήρη και ακαταμάχητο πνευματικό οπλισμό[47], καθώς είναι απαραίτητο οι πιστοί να έχουν διαρκώς γυμνασμένα τα όργανα της ψυχής τους στη διάκριση του καλού και του κακού, δηλαδή της αλήθειας από την πλάνη, εφόσον η μελέτη της Αγ. Γραφής ασκεί τα αισθητήρια της ψυχής όχι μόνο στο να αναγνωρίζουν αλλά και στο να αποστομώνουν τους οπαδούς των αιρέσεων[48]. Για το λόγο αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρεται πολύ συχνά στην αναγκαιότητα επιμελημένης και ορθής σπουδής των Γραφών από τους πιστούς, τονίζοντας ότι «μετά πολλής σπουδής την ανάγνωσιν των θείων Γραφών ποιώμεθα. Ούτω γαρ και της γνώσεως επιτευξόμεθα, ει συνεχώς επίωμεν τα εγκείμενα»[49], καθώς με τον τρόπο αυτό τα μέλη της Εκκλησίας θα είναι σε θέση στη συνέχεια να εντοπίσουν και να ξεχωρίσουν τα κακόδοξα φρονήματα των αιρετικών, πράγμα που θα τους εξασφαλιστεί μόνο «από της των Γραφών εμπειρίας»[50]. Η σπουδή της Αγ. Γραφής, κατά τον ιερό Πατέρα, αποτελεί την ασφαλή εκείνη πύλη για τους πιστούς που δεν επιτρέπει στους αιρετικούς ως λύκους «επεισελθείν», καθότι η αγιογραφική κατάρτιση των μελών της Εκκλησίας αποβαίνει «καθάπερ γαρ τις θύρα ασφαλής, ούτως αποκλείει τοις αιρετικοίς την είσοδον, εν ασφαλεία καθιστώσα ημάς περί ών αν βουλώμεθα πάντων, και ουκ εώσα πλανάσθαι»[51]. Γι’ αυτό και τονίζει ιδιαίτερα το γεγονός, ότι οι οπαδοί των αιρέσεων πλανήθηκαν και παρασύρθηκαν στην κακοδοξία επειδή ακριβώς αγνοούν την Αγ. Γραφή[52], πράγμα που τους οδηγεί στην συστηματική παρερμηνεία και την ηθελημένη διαστροφή του αληθούς νοήματός της, το οποίο προσπαθούν να κατανοήσουν κάθε φορά μη λαμβάνοντας υπόψη τα συμφραζόμενα και τη νοηματική συνάφεια των εδαφίων που μεταχειρίζονται, απομονώνοντάς τα από το υπόλοιπο κείμενο[53]. Επειδή μάλιστα οι οπαδοί των αιρέσεων αγνοούν τις εκκλησιαστικές προϋποθέσεις κατανοήσεως της Αγ. Γραφής, την ερμηνεύουν εσφαλμένα καταδεικνύοντας στην πραγματικότητα «τη των οικείων λογισμών ασθενεία»[54], εφόσον προσπαθούν να θεμελιώσουν τις πλάνες τους είτε «διεστραμμένως απαγγέλλειν τα εν ταις Γραφαίς κείμενα, ή προστιθέντας ή αφαιρούντας», με αποτέλεσμα να «επιζοφούν την αλήθειαν»[55], αναμιγνύοντας την αλήθεια της πίστεως με την πλάνη και παρασύροντας εύκολα στην αίρεση τους  πλέον «ευεξαπατήτους»από τους πιστούς[56]. Για το λόγο αυτό και οποιοσδήποτε αιρετικός παρουσιάζει τις κακόδοξες θέσεις του ως διδάγματα της Αγ. Γραφής, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να λυμαίνεται και να νοθεύει «δόγματα φρικτά και απόρρητα» της  Εκκλησίας[57]. 

      8. Έχοντας συνεπώς οι πιστοί ορθή και ασφαλή γνώση της Αγ. Γραφής, όχι μόνο δεν κινδυνεύουν να εκτραπούν στην αιρετική πλάνη ή να παρασυρθούν από τους αιρετικούς, αλλά αντίθετα θα καταφέρουν να ελευθερώσουν και πολλά άλλα από εκείνα τα μέλη της Εκκλησίας που έχουν εξαπατηθεί από την αιρετική απάτη, απαλλάσσοντάς τα  από τον κίνδυνο της πνευματικής τους απώλειας[58]. Για να αποβεί όμως αποτελεσματική η αγιογραφική κατάρτιση των μελών της Εκκλησίας στον αγώνα τους εναντίον των αιρέσεων, αλλά και στην προσπάθεια επιστροφής των οπαδών τους στην Εκκλησία, κρίνεται απαραίτητο να συνοδεύεται, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, από ακριβή εφαρμογή του περιεχομένου της Αγ. Γραφής στη ζωή τους. Και αυτό διότι αυθεντική χριστιανική ζωή σημαίνει κατ’ εξοχήν «πίστις και βίος»[59], δηλαδή αρμονικός συνδυασμός φρονήματος και τρόπου ζωής, γεγονός που σημαίνει ότι οι πιστοί δεν αρκεί να είναι μόνο επαρκώς καταρτισμένοι αγιογραφικά, αλλά να διακρίνονται και από τελειότητα βίου, καθώς είναι απαραίτητο «εχώμεθα δε διηνεκώς της ορθής πίστεως, και βίον ακριβή και πολιτείαν τοις δόγμασιν ίσην επιδειξώμεθα»[60], κάτι που αν απουσιάζει, τότε «τα σεμνά της πίστεως της ημετέρας διέβαλε, [και] τα πάντα ανέτρεψε»[61]. Η συμφωνία της πίστεως με την τελειότητα του βίου είναι επιβεβλημένη για τους πιστούς προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική η προσπάθειά τους για την επιστροφή των αιρετικών στην Εκκλησία, καθώς είναι κοινά παραδεκτό ότι πολλοί από τους ηγέτες ή τους οπαδούς των αιρέσεων παρουσιάζονται να ζουν βίο ανεπίληπτο ως «προβατόσχημοι λύκοι», μάλιστα δε πνευματικότερο και ασκητικότερο από πολλά μέλη της Εκκλησίας, πείθοντας και παρασύροντας με τον τρόπο αυτό τους πνευματικά αδύναμους στην πλάνη. Αναφερόμενος ειδικότερα στον τρόπο δράσης των αιρετικών παρατηρεί, ότι οι οπαδοί τους «παρά μεν γαρ την αρχήν συσκιάζουσιν εαυτούς, επειδάν δε πολλήν λάβωσι την παρρησίαν, και λόγου τις αυτοίς μεταδώ τότε τον ιόν εκχέουσιν»[62], σαγηνεύοντας τα απλούστερα από τα μέλη της Εκκλησίας, κάτι που πράττουν «επειδή γαρ ίσασιν, ότι ετέρως ουκ αν γένοιντο ευπαράδεκτοι, το προσωπείον λαβόντες της αληθείας, ούτω το δράμα της πλάνης υποκρίνονται (…). Σχήμα μόνον αυτοίς, η δορά του προβάτου επίκειται»[63]. Παρατηρείται μάλιστα το φαινόμενο, σημειώνει ο ιερός Πατήρ, πολλοί από τους αιρετικούς, παρόλο που η διδασκαλία τους είναι κακόδοξη, να αποκτούν μεγάλη επιρροή και πειθώ εξαιτίας  του φαινομενικά ορθού τρόπου του βίου τους, καθώς οι απλούστεροι των ανθρώπων δεν εξετάζουν τόσο την ορθότητα της πίστεώς τους, όσο εντυπωσιάζονται από την τελειότητα του βίου που προβάλλουν, ενώ υπάρχουν επίσης πολλοί, οι οποίοι, παρόλο που γνωρίζουν το σφαλερό της πίστεως των αιρετικών, εν τούτοις τους συμπαθούν και προσκολλώνται σ’ αυτούς εξαιτίας της φαινομενικής τους πνευματικής τελειότητας[64].

      9. Αν η άρτια γνώση της Αγ. Γραφής και η τελειότητα του βίου των πιστών είναι απαραίτητα για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των αιρέσεων, εξίσου σημαντικό είναι τα μέλη της Εκκλησίας να διακρίνονται, ως έκφραση της υγιούς πνευματικής τους κατάστασης, από αληθινή αγάπη, να προσεύχονται, να διαλέγονται  με τους οπαδούς τους και να αγωνιούν για τη σωτηρία τους με σκοπό την επαναφορά τους στην αλήθεια της ορθοδόξου πίστεως, καθώς πρόκειται, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, για ανθρώπους πνευματικά ασθενείς που πάσχουν εκ «μανίας εσχάτης», αλλά και από διαταραχή της πνευματικής τους οράσεως[65]. Επειδή μάλιστα η αιρετική κακοδοξία αποτελεί «έλκος εν τη ψυχή φλεγμαίνον» που έχει άμεση ανάγκη πνευματικής θεραπείας[66], γι’ αυτό και τονίζει ότι είναι απαραίτητο να επιδεικνύεται πολλή στοργή και αγάπη προς τους πνευματικώς ασθενείς αιρετικούς που αδυνατούν να ενατενίσουν «προς το φώς της αληθείας»[67], ώστε με μακροθυμία και «μετά πολλής της επιεικείας προς αυτούς διαλεγόμενοι», να αποχωρούν από την αιρετική πλάνη και να επανεντάσσονται στην Εκκλησία του Χριστού. Τη σπουδαία σημασία και τη μεγάλη αποτελεσματικότητα της θερμής αγάπης που πρέπει να επιδεικνύουν οι πιστοί προς τους οπαδούς των αιρέσεων τονίζει επανειλημμένως στα έργα του ο ιερός Πατήρ, καθώς δεν αρκεί μόνο, όπως υπογραμμίζει, η εμμονή στην ορθόδοξη πίστη, που είναι απαραίτητη και αδιαπραγμάτευτη, αλλά είναι απαραίτητο και «το μείναι αγαπώντας»[68]. Γι’ αυτό  και υποδεικνύει ως ορθότερη στάση απέναντί τους το παράδειγμα του αγαθού Σαμαρείτη[69] προς τον τραυματισμένο από τους ληστές και αιρετικό γι’ αυτόν Ιουδαίο, εφόσον η πλειονότητα των αιρετικών είναι θύματα των θεμελιωτών και αρχηγών  των αιρέσεων, προτρέποντας για το λόγο αυτό κάθε μέλος της Εκκλησίας,  «έκτεινον την της αγάπης σαγήνην, ίνα μη το χωλόν εκτραπή, ιαθή δε μάλλον (…) επίβαλε το γλυκύ άγκιστρον της συμπαθείας και, ούτως ερευνήσας τα κεκερυμμένα, ανάσπασον εκ του βάθους της απωλείας τον καταδύντα το φρόνημα»[70].

      10. Το αποτελεσματικότερο φάρμακο για τη θεραπεία των αιρετικών συνεπώς, εφόσον αιτία των αιρέσεων είναι ο εγωισμός και η υπερηφάνεια, αποτελεί «η της αγάπης θερμότης», η οποία «πάντα τύφον και απόνοιαν πυρός σφοδρότερον διαλύει»[71], καθώς και η πραότητα και η επιείκεια στη μεταχείρισή τους εκ μέρους των μελών της Εκκλησίας, γι’ αυτό και προτρέπει επιτακτικά, «μη τοίνυν προς εκείνους αγριαίνομεν, μηδέ θυμόν προβαλλώμεθα, αλλά μετά επιεικείας αυτοίς διαλεγώμεθα· ουδέν γαρ επιεικείας και πραότητος ισχυρότερον»[72]. Ως το πλέον σημαντικό στοιχείο μάλιστα ένδειξης της αγάπης των πιστών για την πνευματική θεραπεία και επιστροφή των αιρετικών στην Εκκλησία, ο ιερός Πατήρ θεωρεί τη θερμή προσευχή, τονίζοντας τη σπουδαιότητα της με το «εύχεσθαι τους τα τοιαύτα νοσούντας υγιάναί ποτε»[73] και μάλιστα προτρέποντας τα μέλη της Εκκλησίας να αυξάνουν την ένταση και τη διάρκεια της προσευχής τους τόσο, όσο περισσότερο ασεβούν κακοδόξως οι αιρετικοί, καθώς είναι απαραίτητο «τοσούτον πλέον υπέρ αυτών παρακαλούντες και δεόμενοι αποστήναί ποτε της μανίας»[74].

      11. Το σημαντικότερο μέσο αντιμετωπίσεως των αιρέσεων και επαναφοράς των οπαδών τους στην ορθή πίστη, κατά τον ιερό Πατέρα, είναι η επιδίωξη συνεχούς επικοινωνίας και η διεξαγωγή ειλικρινούς και εν αγάπη διάλογου μαζί τους με σκοπό την επανένταξή τους στην Εκκλησία. Εξαιτίας μάλιστα της σπουδαιότητας αλλά και της σοβαρότητας του εγχειρήματος, ο διάλογος με τους αιρετικούς δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνεται από τα απλά μέλη της Εκκλησίας, αλλά είναι απαραίτητο να διεξάγεται μόνο από τα έμπειρα και εντεταλμένα για το σκοπό αυτό μέλη της που είναι καταρτισμένα κατάλληλα, προκειμένου να καταφέρουν να θεραπεύσουν αποτελεσματικότερα την πνευματική τους ασθένεια. Και αυτό, διότι, αν ο διάλογος αποπροσανατολιστεί και λάβει τη μορφή υποκριτικής φλυαρίας, τότε καθίσταται ανούσιος και αναποτελεσματικός, μετατρεπόμενος στην πραγματικότητα σε καθαρή «μοιχείαν»[75]. Ως πρότυπο και οδηγό του διαλόγου με τους αιρετικούς ο ιερός Πατήρ θεωρεί τον ίδιο το Χριστό, ο Οποίος διαλεγόμενος με τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους, και «το ψεύδος ήλεγχεν» και «την κακίαν ανέτρεπεν»[76]. Μάλιστα, όπως ο Κύριος διαλεγόταν συνεχώς, έτσι και τα μέλη της Εκκλησίας Του θα πρέπει να διαλέγονται διαρκώς με τους οπαδούς των αιρέσεων και μάλιστα με αγάπη, λεπτότητα, προσήνεια και επιείκεια, εφόσον πρόκειται για ανθρώπους «φρενίτιδι περιπεσόντας νόσω και παραπαίοντας», με στόχο να επανέλθουν «προς το της γνώσεως φώς»[77]. Για το λόγο αυτό και όσοι επικοινωνούν ή διαλέγονται με τους αιρετικούς, θα πρέπει να είναι «ισχυρότεροι και ανεπηρέαστοι και δυνάμενοι εκ της εκείνων ομιλίας μηδεμίαν παραδέξασθαι βλάβην»[78]. Αντίθετα όσοι είναι ασθενείς στην πίστη, δεν έχουν επαρκή αγιογραφική κατάρτιση, αλλά και τον απαραίτητο πνευματικό εξοπλισμό, θα πρέπει να αποφεύγουν σε κάθε περίπτωση την επικοινωνία με τους αιρετικούς[79], ακόμη και αν συνδέονται μαζί τους με φιλικούς δεσμούς. Διότι, ενώ η φιλία μαζί τους μπορεί και να αποβεί καρποφόρα για τη σωτηρία τους όταν οι πιστοί που θα διαλεχθούν μαζί τους είναι σταθεροί και ώριμοι στην πίστη[80], όταν αντίθετα είναι ασθενείς και χωρίς την απαραίτητη πνευματική κατάρτιση και πείρα, η φιλία μπορεί να καταστεί αφορμή να εκτραπούν και οι ίδιοι στην αίρεση[81].

     12. Ο διάλογος με τους αιρετικούς δεν προϋποθέτει, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, οποιαδήποτε υποχώρηση από την πίστη της Εκκλησίας, ούτε διαπραγμάτευση οιουδήποτε σημείου της, αλλά εμμονή σ’ αυτήν και προσπάθεια προσελκύσεως και επαναφοράς τους στην Ορθοδοξία και την εκκλησιαστική ενότητα και ομόνοια με την πειθώ και με σκοπό τη σωτηρία τους. Για το λόγο αυτό και τονίζει ιδιαίτερα, ότι η καλλιέργεια της αγάπης και η επικράτηση της ομόνοιας προϋποθέτουν τη διαφύλαξη της αλήθειας της πίστεως, προτρέποντας επιτακτικά όσους διαλέγονται με τους οπαδούς των αιρέσεων, «μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε»[82], αλλά, «ει δε που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου (…) την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς»[83]. Η παραδοχή νόθων δογμάτων και η πλάνη στην πίστη, τονίζει ο ιερός Πατήρ, ούτε την αληθινή αγάπη καλλιεργεί, ούτε την εκκλησιαστική ενότητα και ομόνοια μπορεί να εξασφαλίσει, εφόσον, όταν τίθενται σε έναν τέτοιο διάλογο υπό διαπραγμάτευση σημεία της πίστεως με σκοπό την προσθήκη ή την αφαίρεση επιμέρους στοιχείων για την επίτευξη συμφωνίας χάριν της αγάπης, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος εκτροπής των μελών της Εκκλησίας σε άλλες και μάλιστα οδυνηρότερες αιρέσεις[84]. Και τούτο, διότι, όπως υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ερμηνεύοντας τον απ. Παύλο, «ότι μικρόν παραποιηθέν, το όλον λυμαίνεται, είπε το Ευαγγέλιον ανατρέπεσθαι»[85].

      13. Ο σκοπός του διαλόγου με τους αιρετικούς συνεπώς, δεν είναι η διαπραγμάτευση της ορθοδόξου πίστεως μαζί τους, αλλά η επίτευξη της εν μετανοία επιστροφής τους στην Εκκλησία ως σε πνευματικό ιατρείο[86], κάτι που για να επιτύχει είναι απαραίτητο να γίνεται με ιδιαίτερη λεπτότητα και διάκριση, ώστε, όταν κανείς κατά τον έλεγχο των αιρετικών «μετ’ εγκωμίων πλέκει τας κατηγορίας»[87], εκείνοι να πείθονται αποδεχόμενοι την αλήθεια του Ευαγγελίου και να επανεντάσσονται στο Σώμα του Χριστού. Για το λόγο αυτό και ο διάλογος των μελών της Εκκλησίας με τους αιρετικούς, δεν διεξάγεται «προς έχθραν, αλλ’ ώστε αυτούς διορθώσαι»[88] όπως έκανε και ο ίδιος ιερός Χρυσόστομος με τους αρειανούς Ανομοίους, με σκοπό όπως σημειώνει «ούχ ίνα καταβάλω τους εναντίους, αλλ’ ίνα αναστήσω κειμένους», καθώς μόνον αυτός ο τρόπος αντιμετωπίσεως των αιρετικών «τους μεν φιλονικούντας πλήττειν οίδεν, τους δε ευγνωμόνως ακούοντας μετά πολλής θεραπεύειν της επιμελείας», αλλά και μια τέτοια μεταχείριση «ουχί δίδωσι τραύματα, αλλά ιάται τραύματα»[89] με την επανένταξή τους στην Εκκλησία.

 




 

[1] Πλούσια βιβλιογραφία για το πρόσωπο και το έργο του ιερού Πατρός βλ. Σ.Γ. Παπαδοπούλου, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τ. Α΄, Η ζωή του, η δράση του, οι συγγραφές του, Αθήνα 1999, σ. 172-217. Του Αυτού, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τ. Β΄, Η σκέψη του, η προσφορά του, η μεγαλοσύνη του, Αθήνα 1999. Του Αυτού,Πατρολογία, Γ΄, Ο Πέμπτος Αιώνας. Ανατολή Δύση, Αθήνα 2010, σ. 166 εξ, όπως και  τηνChrysostom Bibliography του Centre for Early Christian Studies του Australian CatholicUniversity στη διεύθυνση http://www.cecs.acu.edu.au/chrysostombiblioA-C.html (ανάκτηση 02/03/2015).

[2] Εις την προς Εβραίους, PG 63, 73. Ονομαστική αναφορά στις αιρέσεις κάνει επίσης Εις την προς Εβραίους, PG 63, 20-22 και Εις την προς Φιλιππησίους, PG 62, 218-219.

[3] «και μη, εάν ακούσης, ότι ουκ Έλλην, ουδέ Ιουδαίος, ευθέως χριστιανόν είναι νομίσεις, αλλ’ εξέτασον και τα άλλα άπαντα» Εις την προς Εβραίους, PG 63, 73.

[4] Εις την προς Γαλάτας, PG 61, 616.

[5] Εις την προς Γαλάτας, PG 61, 670.

[6] «ουδέν χείρον φιλονικείας και μάχης και του την Εκκλησίαν διασπάν και τον χιτώνα, όν ουκ ετόλμησαν οι λησταί διαρρήξαι, τούτον εις πολλά κατατεμείν μέρη» Εις του τα πρώτα Πάσχα νηστεύοντας, PG 48, 863.

[7] Εις την προς Εφεσίους, PG 62, 85.

[8] «η γαρ των αιρέσεων μήτηρ, η της φιλαρχίας εστιν επιθυμία», καθώς «εξ απονοίας και τύφου τούτο έλαβεν αρχήν το κακόν» Εις την προς Γαλάτας, PG 61, 670. Αναφερόμενος αλλού και πάλι στις αιρέσεις τονίζει πως «τούτο το δένδρον εφύτευσεν μεν λογισμών άκαιρος περιέργεια, επότισε δε απονοίας τύφος, ηύξησε δε φιλοδοξίας έρως» Περί ακαταλήπτου, 2,PG 48, 719.

[9] Εις την πρώτην προς Τιμόθεον, PG 62, 509.

[10] Κάθε αίρεση κατά τον ιερό Χρυσόστομο προέρχεται «από των δογμάτων των παρά την διδαχήν των αποστόλων» Εις την προς Ρωμαίους, PG 60, 675.

[11] Εις το ρητόν ‘εν ποία εξουσία...’, PG 56, 421. Εις την προς Φιλήμονα, PG 62, 219.Εις την δευτέραν προς Τιμόθεον, PG 62, 641-642. 

[12] Εις το ρητόν ‘Πάτερ, ει δυνατόν εστί…’, PG 51, 37.

[13] Εις την προς Φιλιππησίους, PG 62, 218.

[14] Περί ακαταλήπτου,1, PG 48, 709.

[15] Εις την Γένεσιν, PG 53, 69.

[16] Εις το Ιωάννου, PG 59, 39.

[17] Περί ακαταλήπτου,1, PG 48, 710.

[18] Γι’ αυτό και προτρέπει εμφατικά τους πιστούς, «φευγέτω τας τούτων συνουσίας, αποπηδάτω τους συλλόγους, ώστε μη την της φιλίας υπόθεσιν αφορμήν ασεβείας γενέσθαι» Περί ακαταλήπτου,2, PG 48, 718. Όπως υπογραμμίζει μάλιστα, εάν κάποιος όπως οι αιρετικοί έχει «δόγμα διεστραμμένον, φεύγε αυτόν και παραίτησαι, μη πείθου, ‘μη μόνον αν άνθρωπος ή, αλλά κάν άγγελος εξ ουρανού κατιών’» Εις την δευτέραν προς Τιμόθεον, PG62, 610.

[19] Εις την προς Εβραίους, PG 63, 73.

[20] «γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει» Εις το Ματθαίου, PG 57, 476.

[21] Περί ακαταλήπτου, 1, PG 48, 707.

[22] «του εις αίρεσιν εμπεσείν το την Εκκλησίαν σχίσαι ουκ έλαττόν εστι κακόν» Εις την προς Εφεσίους, PG 62, 87.

[23] «ουδέν χείρον φιλονικείας και μάχης και του την Εκκλησίαν διασπάν και τον χιτώνα, όν ούκ ετόλμησαν οι λησταί διαρρήξαι, τούτον εις πολλά κατατεμείν μέρη» Εις του τα πρώτα Πάσχα νηστεύοντας, PG 48, 863

[24] Εις την πρώτην προς Κορινθίους, PG 61, 11.

[25] Εις την προς Εφεσίους, PG 62, 85.

[26] Εις την προς Εφεσίους, PG 62, 85.

[27] Περί του μη δείν αναθεματίζειν, PG 48, 952.

[28] «αλλ’ ότι οικονομία το πράγμα και συγκατάβασις ήν» Εις τας Πράξεις, PG 60, 323.

[29] Εις τον άγιον Ρωμανόν, PG 50, 607.

[30] Εις τον άγιον ιερομάρτυρα Φωκάν, PG 50, 702.

[31] Πρβλ. Εις την προς Γαλάτας, PG 61, 617.

[32] Εις την προς Τίτον, PG 62, 696-697.

[33] Περί ακαταλήπτου, 2, PG 48, 718.

[34] Περί ακαταλήπτου, 2, PG 48, 718 και Εις την προς Γαλάτας, PG 61, 666.

[35] Περί ακαταλήπτου,2, PG 48, 718.

[36] Εις το Ματθαίου, PG 58, 477.

[37] Εις το Ματθαίου, PG 58, 477.

[38] «φεύγε μόνον, μη μάχου, μηδέ πολέμει» Περί ακαταλήπτου, 1, PG 48, 708.

[39] Εις το Ιωάννου, PG 59, 223.

[40] «μισείν μεν ουκ εκείνους δε, αλλά το δόγμα, ού τον άνθρωπον, αλλά την πονηράν πράξιν, την διεφθαρμένην γνώμην» Εις την πρώτην προς Κορινθίους, PG 61, 282. Αλλά και αλλού τονίζει «καγώ τοίνυν εάν πολεμήσω αιρετικοίς, ουκ αυτοίς τοις ανθρώποις πολεμώ, αλλά την πλάνην εκβαλείν βούλομαι και την σεπηδόνα εκκαθάραι» Εις τον άγιον ιερομάρτυρα Φωκάν, PG 50, 700-701.

[41] Περί του μη δείν αναθεματίζειν, PG 48, 949.

[42] Εις τον άγιον ιερομάρτυρα Φωκάν, PG 50, 701.

[43] Μάλιστα δε όπως τονίζει, γι’ αυτό «ανάμεινον τον προσήκοντα καιρόν» Εις το Ματθαίου, PG 58, 477 και Εις την προς Τίτον, PG 62, 697.

[44] Δηλαδή «τας πονηράς βοτάνας ουκ άνωθεν αποκείρειν χρή μόνον, αλλ’ εξ αυτών των λαγόνων της γης και των κόλπων ανασπάν και γυμνάς προτειθέναι τη θέρμη της ακτίνος, ώστε καταμαραθήναι ραδίως» Περί ακαταλήπτου,4, PG 48, 727.

[45] Όπως τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος, «δεί της του Πνεύματος ημίν φλογός, ίνα μη μόνον ανασπάσωμεν, αλλά και κατακαύσωμεν την πονηράν ταύτην ρίζαν» Περί ακαταλήπτου,3,PG 48, 719.

[46] Εις την προς Φιλήμονα, PG 62, 218.

[47] Εις το Ιωάννου, PG 59, 233.

[48] Εις την προς Φιλήμονα, PG 62, 363. Προς Ανομοίους,11,PG 48, 797. Περί της ασαφείας των προφητειών, PG 56, 167.

[49] Εις την Γένεσιν, PG 53, 321.

[50] Εις την προς Εβραίους, PG 63, 73.

[51] Εις το Ιωάννου, PG 59, 324.

[52] Από την άγνοια των Αγ. Γραφών βλάστησε η «λύμη των αιρέσεων» Εις την προς Ρωμαίους, PG 60, 391. Επίσης Εις την προς Εβραίους, PG 63, 74.

[53] Έτσι, «ου τοίνυν αρκεί το ειπείν, ότι εν τη Γραφή γέγραπται, αλλά χρη και την ακολουθίαν αναγνώναι πάσαν, επεί ει μέλλοιμεν διακόπτειν την προς άλληλα συνέχειαν αυτών και συγγένειαν, πολλά ούτω τεχθήσεται πονηρά δόγματα» (Εις το ρητόν του προφήτου Ιερεμίου ‘Κύριε, ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού, …’, PG 56, 156), τονίζοντας ειδικότερα, ότι «ου δει απλώς τας των Γραφών ρήσεις παραφέρειν, ουδέ εκκόπτοντας της ακολουθίας, ουδέ της συγγενείας αποσπώντας, ουδέ έρημα και γυμνά τα ρήματα της των επομένων ή προλαβόντων βοηθείας λαμβάνοντας συκοφαντείν απλώς και επηρεάζειν» (Εις το ρητόν του προφήτου Ιερεμίου ‘Κύριε, ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού, …’, PG 56, 158).

[54] Εις το Ιωάννου, PG 59, 146.

[55] Εις το ρητόν του προφήτου Ιερεμίου ‘Κύριε, ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού, …’, PG 56, 156. 

[56] Ο κάθε αιρετικός, στην προσπάθειά του να προσελκύσει τους πιστούς στην κακόδοξη πλάνη, επιχειρεί, κατά τον ιερό Πατέρα, «τη αληθεία αεί παρεισάγειν την πλάνην, πολλά επιχρωννύντα αυτή τα ομοιώματα, ώστε ευκόλως κλέψαι τους ευεξαπατήτους» Εις το Ματθαίου, PG 58, 475.

[57] Εις την πρώτην προς Κορινθίους, PG 61, 622-623.

[58] «ου μόνον ουκ αν περιπέσομεν τη απάτη, αλλά και ετέρους απατωμένους απηλλάξαμεν αν και των κινδύνων εξειλκύσαμεν» Εις την προς Εβραίους, PG 63, 73-74.

[59] Ομιλία ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος, PG 52, 397.

[60] Εις το ρητόν ‘Ουδέποτε ανέγνωτε…’, PG 56, 56.

[61] Εις τας Πράξεις, PG 60, 331.

[62] Εις το Ματθαίου, PG 58, 477.

[63] Εις την πρώτην προς Κορινθίους, PG 61, 563.

[64] «Βούλει μαθείν, όση η του βίου λαμπρότης, όσην έχει την πειθώ; Πολλοί των αιρετικών ούτως ίσχυσαν, και τα δόγματα καίτοι αυτοίς όντα διεφθαρμένα, οι πολλοί των ανθρώπων αιδοί τη περί τον βίον ούκ έτι το δόγμα εξήτασαν· άλλοι δε και καταγινώσκοντες αυτών δια το δόγμα, ηδέσθησαν δια τον βίον» Εις τας Πράξεις,  PG 60, 331.

[65]Περί ακαταλήπτου,1, PG 48, 705 και Εις την Γένεσιν, PG 53, 72.

[66]Περί ακαταλήπτου,2, PG 48, 718.

[67] Έτσι τους τονίζει συνεχώς, «ανανήψατε μικρόν, διαβλέψατε προς το φώς της δικαιοσύνης, εννοήσατε των ρημάτων την ακρίβειαν» Εις την Γένεσιν, PG 53, 72.

[68] «ου γαρ πιστεύσαί εστι το ζητούμενον μόνον, αλλά και το μείναι αγαπώντας» Εις την προς Γαλάτας, PG 61, 666.

[69] Περί του μη δείν αναθεματίζειν, PG 48, 947.

[70] Περί του μη δείν αναθεματίζειν, PG 48, 949.

[71] Εις την προς Γαλάτας, PG 61, 670.

[72] Περί ακαταλήπτου,1, PG 48, 708.

[73] Περί ακαταλήπτου, 3, PG 48, 725.

[74] Περί ακαταλήπτου, 5, PG 48, 743.

[75] Εις την προς Εφεσίους, PG 62, 88.

[76] Εις το ρητόν ‘εν ποία εξουσία...’, PG 56, 414-415.

[77] Περί ακαταλήπτου,2, PG 48, 718.

[78] Περί ακαταλήπτου,2, PG 48, 718.

[79] «ει τις ασθενέστερος είη, φευγέτω τας τούτων συνουσίας, αποπηδάτω τους συλλόγους» Περί ακαταλήπτου, 2, PG 48, 718.

[80] «εάν δε [αι φιλίαι] μηδέν ημάς εις τον της ευσεβίας αδικώσι λόγον, έλκωμεν και επισπώμεθα προς εαυτούς εκείνους» Περί ακαταλήπτου,1, PG 48, 708.

[81] «μη την της φιλίας υπόθεσιν αφορμήν ασεβείας γενέσθαι» Περί ακαταλήπτου, 2, PG48, 718.

[82] Εις την προς Φιλιππησίους,  PG 62, 191.

[83] Εις την προς Ρωμαίους, PG 60, 611.

[84] «ίνα μη αναγκαζώμεθα μυρίαις επιέναι αιρέσεσι, και πράγματα έχειν, αλλ’ όπερ αν ή προσθείναι, ή αφελείν τις επιχειρήσειεν εκείνης, τούτο νόθον είναι νομίσωμεν» Εις την προς Εβραίους, PG 63, 73.

[85] Για να το εξηγήσει καλύτερα συγκρίνει την προσπάθεια νοθεύσεως του περιεχομένου της πίστεως με την παραχάραξη ενός νομίσματος, τονίζοντας ότι «καθάπερ γαρ εν τοις βασιλικοίς νομίσμασιν ο μικρόν του χαρακτήρος περικόψας, όλον το νόμισμα κίβδηλον ειργάσατο, ούτω και ο της υγιούς πίστεως και το βραχύτατον ανατρέψας, τω παντί λυμαίνεται» Εις την προς Γαλάτας, PG 61, 622.

[86] «ιατρείον ο οίκος ούτος έστηκε πνευματικόν» Εις το Ιωάννου, PG 59, 36.

[87] Εις την προς Γαλάτας, PG 61, 667 και Εις την πρώτην προς Κοριθίους, PG 61, 566.

[88] Περί ακαταλήπτου,5, PG 48, 741.

[89]Περί ακαταλήπτου,1, PG 48, 707-708.

πηγή