Σήμερα οι Οικουμενιστές τους θεωρούν αδελφούς, αν και ποτέ δεν μετανόησαν: Οι διωγμοί της Εκκλησίας από τους Αιρετικούς Μονοφυσίτες

  Με αφορμή τους αγώνες τους αγ. Φλαβιανού εναντίον των Μονοφυσιτών

ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΕΣ
 
Εν Πειραιεί   23-10-2013

πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημ. Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς    

Η αναφορά μας στην αίρεση του Μονοφυσιτισμού είναι σήμερα πολύ επίκαιρη, διότι, μέσα στα πλαίσια της παναιρέσεως του διαχριστιανικού Οικουμενισμού, τις τελευταίες δεκαετίες διεξάγεται Θεολογικός Διάλογος με τους αιρετικούς Μονοφυσίτες, ο οποίος κατέληξε στην επαίσχυντη και αντορθόδοξη συμφωνία του Σαμπεζύ το 1990, η οποία δυστυχώς εφαρμόζεται de facto στις ημέρες μας. Δυστυχώς, ορισμένοι «ορθόδοξοι» οικουμενιστές υποστήριξαν, συμπεριφερόμενοι μεταπατερικώς, ότι μόνο αυτοί κατά τους τελευταίους δεκαπέντε αιώνες κατενόησαν την «Ορθοδοξία» των Μονοφυσιτών και την «αδικία», που υπέστησαν από τόσους αγίους Πατέρες!

Στις ημέρες του Θεοδοσίου του μικρού, το 410 μ.Χ., ένας ιερομόναχος, Ευτυχής στο όνομα, δυστυχής στο νου, έγινε αρχηγός της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού, ισχυριζόμενος ο φρενοβλαβής ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έχει μόνο μία φύση, την φύση της Θεότητος, και μόνο μία ενέργεια, την ενέργεια της Θεότητος. Καθαιρέθηκε, όμως, από τον άγιο Φλαβιανό Πατριάρχη Κων/λεως, με εισήγηση του Ευσεβίου Επισκόπου Δορυλαίου, στην Ενδημούσα Σύνοδο το 448. Στις 13-6-449 ο άγιος Λέων επίσκοπος Ρώμης έγραψε την περίφημη δογματική επιστολή προς τον άγιο Φλαβιανό, που έχει μείνει γνωστή ως ‘ο Τόμος του Λέοντος’. Παρ’όλ’αυτά μεταχειριζόμενος ο άθλιος Ευτυχής ως όργανα τους αθέους ευνούχους του βασιλέως, δεν έπαυε να ταράττει την Εκκλησία και να στήνει παγίδες, έως ότου ετελεύτησε ο βασιλιάς Θεοδόσιος. Το 449 κατάφερε, μαζί με τον μονοφυσίτη Διόσκορο Αλεξανδρείας, να παρασύρει τον αυτοκράτορα στην σύγκληση της ληστρικής Συνόδου της Εφέσου, η οποία ενήργησε βίαια και αντικανονικά. Η Σύνοδος αυτή δικαίωσε τον αιρεσιάρχη Ευτυχή, αποδοκίμασε την Ορθόδοξη διδασκαλία και επιδοκίμασε την κακοδοξία του Ευτυχούς περί μιάς φύσεως. Οι Δόμνος Αντιοχείας, Ευσέβιος Δορυλαίου, Θεοδώρητος Κύρου καί Ίβας Εδέσσης καθαιρέθηκαν, ο δε ιερός Φλαβιανός, αφού κακο­ποιήθηκε και εξορίσθηκε με βάναυσο τρόπο, πέθανε έπειτα από τρεις ημέρες[1] .

Όταν, όμως, βασίλευσε ο άγιος Μαρκιανός με την αγία Πουλχερία, διέταξαν να συγκροτηθεί Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα, το 451 μ.Χ., για να εξετάσει την υπόθεση.

Αφού συνήλθαν στη Χαλκηδόνα 630 επίσκοποι, συνεκρότησαν την Δ΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδο. Τότε, αφού συζήτησαν πολλά, κατεδίκασαν και αναθεμάτισαν τον Ευτυχή και τον ακόλουθό του Διόσκορο, όπως και όλους όσους βλασφημούσαν ότι ο Χριστός έχει μία φύση και μία ενέργεια. Διεκήρυξε η Δ΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδος ότι οι δύο τέλειες φύσεις του Χριστού, η θεία και η ανθρώπινη, παρέμειναν μεταξύ τους ενωμένες στο ένα πρόσωπο του Θεού Λόγου «ασυγχύτως, αδιαιρέτως, ατρέπτως και αχωρίστως». Δεν υπήρξε καμμία απορρόφηση ή προσχώρηση ή σύγχυση ή διαίρεση ή τροπή των δύο φύσεων, αλλά παρέμειναν και οι δύο ακέραιες, διατηρώντας η κάθε μία τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Οι δύο φύσεις δηλ. αλληλοπεριχωρήθηκαν. Επομένως, το ορθό είναι ότι ο Χριστός είχε δύο τέλειες φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη, και όχι μόνο μία, την θεία. Ακολούθως μπορούμε να κάνουμε λόγο για δυοφυσιτισμό μετά την ένωση και όχι για μονοφυσιτισμό.

Επειδή, όμως, οι αιρετικοί δεν πείθονταν στα δόγματα της αγίας Συνόδου, οι άγιοι Πατέρες μετήλθαν άλλο τρόπο. Και τα δύο μέρη, οι Ορθόδοξοι και οι κακόδοξοι Μονοφυσίτες, έγραψαν αυτά που πίστευαν και κήρυτταν σε ξεχωριστό τόμο. Αφού άνοιξαν τη θήκη, που περιείχε το τίμιο λείψανο της αγίας Ευφημίας, απέθεσαν αυτά τα δύο βιβλία σφραγισμένα στο στήθος της αγίας. Αφού, μετά από λίγες ημέρες, άνοιξαν πάλι τη θήκη, είδαν και εξέστησαν. Διότι, τον μεν τόμο των αιρετικών τον βρήκαν ριγμένο κάτω στα πόδια της αγίας, τον δε τόμο των Ορθοδόξων, που περιείχε τον όρο και την απόφαση της Αγίας Συνόδου, τον βρήκαν να κρατιέται από την Μάρτυρα στην αγκαλιά της. Αφού έγινε αυτό, θαύμασαν όλοι γι’ αυτό το παράδοξο. Απ’ αυτό οι μεν Ορθόδοξοι στηρίχθηκαν στη πίστη και δόξασαν τον Θεό, που καθημερινώς πράττει μεγάλα και παράδοξα θαύματα για την επιστροφή και την διόρθωση πολλών, οι δε αιρετικοί Μονοφυσίτες καταισχύνθηκαν.

Εξαιτίας αυτού του παραδόξου θαύματος κατά χρέος ψάλλει η Εκκλησία μας προς την αγία Ευφημία: «Λίαν εύφρανας τους Ορθοδόξους και κατήσχυνας τους κακοδόξους, Ευφημία Χριστού καλλιπάρθενε˙ της γαρ τετάρτης Συνόδου εκύρωσας, α οι Πατέρες καλώς εδογμάτισαν˙ μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος».
Ο ομόφρων του Ευτυχούς, Διόσκορος, καταδικάσθηκε από την Σύνοδο της Χαλκηδόνος, επειδή ήταν μέγας αιρετικός. Ο Διόσκορος δεν δεχόταν ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις, αλλά αντιθέτως τον φυρμό, την σύγχυση, την σύγκραση ή ανάκρασή τους[2].

Η γνώμη ορισμένων νεωτέρων οικουμενιστών «θεολόγων» ότι ο Διόσκορος δεν καταδικάσθηκε ως αιρετικός, αλλά για την απείθειά του στην πρόσκληση της Συνόδου της Χαλκηδόνος[3] και επειδή αναθεμάτισε τον άγιο Λέοντα, είναι τελείως αβάσιμη. Οι ανωτέρω επικαλούνται τα λόγια του αγίου Ανατολίου: «Διά την πίστιν ου καθηρέθη Διόσκορος»[4]. Παραβλέπουν, όμως, ότι ο Διόσκορος έλεγε κατά την Σύνοδο της Χαλκηδόνος: «Φανερώς διά τούτο καθήρηται ο Φλαβιανός, ότι μετά την ένωσιν δύο φύσεις είπεν˙ εγώ δε χρήσεις έχω των αγίων πάτερων... ότι ου δει λέγειν μετά την ένωσιν δύο φύσεις»[5]. Έλεγε ακόμη ότι «το εκ δύο δέχομαι, το δύο, ού δέχομαι»[6], καθώς και ότι «μετά γάρ την ένωσιν δύο φύσεις ουκ εισίν»[7].

Ο ιερός Δοσίθεος Ιεροσολύμων αναφέρει και αναλύει λεπτομερώς δέκα «εγκλήματα» του Διοσκόρου. Στη συνέχεια προσθέτει ότι «εις εκείνο δε όπερ είπεν ο Ανατόλιος, ότι ο Διόσκορος ου καθηρέθη διά πίστιν, και ευρόντες τούτο οιονεί βοήθημα αυτών ύστερον οι Μονοφυσίται και οι Μονοθελήται, έλεγον, ως εκείνος επίστευε, και ημείς, ρητέον, ότι μηνυθείς, και μη ελθών, καθηρέθη, ου μην ότι ην ευσεβής˙ ει γαρ ήρχετο εις την Σύνοδον, καθηρέθη αν διά την πίστιν, όθεν των Μονοθελητών το ειρημένον, ότι ως εκείνος επίστευεν, ούτω πιστεύομεν, μάταιον»[8]. Εί­ναι πολύ λυπηρό που οι σημερινοί «Ορθόδοξοι» οικουμενιστές «θεολόγοι» χρησιμοποιούν τα επιχειρήματα των αιρετικών Μονοφυσιτών και Μονοθελητών, για να δι­καιολογήσουν τον αίρεσιάρχη Διόσκορο.

Εκείνη την εποχή ασκήτευε στα ερημικότερα μέρη της Βιθυνίας, ένας πολύ ενάρετος ασκητής, ο όσιος Αυξέντιος (†473), ο οποίος έκανε μεγάλο αγώνα για αντιμετώπιση της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού και την επικράτηση της Δ΄ αγίας και Οικουμενικής Συνόδου[9].

«Η υπό της Οικουμενικής εν Χαλκηδόνι Συνόδου καταδίκη του Ευτυχούς και της διδασκαλίας του δεν σήμανε το τέλος, αλλά την έναρξη του οργασμού των μονοφυσιτικών αιρέσεων. Ο Μονοφυσιτισμός αποδείχθηκε η πλέον δυσεκρίζωτη αίρεση, από όσες παρουσιάσθηκαν κατά την πρώτη χιλιετηρίδα του Χριστιανισμού»[10].

Έπειτα από την Σύνοδο της Χαλκηδόνος οι οπαδοί του Διοσκόρου και Ευτυχούς, Μονοφυσίτες στο εξής ονομαζόμενοι[11] , αντέδρασαν δυναμικά εναντίον των αποφάσεών της. Επαναστατούσαν πυρετωδώς σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας, δημιούργησαν δικές τους αποσχισμένες κοινό­τητες και έφεραν την Εκκλησία σε αξιοθρήνητη κατάσταση.

Ο μονοφυσίτης μοναχός Θεοδόσιος, «ανήρ λυμεών, κατελθών δρομαίος με­τά την εν Χαλκηδόνι Σύνοδον εις Ιεροσόλυμα»[12] κατάφερε να παρασύρει στην κακοδοξία του την σύζυγο του αποθανόντος βασιλέως Θεοδοσίου, Ευδοκία, και όλους σχεδόν τους μοναχούς. Ο Θεοδόσιος κατηγορούσε την Σύνοδο της Χαλκηδόνος «ως ανατρέψασα την ορθή πίστι και κυρώσασα το δόγμα του Νεστορίου»[13]. Με βίαιες και εγκληματικές ενέργειες, άρπαξε τον θρόνο της αγίας πόλεως και χειροτόνησε πολλούς επισκόπους, ενώ ο άγιος Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων και οι κανονικοί επίσκοποι βρίσκονταν ακόμη στην Σύν­οδο της Χαλκηδόνος.

«Ο Θεοδόσιος οδήγησε έξω από την πόλη τον επίσκοπο Σεβηριανό και εκεί τον φόνευσε, επειδή δεν ήθελε να υποταχθεί στην κακοδοξία του. Έπειτα διήγειρε με­γάλο διωγμό σε όλη την αγία πόλη, εναντίον εκείνων, που δεν ήθελαν να κοινωνήσουν μ'αυτόν. Άλλους, λοιπόν, τυράννησε με βασανιστήρια, άλλων άρπαξε την περιουσία, άλλων κατέκαυσε τα σπίτια, ώστε η πόλη να φαίνεται ότι κυριεύεται από βαρβάρους»[14].

Πολύ μεγαλύτερα ήταν τα δεινά, που προξένησαν στους Ορθοδόξους οι Μονοφυσίτες της Αλεξανδρείας. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνος είχε διορίσει τον άγιο Προτέριο ως επίσκοπο της πόλεως, αντί του αιρετικού Διοσκόρου. Η έλευση, όμως, του Αγίου στην Αλεξάνδρεια προκάλεσε αμέσως αιμα­τηρές ταραχές. Μετά δε τον θάνατο του Μαρκιανού (457), ένας φανατικός κληρικός του Διοσκόρου, ο Τιμόθεος ο Αίλουρος, παρέσυρε τους μοναχούς και τον λαό εναντίον του αγίου Προτερίου. Κατά την διάρκεια μάλιστα της νύκτας, παρουσιαζόταν στους μοναχούς σαν άγγελος απεσταλμένος από τον Θεό. Τους παρακινούσε να μη κοινωνούν με τον ιερό Προτέριο, αλλά να έχουν ως επίσκοπο τους τον Αίλουρο, δηλαδή τον εαυτό του[15].

Τελικά, ο άγιος Προτέριος, μαζί με άλλους έξι, σφάχθηκε, διωκόμενος στην κολυμβήθρα του βαπτίσματος. Καθώς διηγείται ο ιερός Δοσίθεος, οι φανατικοί Μονοφυσίτες ως θηρία κυριολεκτικά έβγαλαν τα σπλάχνα του Ιερομάρτυρος και τα έφαγαν! Στη συνέχεια έσυραν τον Ομολογητή με σχοινιά μέσα στην πόλη και το μεν ένα μέρος του σώματος το έδωσαν στους σκύλους, το δε άλλο κατέκαυσαν[16].

Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του αγίου Προτερίου, ο Τιμόθεος επιβλή­θηκε ως νέος πατριάρχης και προέβη σε παράνομες χειροτονίες Μονοφυ­σιτών με αντίστοιχη εκθρόνιση των Ορθοδόξων ποιμένων. Ο Τιμόθεος νό­θευσε τα βιβλία του αγίου Κυρίλλου[17] και συνεκάλεσε τοπική Σύνοδο, η οποία αναθεμάτισε την Σύνοδο της Χαλκηδόνος και τους αγίους Λέοντα Ρώμης και Ανατόλιο Κωνσταντινουπόλεως. Οι Ορθόδοξοι επίσκοποι και κληρικοί της Αιγύπτου έγραψαν τότε προς τον νέο βασιλέα Λέοντα τον μέγα (457-474) και του εξιστόρησαν τα παράνομα έργα του Τιμοθέου.
Ο μονοφυσίτης επίσκοπος Αντιοχείας Πέτρος ο Κναφεύς είχε υποχρεώσει τον άγιο Μαρτύριο να παραιτηθεί από τον θρόνο του. Ο Πέτρος μάλιστα αναθεμάτιζε όσους δεν πίστευαν ότι η Θεότης ήταν εκείνη, που υπέστη τα πάθη και την σταύρωση, (και όχι η ανθρώπινη φύση του Θεανθρώπου Ιησού) και πρόσθεσε στον τρισάγιο ύμνο την βλάσφημη προσ­θήκη «ο Σταυρωθείς δι' ημάς»[18].

Μετά τον θάνατο, όμως, του ευσεβούς Λέοντος και την εκδίωξη του γαμ­πρού του Ζήνωνος, ο Βασιλίσκος γίνεται κάτοχος του θρόνου της βασιλευούσης (476-478). Ο νέος αυτοκράτωρ, για να στηριχθεί στην εξουσία, προστίθεται στην μερίδα των Μονοφυσιτών και εκδίδει το "Εγκύκλιο" διά­ταγμα. Σ' αυτό καταδίκασε την Σύνοδο της Χαλκηδόνος και τον Τόμο του Λέοντος, και ανεκήρυξε ως επίσημη θρησκεία του κράτους τον Μονοφυσιτισμό. «Ευθέως δε κατά της πίστεως παρετάξατο... Τιμόθεον δε τον Αίλουρον ανεκαλέσατο διά τύπου, και Πέτρον τον Κναφέα κρυπτόμενον εν τη μονή των Ακοίμητων, και όσοι άλλοι εχθροί της αγίας εν Χαλκηδόνι Συνόδου επαρρησιάζοντο κατά της αληθείας»[19].

Την περίοδο αυτή (451-482) τα πλείστα για την στήριξη της Συνόδου της Χαλκηδόνος και την διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως προσέφεραν οι Όσιοι μοναχοί Ευθύμιος ο Μέγας, Γελάσιος, Συμεών και Δανιήλ οι Στυλίτες[20].

Δυστυχώς, οι έριδες και οι ταραχές μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυ­σιτών εξακολουθούσαν και μετά την εκδίωξη του Βασιλίσκου.

Ο αυτοκράτορας Ζήνων έκρινε πλέον ως αναγκαία την χάραξη ενωτικής πολιτικής και κατά το έτος 482 εκδίδει, κατόπιν συνεννοήσεως με τον Ακά­κιο Κωνσταντινουπόλεως, το «Ενωτικόν»[21] διάταγμα. Το Ενωτικόν κατα­δίκαζε τον Νεστοριανισμό και τον Ευτυχιανισμό, απέφευγε τις επίμαχες φράσεις "μία ή δύο φύσεις", παραμέριζε με έντεχνο τρόπο τον όρο της Συνό­δου της Χαλκηδόνος, αναγνώριζε ως έγκυρο το Σύμβολο πίστεως της Α' και Β' Οικουμενικής Συνόδου[22] και απέφευγε να συναριθμήσει την Σύνοδο της Χαλκηδόνος μεταξύ των Οικουμενικών.

Ο βασιλιάς Αναστάσιος ο Δίκορος εξορίζει κατά το έτος 511 τον ιερό Μακεδόνιο Πατριάρχη Κων/λεως στα Ευχάιτα. Ο διάδοχός του, Τιμόθεος (511-518), εξορίζει τον μοναχό Δωρόθεο, που είχε γράψει ένα βιβλίο με πολλούς στίχους υπέρ της Συνόδου της Χαλκηδόνος, στην Ώασι. Το δε βιβλίο ξεσκίζει, επειδή είχε επιγραφή : ‘Τραγωδία, ήγουν προφητεία της νυν καταστάσεως’[23].
Ο Αναστάσιος συγκάλεσε, επίσης, στη Σιδόνα (511) Σύνοδο των Σύρων και των Παλαιστινίων επισκόπων «επί τη τελεία εκβολή της αγίας εν Χαλκη­δόνι Συνόδου»[24]. Οι  πατριάρχες Ηλίας και Φλαβιανός, που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Σιδόνας, παρεμπόδισαν τον αναθεματισμό των αποφά­σεων της Συνόδου της Χαλκηδόνος[25] και διέλυσαν την Σύνοδο[26].

Οι Μονοφυσίτες εξοργίσθηκαν με την στάση αυτή των δύο πατριαρχών και αποφάσισαν να τους εξορίσουν. Οι Ορθόδοξοι μοναχοί της Κοίλης Συ­ρίας κατέφθασαν τότε στην Αντιόχεια, αποφασισμένοι να υπεραμυνθούν με κάθε τρόπο του Φλαβιανού. Παρά τα μεγάλα δεινά, που υπέστησαν[27], δεν κατόρθωσαν να διασώσουν τον ποιμένα τους, ο οποίος εξορίσθηκε (512) μαζί με «άλλους πολλούς επισκόπους σιδηροδεσμίους, κληρικούς και μοναχούς»[28].

Ο αυτοκράτορας με μεγάλη χαρά έστειλε τότε για επίσκοπο στην Αντιό­χεια τον έξαρχο των Ακέφαλων Σεβήρο. «Ηλίας δε ο Ιεροσολύμων, αναγκαζόμενος υπό του βασιλέως, ή Σευήρω κοινωνήσαι, ή της επισκοπής εκβληθήναι, των μοναχών οχυρωσάντων αυτόν, της επισκοπής μάλλον ηρετίσατο εκβληθήναι»[29].

Στην κρίσιμη εκείνη περίοδο τα μοναχικά τάγματα αγωνίσθηκαν με ηρωισμό και αυτοθυσία. Οι μοναχοί της Κων/λεως, της Αντιο­χείας και των Ιεροσολύμων προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διαφυλάξουν την πίστη τους και να προστατεύσουν τους ποιμένες τους, οι οποίοι - ο ένας μετά τον άλλο - έπαιρναν τον δρόμο της εξορίας.

Νέο πρόσωπο από πλευράς Μονοφυσιτών κατά την περίοδο αυτή είναι, όπως είδαμε, ο Σεβήρος. Εκτός από τους Μονοφυσίτες, που είχαν και έχουν τον Σεβήρο ως έξαρχο, υπάρχουν και ορισμένοι «Ορθόδοξοι» οικουμενιστές - δυστυχώς ακό­μη και σήμερα - οι οποίοι πιστεύουν, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είχε κακόδοξα φρονήματα! Και μάλιστα ενώ άλλοι αιρετικοί (όπως οι Μονοθελήτες Παύλος Κων/λεως και Μακάριος Αντιοχείας) τον κατέτασσαν στους αιρετικούς[30]. Ας δούμε, όμως, με λίγα λόγια την γνώμη των αγίων Πατέρων.

Ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, που συνέγραψε τους βίους των ηγετών των μοναχών της Παλαιστίνης, λέει ότι ο Σεβήρος «καθυπέβαλλε την Σύν­οδο της Χαλκηδόνος σε μύρια αναθέματα. Κήρυττε επίσης μία φθαρτή φύση του Δεσπότου Χριστού του Υιού του Θεού μετά την σάρκωση και ενανθρώπηση από την Παρθένο, φιλονεικώντας να εδραιώσει την κακοδοξία του Ευτυχούς.
Επειδή ήταν φιλοτάραχος, επινόησε πολλές καινοτομίες κατά των ορθών δογ­μάτων και θεσμών της Εκκλησίας και αποδεχόταν την ασεβέστατη και ληστρικωτάτη δευτέρα Σύνοδο της Εφέσου… Διαβεβαίωνε ακόμη ότι η υπόσταση είναι φύση και η φύση υπόσταση[31]. Χωρίς μάλιστα να αναγνωρίζει καμμία διαφορά ανά­μεσα στα ονόματα αυτά, τόλμησε να ονομάζει την αγία και προσκυνητή ομοούσιο τριάδα των θείων υποστάσεων, τριάδα φύσεων και Θεοτήτων και Θεών»[32]!

Ο αιρεσιάρχης και «τυφλός»[33] Σεβήρος «αρνούμενος το της κοινής σωτηρίας μυστήριον»[34], πίστευε ότι ο Χριστός είναι μία σύνθετη φύση και έχει ένα θέλημα[35], ενώ κατά τους αγίους Πατέρες είναι μία σύνθετη υπόσταση[36], δηλ. ένα πρόσωπο με δύο φύσεις και δύο θελήσεις. Δεχόμενος δε ο Σε­βήρος δύο φύσεις προ της ενανθρωπήσεως του Χριστού, «δεν ντρέπεται να αποφαίνεται ότι ο Χριστός συντίθεται από δύο πρόσωπα και δύο υποστάσεις»[37]. Συνεπώς «ο δυσσεβής Σεβήρος απεβάλλετο τους αγίους Πατέρας»[38]. Κατά δε τον άγιο Ταράσιο Κων/λεως, ήταν και Εικονομάχος[39].

Τα τόσο πολλά κακόδοξα φρονήματα του Σεβήρου ανάγκασαν τον άγιο Σωφρόνιο να αναφωνήσει: «Μεθ'ών απάντων (των αιρετικών) και προ πάντων και μετά πάντας και κατά πάντας και υπέρ πάντας έστω και Σεβήρος ανάθεμα, ο τούτων μαθητής εκμανέστατος, και πάντων χρηματίσας Ακεφάλων των νέων και των παλαιών ωμότατος τύραννος, και της Αγίας Καθολικής Εκκλησίας εχθρός δυσμενέστατος, και της Αντιοχέων αγιωτάτης Εκκλησίας μοιχός ανομώτατος και φθορεύς βδελυρώτατος»[40].

Αναφέρεται ακόμη ότι ο Σεβήρος έστειλε δύο επισκόπους του προς τον αρχηγό των Σαρακηνών Αλαμούνδαρο, ο οποίος είχε γίνει Χριστιανός, προσπαθώντας να τον προσελκύσει στην αίρεσή του. Ο Αλαμούνδαρος τότε, θέλοντας να τους ελέγξει, τούς είπε : «Μόλις με ειδοποίησαν ότι πέθανε ο αρχάγ­γελος Μιχαήλ». Εκείνοι είπαν ότι αυτό είναι αδύνατο˙ και αυτός τούς απήν­τησε με μεγάλη σύνεση : «Αφού οι άγγελοι είναι αθάνατοι, τότε πώς, κατά τα λεγόμενά σας, έπαθε και πέθανε η Θεότης επί του σταυρού, η οποία είχε συγκραθεί (αναμιχθεί) με την σάρκα και αποτελέσει μία φύση»[41];

Την περίοδο αυτή (482-518) εντυπωσιακά κατορθώματα εναντίον των Μονοφυσιτών κατάφεραν οι Όσιοι μοναχοί Σάββας ο ηγιασμένος, Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης και Ιωάννης ο Ησυχαστής[42].
Προς τον άγιο Ιωάννη τον Καππαδόκη Πατριάρχη Κων/λεως (518-520) και την Ενδημούσα Σύνοδο έδωσαν επι­στολή ορισμένοι κληρικοί και δώδεκα μοναχοί διαφόρων Μονών της Αντιοχείας, σχετικά με τα δυσσεβή έργα του Σεβήρου, στην οποία έλεγαν :

«Ποιά τραγωδία δεν επεσκίασαν τα δεινά έργα, που απετόλμησε ο Σεβήρος;
Αυτός κατ' αρχήν, παραλείποντας τα του ιδιαιτέρου βίου του, για να μη σας κουράσουμε, δεν φαίνεται ότι κοινώνησε ποτέ με οποιαδήποτε Ορθόδοξο Εκκλησία. Έπειτα, αφού κατασυκοφάντησε και κατάφερε να εκθρονίσει τον νόμιμο ποιμένα, τον μακαριώτατο Φλαβιανό, άρπαξε με δολιότητα τον θρόνο του.

Από τότε και στο εξής, ως «μισθωτός ποιμήν»[43], δεν εποίμανε την ποίμνη του Χριστού, ούτε έφυγε, το οποίο θα ήταν και το καλύτερο. Αντιθέτως, αυτός ο ίδιος έπραττε τα θηριώδη έργα της σφαγής και του διασκορπισμού των προβάτων. Επινοούσε επίσης μωρολογίες και βλασφημίες εναντίον του Θεού, και δεν άφησε κανένα από τους αγίους Πατέρες, που να μη τον κατηγορήσει.
Εξακολουθεί μάλιστα να αποκηρύττει καθημερινά τις Συνόδους, που συγκρο­τήθηκαν υπέρ της ευσεβούς πίστεως. Εφόσον δηλ. ο Σεβήρος τόλμησε να ανα­θεματίσει και να πολεμήσει την αγία Σύνοδο της Χαλκηδόνος, είναι ολοφάνερο ότι αποστρέφεται και μισεί και τις τρεις πρώτες Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες είναι αδελφές της. Και τούτο, διότι η Σύνοδος αυτή επικύρωσε - περισσότερο από κάθε άλλη – το Σύμβολο πίστεως των τριακοσίων δεκαοκτώ αγίων Πατέρων, αποδέχ­θηκε τους εκατόν πενήντα οσίους και αγίους Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, και φυσικά και τους οσίους Πατέρες, που συνήλθαν με όμοιο τρόπο στην Έφεσο κατά του δυσσεβούς Νεστορίου,

Πόσους δε φόνους αγίων μοναχών διέπραξε, αναθέτοντας την σφαγή σε Ιουδαϊκά χέρια, δεν διέφυγε ούτε την δική σας προσοχή, οσιώτατοι, ούτε κανενός άλλου. Διότι, ήταν ελεεινό θέαμα να βλέπεις πεταμένους εδώ και εκεί, γυμνούς, άταφους, κατασπαραγμένους από τους σκύλους και εκτεθειμένους στα αρπακτικά όρνεα περισσοτέ­ρους από τριακόσιους άνδρες. Όλοι αυτοί οι μοναχοί, που είχαν αγωνισθεί ασκητικά έως τα γηρατειά τους, προέρχονταν από την δευτέρα επαρχία των Σύρων.

Τα όμοια, επίσης, και το ίδιο ελεεινά έχει πράξει και μέσα στους ξενώνες του. Διότι, τώρα οικοδομεί σκοτεινές φυλακές και, αφού κατακλείει και μαστιγώνει πολλούς μέσα σ' αυτές ένεκα της ευσεβούς πίστεώς τους, στη συνέχεια τούς σκοτώνει. Αλλά, και εκείνα, που τόλμησε να πράξει κοντά στις πηγές της Δάφνης, οσιότατοι, χρησιμοποιώντας μαγείες και λατρεύοντας με αηδιαστικά θυμιάματα τους δαίμονες, τα διηγείται όλη εκείνη η μεγάλη πόλη.

Δεν λυπήθηκε φυσικά ούτε αυτά ακόμη τα άγια θυσιαστήρια ή τα ιερά σκεύη. Έτσι, τα μεν απέξυνε ως ακάθαρτα, τα δε πάλι έσπαζε και έλειωνε με την βοήθεια των ομοφρόνων του. Εκτός απ' αυτά, όμως, ω μακαριότατοι, έχει τολμήσει και το εξής : Σφετερίσθηκε με τους συντρόφους του τα χρυσά και ασημένια περιστέρια, τα οποία ήταν κρεμασμένα - εις τύπον του Αγίου Πνεύματος - επάνω από τις θείες κολυμβήθρες και τα ιερά θυσιαστήρια. Έλεγε, μάλιστα, ότι δεν είναι σωστό να παρο­μοιάζεται το Άγιον Πνεύμα με περιστέρι.

Επίσης, αφού απεκόμισε τα χρήματα, τα οικήματα και τα καλύτερα κτήματα, που ανήκαν στην Εκκλησία, τα κατεδαπάνησε όλα και την καταχρέωσε με βαρύ­τατα δάνεια. Δεν είναι, όμως, δυνατό, μακαριότατοι, να διηγηθούμε με λεπτομέρειες όλα όσα απετόλμησε ό Σεβήρος, γι' αυτό και αρκούμεθα σ' αυτά τα λίγα, αν και στην πραγματικότητα είναι τεράστια»[44].

Πολύ συγκινητική είναι επίσης η επιστολή, που λίγο αργότερα έστειλαν οι μοναχοί της Απαμείας προς τους επισκόπους τους, στην οποία διηγούνται τα φοβερά έργα του μονοφυσίτου Πέτρου Απαμείας.

«Ο Πέτρος στέλνει πολλές φορές άτομα και προξενούν πληγές στους μοναχούς της Μονής Δωροθέου. Στη συνέχεια τους φέρνει στην πόλη και τους κλείνει στη φυλακή. Και δεν σταματά από αυτό το έργο, αν και το έχει πράξει πολλές φορές. Ποιος, όμως, θα μπορέσει να προσεγγίσει την αλήθεια, διηγούμενος τα κακά, που έγιναν στο Μοναστήρι της Ματρώνης;… Αλλά, εάν πάλι θυμηθούμε όσους είχαν επιτεθεί κατά της Μονής των Οράγων, πόσες άραγε σελίδες θα χρειασθούν, για να αφηγηθούμε τα τόσα πολλά αδικήματά τους; Διότι, δεν δίστασαν – όπως γίνεται στις πολιορκίες – να καταστρέψουν την Μονή και να συλλάβουν ως αιχμαλώτους τους μοναχούς, που έψαλλαν εκεί…

Σε κανένα επίσης από τους γύρω κατοίκους δεν διέφυγαν τα όσα έγιναν κατά την έφοδο εναντίον της Μονής των Νικερτών. Αλλά, και ποιος λογικός άνθρωπος θα μπορέσει να διηγηθεί χωρίς δάκρυα, τα φοβερά έργα, που διέπραξαν με εχθρικό τρόπο, να φονεύουν τους ευλαβείς και Ορθοδόξους μοναχούς, που συναθροίζονταν εκεί, για να τιμήσουν την επιτελουμένη εορτή. Άλλωστε, ήταν συνηθισμένος πλέον στους φόνους των μοναχών και θεωρούσε μέγα κέρδος την καταραμένη από όλους τους ανθρώπους αυτή την πράξη»[45].

Οι μοναχοί διαφόρων Μονών από την Κων/λη, την Συρία, την Παλαιστίνη, το Σινά, την Ραϊθώ και την Σκυθόπολη στέλνουν νέα επιστολή προς τον ιερό Μηνά Πατριάρχη Κων/λεως, η οποία διαβάζεται στην πέμπτη πράξη της Μεγάλης Ενδημούσης Συνόδου της Κων/λεως το 536, στην οποία καταγγέλλουν τα παράνομα έργα του Σεβήρου, του Πέτρου και των άλλων αιρετικών, και συγκεκριμένα τα αναθέματα κατά των αγίων Πατέρων, της Συνόδου της Χαλκη­δόνος και του τόμου του Λέοντος, τις πιέσεις και τους εκβιασμούς σε Ορθο­δόξους κληρικούς, για να υπογράψουν τα αναθέματα αυτά, τους βίαιους φόνους αγίων ανδρών, τις παράνομες χειροτονίες, τις ληστρικές εφόδους κατά των Μονών, τους φόνους των μοναχών, τα σχίσματα και τους εμφυ­λίους πολέμους, που επέφεραν τον τελευταίο καιρό στην Αλεξάνδρεια και πολλά άλλα[46].
Μεγάλοι πολέμιοι των Μονοφυσιτών αυτή την περίοδο (550-619) υπήρξαν οι ιερομάρτυς Αναστάσιος, Ιωάννης Μόσχος, Όσιος Αντίοχος ο Πανδέκτης, Θεόδωρος πρεσβύτερος της Ραϊθούς, Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης ο συγγραφεύς της Κλίμακος, Όσιος Βαρσανούφιος, Όσιος Ιωάννης ο Προφήτης και ο Όσιος Δωρόθεος[47].

Τέλος, εκφράζουμε την ευχή οι Αντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσίτες να συνειδητοποιήσουν ότι οι «πατέρες» τους έπεσαν σε αίρεση, να κατανοήσουν την πλάνη, στην οποία δυστυχώς μέχρι σήμερα βρίσκονται, να αποκηρύξουν την αίρεση και τους αρχηγούς της Ευτυχή, Διόσκορο και Σεβήρο και να επανέλθουν στην αγκάλη της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, που είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία[48].
 
[1] ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. ιδ', κεφ. μζ', P.G.146, 1225C-1228Β.
[2] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, βιβλίο γ', κεφ. γ' (μζ'), P.G. 94, 993Α, ΑΓΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ, Επιστολή συνοδική, P.G. 87 Γ΄, 3169Β.
[3] ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. α', Αθήναι 1994, σ. 646, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. α', Αθήναι 1960, σ. 168, Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ο μοναχισμός έναντι της αιρέσεως εις την αρχαίαν Εκκλησίαν, Θεσ/κη 1980, σ. 67.
[4] Σ. ΜΗΛΙΑΣ, Των ιερών Συνόδων… συλλογή, Παρίσι 1761, τ. β΄, σ. 153β.
[5] Ένθ’ ανωτ., σ. 67α.
[6] Ένθ’ ανωτ., σ. 68β.
[7] Ένθ’ ανωτ., σ. 69α.
[8] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, βιβλίο δ΄, κεφ. β΄, § α΄ εκδ. Β. Ρηγόπουλος , Θεσ/κη 1982, σ. 352.
[9] Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2003, σσ. 92-93.
[10] Σ. ΣΑΚΚΟΣ, Περί Αναστασίων Σιναϊτών, Θεσ/κη 1964, σ. 87.
[11] Φ. ΒΑΦΕΙΔΗΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. α΄, § 72, 3, Κων/λη 1884, σ. 243.
[12] ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ, Χρονογραφία, έτος 5945, P.G. 108, 273Α.
[13] ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΣΚΥΘΟΠΟΛΙΤΗΣ, Βίος του εν αγίοις πατρός ημών Ευθυμίου, κεφ. κζ΄, Ε.Π.Ε., Φιλοκαλία, τ. 5.
[14] ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. ιε΄, κεφ. θ΄, P.G. 147, 32Α.
[15] Μ. ΓΕΔΕΩΝ, Πατριαρχικοί πίνακες, Αθήνα 1996, σ. 124.
[16] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, βιβλίο δ΄, κεφ. στ΄, § ατ΄ εκδ. Β. Ρηγόπουλος , Θεσ/κη 1982, σ. 429.
[17] ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ, ένθ’ανωτ., έτος 5950, P.G. 108, 281Β.
[18] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, βιβλίο δ΄, κεφ. θ΄, § α΄ εκδ. Β. Ρηγόπουλος , Θεσ/κη 1982, σ. 437.
[19] ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ, ένθ’ανωτ., έτος 5967, P.G. 108, 301Β.
[20] Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2003, σσ. 97-107.
[21] ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ, ένθ’ανωτ., έτος 5976, P.G. 108, 320Β.
[22] Φ. ΒΑΦΕΙΔΗΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. α΄, § 73, 3, Κων/λη 1884, σ. 244.
[23] ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ, ένθ’ανωτ., έτος 6002, P.G. 108, 360Β.
[24] Ό.π., έτος 6003, P.G. 108, 361Α
[25] ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΣΚΥΘΟΠΟΛΙΤΗΣ, ένθ’ανωτ., κεφ. νβ΄.
[26] Ένθ’ανωτ., κεφ. νστ΄.
[27] ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ, ένθ’ανωτ., κεφ. κζ΄, P.G. 147, 169D.
[28] ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ, ένθ’ανωτ., έτος 6004, P.G. 108, 368Β.
[29] Ό. π.
[30] Σ. ΜΗΛΙΑΣ, Των ιερών Συνόδων… συλλογή, τ. β΄, σσ. 476α, 573α.
[31] ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Προς Mαρτίνον, P.G.91, 40A.
[32] Βίος του οσίου πατρός ημών Σάββα, κεφ. νστ',
[33] ΑΓΙΟΣ ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, παρά Μεγάλω Φωτίω, Μυριόβιβλος, σκε', P.G. 103, 944C.
[34] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περί αιρέσεων... , § πγ', P.G. 94, 744Α,
[35] ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ένθ' άνωτ., P.G. 91, 45C.
[36] Του ιδίου, Επιστολή ιγ΄, P.G. 91, 525ΒC.
[37] ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜΙΟΣ, παρά Μεγάλω Φωτίω, Μυριόβιβλος, σκθ', P.G. 103, 993C.
[38] ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Οδηγός, κεφ. ζ΄, P.G. 89, 109D.
[39] Σ. ΜΗΛΙΑΣ, ένθ’ άνωτ., σσ. 736α, 820α.
[40] Επιστολή Συνοδική, P.G. 87Γ΄, 3192BC.
[41] ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΩΝΑΡΑΣ, Χρονικόν, βιβλίο ιδ΄, κεφ. δ΄, P.G. 134, 1220Β.
[42] Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2003, σσ. 113-122.
[43] Ιω, 10, 12-13.
[44] Σ. ΜΗΛΙΑΣ, ένθ’ άνωτ., σσ. 289-299.
[45] Σ. ΜΗΛΙΑΣ, ένθ’ άνωτ., σσ. 322-323.
[46] Ό.π., σσ. 287-294.
[47] Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2003, σσ. 133-144.
[48] Η αίρεσις των μονοφυσιτών αντιχαλκηδονίων˙ διηγήσεις από τους βίους των αγίων, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1997, σσ. 7-10, 24-28. και ΙΕΡΟΜ. ΛΟΥΚΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Διόσκορος και Σεβήρος˙ οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι˙ κριτική δύο διδακτορικών διατριβών, εκδ.  Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2003 και Είναι οι  Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι; Κείμενα της  Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους και άλλων αγιορειτών Πατέρων περί του διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων (Μονοφυσιτών), εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1995 και ΠΡΩΤΟΠΡ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ,  Η ‘Ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών, εκδ. Βρυέννιος, 1994 και ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Η ‘ιδεολογική’ ορθοδοξία των αντιχαλκηδονίων˙ Απάντησις σε απόψεις του καθηγητού κ. Γεωργίου Μαρτζέλου, εκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2005 και ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, «Ορθοδοξία και αίρεση των Αντιχαλκηδονίων κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό», Θεολογία 752 (2004) 593-609. 

Πηγή