Εἶναι “ἀλλότριον τῶν χριστιανῶν νὰ δέχωνται τὴν ἀσέβειαν (=αἵρεσιν) ἐξ ἴσου μὲ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν”.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος» τοῦ Μελετίου (Καλαμαρᾶ), μητροπολίτου Νικοπόλεως


«Ἡ ἔκπτωσις ἱερέων ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως μιαίνει τὰ ὑπ’  αὐτῶν τελούμενα μυστήρια καὶ αἴρει ἀπὸ αὐτοὺς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Ἀντὶ ποιμένων ἀποβαίνουν λύκοι»! Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ε΄  Οἰκουμενικὴ ἀποδέχεται τὴν ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ ὅτι «οὐδέποτε θὰ ἀνεχθῆ νὰ λάβῃ τὴν θείαν κοινωνίαν» ἀπὸ ἱερεῖς, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι αἱρετικοί, ἀλλὰ μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ εἶναι «ὕποπτοι  ἐπὶ αἱρέσει... Κατὰ ἀδιαμφισβήτητον ἐκκλησ. ἀρχὴν ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι διοικητικῆς-θεσμικῆς μορφῆς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐν Πνεύματι μία· εἶναι ἑνωμένη ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. “Εἷς Κύριος· μία Πίστις· ἓν Βάπτισμᾳ· εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν”. Ἡ ἑνότης αὐτὴ παρασαλεύεται μόνον ἀπὸ τὰς ἑτεροδοξίας. Ὁ ἑτέρως, παρ’  ὃ παρέλαβε, φρονῶν, παύει νὰ ἔχῃ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διὰ τοῦτο κατὰ τὴν Ε΄ Σύνοδον (Πρᾶξ. Α΄ §3, 17) ὑπέρτατο χρέος τῶν ἱερέων, φυλάκων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ περιφρούρησις τῆς πίστεως. Ἡ ἔκπτωσις ἱερέων ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως μιαίνει τὰ ὑπ’  αὐτῶν τελούμενα μυστήρια καὶ αἴρει ἀπὸ αὐτοὺς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Ἀντὶ ποιμένων ἀποβαίνουν λύκοι, κατατρώγοντες τὸ ποίμνιόν τους (βλ. Πρᾶξ. ΣΤ΄ §15, 10 καὶ Πρᾶξ. Α΄ 3, 14). Διὰ τοῦτο ὁ Ἰουστινιανὸς δηλοῖ (καὶ ἡ Σύνοδος ἐπικυρώνει τὴν ”θέσιν” αὐτὴν (ἐν Πράξει Ζ΄ §16, 1-2), ὅτι οὐδέποτε θὰ ἀνεχθῆ νὰ λάβῃ τὴν θείαν κοινωνίαν ἀπὸ ἱερεῖς ὑπόπτους ἐπὶ αἱρέσει. Καὶ οἱ ὀρθόδοξοι καθ’  ὅλον τὸ διάστημα τοῦ ἀκακιανοῦ σχίσματος ἠρνήθηκαν νὰ κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀπὸ χειρῶν ἁπλῶς ὑπόπτων. “Ἀκοινώνητοι διὰ τί μένομεν ἐπὶ τοσαῦτα (35) ἔτη;  Διὰ τί οὐ κοινωνοῦμεν; (Α.C.O. 3, σελ. 72). Ἱερεῖς καὶ πατέρες εἶναι μόνον οἱ τηροῦντες τὴν πίστιν ἀνόθευτον (Πρᾶξ. A΄ §3, 14).
Κάθε ἱερεὺς τελεῖ τὰ ἄχραντα μυστήρια ἀξίως καὶ ἐπὶ ἁγιασμῷ, μόνον ἐφ΄ ὅσον εἶναι ἡνωμένος μὲ τὴν πίστιν τῆς Ἐκκλησίας. Πρὸς δήλωσιν καὶ παραφυλακὴν αὐτῆς τῆς ἑνότητος γίνεται ἡ μνημόνευσις τῶν ἱερῶν διπτύχων. Εἰς μὲν τὰ δίπτυχα τῶν ζώντων ἀναγράφονται καὶ ἐκφωνοῦνται τὰ ὀνόματα τῶν “κοινωνικῶν” ὀρθοδόξων ἀρχιερέων καὶ πατριαρχῶν. Διὰ τοῦτο δὲ καὶ ἡ Σύνοδός μας, πρὸς περιφρούρησιν τῆς καθαρότητος τῶν ἁγίων μυστηρίων διαγράφει ἀπὸ τὰ ἱερὰ δίπτυχα τὸ ὄνομα τοῦ τότε ἀρχιερατεύοντος πάπα Βιγιλίου (βλ. Πρᾶξ. Ζ΄ §16-17). Εἰς τὰ δίπτυχα τῶν κεκοιμημένων μνημονεύονται μόνον οἱ ὀρθόδοξοι πατέρες καὶ διδάσκαλοι. Διὰ τοῦτο καί, ὅταν διεπιστώθη ὅτι ὁ Θεόδωρος ἐκήρυττεν ἑτεροδιδασκαλίας, διεγράφη τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὰ δίπτυχα τῆς ἐν Μοψουεστίᾳ Ἐκκλησίας. Εἶναι “ἀλλότριον τῶν χριστιανῶν νὰ δέχωνται τὴν ἀσέβειαν (=αἵρεσιν) ἐξ ἴσου μὲ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν” (Πρᾶξ. Α΄ §3, 13). Ὅλοι οἱ ἱερεῖς πρέπει νὰ ἔχουν μία καὶ μόνον γνώμην (Πρᾶξ. Β΄ § 5, 7).
(«Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος» τοῦ Μελετίου (Καλαμαρᾶ), μητροπ. Νικοπόλεως, Ἀθῆναι 1985, σελ. 104-17).