Διδαχή γιά τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων Γυναικῶν καί γιά τή νέκρωση τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος


Ἁγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, ἀσκητικές ὁμιλίες
Τό Ευαγγέλιο μᾶς μίλησε σήμερα γιά τόν ἆθλο τῶν ἁγίων γυναικῶν πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο στά χρόνια τῆς επίγειας παρουσίας Του καί πού εἶχαν παραβρεθεῖ στά παθήματά Του, στή σταύρωση καί στήν ταφή Του. Ἡ ταφή εἶχε γίνει τό βράδυ τῆς Παρασκευῆς. Ὅταν ή κακία τῶν Ἰουδαίων ξεχύθηκε σάν τήν πύρινη λάβα τῆς φλογοβόλας Αἴτνας ἐναντίον ὄχι μόνο τοῦ Κυρίου ἀλλά καί ὅλων τῶν μαθητῶν Του, τότε οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι ἀναγκάστηκαν νά κρυφτοῦν ἤ νά παρακολουθοῦν ἀπό μακριά τά γεγονότα. Μόνο ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία πάντοτε «διώχνει τόν φόβο», εἶχε παρασταθεῖ ἀδιάλειπτα στόν Διδάσκαλό του ὡς τό τέλος.

Μετά τή σταύρωση τοῦ Κυρίου, ἕνας κρυφός μαθητής Του κρυφός, ἐπειδή ἦταν μέλος τοῦ ἰουδαϊκού Συνετ δρίου καί φοβόταν τά ὑπόλοιπα μέλη, ὁ Ἰωσήφ, νικά ξαφνικά όλο τον φόβο, ὅλους τούς δισταγμούς, ὅλες τίς ἀναστολές, πού τόν συγκρατούσαν ως τότε, καί πηγαίνει στον Πιλάτο, τον ψυχρό καί σκληρόκαρδο Πιλάτο πηγαίνει καί τοῦ ζητάει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Πιλάτος προστάζει νά τοῦ τό δώσουν. Κι ἐκεῖνος τό παίρνει καί τό ἐνταφιάζει εὐλαβικά.

Τό Εὐαγγέλιο παρουσιάζει τή λήψη καί τόν ἐνταφιασμό τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Ἰωσήφ σάν μιά πράξη μεγαλόψυχη, ἀνδρεία. Καί, πράγματι, τέτοια ήταν. Ἕνα μέλος τοῦ Συνεδρίου ἐναντίωνεται στο Συνέδριο, πού εἶχε διαπράξει τή θεοκτονία, εναντιώνεται σ ̓ ὁλόκληρη τήν Ἱερουσαλήμ, πού εἶχε συμπράξει στη θεοκτονία, καί κατεβάζει ἀπό τόν Σταυρό τό σῶμα τοῦ Θεανθρώπου, πού θανατώθηκε από ανθρώπους. Τό και τεβάζει καί τό φέρνει σ' ἕναν κῆπο, κοντά στις πύλες τοῦ τείχους τῆς πόλης. Ἐκεῖ, στην έρημιά καί τήν ἡσυχία, κάτ τω ἀπό τή σκιά τῶν δένδρων, σ' ἕνα καινούργιο μνήμα λαξευμένο σε βράχο, τοποθετεί τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἐξαγοράστηκαν τά σώματα καί οἱ ψυχές ὅλων τῶν ἀν- θρώπων, ἀφοῦ πρῶτα τό ἄλειψε μέ αρώματα καί τό τύλιξε σ' ἕνα ὁλοκάθαρο σεντόνι, ὅπως τυλίγεται, πρίν ταφεῖ, ἕνας ἀμύθητος θησαυρός. Στόν ἐνταφιασμό ἔλαβε μέρος κι ἕνα ἄλλο μέλος τοῦ Συνεδρίου, ὁ Νικόδημος, πού κάποτε εἶχε ἐπισκεφθεῖ νύχτα τόν Κύριο, ἀναγνωρίζοντάς Τον ὡς ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ κύλη σε μιά μεγάλη πέτρα κι ἔκλεισε τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος, ὁ Ἰωσήφ ἔφυγε. Τό Συνέδριο παρακολουθοῦσε τίς κινήσεις του. Μετά την αναχώρησή του, λοιπόν, φρόντισαν νά σφραγίσουν τήν ταφόπετρα καί νά βάλουν φρουρά μπροστά στον τάφο. Ἔτσι, ὁ ἐνταφιασμός τοῦ Κυρίου εἶχε καί τῶν ἐχθρῶν Του τή μαρτυρία.

Μέσα στήν παραφορά τοῦ μίσους τους πρός τόν Θεάνθρωπο, τά μέλη του Συνεδρίου, διαπράττοντας τό μεγαλύτερο κακούργημα, πρόσφεραν καί τή μεγαλύτερη θυσία: Μέ τή σφαγή τοῦ πανάγιου θύματος, λύτρωσαν τήν ἀνθρωπότητα, δίνοντας τέλος στις συνεχεῖς καί ἄκαρπες θυσίες, πού προσφέρονταν σύμφωνα μέ τίς δια- τάξεις τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου. Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος, ὅμως, μέλη του Συνεδρίου κι αυτοί, ἐκπροσωπώντας μέ τήν καλή τους προαίρεση ὅλους τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πραγματοποίησαν τόν ἐνταφιασμό τοῦ Λυτρωτῇ τῶν ἀνθρώπων. Μ' αὐτή τήν πράξη ὁλο κλήρωσαν καί ἐπισφράγισαν τήν εὐσεβή διαγωγή τῶν παλαιοδιαθηκικῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ. Ἀπό 'δῶ ἀρχίζει ἡ διακονία των καινοδιαθηκικῶν ἐργατῶν τοῦ Κυρίου.

Οἱ ἅγιες γυναίκες, οἱ μαθήτριες τοῦ Χριστοῦ, δέν ὑστεροῦσαν ἔναντι τοῦ Ἰωσήφ σε γενναιοψυχία καί αὐταπάρνηση. Παραβρέθηκαν στόν ενταφιασμό τοῦ Διδασκάλου τους τήν Παρασκευή. Τό Σάββατο, ἡμέρα ἀργίας καί ἀναπαύσεως σύμφωνα μέ τόν ἰουδαϊκό νόμο, ἄφησαν καί τοῦ Κυρίου τό σῶμα ν' ἀναπαυθεῖ κλεισμένα μέσα στό σκοτάδι καί τήν ἡσυχία τοῦ τάφου. Σκοπεύοντας νά τό ἀλείψουν μέ ἀρώματα, γιά νά ἐκφράσουν ἔτσι τήν ἀγάπη τους πρός τόν Θεάνθρωπο, μόλις ἐπέστρεψαν ἀπό τήν ταφή του, ἀγόρασαν σημαντική ποσότητα εὐωδιαστῶν οὐσιῶν καί περίμεναν νά περάσει τό Σάββατο.

Τήν ἄλλη μέρα αὐτή πού ὀνομάζουμε σήμερα Κυριακή, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος, οἱ εὐσεβεῖς γυναίκες κίνησαν γιά τόν τάφο. Στόν δρόμο θυμήθηκαν πώς ἦταν κλεισμένος μέ μιά πολύ μεγάλη πέτρα. Προβληματισμένες, ἄρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Ποιός θά μᾶς κυ λήσει τήν πέτρα ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος;». Μόλις, ὅμως, ἔφτασαν στον τάφο, τόν βρῆκαν ανοιχτό. Ἕνας φωτεινός καί δυνατός ἄγγελος εἶχε κυλήσει την ταφό πετρα ἀπό τόν τόπο της. Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στον τάφο, πού εἶχε χωρέσει τόν Ἀχώρητο στο σύμπαν, ἔσπειρε τον φόβο στούς φρουρούς, ἔσπασε τις σφραγίδες καί μετατόπισε την πέτρα. Ὕστερα κάθησε πάνω της, περιμένοντας τίς γυναῖκες. Ὅταν αὐτές ἦρθαν, τούς γνωστοποίησε τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, προστάζοντάς τες να ενημερώσουν καί τούς ἀποστόλους.

Γιά τήν ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωσή τους στόν Θεάνθρωπο, γιά τήν προθυμία καί τήν ἀποφασιστικότητά τους νά τιμήσουν τό πανάγιο σῶμα Του, πού ἀδιάλειπτα τό φρουροῦσαν οἱ στρατιῶτες καί πού στενά τό έπιτηροῦσε ὁ φθόνος τοῦ ἰουδαϊκού Συνεδρίου, οἱ ἅγιες γυναίκες πῆραν πρίν ἀπό κάθε ἄλλον ἄνθρωπο τήν άκριβή καί ἀξιόπιστη εἴδηση τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, γιά νά γίν νουν στη συνέχεια οἱ πρῶτοι καί φλογεροί κήρυκες της, καθώς τήν πληροφορήθηκαν ἀπό στόμα ἀγγέλου. Στόν ὑπερτέλειο Θεό δέν ὑπάρχει μεροληψία. Μπροστά Του ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴσοι. Ὅποιος ἀφοσιώνεται σ' Ἐκεῖνον μέ αὐταπάρνηση, ἀξιώνεται να λάβει πλούσια τη χάρη Του καί τίς ξεχωριστές δωρεές Του.

«Ποιός θά μᾶς κυλήσει την πέτρα από τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος;». Τά λόγια τοῦτα τῶν ἁγίων γυναικῶν ἔχουν ἕνα μυστικό νόημα, νόημα τόσο διδακτικό, πού ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχικής του ὠφέλειας δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά τό παρασιωπήσουμε.

Τάφος εἶναι ἡ καρδιά μας. Ναός ἦταν, ἀλλά ἔγινε τάφος. Σ' αυτήν μπαίνει ὁ Χριστός μέ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, γιά νά κατοικεί μέσα μας καί νά ἐνεργεῖ μέσα μας. Ἔτσι, ἡ καρδιά, ὡς κατοικία καί ναός τοῦ Κυρίου, ἁγιάζεται. Ἐμεῖς, ὅμως, ζωογονώντας τόν ἁμαρτ τωλό ἑαυτό μας, τόν «παλαιό ἄνθρωπο», καί ἐνεργώντας συνεχῶς σύμφωνα μέ τίς ροπές τῆς μεταπτωτικῆς θελήσεώς μας, τῆς δηλητηριασμένης ἀπό τήν ἀπατηλή λογική μας, ἀφαιροῦμε τελικά από τον Χριστό τη δυνατότη- τα νά ἐνεργεῖ μέσα μας. Ὁ Χριστός, ωστόσο, πού μπήκε μέσα μας μέ τό Βάπτισμα, εξακολουθεί να παραμένει μέσα μας, ἀλλά μοιάζει νά εἶναι ἄφαντος καί νεκρωμέ νος ἀπό τήν κακή διαγωγή μας. Ἔτσι, ὁ ἀχειροποίητος ναός τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιά μας, μετατρέπεται σε στενόχωρο καί σκοτεινό τάφο, πού ἡ εἴσοδός του κλείνεται μέ πέτρα πολύ μεγάλη. Οἱ ἐχθροί τοῦ Θεοῦ τοποθετούν φρουρά στον τάφο καί σφραγίζουν την ταφόπετρα, ὥστε κανείς νά μήν μπορεῖ νά τή μετακινήσει. Ἡ νέκρωση τῆς καρδιᾶς εἶναι πιά διπλά εξασφαλισμένη. Ἔγινε ὅ,τι ἦταν δυνατόν γιά νά προληφθεῖ, νά έμποδιστεῖ, νά καταστεί ἀνέφικτη ἡ ἀνάσταση.

Ταφόπετρα εἶναι ἡ ἀδυναμία τῆς ψυχῆς πού τρέφει καί συντηρεῖ ὅλες τίς ἄλλες ἀδυναμίες. Αναισθησία τήν ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι πατέρες 10. Πολλοί θα ρωτήσουν: “Πρόκειται γιά ἁμαρτία; Οὔτε κάν τήν ἔχουμε ἀκούσει”. Σύμφωνα μέ τούς πατέρες, ἀναισθησία εἶναι ἡ νέκρωση τῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων, εἶναι ὁ ἀόρατος θάνατος τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος μέσα σ' ἕνα ζωντανό ἀνθρώπινο σώμα.

Ὕστερ ̓ ἀπό μιά μακροχρόνια σωματική ἀσθένεια, ἐξαντλοῦνται οἱ δυνάμεις καί άτονοῦν οἱ ἱκανότητες τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἡ ἀσθένεια, βέβαια, παύει νά ταλαιπωρεῖ τό σῶμα καί ἐγκαταλείπει τόν ἄνθρωπο τόν ἐγκαταλείπει, ὅμως, ἐξαντλημένο καί ἀνίκανο γιά δρα- στηριότητα, σάν πεθαμένο, μολονότι αυτός δεν παρουσιάζει κανένα παθολογικό σύμπτωμα. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα. Ἡ μακροχρόνια ἁμαρτωλή διαγωγή μέ τίς συνεχείς πτώσεις, μέ τούς συ νεχείς περισπασμούς, μέ τή λήθη τοῦ Θεοῦ καί τῆς αἰωνιότητας, μέ τήν καταπάτηση ἤ τήν πλημμελή τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ἀφαιρεῖ ἀπό τό πνεῦμα τή φυσική του πνευματική ζωή καί ουσιαστικά τό νεκρώνει. Συνεχίζει νά ὑπάρχει μέσα μας τό πνεῦμα, ἀλλά ἔχει πάψει πιά νά ζεῖ πνευματικά. Ὅλες οἱ δυνάμεις του κατευθύνονται στά υλικά, στά μάταια, στά ἐφάμαρτα.

Ὅποιος ἀπό μᾶς θελήσει νά ἐξετάσει ἀπροκάλυπτα καί σέ βάθος τήν ψυχή του, θα διαπιστώσει ὅτι αὐτή συνέχεται ἀπό τήν ἀναισθησία, καί θά ἀντιληφθεῖ ὅτι πρόκειται γιά κατάσταση αφύσικη καί πολύ σοβαρή, κατάσταση πού μαρτυρεῖ νέκρωση τοῦ πνεύματος.

Ὅταν διαβάζουμε τίς ἱερές Γραφές, τί ἀνία μᾶς πιάνει! Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς φαίνεται δυσνόητος, ἀνούσιος, παράξενος! Πόσο θέλουμε νά σταματήσουμε τή μελέτη του! Γιατί; Επειδή δέν συμμεριζόμαστε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν, πάλι, στεκόμαστε σε προσευχή, τί ξηρότη τα καί τί ψυχρότητα αισθανόμαστε! Πόσο βιαζόμαστε νά τελειώσουμε αυτή τή ρηχή καί ἀπρόσεκτη προσευχή μας! Γιατί; Επειδή εἴμαστε ουσιαστικά ξένοι πρός τόν Θεό, μή νιώθοντας την παρουσία Του ἐπειδή ἡ πίστη μας εἶναι νεκρή. Ἔχουμε λησμονήσει τήν αἰωνιότητα, λές καί δεν συγκαταλεγόμαστε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, στὸν ἀριθμό εκείνων πού ὀφείλουν να μπουν στήν ἀπέραντη ἀγκαλιά της, λές καί δέν θ' ἀντιμετωπίσουμε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, τόν θάνατο πρόσωπο με πρόσωπο. Γιατί; Επειδή ἔχουμε προσκολληθεῖ ὁλόψυχα στα υλικά ἀγαθά. Γι' αὐτό ποτέ δεν σκεφτόμαστε καί δέν θέλουμε να σκεφθοῦμε τήν αἰωνιότητα, γι' αυτό χάσαμε τήν εὐεργετική αἴσθησή της, ἀποκτώντας τὴν ψευδαίσθηση πώς ἡ ἐπίγεια ζωή εἶναι ἀτέλειωτη. Τόσο ἔχουμε ἀπατηθεῖ ἀπό την ψευδαίσθηση της μονιμότητας τοῦ ἐγκόσμιου βίου, ὥστε ἐνεργοῦμε πάντοτε σύμφωνα μ' αυτήν, προσφέροντας τίς ἱκανότητες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας θυσία στή φθορά καί ἀδιαφορώντας γιά τόν ἄλλο κόσμο, ὅπου ἀργά ἢ γρήγορα θα μετοικήσουμε.

Γιατί τρέχουν ἀπό τό στόμα μας σάν ἀπό ἀστείρευτη πηγή τά περιττά καί ανώφελα λόγια, τά ἄτοπα ἀστεία, οἱ ἐπικρίσεις καί οἱ κοροϊδίες τῶν ἄλλων; Γιατί σπαταλάμε τόσες ώρες σέ κούφιες διασκεδάσεις, χωρίς νά τίς χορταίνουμε; Γιατί οἱ μάταιες ασχολίες μας διαδέχονται ἡ μία τήν ἄλλη, ἐνῶ καθόλου δέν ἀσχολούμαστε μέ τίς ἁμαρτίες μας, καθόλου δέν μετανοοῦμε καί καθόλου δέν κλαίμε γι' αὐτές; Επειδή ἔχουμε αγαπήσει τήν ἁμαρτία, καθετί πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία καί καθετί πού μᾶς κρατά στήν ἁμαρτία, ἐνῶ, ἀπεναντίας, ἔχουμε ἀποξενω- θεῖ ἑκούσια ἀπό τήν ἀρετή, από καθετί πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀρετή καί ἀπό καθετί πού μᾶς κρατά στήν ἀρετή.

Ἡ ἀναισθησία, μια ειρήνη εχθρική πρός τόν Θεό, φυτεύεται στην ψυχή μας ἀπό τούς εχθρούς τοῦ Θεοῦ, τούς δαίμονες, μέ τή συνέργεια τῆς δικῆς μας προαιρέσεως. Στη συνέχεια αναπτύσσεται καί ἰσχυροποιεῖται, ἄν ζοῦμε κοσμικά, ἂν ἀκολουθοῦμε τή λογική καί τό θέλη μα τῆς πεσμένης φύσεώς μας, ἄν δέν τηροῦμε μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ ἀναισθησία έδραιωθεῖ στήν ψυχή τόσο, πού νά γίνει σαν φυσική ἰδιότητά της, τότε ὁ ἁμαρτωλός κόσμος καί οἱ κοσμοκράτορες δαίμονες σφραγίζουν την ταφόπετρα. Αυτό το σφράγισμα εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος μέ τά πονηρά πνεύματα, εἶναι ἡ ἀποδοχή από τό ἀνθρώπινο πνεῦμα τῶν ὑποβολῶν πού τοῦ δημιουργοῦν τά πονηρά πνεύματα, εἶναι ἡ ὑποταγή στήν τυραννική εξουσία τῶν πονηρῶν πνευμάτων.

«Ποιός θά μᾶς κυλήσει την πέτρα ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» ἐρώτημα γεμάτο ἔγνοια, γεμάτο θλίψη, γεμάτο ἀπορία. Νιώθουν αὐτή τήν ἔγνοια, αυτή τη θλίψη κι αὐτή τήν ἀπορία οἱ ψυχές ἐκεῖνες πού κατευθύ νονται πρός τόν Κύριο, ἔχοντας αφήσει πίσω τους τόν κόσμο καί τήν ἁμαρτία. Γνωρίζουν πόσο φοβερή εἶναι ἡ ἀναισθησία. Ἐπιθυμοῦν νά προσεύχονται με κατάνυξη, νά μελετοῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέ ζῆλο καί νά συναισθάνονται μέ πόνο τήν ἁμαρτωλότητά τους· ἐπιθυμοῦν, κοντολογίς, ν' ἀνήκουν στην οικογένεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συναντοῦν μιάν ἀπροσδόκητη αντίσταση ἀπό τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό, ἀντίσταση άγνωστη στους δούλους τῆς ἁμαρτίας: τήν ἀναισθησία τῆς καρδιᾶς. Ἡ καρδιά, ἔχοντας προσβληθεί από τήν προηγούμενη αμελή καί ράθυμη ζωή σάν ἀπό θανάσιμη ἀσθένεια, δέν παρου- σιάζει κανένα σημάδι ζωής. Ὁ νοῦς μάταια συγκεντρώ νει σκέψεις γιά τόν θάνατο, γιά τήν Κρίση τοῦ Θεοῦ, γιά τα βάσανα τοῦ ἅδη, γιά τήν εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου, καί μάταια προσπαθεῖ νά κεντρίσει ἔτσι τήν καρδιά. Αυτή παραμένει αδιάφορη, σάν νά μήν ἔχουν καμιά σχέση μαζί της ή κατάσταση της πτώσεως, ὁ θάνατος, ή Κρίση, ὁ ἅδης, ὁ παράδεισος. Αὐτή ἔχει πέσει σε ὕπνο βαθύ, ὕπνο θανάσιμο. Κοιμάται ναρκωμένη από το δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. «Ποιός θά μᾶς κυλήσει, λοιπόν, τήν πέτρα ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος;». Είναι πάρα πολύ μεγάλη».

Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων, για τήν ἐξάλειψη τῆς ἀναισθησίας χρειάζεται ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἀνθρώπου διαρκής καί ὑπομονετικός αγώνας, χρειάζεται σταθερή εὐσεβής ζωή. Μέ τέτοια ζωή πολεμεῖται ἡ ἀναισθησία. Αλλά γιά νά θανατωθεῖ ὁ θάνατος αὐτός τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, δέν ἐπαρκοῦν οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἀπαιτεῖται καί ἡ ἐνέργεια τῆς θεί ας χάριτος. Ἅγιος ἄγγελος, μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, κατε- βαίνει γιά νά βοηθήσει την ψυχή πού ἀγωνίζεται μέ κόσ πο. Κυλᾶ τήν πέτρα της σκληρότητας από την καρδιά, γεμίζοντάς την κατάνυξη, καί εὐαγγελίζεται στην ψυχή τήν ἀνάστασή της Ἡ κατάνυξη εἶναι τό πρῶτο σημάδι τῆς ἀναζωογονήσεως τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία ἀρχίζει πιά νά αἰσθάνεται τόν Θεό καί ν' ἀτενίζει τήν αἰωνιότητα. Τί εἶναι, ὅμως, ἡ κατάνυξη; Εἶναι τό αἴσθημα τῆς συμπόνιας γιά τόν ἴδιο τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας, γιά τήν ἄθλια και τάστασή μας, τήν κατάσταση της πτώσεως καί τοῦ αἰώνιου θανάτου. Είναι τό αἴσθημα πού κυρίεψε τις καρδιές τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅταν ἄκουσαν τό πρῶτο κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. «Ενιωσαν κατάνυξη στις καρδιές τους», λέει ή Γραφή, καί ἀμέσως δέχτηκαν τόν Χριστιανισμό.

Τό σῶμα τοῦ Κυρίου δέν εἶχε ἀνάγκη τά ἀρώματα τῶν γυναικῶν. Τό ἄλειμμα μ' αυτά τό πρόλαβε ἡ ἀνάσταση. Αλλά οἱ ἅγιες ἐκεῖνες γυναίκες, αγοράζοντας μύρα ἀμέσως μετά τήν επιστροφή τους από την ταφή, πη- γαίνοντας στον ζωηφόρο τάφο μέ τίς πρώτες κιόλας ἀκτίνες τοῦ ἥλιου καί κατανικώντας τον φόβο πού προ- καλοῦσαν τόσο το φθονερό Συνέδριο ὅσο καί οἱ ὁπλισμένοι φρουροί τοῦ τάφου, ἀπέδειξαν ἔμπρακτα τά αἰσθήματα πού ἔκλειναν στήν καρδιά τους γιά τόν Κύριο. Τά μύρα τους ήταν περιττά. Ανταμείφθηκαν ἑκατοντα- πλάσια μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου, ἐμπειρία πρωτό- γνωρη καί συγκλονιστική γι' αυτές, μέ τήν εἴδηση της ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου, εἴδηση πέρα για πέρα ἀξιόπιστη, καί μέ τή συνακόλουθη ἐπίγνωση τῆς ἀνα- στάσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη τήν ἀφιέρωση τῆς ζωῆς μας, τήν ἀφιέρωση τῶν δυνάμεων καί τῶν ἱκανοτήτων μας σ' Αυτόν. Ἐμεῖς τήν ἔχουμε ἀνάγκη. Ἂς τήν προ- σφέρουμε, λοιπόν, σάν εὐωδιαστό μύρο στον τάφο τοῦ Κυρίου. Ἂς ἀγοράσουμε χωρίς καθυστέρηση τό μύρο, τήν καλή προαίρεση. Ἂς αρνούμαστε ἀπό τά νεανικά μας χρόνια κάθε θυσία στήν ἁμαρτία αὐτό εἶναι τό τί μημα τοῦ μύρου τῆς καλῆς προαιρέσεως. Ἡ δουλεία στήν ἁμαρτία δέν εἶναι δυνατό νά συζευχθεῖ μέ τή δια- κονία τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη ἐξουδετερώνει καί ἀχρηστεύει τη δεύτερη. Ἄς μήν ἐπιτρέπουμε, λοιπόν, στήν ἁμαρτία να νεκρώνει στό πνεῦμα μας τό ἐνδιαφέρον γιά τόν Θεό καί γιά καθετί τό θεῖο. Ἄς μήν ἐπιτρέπουμε στήν ἁμαρτία νά μᾶς σφραγίζει μέ τά δικά της χαρακτηριστικά, νά ἀποκτά τυραννική ἐξουσία πάνω μας.

Ὅποιος παραμένει μέ σταθερότητα κοντά στόν Θεό ἀπό τά ἀθῶα νεανικά του χρόνια, βρίσκεται ἀδιάκοπα κάτω ἀπό τήν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί σφραγίζεται με χαρακτηριστικά πού ἀπορρέουν ἀπ ̓ Αὐτό. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἀποκτᾶ μέ τόν καιρό ζωντανή, βιωματική, ἐμπειρική γνώση τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀναγεννᾶται πνευματικά ἀπό τόν Κύριο καί γίνεται, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή Του, κήρυκας τῆς ἀναστάσεως στούς ἀδελφούς του.

Ὅποιος ἀπό ἄγνοια ἤ ἀδυναμία ὑποδουλώθηκε στην ἁμαρτία, ἦρθε σε κοινωνία μέ τά πονηρά πνεύματα καί ἔχασε τόν πνευματικό του σύνδεσμο μέ τόν Θεό, τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους, αυτός ἂς θεραπεύσει τόν ἑαυ τό του μέ τή μετάνοια. Ἄς μήν ἀναβάλλουμε από μέρα σε μέρα τη θεραπεία μας, γιατί, ἂν μᾶς ἁρπάξει ὁ θάνα τος ξαφνικά, πριν μετανοήσουμε, δέν θά ὁδηγηθοῦμε στόν τόπο τῆς ἀτελεύτητης αναπαύσεως καί εὐφροσύνης, ἀλλά θά ριχθοῦμε σάν τά ἄχρηστα ζιζάνια στήν ἄσβεστη φωτιά τοῦ ἅδη.

Ἡ θεραπεία τῶν ἀδυναμιῶν, ὅταν αὐτές ἔχουν χρο- νίσει, δέν εἶναι τόσο εὔκολη καί τόσο γρήγορη, ὅσο φαντάζονται οἱ ἄπειροι καί οἱ ἀνίδεοι από πνευματικό ἀγώνα. Γι' αὐτό ἀκριβῶς ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ μᾶς δί νει καιρό γιά μετάνοια. Γι' αὐτό ἀκριβῶς ὅλοι οἱ ἅγιοι ἱκέτευαν τον Κύριο να παρατείνει ἔστω καί λίγο τήν ἐπίγεια ζωή τους, προκειμένου να μετανοήσουν. Χρειά- ζεται χρόνος γιά τήν ἐξάλειψη των σφραγίδων τῶν στιγμάτων– τῆς ἁμαρτίας. Χρειάζεται χρόνος γιά νά σφραγιστούμε ἀνεξάλειπτα ἀπό τά εὐλογημένα χαρα κτηριστικά πού δημιουργοῦνται μέ τήν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χρειάζεται χρόνος γιά τήν κάθαρσή μας ἀπό τούς ψυχικούς ρύπους. Χρειάζεται χρόνος για τήν ἔνδυσή μας μέ τόν χιτώνα τῶν ἀρετῶν καί γιά τόν στολισμό μας μέ τίς θεάρεστες ιδιότητες τῶν κατοίκων τοῦ οὐρανοῦ.

Ὁ Χριστός θ' αναστηθεῖ στόν ἄνθρωπο πού ἔχει ἑτοιμαστεί κατάλληλα. Καί τότε ὁ τάφος, ἡ καρδιά του ἀνθρώπου, θα γίνει ναός τοῦ Θεοῦ.

«Ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου».

Σ' αὐτή τή μυστική και συνάμα πραγματική ανάσταση ἔγκειται ἡ σωτηρία μας. Αμήν.