(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Με την αύξηση των αδελφών αναγκάστηκε ο όσιος [ο όσιος Θεοδόσιος ηγούμενος των Σπηλαίων του Κιέβου] να επεκτείνει το μοναστήρι. Άρχισε με τα ίδια του το χέρια και μαζί με τους άλλους αδελφούς να χτίζει κελιά και να μεγαλώνει τη μάντρα.
Την περίοδο εκείνη, που το μοναστήρι βρισκόταν εκτεθειμένο, κάποια πολύ σκοτεινή νύχτα δέχτηκε την επίθεση ληστών. Είχαν στόχο την εκκλησία, υπολογίζοντας πως εκεί, στο διάφορα διαμερίσματά της, θα υπήρχαν κρυμμένοι οι θησαυροί της μονής.
Χωρίς να πειράξουν κανένα κελί, πλησίασαν στο ναό, απ’ όπου άκουσαν ψαλμωδία. Φαντάστηκαν πως είναι μέσα οι μοναχοί και ψέλνουν το απόδειπνο. Γι’ αυτό αρχικά απομακρύνθηκαν. Πέρασαν λίγη ώρα μέσα στο διπλανό πυκνό δάσος και κατόπιν, με την ελπίδα πως θα είχε πια τελειώσει η ακολουθία, ξεκίνησαν για την εκκλησία.
Αλλά και πάλι άκουσαν τις ίδιες υμνωδίες, ενώ τώρα αντίκρισαν κι ένα υπερθαύμαστο φως μέσα στο ναό. Ταυτόχρονα αισθάνονταν άρρητη ευωδία. Έψελναν άγγελοι!
Οι ληστές νόμισαν πως οι αδελφοί τελούσαν τώρα το Μεσονυκτικό κι έτσι απομακρύνθηκαν πάλι για λίγο. Αυτή η ιστορία επαναλήφθηκε πολλές φορές και πάντα ακούγονταν οι ίδιες αγγελικές φωνές.
Στο μεταξύ έφτασε η ώρα της πρωινής ακολουθίας και κατά τη συνήθεια, ο εκκλησιαστικός πήγε πρώτο στο κελί του οσίου Θεοδοσίου. Ευλόγησον Γέροντα, φώναξε. Πήρε την ευλογία του ηγουμένου κι άρχισε να σημαίνει για τον όρθρο.
Οι ληστές, σαν άκουσαν το σήμαντρο, κρύφτηκαν μέσο στο δάσος.
– Τι θα κάνουμε τώρα; είπαν. Φαίνεται πως βλέπαμε φαντάσματα προηγουμένως. Ας τους
αφήσουμε να μπουν στο ναό κι έπειτα ορμάμε μέσα και τους σκοτώνουμε όλους. Έτσι θα
βάλουμε στο χέρι την περιουσία τους.
Τέτοια τους συμβούλευε ο διάβολος, όχι τόσο γιατί ήθελε να χάσουν οι μοναχοί τα χρήματά τους, αλλά για να εξαφανίσει την αδελφότητα αυτή, στην οποία τόσες ψυχές θα εύρισκαν τη σωτηρία τους. Δεν το πέτυχε όμως ο εχθρός, που είχε νικηθεί από τις προσευχές του οσίου Θεοδοσίου.
Περίμεναν λοιπόν αρκετή ώρα οι κακοποιοί, ώσπου να συγκεντρωθεί στην εκκλησία το θεοσύλλεκτο εκείνο ποίμνιο με το μακάριο ποιμένα του Θεοδόσιο και μόλις άρχισαν οι ορθρινοί ψαλμοί όρμησαν σαν άγριο θηρίο εναντίον τους.
Όταν όμως έφτασαν μπροστά στο ναό, αναχαιτίσθηκαν από ένα φοβερό θαύμα: Ο ναός μαζί με όσους βρίσκονταν μέσα, άρχισε ν’ αποχωρίζεται από το έδαφος. Ανυψώθηκε στον αέρα σε τέτοιο ύψος, ώστε δεν μπορούσαν να τον φτάσουν.
Οι πατέρες που ήταν μέσα δεν κατάλαβαν τίποτε.
Οι ληστές μπροστά στο θαύμα, κυριεύτηκαν από μεγάλο φόβο και γύρισαν τρέμοντας στα σπίτια τους. Από τότε μετανόησαν και πήραν την απόφαση να μην ξανακάνουν κακό σε άνθρωπο.
Ο αρχιληστής μάλιστα ήρθε με τρεις άλλους ληστές στη μονή κι εξομολογήθηκε στον όσιο όσο συνέβησαν.
Εκείνος, μόλις τ’ άκουσε, δόξασε το Θεό, που κι αυτούς τους έσωσε από φρικτό θάνατο, αλλά και τα πράγματα της εκκλησίας προστάτεψε. Οι ληστές, αφού άκουσαν λόγους σωτήριας, έφυγαν δοξάζοντας κι ευχαριστώντας το Θεό και τον όσιό Του.
Το ίδιο θαύμα επαναλήφθηκε νια δεύτερη φορά, κι έτσι έγινε πιο ολοφάνερο προστατεύονται από τον Κύριο το μοναστήρι και η εκκλησία του.
Κάποιος από τους βογιάρους του ηγεμόνα Ιζιοσλάβου διέσχιζε μια νύχτα τον κάμπο, εννέα χιλιόμετρα μακριά από τη μονή του οσίου Θεοδοσίου. Και να! Αντικρύζει από κει μιαν εκκλησία να είναι σηκωμένη πολύ ψηλά, κάτω από τα σύννεφα.
Κατάπληκτος από τρόμο και θαυμασμό, στράφηκε και προχώρησε προς το μέρος της. Ήθελε οπό κοντά να διαπίστωση ποια εκκλησία ήταν. Πλησιάζοντας προς το μοναστήρι, αντίκρισε την εκκλησία να κατεβαίνει πάλι και να στέκεται μέσα στη μονή, στη θέση της.
Έτρεξε αμέσως στον όσιο και του αποκάλυψε αυτό που είδε. Και από τότε τον επισκεπτόταν συχνά και ευφραινόταν από τα σοφά λόγια του. Μάλιστα ενίσχυε και οικονομικά το χτίσιμο του μοναστηριού και τον εξωραϊσμό του ναού του.
Από το «Πατερικόν των Σπηλαίων του Κίεβου», έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου.