«Πάντα μοι έξεστι, αλλ᾽ ου πάντα μοι συμφέρει» (Α΄ Κορ. 6, 12)



Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ ὑποχρεωτικὸς καὶ μὴ δυνητικὸς χαρακτῆρας τοῦ 15ου Κανόνα

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεσπίζοντας τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, εἶχαν ὡς σκοπὸ τὴν συγκεκριμενοποίηση καὶ ὁριοθέτηση τοῦ χριστιανικοῦ βίου μὲ βάση τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁλοκλήρωση ἀληθινῆς καὶ ἐλεύθερης ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ τὴν ὑπεράσπισή του ἀπὸ κάθε προσπάθεια νοθείας καὶ κατάλυσής του. Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες «δὲν εἶναι νομικοὶ κανονισμοί, ἀλλὰ ἐφαρμογὲς τῶν δογμάτων τῆς Εκκλησίας» (V. Lossky, Ἡ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 206), τῶν ὁποίων ἡ ἐφαρμογὴ καὶ ὑπεράσπιση, ἐφ’ ὅσον στοχεύει στὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι γιὰ κάθε συνειδητὸ Χριστιανὸ αὐτονόητη καὶ ὑποχρεωτική. Ἡ ἑρμηνεία τῆς δυνητικότητας τῶν Κανόνων παρεμποδίζει τὴν ἐφαρμογὴ τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν οὐσία ἀποτελεῖ παραχάραξή τους:
«Σὲ κανέναν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παραχαράξει ἢ νὰ ἀθετήσει τοὺς Κανόνες, ποὺ ἔχουν προδηλωθεῖ. Ἐὰν κάποιος καταργήσει κάποιον Κανόνα, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν εἰπωθεῖ, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ καινοτομήσει ἢ νὰ ἀνατρέψει, αὐτὸς εἶναι ὑπεύθυνος σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν Κανόνα, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει καὶ δέχεται τὸ ἐπιτίμιο καὶ μέσω αὐτοῦ θεραπεύει τὸν καθένα, ποὺ πέφτει σὲ σφάλμα» (2ος Κανόνας τῆς 6ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Ἡ ὑποχρεωτικὴ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μία τήρηση συμβατικῶν Κανόνων συμπεριφορᾶς ποὺ θεσπίστηκαν ἀπρόσωπα καὶ λειτουργοῦν γενικὰ ὡς Κανόνες συμβίωσης καὶ διαπροσωπικῆς γαλήνης καὶ εἰρήνης, ὥστε νὰ προσαρμόζονται στὴν θέληση καὶ δυνατότητα τοῦ κάθε πιστοῦ. Ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν προστασία καὶ τὸ ὀρθό βίωμα κοινωνίας καὶ σχέσης μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, «στὴν κατὰ περίπτωση ἀνόθευτη διαφύλαξη τῆς ἀναγκαίας γιὰ τὴν ζωὴ τῶν πιστῶν πληρότητος τοῦ περιεχομένου τῆς ἀληθείας τῆς ἀποκαλύψεως ἀπὸ κάθε παρανόηση ἢ παρέκκλιση, ἤτοι στὴν ὀρθὴ βίωση τῆς οὐσίας τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ἱστορίας» (Βλ. Φειδά, Ἱεροὶ Κανόνες καὶ Καταστατικὴ Νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σελ. 42).

Ἡ ὑποχρεωτικὴ τήρηση τῶν Ἱ. Κανόνων δὲν εἶναι ἔργο προσωπικῆς δυνατότητας ἀλλὰ ὑπέρβαση τοῦ Ἐγώ μας. Δὲν ἀποτελεῖ ἀποτέλεσμα τῆς πνευματικῆς καταστάσεως ποὺ βρισκόμαστε, ὅπως ὑποστηρίζουν πολλοὶ σήμερα. Κανεὶς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ζήτησε τὴν τήρηση τῶν Κανόνων ἀπὸ τοὺς ὑψηλὰ πνευματικὰ πιστοὺς καὶ τὴν ἀθέτησή τους ἀπὸ τοὺς ἀδύναμους καὶ μὴ προχωρημένους στὴν πνευματικὴ ζωή. Δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ τί ἐμεῖς προσωπικὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἀλλὰ μὲ τὴν βοήθεια ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὴ Θ. Χάρη, ὥστε νὰ ὑπερβοῦμε τὸ Ἐγώ μας καὶ νὰ γίνουμε μέτοχοι, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας στὸ σωτηριολογικὸ ἔργο Της. Καὶ οἱ δύο σχέσεις, μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, διακατέχονται ἀπὸ τὸ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς ὑπέρβασης, ὑπέρβαση τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν μας. Ἐὰν δὲν ἰσχύουν αὐτά, οἱ Ἱ. Κανόνες γίνονται τότε μέσα, ποὺ ἐγκλωβίζουν τὸν ἄνθρωπο στὴν μεσότητα καὶ στὸν συμβιβασμό, στὴν αὐτοδικαίωση καὶ στὴν ὑποδούλωση στὸ προσωπικό του θέλημα «Οὐδεὶς δύναται δυσὶν κυρίους δουλεύειν· ἤ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6, 24).
Τηρώντας τοὺς Ἱ. Κανόνες ἢ τουλάχιστον ὁμολογώντας ὡς αὐτοέλεγχο, ἐν μετανοίᾳ, τὴν ἀδυναμία μας νὰ τοὺς τηρήσουμε (αὐτὸ ποὺ δὲν κάνουν δηλ. σήμερα ὅσοι μιλοῦν γιὰ δυνητισμό, ἀλλὰ δικαιολογοῦν τὴν στάση τους προσαρμόζοντας καὶ ἑρμηνεύοντας κατὰ τὸ προσωπικὸ συμφέρον) δείχνουμε τὴν συμφωνία πίστης καὶ στάσης, λόγων καὶ ἔργων, τὴν παράβαση τῆς ὁποίας καταδικάζουν οἱ Ἅγιοι.
Ρωτάει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Ποῦ λοιπόν, εἰπέ μου, θὰ κατατάξουμε αὐτοὺς ποὺ ὁμολογοῦν καὶ συγχρόνως ἀρνοῦνται τὸν Θεό; Μὲ τοὺς πιστούς; Μὲ τὰ ἔργα ὅμως τὸν ἀρνοῦνται. Μὲ τοὺς ἀπίστους; Ἀλλὰ μὲ τὴν γλῶσσα τὸν ὁμολογοῦν... Ἀπὸ ποῦ θὰ διακρίνουμε τὸν πιστὸ ἀπὸ τὸν ἄπιστο τὸν φωτισμένο ἀπὸ τὸν ἀφώτιστο, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν βαπτισμένο κατὰ Χριστὸν καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν ἀβάπτιστο καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν διάβολο; Ὄχι ἀπὸ τοὺς λόγους, ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα, ὄχι ἀπὸ τοὺς τρόπους; Ἐὰν λοιπὸν κάποιος ἐξομοιώνεται σ’ αὐτὰ μὲ τοὺς ἀφώτιστους, ἂν καὶ λέγει, ὅτι εἶναι βαπτισμένος κατὰ Χριστόν, εἶναι σαφές, ὅτι δὲν ἔχει πάψει νὰ ἀνήκει στὴν συμμορία ἐκείνων, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Ἀπόστολος λέγει: “Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι (δηλ. ὅτι τὸν γνωρίζουν), τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες καὶ ἀπειθεῖς, καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι“» (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁμιλία μὲ θέμα τοὺς τυφλούς, ΕΠΕ, τόμ. 10, σελ. 250 ).
Τηρώντας τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ ὑπερασπίζοντας τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὸ παράδειγμα τῆς βιοτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, βιώνουμε τὴν ἐλευθερία μας ὡς πραγματικὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, διότι ὡς ἐλεύθεροι, ἐλευθέρως ἀναγνωρίζουμε τὴν ὑποχρέωση, τὴν τηροῦμε καὶ γι' αὐτὸ νιώθουμε ἐλευθερία εἰρήνη καὶ χαρά, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν χαρὰ τοῦ Χριστιανοῦ. «Ὅσοι συνταχθοῦν μὲ αὐτὸν τὸν Κανόνα, νὰ ἔχουν εἰρήνη καὶ ἔλεος» (Γαλ. 6, 16).
Αὐτὴ ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ χαρὰ μᾶς ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς δούλους. «Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἐλευθέρωσε στήκετε, καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. ε´, 1). Δουλεία προκαλοῦν τὰ πάθη, δουλεία καὶ κατάργηση τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας προκαλεῖ ἡ αἵρεση, τὴν ὁποία πολεμοῦμε σθεναρὰ ἐφαρμόζοντας καὶ θεωρώντας ὑποχρεωτικοὺς τοὺς Ἱ. Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν δίστασαν νὰ ἀναθεματίζουν, ὅποιος τοὺς ἀθετήσει (φανερὴ ἀποφατικὴ ἀπόδειξη τοῦ ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρα): «Βλέπε φοβερὸν λόγον ἀγαπητέ. Σὲ ὅσους καταφρονοῦν τοὺς θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες τῶν ἱερῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι στηρίζουν τὴν ἁγία Ἐκκλησία, κοσμοῦν ὅλη τὴν χριστιανικὴ πολιτεία καὶ ὁδηγοῦν πρὸς τὴν θεία εὐλάβεια, ἀνάθεμα» (Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, σελ. 977 τοῦ 2ου τόμου τῶν συνοδικῶν).
Θεωρώντας τὸν κάθε Ἱ. Κανόνα ὡς ὑποχρεωτικὸ καὶ μὴ δυνητικὸ ἀπαρνούμαστε τὴν δουλεία τῶν παθῶν καὶ τῶν αἱρέσεων καὶ καλούμαστε οἰκειοθελῶς στὴν ἄλλη δουλεία, στὴν «ἐν Χριστῷ» δουλεία. Παράδοξος τρόπος νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι, ἀλλὰ ἀληθινός. Καλούμαστε νά ὑπομείνουμε μέσω τῆς μετανοίας καὶ τῆς τήρησης τῶν Κανόνων τὴν ἐξόντωση τῶν ἀδυναμιῶν μας, τήν ὑπαρξιακή μας, ὅσον εἶναι γιὰ τὸν καθένα δυνατόν, ἐξόντωση χάριν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου Του, ὡς τήν μοναδικὴ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. «Ἄκουσα καὶ δὲν τήρησα... δὲν τήρησες; Καταδίκασες τὸν ἑαυτό σου κατὰ τὸ ἥμισυ˙ [δηλ. ἐπειδὴ νιώθεις ὅτι δὲν τήρησες τὸν νόμο]. Διότι αὐτὸς ποὺ καταδικάζει τὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν τηρεῖ, προσπαθεῖ νὰ τηρήσει» (Χρυσοστόμου, λόγος 4ος περὶ μετανοίας).
Ἡ ἐλευθερία μας καί ἡ «ἐν Χριστῷ» δουλεία μας θεωροῦνται ἀλληλένδετες καὶ ὑποχρεωτικές, μὴ δυνητικές, προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας μας. Ἀκολούθως καὶ ἡ προάσπιση τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐτομάτως καὶ ὑπεράσπιση τῆς ἐλευθερία μας καί τῆς «ἐν Χριστῷ» δουλείας μας. Πόσῳ μάλλον, ὅταν ἡ ἡ μὴ ἐφαρμογὴ τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ ἡ ἐπαφὴ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπιφέρει καὶ μόλυνση, ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες: «Ἐκδιώξατε τὸν πονηρόν καὶ σκολιὸν ἐξ ὑμῶν, ἤ φύγετε ἀπ’ αὐτοῦ· ἐπειδὴ πᾶσα κακία μολύνει τὸν ἄνθρωπον. Διά τοῦτο καὶ ὁ Δαβίδ, φεύγων τοὺς πονηρούς, ἔλεγεν· “Οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος, καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μή εἰσέλθω. Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων”. Διὰ τί δέ ταῦτα ἐποίει; Ἐπειδὴ πάλιν λέγει ἀλλαχοῦ· “Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτός ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψῃς”. Καὶ γάρ οἷός ἐστιν ὁ συνοικῶν μετὰ σοῦ, τοιοῦτον ἀπεργάσεται εἶναί σε» (Μ. Ἀθανασίου, Ρήσεις καὶ ἑρμηνεῖαι Παραβολῶν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, Ἐξ Ἐπιστολῶν Παύλου).
Ἀκόμα καὶ ἂν ὑποθέσουμε μία δυνητικότητα ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, ἡ δυνητικότητα αὐτὴ πάλι καταλήγει στὸ ὑποχρεωτικὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία.
«Πάντα μοι ἔξεστι, ἀλλ᾽ οὐ πάντα μοι συμφέρει» (Α΄ Κορ. 6, 12) γράφει ὁ Παῦλος. Γράφει πάνω σὲ αὐτὸ ὁ π. Θεμιστοκλὴς Μουρτζανός: «“Όλα μου επιτρέπονται, αλλά δεν είναι προς όφελός μου όλα”. Σ᾽ αυτήν την φράση έγκειται η σύζευξη ελευθερίας και ευθύνης, η λογοδοσία που ο καθένας μας καλείται να έχει στον νου του όταν διαχειρίζεται την ελευθερία του. Στους καιρούς μας έχουν περιθωριοποιηθεί τα σημεία αναφοράς, πρόσωπα και θεσμοί, στα οποία λογοδοτούμε. Ο άνθρωπος συχνά θεωρεί πως δίνει λογαριασμό μόνο στον εαυτό του, κάποτε ούτε καν στην συνείδησή του. Ο νόμος, στον οποίο εκ των πραγμάτων οφείλουμε να λογοδοτούμε για να υπάρχει κοινωνία, δεν μας ευχαριστεί… έχουμε μάθει να αμνηστεύουμε την ανομία, θεωρώντας τα ατομικά μας δικαιώματα πιο κύριας σημασίας. Το ίδιο και έναντι των θεσμών… Όμως λησμονούμε ότι οι κανόνες του Θεού, οι νόμοι και οι εντολές μας έχουν δοθεί από αγάπη και για να αναλάβουμε την ευθύνη, τηρώντας τα δοσμένα, να μπορούμε να χαρούμε την αυθεντική κοινωνία τόσο με τον Ίδιο, όσο και με τους συνανθρώπους μας, όχι από ανάγκη, αλλά επειδή κάθε περιορισμός της ελευθερίας μας, ακόμη κι αν φαίνεται έτσι, στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από μία κίνηση αγάπης που μας βοηθά να βρούμε τρόπο συνύπαρξης με τον πλησίον μας και πληρότητα στον εαυτό μας. Οι άνθρωποι του καιρού μας προσποιούμαστε ότι δεν ακούμε την συνείδηση, την φωνή του Θεού μέσα μας, με αποτέλεσμα να μην αισθανόμαστε την ανάγκη να λογοδοτήσουμε, όχι ενοχικά, αλλά ως παιδιά που εμπιστεύονται τον Πατέρα τους και για τα σωστά και για τα λάθη τους» (ἐδῶ). 
Ὁ Παῦλος στὴν ἴδια πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ (6: 15–16) γράφει: «οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο» (Δὲν γνωρίζετε ὅτι τὰ σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ, (ὁ ὁποῖος εἶναι κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας (ὄχι ὁ Βαρθολομαῖος); Νὰ ἀποτραβήξω, λοιπόν, καὶ νὰ πάρω τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κάνω μέλη πόρνης; Μὴ γένοιτο). Αὐτὴ τὴν ἔκφραση «πόρνης μέλη» τὴν χρησιμοποιεῖ σὲ σχέση μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ ὁ ἅγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὅταν συμβούλευε τὸ 1970 τὴν ἱεραρχία τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὶς οἰκουμενιστικὲς δραστηριότητες καθὼς δὲν μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, ἀνήκοντες εἰς τὸ Π.Σ.Ε.: «Ὡς Ὀρθόδοξοι, εἴμεθα “μέλη Χριστού”. “Ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ, ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο!”»!
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐρχόμαστε στὸν πολυσυζητημένο (σὲ καιροὺς ἐσχατολογικῆς αἱρέσεως) ΙΕ΄ Κανόνα, ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς μὴ καταδικασμένους αἱρετικοὺς ποιμένες. Ἀκόμα, λοιπόν, καὶ ἂν ὁ 15ος Κανόνας περὶ ἀποτειχίσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες ψευδοεπισκόπους εἶχε δυνητικὸ χαρακτῆρα, οἱ ἐπιπτώσεις τῆς ἐπιβολῆς τῆς αἱρέσεως (ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ μᾶς μεταβάλλει σὲ «πόρνης μέλη») ἐπιβάλλει τὸ ὑποχρεωτικὸ τῆς ἀντιδράσεως ἐναντίον της. Καὶ ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὅτι τὸ «οὐ τὰ πάντα συμφέρει» δὲν ἀφορᾶ μόνο ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας Χριστιανούς, ποὺ βλέπουν, διαβάζουν καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ ἀκολουθήσουν ξεκάθαρες ἁγιοπατερικὲς διδασκαλίες.
Τὸ ἐρώτημα λοιπόν, ποὺ γεννιέται, δὲν εἶναι, ἂν εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ τηρήσω τὸν Κανόνα, ἀλλὰ ἂν θέλω νὰ εἶμαι Χριστιανός, μὲ ὅτι αὐτὸ συνεπάγεται. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ πραγματικὴ ἐλευθερία: Δικαίωμα ἐπιλογῆς ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωση ἐφαρμογῆς καὶ ὑπεράσπισης αὐτοῦ ποὺ ἐπέλεξα. Τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ἀκοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς λέει:
«Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. ιστ´, 24).
Τὸ μόνο ποὺ ἔχει δυνητικὸ ἢ ἀκόμα, ἂν θέλει κανείς, καὶ προτρεπτικὸ χαρακτῆρα σὲ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι τὸ «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν». Ὁ Χριστὸς σεβόμενος τὴν ἐλευθερία μας μᾶς ἀφήνει τὸ αὐτεξούσιο καὶ τὸ δυνητικὸ ποὺ τὸ συνοδεύει. Μετὰ ὅμως τὴν ἀπόφαση μας εἶναι ξεκάθαρος: Θέλεις νὰ σώσεις τὴν ψυχή σου, σήκωσε τὸν σταυρό σου καὶ ἀκολούθησέ με. Δὲν λέει, ἂν μπορεῖς, δὲν λέει ἂν θέλεις, ἀλλὰ σήκωσε, προστακτική· καὶ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ θὰ προσπαθήσεις μὲ κόπο νὰ σηκώσεις τὸ σταυρό σου, θὰ ἔλθει καὶ θὰ στὸν κάνει «ἐλαφρὸ» ἡ Θ. Χάρη. Κάθε ἀντικατάσταση τῆς προστακτικῆς μὲ δυνητικοῦ χαρακτῆρα ἑρμηνείες ἀποτελεῖ συμβιβασμό, ἐπικάλυψη τῶν ἀδυναμιῶν καὶ παθῶν μας. Μήπως δὲ ξέρει μόνο Αὐτὸς ὅλα μας τὰ πάθη καὶ ὅλες μας τὶς ἀδυναμίες; Θέλει ὅμως νὰ τὰ ἀφήσουμε  ὅλα σὲ αὐτὸν καὶ ὄχι στὶς ὑποτιθέμενες δυνάμεις μας. Ὀρθά κοφτά, ξεκάθαρα ἀπαιτεῖ τὴν πλήρη ἔνταξη τῆς ζωῆς μας στὴ ζωή Του, στὴ δόξα Του, τὴν ὁποία συμβολίζει ὁ Σταυρός Του. Ὁ Σταυρὸς ποὺ σηκώνει καὶ ὁ κάθε πιστὸς ἐφαρμόζοντας ἐλευθέρως καὶ πιστὰ τοὺς Ἱ. Κανόνες καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
Δὲν τηροῦμε ἕναν Κανόνα, διότι ἐπιφέρει ἢ δὲν ἐπιφέρει ἐπιτίμιο, πράγμα ποὺ δείχνει τὸν δοῦλο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ τήρηση αὐτὴ μᾶς φέρνει σὲ συμφωνία-κοινωνία μὲ τὸν Κύριο καὶ Θεό μας, πράγμα ποὺ δείχνει ἀγάπη, ἀγάπη ἐλευθερίας: «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰωαν. ιδ’,15). Αὐτὸς εἶναι ὁ χαρακτήρας τῶν Ἱ. Κανόνων. Ἡ μὴ τήρηση τῶν Ἱ. Κανόνων ἐπιφέρει στὸν ἐλεύθερο ἄνθρωπο τύψεις, στὸν συμβιβασμένο ἀνάπαυση. «Πολλοὶ εἴμαστε αὺτοὶ ποὺ μιλοῦν, λίγοι ὅμως αὐτοὶ ποὺ πράττουν. Καὶ ὅμως κανεὶς δὲν ἔπρεπε νὰ νοθεύει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ λόγῳ τῆς δικῆς του ἀμέλειας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μία νὰ ὁμολογεῖ τὴν δική του ἀσθένεια καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ μὴν ἀποκρύπτει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴν γίνουμε ὑπόδικοι λόγω τῆς παράβασης τῶν ἐντολῶν Του καὶ τῆς τοῦ λόγου «τοῦ Θεοῦ παρεξηγήσεως» (Ἁγ. Μαξίμου, κεφ. 85 τῆς 4ης ἑκατοντ. τῶν περὶ ἀγάπης, σελ. 329 τῆς Φιλοκαλίας).
Ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ Χριστὸς εὐλόγησε τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀσυμβίβαστη μαρτυρία καὶ ὁμολογία, τὴν ὑποχρεωτικὴ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του καὶ ὄχι τὸν συμβιβασμὸ καὶ τὴν μεσότητα. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς Πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Β' Κορ. 6, 17-18). Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο εἶναι ὑποχρεωτικὸς καὶ ὁ 15ος Κανόνας. Διότι δείχνει, τὴν ἐλεύθερη βούληση μας να συνταχθοῦμε, πιστοὶ στὴν ὁμολογία τῆς Βαπτίσεώς μας, μὲ τὸν Χριστό, ὡς πραγματικὰ τέκνα Του, μὴ φοβούμενοι ἐπιτίμια, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀκλόνητη πεποίθηση, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια, ἡ Μία Πίστη. Ἐφαρμόζοντας τον Ἱ. Κανόνα ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς ἀξιώσει στὸ τέλος τοῦ συντόμου βίου μας, νὰ ποῦμε ὡς ἐλεύθερα τέκνα Του τὰ περίφημα Παύλεια λόγια, λόγια μίας ἐλεύθερης ἐπιλογῆς:
«Πάντα μοι ἔξεστι, ἀλλ᾽ οὐ πάντα μοι συμφέρει» (Α΄ Κορ. 6, 12).
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου