Με το να ειπή δέ η Παναγία Παρθένος, «Ιδού η δούλη Κυρίου, ας γίνη εις εμέ όπως είπες», εφανέρωσε τούτο. Είμαι πίναξ, λέγει, επάνω εις τον οποίον γράφεται ό,τι θέλει ο Κύριος του παντός. Αφού δε ο άγγελος ελαβε την διαβεβαίωσιν της πίστεως της Παρθένου ανεχώρησεν άπ’ αυτής.
«Δοξάζει η ψυχή μου τον Κύριον»…
«Διότι είδε με εύμένειαν την ταπεινην δούλην του. Διότι από τώρα θα με μακαρίζουν όλαι αι γενεαί», Αλλά πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι η παρθενία;
Όταν κανείς θέλη να ασκήση τας, επειδή είναι ανωτέρα του νόμου και έχει ως ύψηλότερον σκοπόν την διαμόρφωσιν της προσωπικής ζωής, είναι αφ’ ενός μεν γνώρισμα του μέλλοντος αιώνος, αφ’ έτερου δε εικών της καθαρότητας των αγγέλων.
Όταν δηλαδή ο Δεσπότης του παντός ο Θεός Λόγος, επειδή ήθελεν ο Πατήρ να ανεγείρη και να ανακαίνιση τα πάντα, επέλεξε, δια να γίνη μήτηρ του σώματος το οποίον επρόκειται να φορέση, την Παρθένον, η οποία και έγινε, και με αυτόν τον τρόπον ήλθε μεταξύ μας ως άνθρωπος ο Κύριος, έκαμε την επιλογήν αυτήν, ώστε, όπως τα πάντα έγιναν δι’ αΰτού, έτσι και ή παρθενία να προέλθη εξ αύτού, και να δοθή πάλιν δι’ αυτού το χάρισμα τούτο εις τους ανθρώπους και να πολλαπλασιάζεται.
Πόσο μεγάλο θα έλεγε κανείς το καύχημα της αγίας Παρθένου και θεοειδούς Μαρίας, επειδή υπήρξε και είναι μήτηρ του Λόγου ως προς την γέννηοιν του Σώματος; Διότι το θείον αυτό γέννημα στρατιά μεν αγγέλων έδοξολόγηοε, κάποια γυναίκα δε ύψωσε την φωνήν και έλεγε: «Μακαριά ή κοιλία που σε έβάστασε και οι μαστοί που έθήλασες».
Και η ιδία ή Μαρία που εγέννησε τον Κύριον και η οποία έμεινεν αειπάρθενος, επειδή αντελήφθη αυτό που συνέβη εις τον εαυτόν της, έλεγεν «Από τώρα θα με μακαρίζουν όλαι αι γενεαί». Αυτό που συνέβη εις την Μαρίαν είναι καύχημα δι’ όλας τάς παρθένους. Ολαι δηλαδή αύται κρέμονται ωσάν παρθενικά παρακλάδια απ’ αυτήν, η οποία είναι ωσάν ρίζα δι’ αυτάς.
«Και όταν συνεπληρώθησαν αι μέραι του καθαρισμού, σύμφωνα προς τον Μωσαϊκόν νόμον, έφεραν αυτόν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να τον παρουσιάσουν εις τον Κύριον, όπως είναι γραμμένον εις τον νόμον του Κυρίου, ότι κάθε αρσενικόν που ανοίγει μήτραν, πρέπει να θεωρηθή ως αφιερωμένον εις τον Κύριον, και δια να προσφέρουν θυσίαν, σύμφωνα με αυτό πού λέγει ο νόμος του Κυρίου εν ζεύγος τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια».
Ούτος περιεβλήθη την σάρκα, όχι δια να ύπάρχη και να ζή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αλλ’ έγινεν άνθρωπος δια να αγιάζη την σάρκα. Εάν δε νομίση κανείς ότι η φράσις «δια να παρουσιάσουν εις τον Κύριον» αναφέρεται εις τον ίδιον τον Κύριον, έχει λάθος εις αυτήν την σκέψιν. Διότι πότε άπεκρύβη ο Κύριος από τα μάτια του Πατρός διά να μη ημπορή ο Πατήρ να τον βλέπη;
Ή ποίος τόπος ευρίσκεται έξω από την έξουσίαν του Κυρίου, ώστε να ευρίσκεται εκεί και να μη ευρίσκεται μαζί με τον Πατέρα, εάν δεν ανήρχετο εις Ιεροσόλυμα και δεν έπαρουσιάζετο εις τον ναόν; Και πώς προσέφερε τάς τυπικάς θυσίας, άφού ό ίδιος είναι η αλήθεια; Μήπως αυτά δεν εγράφησαν δι’ εκείνον, αλλά δι’ ημάς;
Όπως δηλαδή, ενώ είναι Θεός, γίνεται κατά φυσικόν τρόπον άνθρωπος χωρίς να ύποστή μεταβολήν, και υφίσταται την περιτομήν και βαπτίζεται και τα άλλα σχετικά, όχι δια τον εαυτόν του, αλλά δι’ ημάς, δια να γίνωμεν ημείς δια της χάριτος θεοί, ενώ είμεθα άνθρωποι, και δια να ύποστώμεν πνευματικήν περιτομήν και όχι νομικήν, και δια να καθαρισθώμεν από τον ρύπον της αμαρτίας δια του βαπτίσματος και δια να σταυρωθώμεν δια τον κόσμον και αναστηθώμεν δια τον Θεόν- η ακακία και η σωφροσύνη[…]