Τοῦ κ. Παύλου Τρακάδα, Θεολόγου
Ὁ ἐνσκύψας ἰὸς ἔχει τρομοκρατήσει πρωτίστως τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν. Οἱ Ἱεράρχαι, διὰ νὰ δώσουν ἐλπίδα εἰς τὸν λαόν, θὰ ἔπρεπεν οἱ ἴδιοι τουλάχιστον νὰ μεταβαίνουν καὶ νὰ κοινωνοῦν ἀρρώστους. Δυστυχῶς, ὅμως, κάποιοι εἶναι ἄφαντοι. Τὴν ἀπουσίαν τους μάλιστα ἐπεχείρησαν νὰ ἐνδύσουν μὲ θεολογικὸν χιτῶνα καταφεύγοντες εἰς τὴν εὔκολον λύσιν, δηλ. τὴν κατὰ τὸ δοκοῦν χρῆσιν ἑνὸς ἁγιογραφικοῦ χωρίου. Τοιουτοτρόπως προέκυψεν ὡς σύνθημα ἡ φράσις «οὐκ ἐκπειράσεις κύριον τὸν θεόν σου», ἐννοοῦντες ὅτι δὲν θὰ συναθροισθῶμεν εἰς τοὺς ναοὺς ἀπαιτοῦντες ὡς θαῦμα ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ μὴ κολλήσωμεν τὸν ἰόν.
Ἡ φράσις αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν δεύτερον πειρασμὸν τοῦ Κυρίου εἰς τὴν ἔρημον. Ἀπαιτεῖ ἑπομένως ἰδιαιτέραν προσοχὴν ἡ κατανόησις αὐτῆς, καθὼς εἶναι ἀπάντησις πρὸς τὸν διάβολον.
Δύο Τεσσαρακοσταὶ μαζί
Ὁ Χριστὸς εὑρίσκεται εἰς τὴν ἔρημον, δὲν ἔχει ἀρχίσει ἀκόμη τὴν δημοσίαν δρᾶσιν του καὶ ἀσκεῖται τὴν ἰδίαν περίοδον ποὺ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶναι καὶ αὐτὸς εἰς τὴν ἔρημον, ζῆ ἀσκητικὰ καὶ κηρύσσει τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Οἱ πειρασμοὶ τοῦ Κυρίου ἀκολουθοῦν ἀμέσως μετὰ τὴν βάπτισίν του ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην καὶ ἀπαντοῦν εἰς τὸ ἐρώτημα: Εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἢ ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος; Ἑπομένως, ἡ «δοκιμασία» τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν διάβολον, ἔχει σκοπὸν νὰ καταδείξη τὴν διαφοράν, δηλ. ὅτι εἶναι ὁ ἀναμενόμενος, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μόνον δύναται νὰ νικήση τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου καὶ διὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον αὐτὴ ἡ περικοπὴ προβάλλεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν μας τὴν περίοδον τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ποὺ διανύομεν. Αἱ σαράντα ἡμέραι ἀσκήσεως εἶναι ἀνώφελοι, ἂν δὲν ὁδηγοῦν εἰς τὴν διαπίστωσιν ὅτι ὁ νικητὴς τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός, μὲ κορύφωσιν τὸ Πάσχα, ὅπου καταπατᾶται ὁ ἔσχατος ἐχθρὸς ὁ θάνατος (εἴτε πρόσκαιρος εἴτε αἰώνιος). Διὰ τοῦτο ἀμέσως μετὰ τὸ τέλος τῶν τριῶν πειρασμῶν καθίσταται ἐμφανὴς ἡ βεβαιότης ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἤδη παροῦσα: «τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς… Μετανοεῖτε· ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4,16-17).
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἀναβάλλεται
Ἂς ἐξετάσωμεν ὅμως καὶ τὴν συγκεκριμένην φράσιν. Καὶ εἰς τοὺς τρεῖς πειρασμοὺς ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μὲ ἕνα ἁγιογραφικὸν χωρίον. Ἔχει ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον ὅτι εἰς τὸν δεύτερον πειρασμὸν καὶ ὁ διάβολος ἐπίσης χρησιμοποιεῖ ἕνα χωρίον, διὰ νὰ πείση τὸν Κύριον! Αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχη καταστήσει πολὺ περισσότερον προσεκτικοὺς τοὺς Μητροπολίτας εἰς τὴν χρῆσιν ἑνὸς χωρίου, διότι καὶ ὁ διάβολος τὸ ἴδιο κάνει.
Τὸ χωρίον τοῦ διαβόλου προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ψαλμούς, εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὰ χωρία ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος ποὺ εἶναι καὶ τὰ τρία ἀπὸ τὸ Δευτερονόμιον. Δὲν εἶναι τυχαία αὐτὴ ἡ ἐπιλογή. Ὁ διάβολος ποὺ ὡς ἀποστάτης ἀπεκήρυξε τὴν δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ, ἐπικαλεῖται τώρα τοὺς Ψαλμούς, αὐτοὺς ποὺ κατ’ ἐξοχὴν δοξολογοῦν τὸν Θεόν(!), διαστρέφων αὐτοὺς βεβαίως. Ἡ μεταχείρισις τῆς λατρείας, ἀκόμη καὶ ἀπὸ κάποιον «εἰδήμονα», δὲν ἐγγυᾶται ἀπαραιτήτως τὴν ὀρθὴν κατανόησίν της. Δὲν σημαίνει ὅτι, ἐπειδὴ κάποιος εἶναι λειτουργός, δὲν «λαλεῖ διεστραμμένα».
Ἐπικεντρώνοντες τώρα εἰς τὴν ἐπιλογὴν τοῦ Δευτερονομίου ἀπὸ τὸν Κύριον ἔχομεν δύο σπουδαίας παρατηρήσεις νὰ κάμωμεν. Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι ἀνατρέχοντες εἰς τὸ Δευτ. 6,16 εὑρίσκομεν ἐκεῖ ὁλόκληρον τὴν φράσιν: «οὐκ ἐκπειράσεις κύριον τὸν θεόν σου, ὅν τρόπον ἐξεπειράσασθε ἐν τῷ Πειρασμῷ»! Ἀλλά, ποῖος ὀνομάζεται «Πειρασμός», ἂν ὄχι ὁ διάβολος; Ἐμμέσως πλὴν σαφῶς χρησιμοποιῶν ὁ Κύριος τὴν φράσιν αὐτὴν ὑποσημαίνει ὅτι αὐτὸς ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὸν «ἐκπειράση» εἶναι ὁ «Πειρασμός», ὁ διάβολος! Ἰδού, ποῦ ἀποσκοπεῖ κατὰ πρῶτον ἡ χρῆσις αὐτῆς τῆς φράσεως ὑπὸ τοῦ Κυρίου, εἰς τὸ νὰ ἀποκαλύψη τὴν ταυτότητα τοῦ διαβόλου.
Ἡ δευτέρα εἶναι ὅτι ὁ Κύριος δὲν χρησιμοποιεῖ τοὺς προφήτας ἢ ἄλλο βιβλίον, ἀλλὰ συγκεκριμένα τὸ Δευτερονόμιον, τὴν δευτέρωσιν τοῦ Νόμου, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωσις καὶ ἡ ὑπέρβασις τοῦ Νόμου, ἐφ’ ὅσον εἶναι ὁ Νομοδότης. Τὸ Δευτερονόμιον προβλέπει ὅτι ὅποιος τηρήσει τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ θὰ ὁδηγηθῆ εἰς τὴν Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας καὶ ὁ Χριστὸς τελικὰ εἶναι ὁ μόνος ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀληθινὴν Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ἑπομένως, δεικνύει πρὸς ὅλους ὅτι ἡ ἀπόδειξις τῆς «θεότητός» του καὶ ἡ εἴσοδος εἰς τὴν Βασιλείαν ἔγκειται εἰς τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Νόμου καὶ ὄχι εἰς κάποιαν ἀφηρημένην ἀγάπην. Ἂν ὁ Κύριος ἠγάπα τὸν διάβολον –κατὰ τὸν τρόπον ποὺ ἐπιθυμοῦν οἱ σημερινοὶ νεωτερισταὶ ἀγαπολόγοι- θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι πιό… καταδεκτικὸς εἰς τὰ αἰτήματα τοῦ διαβόλου! Δὲν ὑποχωρεῖ ὅμως ὁ Κύριος εἰς τὰ αἰτήματα τοῦ… «πλησίον» του, ἐπειδὴ ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν δὲν εἶναι μία καθηκοντολογία, κατὰ τὴν ὁποίαν ὑποχρεοῦται κανεὶς νὰ θέση ὁπωσδήποτε εἰς προτεραιότητα τὸν ἄλλον ἀντὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλὰ εἶναι ἡ αὐθόρμητος φανέρωσις τῆς πραγματικότητος τῆς Βασιλείας, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ αἰτήματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τὸν ὁποῖον εἰς τὸ περιστατικὸν τῶν τριῶν πειρασμῶν ἐκπροσωπεῖ ὁ διάβολος. Ἂν ὁ «πλησίον» μᾶς ζητεῖ νὰ καταπατήσωμεν τὸ Ἱ. Εὐαγγέλιον, τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, τότε δὲν εἶναι «πλησίον», ἀλλὰ διάβολος!
Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ τέλεσις τῆς Θ. Εὐχαριστίας (δηλ. ἡ μετοχὴ εἰς τὴν Βασιλείαν διὰ τῆς Θ. Κοινωνίας) δὲν εἶναι οὔτε καθηκοντολογία, ποὺ δυνάμεθα νὰ ἀναβάλωμεν ὡς δῆθεν ἐγωιστικὴν πρᾶξιν, οὔτε εἶναι κατωτέρα τῆς προσφορᾶς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, ἀλλὰ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: «τοῦτο ποιεῖται εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Εἶναι ἡ παροντοποίησις τῆς Βασιλείας, ποὺ μόνον αὐτὴ εἶναι πραγματική, διότι εἶναι αἰωνία. Ἀναστέλλοντες τὴν Θ. Λειτουργίαν καταργοῦμεν τὴν ὄντως πραγματικότητα, διὰ νὰ ζήση ἡ ἐφήμερος πραγματικότης τοῦ κόσμου τούτου. Εἶναι ὡς νὰ λέγωμεν μὲ ἁπλὰ λόγια ὅτι ἐμεῖς ἀγαπῶμεν τὸν πλησίον περισσότερον ἀπὸ τὸν Νομοδότην Κύριον! Ἑπομένως, εἰς τὸ ψευδοδίλημμα «Θ. Λειτουργία καὶ διασπορὰ τοῦ ἰοῦ ἢ μένουμε σπίτι καὶ προφυλάσσουμε τὸν πλησίον;» ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι ἄνευ τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει πλησίον.
Ποῖος ὡμίλησε διὰ ἀναγκαστικὸν θαῦμα;
Ὁ Κύριος δὲν θέλει νὰ ἀποδείξη εἰς τὸν διάβολον ὅτι εἶναι Θεὸς πραγματοποιῶν ἕνα θαῦμα. Αὐτὸς ὁ πειρασμὸς θὰ τίθεται συνεχῶς μέχρι καὶ τὴν Σταύρωσιν, ὅπου οἱ θεωροῦντες Αὐτὸν ἀπαιτοῦν νὰ κατέλθη ἀπὸ τὸ ἰκρίωμα, διὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τότε νὰ πιστεύσουν. Κανένα θαῦμα δὲν μετεχειρίσθη ὁ Κύριος, διὰ νὰ διαφημίζη τὴν θεότητά του, ἀλλὰ κάθε θαῦμα συνέβαινε διὰ τοὺς ἤδη πιστεύοντας. Εἰς τὴν παροῦσαν περίπτωσιν ὁ διάβολος δεικνύει τὴν ὑποκρισίαν του, ἀφοῦ ἀπαιτεῖ ἕνα θαῦμα, ἐνῶ ἀκόμη καὶ ἂν τὸ ἴδη δὲν πρόκειται νὰ πιστεύση! Τὰ θαύματα ὅμως δὲν συμβαίνουν μὲ σκοπὸν νὰ ἀποδείξουν τὴν θεότητα, πολὺ περισσότερον δὲν συμβαίνουν μὲ σκοπὸν τὸν ἐντυπωσιασμόν. Αὐτὸ ἀκριβῶς περιγράφει ἐδῶ καὶ ἡ φράσις «οὐκ ἐκπειράσεις κύριον τὸν θεόν σου», δηλ. δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπα θαύματα. Ὄχι ὅτι δὲν πρέπει νὰ παρακαλοῦμε διὰ τὰ θαύματα, ἀλλὰ ὅτι αὐτὰ πρέπει νὰ «πιάσουν τόπο» κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὡς γράφει ὁ Θεοδώρητος Κύρου ἑρμηνεύων τὸ Δευτ. 6,16: «πειράζει δὲ θεὸν ὁ δίχα λογισμοῦ ριψοκινδύνως τί πρᾶττον». Ὅμως, ἡ προσέλευσις εἰς τοὺς ναοὺς λαμβάνοντες ὅλα τὰ μέτρα προστασίας εἶναι «δίχα λογισμοῦ»; Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ὅσοι ἐπιζητοῦν τὰς συναθροίσεις εἰς τοὺς ναοὺς πρεσβεύουν μία αὐτόματον θαυματουργικὴν ἐπέμβασιν τοῦ Θεοῦ εἶναι ψευδὴς καὶ δὲν διαφέρει εἰς τίποτε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος πρῶτος παρουσίασε τὴν λογικὴν τῆς αὐτοματοποιήσεως ὄχι μόνον διαστρέφων τὸν Ψαλμ. 90,11-12 ἀλλὰ ἤδη εἰς τὸν Παράδεισον «ᾇ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ… ἔσεσθε ὡς θεοὶ» (Γέν. 3,5).
Εἶναι ἴδιο αὐτὸ τὸ αἴτημα τοῦ διαβόλου μὲ τὴν ἀποφυγὴν τῶν συναθροίσεων σήμερα εἰς τοὺς ναοὺς διὰ «νὰ μὴ θέσωμεν εἰς πειρασμὸν τὸν Θεόν»; Ἔχει ἀπολύτως καμίαν σχέσιν; Ποῖος ἄλλωστε ὡμίλησε διὰ ἐξαναγκασμὸν τοῦ Θεοῦ εἰς θαῦμα κατὰ τὰς συναθροίσεις; Ζητοῦμεν νὰ προσέλθωμεν εἰς τοὺς ναοὺς τηροῦντες πρωτίστως ὅλα τὰ ἀπαραίτητα μέτρα προφυλάξεως καὶ ἔχοντες παραλλήλως ἐμπιστοσύνην ὅτι θὰ βοηθήση καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Πειρασμὸς θὰ ἦτο ἂν ἔλεγε κανεὶς «ἂς μὴ κάνουμε τίποτα, ὁ Θεὸς θὰ μᾶς προστατεύση»! Ἢ μήπως τώρα ποὺ ἔχομεν ἀπομονωθῆ εἰς τὰς οἰκίας μας ἐναποθέτοντες τὰς ἐλπίδας μας ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς τὰ ἀνθρώπινα μέτρα, δὲν «ἐκπειράζομεν» τὸν Θεόν; Ἂν θέλη ὁ Θεός, δὲν δύναται νὰ ἐπιτρέψη καὶ εἰς τὰς οἰκίας μας ἀκόμα νὰ ἔλθη ὁ ἀόρατος ἐχθρὸς μὲ ἄλλον τρόπον;
Ἀνέφερε μάλιστα ἕνας Μητροπολίτης καὶ τὸ παράδειγμα μὲ τὴν μοτοσυκλέττα: «ἂν πάρεις ἕνα μηχανάκι καὶ τρέχεις μὲ χίλια ὁ Θεὸς θὰ σὲ σώσει;». Ὄχι, ἐπειδὴ ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπιβραδύνης, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔπραξες καὶ ἐμεῖς ὑπάρχουν πολλαὶ προφυλάξεις ποὺ μποροῦμε νὰ λάβωμεν διὰ τὴν τέλεσιν τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἐρωτῶμεν ὅμως τὸν Σεβασμιώτατον: «ὅταν τρέχη ὁ ὁδηγός Σας ἀπὸ πανήγυριν εἰς πανήγυριν, ὁ Θεὸς θὰ Σᾶς σώση; Ὅταν ἀρνῆσθε τὴν Θ. Κοινωνίαν εἰς τὸν κόσμον, ὁ Θεὸς θὰ Σᾶς σώση;»
Ἡ ὀλιγοπιστία τῶν Ἱεραρχῶν θέτει τὸν πειρασμόν
Ἔχει ἐνδιαφέρον ὅτι τὸ «οὐκ ἐκπειράσεις κύριον τὸν θεόν σου» ἔχει λάβει ἀφορμὴν ἀπὸ τὸ περιστατικὸν τῆς ἀναβλύσεως ὕδατος ἐκ βράχου εἰς τὸ κεφ. Ἔξοδος 17. Οἱ Ἰσραηλῖται γογγύζουν διὰ ὕδωρ καὶ ὁ Μωϋσῆς τοὺς λέγει «Τί πειράζετε τὸν Κύριον;». Πῶς θέτουν εἰς πειρασμὸν τὸν Θεόν; Ζητοῦν κάποιο θαῦμα; Ζοῦν ριψοκινδύνως; Τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἁπλῶς θέτουν τὸ ἐρώτημα: «εἶναι ὁ Κύριος μαζί μας ἢ ὄχι;». Ὀλιγοπιστοῦν ὅτι ὁ Κύριος δὲν θὰ μεριμνήση δι’ αὐτούς. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας τὸ ἐξηγεῖ μὲ σαφήνειαν:
«πλείστης δὲ ὅσης καὶ ἀξιαγάστου θεοσημίας θεωροὶ γεγονότες, καὶ τῆς θείας δυνάμεως τὴν ὑπεροχὴν διὰ πείρας αὐτῆς ἐκμεμαθηκότες, ὅμως ἐδεδίεσαν ἔτι… ἀλλ’ ἡττῶνται τῆς ὀλιγοψυχίας, μειρακιώδη καὶ ἄνανδρον ἔχοντες νοῦν»
Ποῦ ἀκριβῶς ἔγκειται ὁ πειρασμός; Εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῶ ἔχουν οἱ ἴδιοι πολλαπλῆ ἐμπειρίαν κατὰ τὴν Ἔξοδον τῶν θαυμάτων ἐπὶ θαυμάτων, εἶναι πεπεισμένοι ὅτι ἡ κοινότης τους ὁδηγεῖται εἰς τὸν θάνατον!
Ἔτσι καὶ σήμερα, οἱ Μητροπολῖται ἐνῶ ἔχουν ἐμπειρίαν τοῦ φρικωδεστέρου «θαύματος», τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, πιστεύουν ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξις μπορεῖ νὰ ὁδηγήση εἰς θάνατον! Ἑπομένως, κανεὶς δὲν θέτει εἰς πειρασμὸν τὸν Θεόν, ἐπειδὴ ζητεῖ μὲ πολὺ προσοχὴν νὰ συναθροισθῆ, διὰ νὰ Τὸν λατρεύση, ἀλλὰ ἀπεναντίας τὸν θέτουν ὅσοι Ἱεράρχαι ὀλιγοπιστοῦν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται καθόλου νὰ μεριμνήση.
Ἡ ἀρχαιοτέρα «καραντίνα»
Θὰ ἀντείπουν: Πάντοτε προφυλάσσει ὁ Θεὸς τὸν ἐκλεκτόν Του λαόν; Ὄχι, αὐτὸ θὰ ἦτο ἐξαναγκασμός. Εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι κατὰ τὴν περιγραφὴν τῶν δέκα πληγῶν τοῦ Φαραὼ ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἐξήρεσε τοὺς Ἰσραηλίτας εἰς μερικὰς ἀπὸ τὰς πληγάς, ὄχι εἰς ὅλας. Καὶ πάλιν τότε τὸ αἴτημα ἦτο νὰ πορευθῆ ὁ λαός, διὰ νὰ λατρεύση τὸν Θεόν. Ὑπῆρξαν περιπτώσεις, ἑπομένως, ποὺ ὄντως τοὺς προεφύλαξε.
Ἔχει ὅμως ἰδιαιτέραν βαρύτητα, ἐπειδὴ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐντόνως τὸ ζήτημα τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ μάλιστα ἐν ὄψει τοῦ Πάσχα, τί συνέβη κατὰ τὸν ἑορτασμὸν τοῦ πρώτου ἑβραϊκοῦ πάσχα εἰς Αἴγυπτον, ποὺ ἦτο προτύπωσις τῆς ἀληθοῦς θυσίας τοῦ Κυρίου μας. Εἰς αὐτὸ τὸ περιστατικὸν εὑρίσκομεν τὴν ἀρχαιοτέραν περίπτωσιν «καραντίνας»! Ὁ Μωϋσῆς λέγει εἰς τὸν λαὸν νὰ κλεισθοῦν εἰς τὰς οἰκίας των «ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐξελεύσεσθε ἕκαστος τὴν θύραν τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἕως πρωΐ» (Ἔξ. 12,22). Ἂς μὴ προτρέξη κανεὶς νὰ τὸ ἑρμηνεύση αὐτὸ ὡς ταυτόσημον μὲ τὸ σύνθημα «μένουμε σπίτι». Ἐκεῖνο ποὺ διεφύλαξε τοὺς Ἰσραηλίτας δὲν ἦτο ὁ ἐγκλεισμός. Ἔγκλειστοι ἦσαν καὶ οἱ Αἰγύπτιοι εἰς τὰς οἰκίας των. Τὸ σωτήριον ἦτο τὸ αἷμα τοῦ ἀμνοῦ, μὲ τὸ ὁποῖον ἔβαψαν τὰς θύρας των, καὶ ἡ βρῶσις τοῦ ἀμνοῦ, εἰς τὴν λατρευτικὴν σύναξιν ποὺ ἐτέλεσαν ἐκείνην τὴν νύκτα ἐντὸς τῆς οἰκίας. Ἂν τότε τοὺς ἐφύλαξεν ἡ προτύπωσις τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου, δὲν ἰσχύει πολὺ περισσότερον σήμερα τὸ τοῦ Ἀπ. Παύλου «Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ραντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ»; (Ἑβρ. 9,13-14).
Ἡ πολιτικὴ ἀποστασία
Εἰς τὸν τρίτον πειρασμὸν ὁ διάβολος, ὁ ἀποστάτης, παρουσιάζεται νὰ κατέχη ὅλα τὰ κράτη τοῦ κόσμου. Αὐτὰ εἶναι ποὺ καὶ σήμερα ὑποτάσσουν εἰς τὴν ἐξουσίαν τους καὶ τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν, ὅπως συμβαίνει εἰς τὴν Ἑλλάδα μὲ ἐντολὴν τοῦ Πρωθυπουργοῦ. Ὁ Πρωθυπουργὸς ἔπραξεν ὡς ὁ ἀσεβὴς βασιλεὺς Ἄχαζ, ὁ ὁποῖος «ἔκλεισε τὰς θύρας οἴκου Κυρίου καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ θυσιαστήρια ἐν πάσῃ γωνίᾳ», ὅπως σήμερα ὅπου τοὺς μὲν Ἱ. Ναοὺς τοῦ Θεοῦ ἔκλεισε, τοὺς δὲ «ναοὺς τοῦ καταναλωτισμοῦ», τὰ σοῦπερ μάρκετ, ἄφησε ἀνοικτὰ εἰς κάθε γωνίαν. Ἀλλὰ ὁ υἱὸς τοῦ Ἄχαζ, ὁ Ἐζεκίας «ὡς ἔστη ἐπὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἐν τῷ μηνὶ τῷ πρώτῳ ἀνέωξε τὰς θύρας οἴκου Κυρίου καὶ ἐπεσκεύασεν αὐτὰς καὶ εἰσήγαγε τοὺς ἱερεῖς καὶ εἶπεν αὐτοῖς·… ἀπέστησαν οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ ἐποίησαν τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν… καὶ ἀπέκλεισαν τὰς θύρας τοῦ ναοῦ καὶ ἔσβεσαν τοὺς λύχνους καὶ θυμίαμα οὐκ ἐθυμίασαν καὶ ὁλοκαυτώματα οὐ προσήνεγκαν ἐν τῷ ἁγίῳ Θεῷ καὶ ὠργίσθη ὀργῇ Κύριος… νῦν μὴ διαλίπητε, λειτουργεῖν καὶ εἶναι αὐτῷ λειτουργοῦντας καὶ θυμιῶντας» (Β΄ Παραλ. 29).
Οἱ κλειστοὶ ναοὶ ἐπισύρουν τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ! Ἔργον τῶν ἱερέων εἶναι νὰ λειτουργοῦν ἀδιαλείπτως, ἰδιαιτέρως εἰς κρισίμους περιόδους. Ἕνας εὐσεβὴς Κυβερνήτης θὰ ἐδείκνυεν ἐμπιστοσύνην εἰς τοὺς ἐπιστήμονας, ἀλλὰ θὰ ἐπίστευε ὑπεράνω ὅλων εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὸ πράττει ὁ Κυβερνήτης, διότι δὲν πιστεύει πραγματικὰ καὶ ἀφοῦ «συμφωνοῦν» καὶ οἱ Ἱεράρχαι δὲν ἔχει λόγον νὰ τὸ πράξη. Σεβασμιώτατοι, καταγγέλλετε ὡς «πειρασμὸν» τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ καὶ θεωρεῖτε «εὐλογίαν» τὴν προσκύνησιν τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τοῦ κόσμου τούτου; Δηλαδὴ εἶχε δίκαιον ὁ διάβολος;!
Πηγή: Εδώ.