Ο Όσιος Δαβίδ ήταν από τη Θεσσαλονίκη και έζησε στα
χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του ΙΑ’ (527 – 565 μ.Χ.).
Η ζωή του ήταν μια συνεχής φιλανθρωπία και εργασία για
την πίστη του Χρίστου. Όταν ήλθε η κατάλληλη ώρα, ο Δαβίδ μοίρασε τα υπάρχοντα
του στους φτωχούς και έγινε αναχωρητής.
Για τρία ολόκληρα χρόνια, κατοικούσε επάνω σ’ ένα
δένδρο. Εκεί, με τα λιοπύρια του καλοκαιριού και τις παγωνιές του χειμώνα,
δουλαγωγούσε το σώμα του με άσκηση στην εγκράτεια και με προσευχή,
απαγγέλλοντας στίχους του προφητάνακτος ομωνύμου του Δαβίδ: «Ὠμοιώθην πελακάνι ἐρημικῶ, ἐγενήθην ὡσεὶ νυκτικόραξ
ἐν οἰκοπέδῳ, ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς στρουθίον
μονάζον ἐπὶ δώματος»
(Ψαλμός ρα’ 7-8). Έγινα όμοιος με πελεκάνο, που περνά τις μέρες του στην
έρημο. Κατάντησα σαν κλαυσοπούλι που
κράζει κλαψιάρικα τη νύκτα σε ερειπωμένο σπίτι.
Παρέμεινα άυπνος και έγινα σαν στρουθίο που έχασε το
σύντροφό του και μένει μόνο στο ύψος της στέγης. Πράγματι, ο Όσιος Δαβίδ με την
αυστηρή άσκηση κατάφερε να υποτάξει σε μεγάλο βαθμό τα πάθη της σάρκας και να
γίνει ένας ένσαρκος άγγελος. Γι’ αυτό και οι Θεσσαλονικείς τον έκριναν σαν τον
καταλληλότερο για αντιπρόσωπο τους στον Ιουστινιανό, από τον όποιο θα ζητούσαν
έπαρχο για την πόλη τους. Στο γυρισμό, ο Όσιος Δαβίδ παρέδωσε το πνεύμα του
στον Κύριο. Ήταν το έτος 540 μ.Χ….
*****
Αγγελικές υμνωδίες
Οταν κοιμήθηκε ο Οσιος φυσούσε ισχυρός άνεμος
και ένω μέχρι τότε έπλεαν με μεγάλη ταχύτητα, το πλοίο, ω του θαύματος,
σταμάτησε για πολλή ωρα παρά τον δυνατό άνεμο χωρίς να κουνηθει καθόλου.
Ήλθε μάλιστα και απερίγραπτος εύωδία θυμιαμάτων και φωνές από
τον αέρα ακουγόταν, οι οποίες υμνούσαν μελωδικά τον Κύριο. Άφου
πέρασε αρκετή ώρα σταμάτησαν οι φωνές.
Ο λαός τον υποδέχεται με ευλάβεια
Τότε και το πλοίο ξεκίνησε, αλλά δεν πήγε όμως
στο λιμάνι όπως ήταν η συνήθεια άλλα έπιασε λιμάνι προς το δυτικό
μέρος της πόλεως, στον τόπο οπου έρριξαν οι άσεβείς, πιο μπροστά τα
λείψανα των Άγιων Θεοδούλου και Άγαθόποδος.
Τότε όταν άκουσαν την κοίμηση και τον ερχομό
του Όσιου, βγήκε ολη η πόλη με τον Αρχιεπίσκοπο, και βαστάζοντες με
πολλή ευλάβεια το άγιο λείψανο ήλθαν στο Μοναστήρι και του έκαναν
θήκη με τετράγωνα ξύλα, στην οποίαν τον έβαλαν και με τιμή τον ενταφίασαν.
Επειτα μετέφεραν την έδρα του Έπαρχου στην Θεσσαλονίκη σύμφωνα με
την βασιλική διαταγή. Τον Οσιο εόρταζαν κάθε χρόνο στο Μοναστήρι.
Δεν επέτρεπε να πάρουν άπό το αγιό λείψανο του
Οταν περασαν 150 χρόνια ήταν έκεί Ηγούμενος ένας
ενάρετος άνθρωπος, που το όνομα του ήταν Δημήτριος, ο οποίος είχε
πολλη ευλάβεια στον Οσιο. Επειδή ομως είχε μεγάλη επιθυμία να πάρει
μέρος από το άγιο λείψανο για να το έχει ως ευλογία, έβαλε ανθρώπους
και εσκαβαν τον τάφο.
Άμεσως ομως έσκασε η πλάκα στα τέσσερα και τότε
κατάλαβε οτι ο Αγιος δεν ήθελε, και άφησε την προσπάθεια.
Ο μαθητής του Ηγουμένου αυτου, του οποίου το όνομα
ήταν Σέργιος, ο όποιος έγινε και έκείνός Ηγούμενος, και υστέρα, έπειδη
ήτάν πολύ ενάρετος, εγινε και Αρχιεπίσκοπος θεσσαλονίκης τιμουσε
πολύ τον Όσιο. Εχοντας προς αυτόν πολλή ευλάβεια, τον παρακαλούσε
πολλές φορές στην προσευχή του να τον συγχωρέσει, και να του έπιτρέψει
να πάρει λίγο άπό το άγιο λείψανο του. Πράγματι πήρε πληροφορία από.
τον Θεό, οτι συμφώνησε ο Οσιος και άνοιξε τον τάφο. Βγήκε τότε θαυμάσια
ευωδιά και βλέποντας ακόμη το λείψανο σώο και ακέραιο, δεν τόλμησε
να πάρει άπό αυτό μέρος, παρά μόνο λίγες τρίχες άπό την κεφαλή του
και άπό τα γένεια, τα όποια φύλαγε με ακρίβεια και τα ασπάζονταν την
ήμερα της εορτής του οι φιλόχριστοι.
Η εορτή της κοιμήσεως του τελείται στις 26 Ιουνίου,
χαρμόσυνα κάθε χρόνο, ευφημουντες τον Οσιο προς δόξαν του Πατρός και
του Υιου και του Αγίου Πνεύματος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το κλαδί μιας αμυγδαλιάς διάλεξε ο Οσιος Πατέρας
μας Δαβίδ για τόπο των άγώνων του. Πάνω σ’ αυτό πολέμησε με τις δυσκολίες
της φύσεως, τις βροχές, τα χιόνια, την ζέστη και τους άνεμους. Πάνω σε
αυτό πολέμησέ κατα των αοράτων εχθρών. Πάνω σε αυτό μιμήθηκε τους
αγίους της Εκκλησίας μας και απέκτησε τις αρετές. Και καρποφόρησε
όχι όπως η αμυγδαλιά, καρπούς υλικούς, που εξυπηρετούν τις ανάγκες
του σώματος, άλλα καρπούς της χάριτος του Αγιου Πνεύματος. Πάνω σε αυτό
το κλαδί κέρδισε το στεφάνι της αιωνιότητας, το οποίον ειθε και έμεις
με τις πρεσβείες του να κερδίσουμε.