Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Εἶναι τοῖς πάσι γνωστόν, ὅτι ἡ διχόνοια καὶ οἱ ἀποκλίσεις
σὲ θέματα Πίστεως ποὺ ἐπικρατοῦν στὶς τάξεις τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος εἶναι
βούτυρο στὸ ψωμὶ τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν,
οἱ ὁποῖοι βλέποντας τὴν συγχυσμένη αὐτὴ κατάσταση συνεχίζουν ἄνευ ἀνησυχίας ἀνενόχλητοι
τὸ καταστροφικό τους ἔργο. Τὸ δὲ ποίμνιο μὲ εὐθύνη τώρα τῶν ἀποτειχισμένων καὶ
μή, ἀντιοικουμενιστῶν ἱερέων, ποὺ ἀρνοῦνται ὁ καθένας γιὰ τοὺς δικούς του
λόγους νὰ ὁμονοήσουν, βυθίζεται σὲ μεγαλύτερη σύγχυση.
Ἰδίως οἱ διαφωνίες σὲ θέματα Πίστεως ποὺ ἐκφράζονται
συνήθως μὲ θέσεις μὴ πατερικές, ὄχι μόνο καθιστοῦν ἀδύνατη ἢ δυσκολεύουν ἀφάνταστα
τὴν ἑνότητα, ἀλλὰ ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία δημιουργοῦν νέες
θεολογικὲς καινοτομίες (ὅπως δημιουργεῖ ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ) καὶ αὐξάνουν
αἰσθητὰ -πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ- τὴν ἤδη αὐξανόμενη σύγχυση.
Οἱ περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς θεολογικὲς καινοτομίες ἐμφανίζονται
κυρίως στὴν προσπάθεια δικαιολογίας διατήρησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ
τὴν αἵρεση καὶ ἀποφυγὴ τῆς διακοπῆς της, ὅπως μᾶς δίδαξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Μία τέτοια νεοεμφανιζόμενη θεολογικὴ κακοδοξία ἐκφράστηκε
τελευταία ἀπὸ σχολιαστὲς σὲ συνάρτηση μὲ τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Σαραντίδη «Περὶ τῆς ἀποτειχίσεως»
μὲ τὸ ἑξῆς ἐπιχείρημα: «Και μια ερώτηση: αναφέρεται ότι στη Θεία Λειτουργία η
φράση “ορθοτομείτο λόγο" είναι ευχή κι όχι διαπίστωση, συνεπώς, ο ιερέας
που μνημονεύει αιρετίζοντα Επίσκοπο με τη φράση αυτή δεν ψεύδεται εκείνη την
ώρα, απλώς του εύχεται να ορθοτομεί». https://katanixi.gr/2020/05/25/%ce%b1%cf%80%cf%8c%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%bf%cf%82-%cf%83%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%af%ce%b4%ce%b7%cf%82-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%af-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%84%ce%b5%ce%b9/
Τὸ
ἴδιο ἐπιχείρημα ἐμφανίστηκε
πάλι ἀπὸ σχολιαστὲς
καὶ
στὸ
ἱστολόγιο «τὰς θύρας»
σχετικὰ μὲ τὸ
ἴδιο ἄρθρο: «<<μακρημερεύοντα καὶ
ὀρθοτομοῦντα>> εὔχεται
ὁ ἱερέας. Δὲν
προεξοφλεῖ τὴν
ὄρθοτόμηση, εὐχή
δίνει. Ἐγὼ
ξέρω τὴν Ἐνορία
μου καὶ τοὺς
πατροπαράδοτους ἱερεῖς μου,
ποὺ μνημονεύουν τὸν
Ἰερώνυμο,καὶ
δὲν μὲ πειράζει
καθόλου. Δὲν φανατίζομαι… ΛΟΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΟΗΜΑ,’ΟΠΟΙΟΣ
ΒΡΙΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙ ΩΣ ΜΙΑΡΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΕΠΙΔΗ ΜΝΗΜΟΝΕΥΕΙ ΚΑΙ
ΕΥΧΕΤΑΙ ΝΑ ΟΡΘΟΤΟΜΕΙ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΘΑΙΡΕΘΗΚΕ, ΦΑΝΑΤΙΖΕΤΑΙ.
ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΠΩΣ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΙΧΙΖΕΙ,ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ».
Δυστυχῶς καὶ στὴν πρώτη καὶ στὴν δεύτερη περίπτωση οἱ
σχολιαστὲς δὲν ἐλέγχθηκαν γιὰ τὶς ἀντιπατερικὲς θέσεις τους, ἐνῶ εἶναι φανερὸ ὅτι
καὶ καινοτομοῦν/διαστρεβλώνουν, ἀλλὰ καὶ ὅτι μιλώντας γιὰ «φανατικούς» υἱοθετοῦν
τὸ λεξιλόγιο τῶν αἱρετικῶν γιὰ νὰ φοβήσουν τὸν κόσμο, μη παραθέτοντας παράλληλα
κανένα πατερικὸ χωρίο γιὰ τὴν στήριξη τῆς θέσης τους, καταργώντας ἔτσι τὸν λόγο
τῶν Ἁγίων. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν στάση τους διατήρησης
κοινωνίας μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, ἀντὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ἀδυναμία τους ἢ τὴν μὴ
ἐτοιμότητά τους, πράγμα ποὺ καὶ ἀνθρώπινο καὶ εἰλικρινές εἶναι.
Τὸ χωρίο ποὺ ἀναφέρουν οἱ σχολιαστὲς αὐτοὶ πηγάζει ἀπὸ τὸ
μέρος τῆς Θ. Λειτουργίας ποὺ ὀνομάζεται δίπτυχα: «Ἐν πρώτοις μνήσθητι,
Κύριε, τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν... ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ,
σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας».
Διαβάζουμε στὴν ἐργασία τοῦ καθηγητοῦ Γιάγκου -ποὺ ἂν καὶ
οἰκουμενιστὴς δὲν μπορεῖ κινούμενος καὶ ἀπὸ μία ὑποτιθέμενη ἐπιστημονικὴ
δεοντολογία νὰ κρύψει τὴν ἀλήθεια- ποιά πρέπει νὰ εἶναι τὰ προσόντα ἑνὸς ἐπισκόπου
http://ikee.lib.auth.gr/record/282262/files/GRI-2016-16160.pdf:
Σελ. 21ff.: «Ψυχικό προσόν
είναι να είναι εγκρατής περί την πίστη και να μην είναι νεόφυτος σ’ αυτή. Ο υποψήφιος
οφείλει να γνωρίζει τις αλήθειες της χριστιανικής πίστεως και να είναι σε θέση να
τις διδάξει και σε άλλους. Η πίστη του πρέπει να είναι εδραία και αδιάσειστη
και να έχει δοκιμασθεί αρκετό χρόνο (βλ.
Α’ Τιμ. 3, 3. 4, 16. Β’ Τιμ. 2, 25. 3, 15‐17 κανών Β’ της Α’ Οικουμενικής Συνόδου,
κανών ΝΗ’ των Αγ. Αποστόλων) Κανών Β’ της Α’ Οικουμενικής Συνόδου: Ἐπειδὴ… ἐγένετο
παρὰ τὸν κανόνα τὸν ἐκκλησιαστικόν, ὥστε ἀνθρώπους ἀπὸ ἐθνικοῦ βίου ἄρτι
προσελθόντας τῇ πίστει, καὶ ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ κατηχηθέντας… προάγειν εἰς ἐπισκοπὴν
ἢ εἰς πρεσβυτέριον, καλῶς ἔδοξεν ἔχειν, τοῦ λοιποῦ μηδὲν τοιοῦτο γίνεσθαι. Καὶ γὰρ
καὶ χρόνου δεῖ τῷ κατηχουμένῳ καὶ μετὰ τὸ
βάπτισμα δοκιμασίας πλείονος. Σαφὲς γὰρ τὸ ἀποστολικὸν γράμμα τὸ λέγον· μὴ νεόφυτον,
ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρίμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου. ΡΠ Β΄ 116‐117, Μελέτιου Σακελλαρόπουλου,
ό.π. σσ.
87‐90. Η ύπαρξη των παραπάνω
διαπιστώνεται με εξέταση των υποψηφίων κληρικών (κανόνες Θ’ και Ι’ της Α’ Οικουμενικής
Συνόδου), ενώ ο αφορισμός ή η καθαίρεση που προβλέπουν οι ιεροί κανόνες σε περίπτωση
μη υπάρξεως των προσόντων αυτών φανερώνουν την ισχύ τους ως προσόντων».
Καὶ σελ. 32-33: «Όπως στην αρχή της Αναφοράς της Θείας
Λειτουργίας απαγγέλλεται το Σύμβολο της Πίστεως από τον λαό και τον κλήρο πριν
από τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, δηλ. ομολογούν «τὴν ἑνότητα
τῆς πίστεως» για να μετάσχουν στο
μυστήριο, έτσι και ο υποψήφιος επίσκοπος θα πρέπει να ταυτιστεί με την πίστη
της Καθολικής Εκκλησίας για να καταξιωθεί της χειροτονίας. Διαφορετικά, όπως
ορίζουν οι ιεροί κανόνες (π.χ. οι Α’ και Β’ της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου) δεν μπορεί να είναι ποιμένας του λαού του Θεού,
ενώ, αν εμμένει στην αίρεση ή στο σχίσμα,
πρέπει να εκκόπτεται από το εκκλησιαστικό σώμα. Η Εκκλησία εξέταζε την πίστη των υποψηφίων, είτε
κατά την ώρα της εκλογής, ή αμέσως μετά (βλ. ΙΒ’ κανόνα Λαοδίκειας), σύμφωνα και
με τις προτροπές του Αποστόλου Παύλου προς τους μαθητές του Τιμόθεο (Α’ Τιμ. 3, 1 κ.εξ.) και Τίτο (Τίτ. 2, 1 κ.εξ.)».
Ἡ πρόταση, λοιπόν, «ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας»
δὲν εἶναι εὐχὴ ἀπόκτησης τῆς ὀρθοτομήσεως τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ διατήρησης καὶ
φύλαξης, διότι προϋποθέτει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ὀρθοτομεῖ, ἀφοῦ ἐξετάσθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
καὶ κρίθηκε ὡς ἄξιος.
Σήμερα ὅμως οἱ ἐπίσκοποι δὲν ἐξετάζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
(καὶ ἂν τυχὸν ἐξετασθοῦν καὶ φανοῦν ἐλαχιστότατοι παρόλα αὐτὰ ψηφίζονται ἢ
παραμένουν στὶς θέσεις τους), οὔτε ζητεῖται ἀπὸ αὐτοὺς ἡ «ἑνότητα τῆς πίστεως» ἀλλὰ
ἡ ἑνότητα μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο/πατριάρχη ποὺ τὸν ἐπέλεξε δηλ. ἡ αὐλικότητα. Γι’
αὐτὸ καὶ ἡ κατάσταση στοὺς ἐπισκοπικοὺς κύκλους εἶναι τραγική, ἡ δὲν ὀρθοτόμηση
τῆς ἀληθείας μπῆκε στὸ χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας. Οἱ σημερινοὶ αὐτοὶ ἐπίσκοποι
καὶ οἱ συνάδελφοί τους ποὺ χάριν τῆς ἐπαγγελματικῆς συντεχνίας ἢ τοῦ φόβου(;) οὔτε
τοὺς καταγγέλουν οὔτε τοὺς τιμωροῦν, ζητώντας τὴν συνοδική τους καταδίκη κατὰ
τοὺς παραπάνω Ἱ. Κανόνες, «δεν μποροῦν να είναι ποιμένες του λαού του Θεού,
ενώ, αν εμμένουν στην αίρεση ή στο σχίσμα, πρέπει να εκκόπτονται από το
εκκλησιαστικό σώμα».
Οἱ δὲ πιστοὶ μόλις ἀναγνωρίσουν ὅτι εἶναι λυκοποιμένες
πρέπει νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ὅσους τοὺς στηρίζουν (ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν
νεοπατερικὴ θεολογία, ποὺ ἀθωώνει τοὺς στηρίζοντες καὶ συλλειτουργοῦντες μὲ τοὺς
ψευδοποιμένες. Ἡ Ἐκκλησία δὲν τοὺς καταδικάζει μὲν, δὲν τοὺς ἀθωώνει ὅμως ἄνευ
μετανοίας, ὅπως μᾶς διδάσκουν τὰ πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων).
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια, τραγικὴ γιὰ ἐμᾶς τοὺς σημερινοὺς
πιστούς. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἐπιβάλλει καὶ τὴν ἐπανάληψη τοῦ μηνύματος ὁμονοίας τῶν ἀντιαιρετικῶν
δυνάμεων μὲ βάση τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, τὴν στάση τῶν
318 ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου, τοὺς ὁποίους ἑορτάζουμε ἀλλὰ δὲν
μιμούμαστε, καὶ συνολικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὁμόνοια δὲν μπορεῖ νὰ ἀκυρώνεται γιατὶ
παρεξηγήθηκε ὁ ἕνας γιὰ τὰ γραπτὰ τοῦ ἄλλου (βλ. τὴν στάση τοῦ Μ. Βασιλείου), οὔτε
γιατὶ ὁ ἄλλος δὲν ἀναγνωρίζεται ὡς ἀρχηγός (βλ. τὴν στάση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου), οὔτε
γιατὶ ἔχει μία ἰδιαίτερη θέση στὴν Ἐκκλησία (βλ. τὴν στάση τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος)
κλπ.
Πρέπει νὰ γίνει ἐπιτέλους μία σύναξη ὅλων τῶν ἀποτειχισμένων
καὶ ὅσων θέλουν νὰ ἀποτειχισθοῦν ἀπὸ τὴν αἵρεση (ἢ νὰ ἀποτειχίσουν, ἂν θέλετε τὴν
αἵρεση) ποὺ ἀπὸ κοινοῦ θὰ διατρανώσει τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, θὰ ἀπαγορεύσει
προσωπικὲς αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες, θὰ ἀπαιτήσει ὀρθόδοξη σύνοδο ποὺ θὰ
καταδικάσει τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τοὺς ἐμμένοντες σὲ αὐτὸν καὶ ἐν τέλει θὰ
δείξει στὸ ποίμνιο, ποιός εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἀληθείας, ὁ δρόμος τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλιῶς εἴμαστε ὅλοι πιὰ συνυπεύθυνοι γιὰ τὴν σημερινὴ
πτώση καὶ φυσικὰ ἐκτὸς τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦσαν ἕν.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου