Η ..."αμνησικακία" στο χώρο των αποτειχισμένων!

Η ..."αμνησικακία" στο χώρο

των αποτειχισμένων!


Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου:
  Μνησικακία,  ἕνα  ἀπὸ  τὰ  κυρίαρχα  πάθη  τῆς  ἐποχῆς  μας,  ποὺ  καταδυναστεύει  καὶ  τὸν  ἀντιαιρετικὸ  ἀγῶνα

Πολλοὶ πιστοὶ ποὺ ἀνησυχοῦν γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ παρακολουθοῦν τὰ ἐκκλησιαστικῶς τεκταινόμενα, ἀναρωτιοῦνται δικαίως, γιατί δὲν προχωράει ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγῶνας, γιατί ὑπάρχει τέτοια στασιμότητα, γιατί δὲν ὑπάρχει ἑνότητα ἀνάμεσα στοὺς πιστούς; Ἰδιαίτερα στὶς τάξεις τῶν ἀποτειχισμένων πιστῶν ὑπάρχουν πολλοί, κυρίως λαϊκοί, ποὺ θλίβονται πραγματικὰ γιὰ τὴν ὑπάρχουσα κατάσταση καὶ ἐπαναλαμβάνουν μὲ θλίψη τὰ παραπάνω ἐρωτήματα.
Ὅποιος ὅμως θέλει νὰ μένει στὴν ἀλήθεια, πρέπει νὰ ἀποδέχεται καὶ τὶς δυσάρεστες πτυχές της. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐνῶ μιλοῦμε –καὶ πρέπει νὰ μιλοῦμε– γιὰ τὸ καθῆκον τῆς διακοπῆς μνημόνευσης καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς εὐαγγελικὴ ἐντολή, ἀμελοῦμε τὶς  ἄλλες ἐξίσου σημαντικὲς γιὰ τὴν σωτηρία μας εὐαγγελικὲς ἐντολές, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπικρατοῦν τὰ πάθη, νὰ λείπει ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ ἀγάπη ἐν ἀληθείᾳ καὶ νὰ ἀδρανεῖ ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγῶνας.
Ἔτσι καὶ στὶς τάξεις τῶν ὀρθοδόξων ἐπικρατοῦν ἡ φιλαρχία, ὁ ἐγωϊσμός, ἡ ἔπαρση, ἡ διχόνοια, ἡ μισαδελφία καὶ μέσα σὲ ὅλα αὐτὰ τὸ ὀλέθριο γιὰ τὴν ψυχὴ πάθος τῆς μνησικακίας. Διότι «πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί, καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν ἑαυτῷ μένουσαν» (Α΄ Ἰω. 3,15).
Τί σημαίνει ὅμως μνησικακία;
Κατὰ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τῆς Κλίμακος:
«Μνησικακία σημαίνει κατάληξη τοῦ θυμοῦ, φύλακας τῶν ἁμαρτημάτων, μίσος τῆς δικαιοσύνης, ἀπώλεια τῶν ἀρετῶν, δηλητήριο τῆς ψυχῆς, σαράκι τοῦ νοῦ, ντροπὴ τῆς προσευχῆς, ἐκκοπὴ τῆς δεήσεως, ἀποξένωση τῆς ἀγάπης, καρφὶ μπηγμένο στὴν ψυχή, αἴσθηση δυσάρεστη ποὺ ἀγαπιέται μέσα στὴ γλυκύτητα τῆς πικρίας της, συνεχὴς ἁμαρτία, ἀνύστακτη παρανομία, διαρκὴς κακία» ( Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ΚΛΙΜΑΞ. Έκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου 1978. Λόγος ἔνατος, Περὶ μνησικακίας, σελ. 166).
Μνησικακία σημαίνει νὰ μὴν ξεχνᾶς αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔχει κάνει ὁ ἄλλος σὲ βαθμὸ τέτοιο ποὺ νὰ εὔχεσαι τὸ κακό του καὶ τὴν καταδίκη του. Ὁ μνησίκακος κατὰ τὸν ἅγ. Ἰωάννη, φθάνει ἀκόμα καὶ στὸ σημεῖο νὰ γίνεται καὶ ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν, προσαρμόζοντας καὶ ἐξηγώντας τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὶς δικές του διαθέσεις καὶ πρὸς προάσπιση τοῦ ἑαυτοῦ του εὶς βάρος τῆς ἀληθείας. Ἡ μνησικακία εἶναι φοβερὴ ἁμαρτία καὶ ὁ μνησίκακος μισεῖται ἀπὸ τὸν Θεό:
«Ἡ μνησικακία ἐστιν ἁμαρτία τοσοῦτον μεγάλη καὶ μεμισημένη ὑπὸ θεοῦ, ὥστε ὁ μνησίκακος οὐδεμίαν ἔχει σωτηρίας ἐλπίδα» (Κυριακοδρόμιον, σελ. 252).
Γράφει ὁ ἅγ. Χρυσόστομος σχετικὰ μὲ τὴν μνησικακία:
«Ὅταν μνησικακεῖς, πρέπει νὰ καταλάβεις ὅτι μνησικακεῖς ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὄχι ἐναντίον ἄλλου. Ὅτι σφιχτοδένεις τὰ δικά σου ἁμαρτήματα καὶ ὄχι τοῦ ἀδελφοῦ σου. Διότι πῶς θὰ πετύχεις τὴ συγχώρεση, ποὺ ἐσὺ δὲν δίνεις στοὺς ἄλλους;  Ἂς μὴν σπρώχνουμε τὸ ξίφος, κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς τοὺς ἑαυτούς μας εὐεργετοῦμε, ὅταν ἀγαπᾶμε τοὺς συνανθρώπους μας, ἔτσι ἀκριβῶς τιμωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας, ὅταν μισοῦμε τοὺς ἄλλους… Μὴν σφάζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸ νὰ κρατοῦμε μέσα μας κακία. Γιατί ποιός νομίζεις πὼς μπορεῖ νὰ σὲ λυπήσει τόσο θανάσιμα, ὅσο καταφέρνεις ἐσὺ ὁ ἴδιος, μὲ τὸ νὰ ἔχεις μέσα σου μνήμη τῆς ὀργῆς καὶ ἔτσι νὰ φέρνεις καταπάνω σου τὴν καταδίκη του Θεοῦ στὴν μέλλουσα κρίση;...
Μὴν δικαιολογεῖσαι, ὅτι σὲ ἔβρισε κάποιος, ἢ σὲ συκοφάντησε, ἤ σου ἔκανε πολλὰ κακά. Ὅσα περισσότερα κακὰ ἀναφέρεις ὅτι σου προξένησε, τόσο περισσότερο εὐεργέτης τελικὰ σοῦ γίνεται. Γιατὶ σοῦ ἔδωσε ἀφορμὴ νὰ ξεπλύνεις τὰ δικά σου ἁμαρτήματα μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀνεξικακία… Κανένα ἄνθρωπο δὲν ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς τόσο πολύ, ὅσο τὸν μνησίκακο, ποὺ κρατάει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀδιάκοπα τὴν ἔχθρα πρὸς τὸν πλησίον του. Εἶναι προτιμότερο νὰ ὑπάρχει μέσα στὴν καρδιά σου μία ὀχιά, παρὰ ἡ μνησικακία! Γιατί εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ζημιὰ αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας, ὥστε ἀνακαλεῖ καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ…
Ὅποιος κρατάει κακία μέσα του καὶ θέλει νὰ ἔχει ἐχθρό, ποτὲ δὲν θὰ ἀπολαύσει ἐχθρό, ἀφοῦ συνεχῶς ὀργίζεται καὶ ἡ ζάλη του αὐτή, τοῦ αὐξάνουν τοὺς λογισμούς. Συνεχῶς θὰ ἐνθυμεῖται τὰ λόγια καὶ τὶς πράξεις τοῦ ἐχθροῦ του καὶ θὰ νοιώθει ἀντιπάθεια. Ἀκόμα καὶ τὸ ὄνομα ἁπλῶς τοῦ ἐχθροῦ του νὰ ἀναφέρεις, γίνεται θηρίο καὶ ὑποφέρει ψυχικά… Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ ἔχουμε μόνο ἕναν ἐχθρό: Τὸν διάβολο. Ποτέ, μὰ ποτὲ νὰ μὴν συμφιλιωθεῖς μαζί του! Πρὸς τὸν ἀδερφό σου ὅμως, νὰ μὴν ἔχεις βαρειὰ καρδιά. Καὶ ἂν κάποτε συμβεῖ μία μικροψυχία, ἂς εἶναι παροδική. Νὰ μὴν ξεπερνάει τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας. Διότι λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: “Ἡ δύση τοῦ ἡλίου, νὰ μὴν σὲ βρεῖ, ὀργισμένο μὲ κάποιον” (Ἐφεσ. 4,26). Ἂν προτοῦ βραδυάσει συμφιλιωθεῖς, θὰ ἔχεις κάποια συγγνώμη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν ὅμως ἐξακολουθεῖς νὰ μνησικακεῖς, τότε ἡ ἀποστροφή σου δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν θυμὸ καὶ τὴν ὀργὴ τῆς στιγμῆς, ἀλλὰ ἀπὸ κακία καὶ βρώμικη ψυχή, ποὺ μελετᾶ τὴν κακία.
Ἂς μὴν φροντίζουμε τίποτε ἄλλο τόσο πολύ, ὅσο νὰ εἴμαστε καθαροὶ ἀπὸ τὴν ὀργή, νὰ συμφιλιωνόμαστε μὲ ὅσους εἶναι δυσαρεστημένοι μαζί μας. Καὶ νὰ ξέρουμε, ὅτι οὔτε ἡ προσευχή, οὔτε ἡ ἐλεημοσύνη, οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ Θεία Κοινωνία, οὔτε τίποτα ἄλλο μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, ἂν μνησικακοῦμε. Καὶ ἂν ἀκόμα ἔχουμε ἀμέτρητες καλὲς πράξεις, ἀλλὰ εἴμαστε μνησίκακοι, ὅλα πᾶνε μάταια καὶ ἄσκοπα. Ἀπὸ τὶς καλές μας πράξεις, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ κερδίσουμε καμμία ὠφέλεια γιὰ τὴν σωτηρία μας. Οὔτε προσευχή, οὔτε ἐλεημοσύνη, οὔτε νηστεία, οὔτε ἡ Μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο, δὲν θὰ μπορέσει νὰ μᾶς προστατεύσει, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μελλούσης Κρίσεως, ἐὰν διατηροῦμε τὴν μνησικακία στὴν ψυχή μας. Δὲν σφάλλει κανείς, ἐὰν θεωρήσει τὴν μνησικακία, ὡς τὴν χειρότερη ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία. Διότι τίποτε δὲν ἀποστρέφεται καὶ δὲν μισεῖ ὁ Θεός, ὅσο τὸν μνησίκακο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὴν ὀργὴ στὴν ψυχή του» (ἐδῶ).
Ἀπὸ τὰ παραπάνω λόγια τοῦ Ἁγίων δίνεται ξεκάθαρη ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα ποὺ τέθηκαν στὴν ἀρχή: Πῶς νὰ εἶναι θεάρεστος ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγῶνας καὶ νὰ εὐλογεῖται ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅταν ἱερεῖς (στοὺς ἱερεῖς ἡ ἁμαρτία εἶναι βαρύτερη, διότι εἶναι ὑπεύθυνοι καὶ θὰ δώσουν λόγο γιὰ κάθε ψυχή), μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, δὲν ὑποστηρίζουμε τὸ δίκαιο, γιατὶ αὐτὸς ποὺ τὸ ἐξέφρασε κάποτε ἔπραξε ἢ συνέγραψε κάτι ποὺ ἦταν ἐναντίον τους· δὲν ἐπισκεπτόμαστε τὸν ἀσθενῆ, γιατὶ δὲν συμπορεύεται μαζί μας· δὲν ἀποδεχόμαστε τὴν ἀλήθεια τῶν ἐπιχειρημάτων, διότι προσβάλει τὸν κύκλο ποὺ ἀνήκουμε καὶ φθάνουμε στὸ σημεῖο νὰ διαστρεβλώνουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε· δὲν ἀποδεχόμαστε τὸ ὅποιο κάλεσμα ὁμονοίας, διότι δὲν ξεχνοῦμε τὶ συνέβη πρίν· δὲν βάζουμε τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς παναιρέσεως πάνω απὸ τὶς ὅποιες ἀδικίες ὑποφέραμε, διότι ἁπλῶς δὲν τὶς ξεχνοῦμε. Μιλοῦμε γιὰ ἀγάπη καὶ ἐπιθυμοῦμε τὴν κόλαση για αὐτὸν ποὺ μᾶς ἐνόχλησε. Καὶ τὸ χειρότερο: ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν παράλληλα μὲ τὴν αὐτοϊκανοποίηση ποὺ νιώθουμε ὅτι πράττουμε τὸ θελημα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν κοινωνοῦμε μὲ τὴν αἵρεση καὶ κοινωνοῦμε αὐτοδικαιωμένοι, παρόλο ποὺ ἡ ὀλέθρια φλόγα τῆς μνησικακίας φουντώνει μέσα μας.
Γιὰ νὰ εὐοδώσει ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγῶνας πρέπει νὰ πάψουν καὶ τὰ ἄλλα πάθη ποὺ τὸν καταδυναστεύουν καὶ κυρίως ἡ μνησικακία. Πῶς;
«Ἡ ἀνάμνηση τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, θὰ θεραπεύσει τὴν ψυχὴ ποὺ μνησικακεῖ, διότι θὰ αἰσθάνεται ὑπερβολικὴ ντροπή, ἐνῶ θὰ ἀναλογίζεται τὴν ἀνεξικακία τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στοὺς Σταυρωτές του. Τότε θὰ καταλάβεις ὅτι ἔχεις ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν μνησικακία, ὅταν μάθεις, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ σὲ λύπησε, τοῦ συνέβη κάποια συμφορά, ψυχικὴ ἢ σωματικὴ καὶ ἐσὺ πονέσεις καὶ κλάψεις, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὸν ἑαυτό σου» (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).
«Ἂν ἐσὺ ἔχεις μνησικακία ἐναντίον ἄλλου, νὰ προσεύχεσαι γι' αὐτὸν καὶ σταματᾶς τὴν κίνηση τοῦ πάθους, ἀποχωρίζοντας μὲ τὴν προσευχὴ τὴ λύπη ἀπὸ τὴν θύμηση τοῦ κακοῦ ποὺ σοῦ ἔκανε. Ὅταν ἀποκτήσεις ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία, θὰ ἐξαφανίσεις ἐντελῶς τὸ πάθος ἀπὸ τὴν ψυχή σου. Ἂν ἄλλος μνησικακεῖ ἐναντίον σου, γίνε εὐεργετικὸς καὶ ταπεινὸς πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ φέρεσαι μὲ καλοὺς τρόπους καὶ μὲ αὐτὰ τὸν ἐλευθερώνεις ἀπὸ τὸ πάθος» (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής).
Ἂν σκεφτόμαστε πὼς θὰ προσέλθουμε στὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἂν σκεφτόμαστε πὼς εἶναι ἀναγκαῖο νὰ συγχωρέσουμε τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ μᾶς πίκραναν καὶ μετὰ νὰ προσέλθουμε στὸ Ποτήριο τῆς ζωῆς. Ἡ ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ζητοῦμε στὴν Θ. Λειτουργία, εἶναι πάνω ἀπὸ τὰ ὅποια πάθη μας, ἐκτὸς φυσικὰ ἂν ὑπάρχουν δογματικὲς ἀποκλίσεις. Ἡ τράπεζα τῆς θείας Εὐχαριστίας δὲν δέχεται ὅσους μισοῦνται μεταξύ τους, ἐνῶ ἀποκαλοῦνται ἀδελφοί. «Οὐ δέχεται τοὺς ἀπεχθῶς πρὸς ἀλλήλους ἔχοντας αὕτη ἡ τράπεζα», τονίζει ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος. Ἂς λέμε καὶ γι’ αὐτοὺς τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ἢ τὸ ὡραιότατο αἴτημα τῆς Εὐχῆς: «Τοῖς μισούσι καὶ ἀδικούσιν ἡμᾶς συγχώρησον, Κύριε…». Αὐτὸ τὸ μάθημα διδαχθήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριό μας τὸν ἴδιο, ὁ Ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει» (Α΄ Πέτρ. β΄ 23). «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. ε΄ 44).
Καὶ τὸ κυριώτερο, ἂν θέσουμε τὴν ὁμόνοια τῆς Ἐκκλησίας πάνω ἀπὸ τὰ ὅποια προσωπικὰ μας θέματα γιὰ τὴν ἀνάδειξη καὶ νίκη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς.
                                          Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου