Τὸν ἐχθρό σου, ποτὲ μὴν τὸν κάνεις φίλο
π. Ἀθανάσιου Μυτιληναίου
Ἀπὸ ὁμιλία εἰς τὴν Σοφία Σειράχ, ἀρ. 160
[Κι αν αυτά ισχύουν για οποιοδήποτε εχθρό, τι συμβαίνει με
τους αιρετικούς που είναι εχθροί μας, αλλά που είναι πρωτίστως εχθροί του Θεού;].
«Μὴ πιστεύσεις τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰῶνα» (Σοφία Σειράχ ιβ΄ καὶ ιθ΄).
Ποτὲ μὴν ἐμπιστευθεῖς εἰς τὸν ἐχθρόν σου, ὅταν σοῦ ἐμφανίζεται ὡς φίλος· ποτέ, εἰς τὸν αἰῶνα, ποτέ. Ἄλλο πρᾶγμα βέβαια νὰ φαίνεσαι ὅτι εἶσαι ἀνεξίκακος ἀπέναντί του· καὶ ἐκ βαθέων μάλιστα ἀνεξίκακος, καὶ εὐεργετικὸς μάλιστα. Αὐτὸ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα, καὶ ἐντελλόμεθα νὰ τὸ κάνουμε αὐτό, καὶ ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νὰ ἐμπιστευθεῖς ὅ,τι ἀφορᾶ σὲ σένα, τὰ μυστικά σου, τὰ προβλήματά σου, τὴ ζωή σου. (Αὐτὸ) ποτέ. Καὶ νὰ γνωρίζετε ὅτι ποτέ, παλαιὸς ἐχθρός, δὲν γίνεται φίλος. Αὐτὸ νὰ τὸ ξέρετε. Μπορεῖ νὰ τὰ φτιάξουμε, νὰ λέμε καλημέρα, νὰ λέμε ἐγκαρδίως καλημέρα, ἀλλὰ νὰ γίνει φίλος μας, (αὐτὸς μπορεῖ νὰ δείξει ὅτι θὰ ἤθελε νὰ γίνει φίλος μας), ἐμεῖς οὐδέποτε θὰ ἐμπιστευθοῦμε. Θὰ ἐπαναλάβω: «Μὴ πιστεύσεις τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰῶνα».
Καὶ ἐξηγεῖ ἡ Σοφία Σειράχ: «Ὡς γὰρ ὁ χαλκὸς ἰοῦται, οὕτως ἡ πονηρία αὐτοῦ». Ὅπως, λέγει, σκουριάζει ὁ χαλκός, ἔτσι καὶ ἡ πονηρία του. Δηλαδή, διαρκῶς αὐξάνει ἡ πονηρία του, ὅπως καὶ ἡ σκουριὰ στὸ χαλκό, γιατὶ εἶναι κακὸς ἄνθρωπος.
«Καὶ ἐὰν ταπεινωθῇ καὶ πορεύηται συγκεκυφώς»: Κι ἂν ἀκόμα ταπεινωθεῖ (μὲ τὴν ἔννοιαν νὰ δείξει εὐτέλεια, ἐξευτελισμὸ τοῦ ἑαυτοῦ του) καὶ περπατάει καμπουριασμένα, μὲ τὸ κεφάλι κάτω, σκυμμένο·
«ἐπίστησον τὴν ψυχήν σου καὶ φύλαξαι ἀπ᾿ αὐτοῦ»: πρόσεξε, πές στὸν ἑαυτό σου ὅτι δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἐμπιστευθεῖς, φυλάξου ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον·
«καὶ ἔσῃ αὐτῷ ὡς ἐκμεμαχὼς ἔσοπτρον»: σὰν ἐκεῖνον ποὺ ἔχει καθαρίσει αὐτὸν τὸν χάλκινον, «ἐκμεμαχώς», δηλαδὴ μ’ ἕνα πανὶ καθάρισε τὴν χάλκινη ἐπιφάνειαν, τὸν χάλκινον καθρέπτη, ἀλλὰ ἡ ὀξείδωσίς του θὰ φανεῖ γρήγορα. Γυαλίστηκε· πρόσεξε· παλιὸς ἐχθρός· ἡ ὀξείδωσή του θὰ ἀναφανεῖ πάλι.
«καὶ γνώσῃ ὅτι οὐκ εἰς τέλος κατίωσε»: Καὶ τότε θὰ καταλάβεις ὅτι δὲν ἔχει τελειωμὸ ἡ σκουριά·
«μὴ στήσῃς αὐτὸν παρὰ σεαυτῷ»: Μὴν τὸν βάλεις δίπλα σου· νὰ πεῖς· θὰ τὸν κάνω συνέταιρο, συνάδελφο, θὰ συνεργασθοῦμε, θὰ τὸν κάνω συγγενῆ μου·
«μὴ ἀνατρέψας σε στῇ ἐπὶ τὸν τόπον σου»: μὴ σὲ ἀναποδογυρίσει καὶ καθίσει στὸν δικό σου τὸν τόπο·
«μὴ καθίσῃς αὐτὸν ἐκ δεξιῶν σου»: Δηλαδὴ μὴν τοῦ δείξεις εὔνοια, «μήποτε ζητήσῃ τὴν καθέδραν σου», τὸν τόπον σου, δηλαδὴ τὴν καρέκλα σου, «καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων ἐπιγνώσῃ τοὺς λόγους μου» καὶ στὸ τέλος θὰ θυμηθεῖς τὰ λόγια μου ποὺ σὲ συμβουλεύω, «καὶ ἐπὶ τῶν ρημάτων μου κατανυγήσῃ» καὶ τότε θὰ λυπηθεῖς γι’ αὐτὰ ποὺ σούχω πεῖ.
Προσοχή. Πρέπει νὰ προσέξουμε. Καὶ συνεχίζει: «καὶ ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ γλυκανεῖ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ βουλεύσεται ἀνατρέψαι σε εἰς βόθρον»: Μὲ τὰ λόγια του θὰ δείξει ὅτι εἶναι πολὺ σπουδαῖος ἀπέναντί σου, σ’ ἀγαπᾶ, ἀλλὰ ἀπὸ μέσα του σκέπτεται, πῶς θὰ σὲ ρίξει μέσα σὲ βόθρο.
Πῶς τὸ λέγει ἐκεῖ ὁ ψαλμωδός; μιλοῦσαν λέγει, ὄμορφα, μὲ γλυκὰ λόγια, ἀλλὰ στὸ βάθος τὰ λόγια τους ἦσαν ὡσεὶ βολίδες, πέτρες. Μιλᾶνε ὡραῖα, στὴν πραγματικότητα ὅμως, σκέπτονται ἄσχημα. «Ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ δακρύσει ὁ ἐχθρός»: θὰ φτάσει ἀκόμη καὶ νὰ δακρύσει μπροστά σου
«καὶ ἐὰν εὕρῃ καιρόν, οὐκ ἐμπλησθήσεται ἀφ᾿ αἵματος»: κι ἂν εὕρει κατάλληλη στιγμή, δὲν θὰ χορτάσει ἀπὸ δολοφονικὰ αἵματα.
Γι’ αὐτὸ ἂς προσέχουμε· πολλάκις οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀλλάζουν. Δὲν ἀλλάζουν. Θὰ τὸ πῶ διὰ τρίτην φορά. Παλιὸς ἐχθρός, φίλος δὲν γίνεται εἰς τὸν αἰῶνα. Ποτέ. Νὰ τὸ ξέρετε. Δὲν σημαίνει ὅτι δὲν θὰ ποῦμε καλημέρα· (Θὰ ποῦμε), ἀλλὰ δὲν θὰ ἐμπιστευθοῦμε. Αὐτὸ θέλω νὰ καταλάβουμε.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος μίλησε γι’ αὐτὴν τὴν ὑποκρισία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν εἶπε, «μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταί...».
Πάντως, ἂν δὲν προσέξουμε ἡ βλάβη μας θὰ εἶναι σίγουρη καὶ ἀναπόφευκτη. Ὁ ἕνας μπορεῖ νὰ μᾶς πλησιάζει μὲ συμπαθῆ, θλιμμένη ὄψη. Κι ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ μᾶς προσεγγίζει γελαστός, χαρούμενος, χωρὶς νὰ ξέρουμε τί κρύβει μέσα του. Καὶ εἰς τὴν μία περίπτωση καὶ εἰς τὴν ἄλλη χρειάζεται ἐπαγρύπνησις καὶ προσοχὴ στὶς σχέσεις μας, γιὰ νὰ μὴ λυπηθοῦμε ἀργότερα.
«Συγκύφων πρόσωπον καὶ ἑτεροκωφῶν, ὅπου οὐκ ἐπεγνώσθη, προφθάσει σε καὶ ἐὰν ὑπὸ ἐλαττώματος ἰσχύος κωλυθῇ ἁμαρτεῖν, ἐὰν εὕρῃ καιρόν, κακοποιήσει» (στ. 27-28). Δηλαδή, ἔχοντας σκυμμένο τὸ πρόσωπό του καὶ κρυφακούοντας μὲ τὸ ἕνα αὐτί, ἐκεῖ ποὺ δὲν θὰ ἔχει γίνει ἀντιληπτὸς καὶ κανεὶς δὲν θὰ τον ἀντιλαμβάνεται, θὰ σὲ προλάβει γιὰ νὰ σοῦ κάνει κακό. Καὶ ἂν ἀπὸ κάποια σωματική του ἀδυναμία ἐμποδισθεῖ νὰ σὲ βλάψει, ὅμως, ὅταν βρεῖ τὴν εὐκαιρία καὶ τὸν τρόπο θὰ σὲ κακοποιήσει...
Ἀδελφοί μου, χωρὶς νὰ ξεπέσουμε εἰς τὴν καχυποψίαν, (διότι ὅπως ξέρετε ἡ καχυποψία εἶναι κακὸ πρᾶγμα καὶ μάλιστα σὲ μερικοὺς εἶναι ἀρρώστια...) θὰ πρέπει νὰ προσέχουμε πολὺ ἀπ’ αὐτὰ ὅλα τὰ ἐμπαθῆ καὶ ὑποκριτικὰ πρόσωπα.
Ἀπομαγνητοφώνηση: Π.Σ.