Προεόρτια τῆς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Χριστοῦ

και αγίου Εὐσγινίου του Μάρτυρος


Ὁ Κύριος εἶχε προειπεῖ στοὺς μαθητές του γιὰ τοὺς κινδύνους, γιὰ τὰ πάθη του καὶ τὴν θανάτωσή του καὶ ἐπίσης γιὰ τὸ τί θὰ τραβοῦσαν στὴν συνέχεια ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Εὐαγγελίου, λέγοντάς τους πὼς αὐτὰ ἀνήκουν στὴν παροῦσα ζωή. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔχει οὐσιαστικὴ σημασία εἶναι ἡ αἰώνια ζωή.

Ἔτσι λοιπὸν ὁ Χριστὸς θέλοντας νὰ δείξει στοὺς μαθητές του μία πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς, παρέλαβε τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθητές του, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνέβασε σὲ ἕνα βουνό. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του σὰν τὸ φῶς. Καὶ τότε ἐμφανίστηκαν ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας οἱ ὁποῖοι συνομίλησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ.
Ὁ Κύριος πῆρε μόνο αὐτοὺς τοὺς μαθητές, διότι εἶχαν κάποια ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν ἄλλων. Συγκεκριμένα ὁ Πέτρος γιατί ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Χριστό, ὁ Ἰωάννης γιατί τὸν ἀγαποῦσε πολὺ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Ἰάκωβος ἐπειδὴ εἶχε τὴν δύναμη νὰ πιεῖ τὸ ποτῆρι ποὺ ἤπιε ὁ Χριστός.
Τοὺς Μωϋσῆ καὶ Ἠλία τοὺς ἔφερε γιὰ νὰ διορθώσει τὶς ἐντυπώσεις ποὺ ὑπῆρχαν μέχρι τότε γιὰ τὸ ποιός ἦταν, ἂν ἦταν δηλαδὴ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἡ κάποιος μεγάλος προφήτης.
Αὐτὰ λοιπὸν συνέβησαν στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸ ὄρος Θαβώρ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστοῦ τὴν Μεταμόρφωσιν προϋπαντήσωμεν, φαιδρῶς πανηγυρίζοντες τὰ προεόρτια, πιστοὶ καὶ βοήσωμεν· Ἔφθασεν ἡ ἡμέρα, τῆς ἐνθέου εὐφροσύνης· ἄνεισιν εἰς τὸ ὄρος, τὸ Θαβὼρ ὁ Δεσπότης, τῆς Θεότητος αὐτοῦ, ἀπαστράψαι τὴν ὡραιότητα.

Ὁ Ἅγιος Εὐσίγνιος ὁ Μάρτυρας
  
Εὐσίγνιον τέμνουσι τὸν Χριστοῦ φίλον,
Τομῆς μέχρι κράζοντα, Χριστὸς μοι σέβας.
Πέμπτῃ Εὐσιγνίοιο κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη.

Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἦταν στρατιωτικὸς γιὰ ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια. Στρατεύθηκε ὅταν βασίλευε ὁ Κώνστας ὁ Χλωρός, πατέρας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἔζησε πολλὰ χρόνια καὶ πρόφθασε μέχρι καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη.

Ὅταν κάποτε ὁ βασιλιὰς αὐτὸς ἔφθασε στὴν Ἀντιόχεια, ζήτησε νὰ τὸν δεῖ κάποιος γέροντας στρατιώτης 110 χρονῶν! Ὁ Ἰουλιανὸς ἀπὸ περιέργεια τὸν δέχθηκε, καὶ ἔμεινε ἔκπληκτος ὅταν εἶδε τὸ γέροντα στρατιώτη τόσων χρονῶν νὰ διατηρεῖ ἀλύγιστο τὸ σῶμα του. Διέταξε καὶ τὸν περιποιήθηκαν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα. Ἀλλὰ ὁ Εὐσίγνιος δὲν ἱκανοποιήθηκε ἀπ' αὐτὲς τὶς περιποιήσεις τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ ὅτι μάταια προσπαθεῖ νὰ ζωντανέψει ἕνα πτῶμα, ὅπως εἶναι ἡ εἰδωλολατρία. Καὶ ἐπὶ τέλους, νὰ πάψει νὰ διώκει τὸν Χριστό.

Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἰουλιανός, ἐξαγριώθηκε καὶ διέταξε ἀμέσως νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Τότε ὁ Εὐσίγνιος, γεμάτος ἀπὸ χαρά, εἶπε: «Εὐχαριστῶ, βασιλιά. Ὁ θάνατος μὲ σεβάστηκε στὸ πεδίο τῶν μαχῶν, γιὰ νὰ μὲ εὕρει τώρα καὶ νὰ μοῦ δώσει τὸ κτύπημα χάριν τοῦ Χριστοῦ. Τέτοιο τέλος εἶναι ἄξιο χριστιανοῦ στρατιώτη, καὶ δοξολογῶ τὸν Ὕψιστο ποὺ εὐδόκησε νὰ μὲ ἐπιφυλάξει γιὰ τέτοιο τέλος».
Ἔτσι ὁ Εὐσίγνιος ἔλαβε τὸν τίμιο θάνατο τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀποκεφαλισμό.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἔμπλεως πίστεως, τῆς πρὸς Χριστὸν εὐσεβῶς, νεάζον τὸ φρόνημα, ἔσχες ἐν γήρᾳ καλῶς, Εὐσίγνιε ἔνδοξε· ὅθεν ὁμολογήσας, τὸν Ὑπέρθεον Λόγον, ἤλεγξας θαρσαλέως, Παραβάτου τὸ θράσος· ἐντεῦθεν μετὰ Μαρτύρων, ὡς Μάρτυς δεδόξασαι.
Πηγή: Εδώ.