Κυριακὴ ΙΓ΄ Ματθαίου (Ματθ. 21,33-42)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΕΡΓΑΤΕΣ ΑΝΑΞΙΟΙ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
«Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς» (Ματθ. 21,41)
Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται σήμερα σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας (βλ. Ματθ. 21,33-42) περιέχει, ἀγαπητοί μου, μία παραβολή. Σᾶς ὑπενθυμίζω τὴν ὑπόθεσί της, γιὰ νὰ δοῦμε ἐν συνεχείᾳ τὴν ἑρμηνεία της.
* * *
Ἡ ὑπόθεσις. Ἕνας πλούσιος «οἰκοδεσπότης», νοικοκύρης, εἶχε στὴν κατοχή του πολλὰ χωράφια. Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ διάλεξε ἕνα καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸ κάνῃ«ἀμπελῶνα», ἀμπέλι. Φύτεψε ἐκεῖ κλήματα καὶ σήκωσε γύρω – γύρω «φραγμόν», φράχτη, γιὰ νὰ μὴ μπαίνουν μέσα ζῷα καὶ τοῦ κάνουν ζημιά. Μέσα στὸ ἀμπέλι ἔσκαψε κι ἄνοιξε στὴ γῆ «ληνόν», στέρνα, κι ἀπὸ πάνω κατασκεύασε πατητήρι, ὥστε νὰ συνθλίβουν μέσα σ᾽ αὐτὸ τὰ σταφύλια κι ἀπὸ κάτω νὰ συλλέγουν τὸ μοῦστο ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο γίνεται τὸ κρασί. Ἔχτισε ἀκόμη ἕναν ὑψηλὸ «πύργον» μὲ παρατηρητήριο, γιὰ νὰ βλέπουν ἀπὸ ᾽κεῖ ὅλο τὸν ἀμπελῶνα μὲ τὴ γύρω περιοχὴ καὶ νὰ φρουροῦν καλὰ ἀπὸ κλέφτες. Τὸ ζηλευτὸ αὐτὸ ἀμπέλι τὸ ἐμπιστεύθηκε σὲ «γεωργούς», καλλιεργητὰς ποὺ εἶχε στὴν ὑπηρεσία του, καὶ ἑτοιμάστηκε ν᾽ ἀναχωρήσῃ. Προτοῦ νὰ φύγῃ κάλεσε τοὺς ἐργάτες καὶ τοὺς εἶπε· Ἐνῷ θὰ λείπω, θέλω ἐσεῖς νὰ περιποιηθῆτε τὸ ἀμπέλι ὅσο καλύτερα μπορεῖτε.
Πέρασε ἀρκετὸ διάστημα, ἦρθε ὁ καιρὸς ποὺ ὡριμάζουν τὰ σταφύλια, καὶ τότε ὁ νοικοκύρης, ποὺ ποτέ δὲν σταμάτησε νὰ σκέπτεται τὸ ἀμπέλι του, ἐπέστρεψε καὶ ἔστειλε ὑπηρέτες ζητώντας νὰ τοῦ φέρουν τοὺς καρπούς. Οἱ ἀμπελουργοὶ ὅμως δὲν φέρθηκαν καθόλου καλά· ἔπιασαν τοὺς ὑπηρέτες καὶ τοὺς κακοποίησαν· ἄλλον τὸν ἔδειραν, ἄλλον τὸν σκότωσαν, ἄλλον τὸν πῆραν μὲ τὶς πέτρες. Τὸ ἀφεντικὸ δείχνοντας μιὰ ἀπίστευτη ἐπιείκεια ἀπέφυγε νὰ τοὺς τιμωρήσῃ ἀμέσως, ὅπως θὰ περίμενε κανείς. Στέλνει πάλι ἄλλους ὑπηρέτες περισσότερους ἀπὸ τοὺς πρώτους, μὰ οἱ κακοὶ ἐργάτες ἀμετανόητοι κάνουν καὶ σ᾽ αὐτοὺς τὰ ἴδια. Στὸ τέλος πλέον τοὺς ἔστειλε τὸν ἴδιο τὸ γυιό του κάνοντας τὴ σκέψι· Πιστεύω τώρα θὰ ντραποῦν. Οἱ γεωργοὶ ὅμως, ὅταν εἶδαν τὸν γυιὸ τοῦ ἰδιοκτήτη, σκέφτηκαν πολὺ σατανικά. Αὐτός, συλλογίστηκαν, εἶνε ὁ αὐριανὸς κληρονόμος· ἐλᾶτε νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾽ τὴ μέση καὶ τὸ ἀμπέλι νὰ ᾽ρθῇ στὰ χέρια μας… Ἔτσι καὶ ἔγινε· τὸν ἁρπάζουν τὸν βγάζουν ἔξω ἀπὸ τ᾽ ἀμπέλι καὶ τὸν σκοτώνουν!
Αὐτὴ ἦταν ἡ παραβολή. Κι ὅταν τελείωσε τὴ διήγησί του ὁ Κύριος, ἐρωτᾷ· Ὅταν λοιπὸν ἔρθῃ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελῶνος, τί θὰ κάνῃ τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους; Καὶ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ ἀποκρίνονται·
Πέρασε ἀρκετὸ διάστημα, ἦρθε ὁ καιρὸς ποὺ ὡριμάζουν τὰ σταφύλια, καὶ τότε ὁ νοικοκύρης, ποὺ ποτέ δὲν σταμάτησε νὰ σκέπτεται τὸ ἀμπέλι του, ἐπέστρεψε καὶ ἔστειλε ὑπηρέτες ζητώντας νὰ τοῦ φέρουν τοὺς καρπούς. Οἱ ἀμπελουργοὶ ὅμως δὲν φέρθηκαν καθόλου καλά· ἔπιασαν τοὺς ὑπηρέτες καὶ τοὺς κακοποίησαν· ἄλλον τὸν ἔδειραν, ἄλλον τὸν σκότωσαν, ἄλλον τὸν πῆραν μὲ τὶς πέτρες. Τὸ ἀφεντικὸ δείχνοντας μιὰ ἀπίστευτη ἐπιείκεια ἀπέφυγε νὰ τοὺς τιμωρήσῃ ἀμέσως, ὅπως θὰ περίμενε κανείς. Στέλνει πάλι ἄλλους ὑπηρέτες περισσότερους ἀπὸ τοὺς πρώτους, μὰ οἱ κακοὶ ἐργάτες ἀμετανόητοι κάνουν καὶ σ᾽ αὐτοὺς τὰ ἴδια. Στὸ τέλος πλέον τοὺς ἔστειλε τὸν ἴδιο τὸ γυιό του κάνοντας τὴ σκέψι· Πιστεύω τώρα θὰ ντραποῦν. Οἱ γεωργοὶ ὅμως, ὅταν εἶδαν τὸν γυιὸ τοῦ ἰδιοκτήτη, σκέφτηκαν πολὺ σατανικά. Αὐτός, συλλογίστηκαν, εἶνε ὁ αὐριανὸς κληρονόμος· ἐλᾶτε νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾽ τὴ μέση καὶ τὸ ἀμπέλι νὰ ᾽ρθῇ στὰ χέρια μας… Ἔτσι καὶ ἔγινε· τὸν ἁρπάζουν τὸν βγάζουν ἔξω ἀπὸ τ᾽ ἀμπέλι καὶ τὸν σκοτώνουν!
Αὐτὴ ἦταν ἡ παραβολή. Κι ὅταν τελείωσε τὴ διήγησί του ὁ Κύριος, ἐρωτᾷ· Ὅταν λοιπὸν ἔρθῃ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελῶνος, τί θὰ κάνῃ τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους; Καὶ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ ἀποκρίνονται·
«Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς» (Ματθ. 21,41), τέτοιοι ποὺ εἶνε τοὺς πρέπει σκληρὴ τιμωρία· ἀφοῦ φέρθηκαν ἐγκληματικά, θὰ τοὺς τιμωρήσῃ αὐστηρά· θὰ τοὺς διώξῃ καὶ θὰ παραδώσῃ τὸν ἀμπελῶνα σὲ ἄλλους γεωργούς, ποὺ θὰ τὸν καλλιεργήσουν ὅπως ἐπιθυμεῖ καὶ θὰ τοῦ παραδώσουν τοὺς καρποὺς στὸν καιρό τους.
* * *
Καὶ τώρα, ἀγαπητοί μου, ἡ ἐξήγησις. Ποιός εἶνε ὁ «οἰκοδεσπότης»; ποιός εἶνε ὁ «ἀμπελών»; ποιός ὁ «φραγμός»; ποιός εἶνε ὁ «ληνός», τὸ πατητήρι; ποιός εἶνε ὁ «πύργος»; καὶ ποιοί εἶνε οἱ κακοὶ «γεωργοί»;
«Οἰκοδεσπότης» εἶνε ὁ Θεός· αὐτὸς ἐξουσιάζει ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη διάλεξε τοὺς Ἑβραίους. Κανένα ἄλλο ἔθνος δὲν ἀγάπησε τόσο ὁ Θεὸς ὅσο αὐτό. Αὐτὸ ἦταν ὁ «ἀμπελών», τὸ ἀμπέλι ποὺ μέρα καὶ νύχτα καλλιεργοῦσε ἡ θεία Πρόνοια. Καὶ τί δὲν ἔκανε γι᾽ αὐτό! «Φραγμός», φράχτης, ἦταν ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος μὲ τὶς 10 ἐντολές, ποὺ τοὺς προφύλασσε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. «Ληνὸς» ἦταν τὸ θυσιαστήριο. Καὶ «πύργος» ἦταν ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος.
Ἀλλὰ τὸ ἀμπέλι ἔπεσε στὰ χέρια κακῶν γεωργῶν. Αὐτοὶ ἦταν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, γραμματεῖς, φαρισαῖοι, ἀρχιερεῖς. Αὐτοὶ δὲν τὸ περιποιοῦντο ὅπως τοὺς εἶπε. Καὶ ὅταν ἔστειλε τοὺς «ὑπηρέτας» του, τοὺς προφῆτες, τὰ κλήματα ἦταν ξερά. Καὶ οἱ κακοὶ γεωργοὶ ὄχι μόνο δὲν ἔδωσαν καρποὺς ἀλλὰ καὶ κακοποίησαν κατ᾽ ἐπανάληψιν τοὺς ἀπεσταλμένους προφῆτες· π.χ. τὸ Μιχαία τὸν ἔδειραν (βλ. Γ΄ Βασ. 22,24), τὸν Ἠσαΐα τὸν θανάτωσαν (βλ. Ἑβρ. 11,37), τὸν Ζαχαρία τὸν λιθοβόλησαν (βλ. Β΄ Παρ. 24,20-22. Ματθ. 23,35. Λουκ. 11,51).
Τέλος στέλνει τὸν Υἱό του, καὶ τότε ἡ κακία κορυφώθηκε· τὸν σταύρωσαν καὶ αὐτὸν ἔξω ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα. Ὁ Θεὸς πλέον τοὺς τιμωρεῖ· διώχνει τοὺς κακοὺς ἐργάτες καὶ παραδίδει τὸν ἀμπελῶνα σὲ ἄλλους, στοὺς ἀποστόλους, ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας.
«Οἰκοδεσπότης» εἶνε ὁ Θεός· αὐτὸς ἐξουσιάζει ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη διάλεξε τοὺς Ἑβραίους. Κανένα ἄλλο ἔθνος δὲν ἀγάπησε τόσο ὁ Θεὸς ὅσο αὐτό. Αὐτὸ ἦταν ὁ «ἀμπελών», τὸ ἀμπέλι ποὺ μέρα καὶ νύχτα καλλιεργοῦσε ἡ θεία Πρόνοια. Καὶ τί δὲν ἔκανε γι᾽ αὐτό! «Φραγμός», φράχτης, ἦταν ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος μὲ τὶς 10 ἐντολές, ποὺ τοὺς προφύλασσε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. «Ληνὸς» ἦταν τὸ θυσιαστήριο. Καὶ «πύργος» ἦταν ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος.
Ἀλλὰ τὸ ἀμπέλι ἔπεσε στὰ χέρια κακῶν γεωργῶν. Αὐτοὶ ἦταν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, γραμματεῖς, φαρισαῖοι, ἀρχιερεῖς. Αὐτοὶ δὲν τὸ περιποιοῦντο ὅπως τοὺς εἶπε. Καὶ ὅταν ἔστειλε τοὺς «ὑπηρέτας» του, τοὺς προφῆτες, τὰ κλήματα ἦταν ξερά. Καὶ οἱ κακοὶ γεωργοὶ ὄχι μόνο δὲν ἔδωσαν καρποὺς ἀλλὰ καὶ κακοποίησαν κατ᾽ ἐπανάληψιν τοὺς ἀπεσταλμένους προφῆτες· π.χ. τὸ Μιχαία τὸν ἔδειραν (βλ. Γ΄ Βασ. 22,24), τὸν Ἠσαΐα τὸν θανάτωσαν (βλ. Ἑβρ. 11,37), τὸν Ζαχαρία τὸν λιθοβόλησαν (βλ. Β΄ Παρ. 24,20-22. Ματθ. 23,35. Λουκ. 11,51).
Τέλος στέλνει τὸν Υἱό του, καὶ τότε ἡ κακία κορυφώθηκε· τὸν σταύρωσαν καὶ αὐτὸν ἔξω ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα. Ὁ Θεὸς πλέον τοὺς τιμωρεῖ· διώχνει τοὺς κακοὺς ἐργάτες καὶ παραδίδει τὸν ἀμπελῶνα σὲ ἄλλους, στοὺς ἀποστόλους, ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας.
* * *
Ποιό εἶνε τὸ δίδαγμα, ἀδελφοί μου; Ὁ Θεὸς ζητάει ἀπὸ κάθε πλάσμα του καὶ κάθε οἰκογένεια, ἀπὸ τὴν κοινωνία κι ἀπὸ τὸ ἔθνος μας ἔργα πίστεως καὶ ἀρετῆς. Μέσα στὴν Ἐκκλησία τὸ γένος μας, μετὰ τὴν ἀποδοκιμασία τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ, εἶνε λαὸς ἐκλεκτός. Ἔχουμε ὅμως ἆραγε νὰ τοῦ δώσουμε αὐτὰ ποὺ περιμένει; Φοβοῦμαι πὼς ὄχι.
Ζητάει καρπὸ πίστεως· κ᾽ ἐνῷ καὶ οἱ ἄγριοι σέβονται τὴ θρησκεία τους, ἐμεῖς ἀσεβοῦμε, ὀλιγοπιστοῦμε, ἀπιστοῦμε, ὑβρίζουμε, βλαστημοῦμε, ψευδορκοῦμε, προκαλοῦμε τὸν Κύριο.
Ζητάει καρπὸ λατρείας· μὰ ἐμεῖς οὔτε προσευχόμαστε οὔτε ἐκκλησιαζόμαστε. Σὲ ποιό σπίτι ἡ οἰκογένεια μαζεύεται μπρὸς στὸ εἰκονοστάσι; Πόσοι ἀκοῦνε τὴν καμπάνα καὶ τρέχουν στὸ ναό; Τί κάνεις, Χριστιανέ; ἡ σάλπιγγα τοῦ Θεοῦ σὲ καλεῖ, κ᾽ ἐσὺ κοιμᾶσαι ἢ ἐργάζεσαι;
Ζητάει καρπὸ ἁγιότητος, νὰ διατηροῦμε σῶμα καὶ ψυχὴ καθαρά· μὰ ἐμεῖς κυλιόμαστε μέσ᾽ στὴν ἁμαρτία, πόλεις καὶ χωριὰ συναγωνίζονται τὴ Δύσι στὴ διαφθορά. Μέσα σὲ 100 σπίτια ἐλάχιστα μένουν γερά· καὶ γέμισαν νοσοκομεῖα καὶ φρενοκομεῖα ἀπὸ πλάσματα καχεκτικά.
Ζητάει καρπὸ τιμιότητος· κ᾽ ἐμεῖς; σεβόμαστε τὴν περιουσία, τὰ πράγματα τοῦ ἄλλου; Παλαιὰ ναί, δὲν χρειαζόταν καὶ δὲν ὑπῆρχε στὰ χωριὰ ἀγροφύλακας. Ὕστερα; βγάλαμε ἀλλοίμονο κακὸ ὄνομα. Ἡ ὀκνηρία φέρνει τὴ φτώχεια, καὶ ἡ φτώχεια ὁδηγεῖ στὴν κλοπή. Κλέβουν ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι.
Ζητάει τέλος καρπὸ ἀγάπης. Ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη; Οὔτε μέσα στὴν ἴδια οἰκογένεια. Στὸ σπίτι, ποὺ ἔπρεπε νά ᾽νε παράδεισος, ὁ πατέρας χτυπάει, ἡ μητέρα βρίζει, τὰ παιδιὰ ἔχουν σηκώσει παντιέρα καὶ δὲν ἀκοῦνε κανένα.
Ζητάει καρπὸ πίστεως· κ᾽ ἐνῷ καὶ οἱ ἄγριοι σέβονται τὴ θρησκεία τους, ἐμεῖς ἀσεβοῦμε, ὀλιγοπιστοῦμε, ἀπιστοῦμε, ὑβρίζουμε, βλαστημοῦμε, ψευδορκοῦμε, προκαλοῦμε τὸν Κύριο.
Ζητάει καρπὸ λατρείας· μὰ ἐμεῖς οὔτε προσευχόμαστε οὔτε ἐκκλησιαζόμαστε. Σὲ ποιό σπίτι ἡ οἰκογένεια μαζεύεται μπρὸς στὸ εἰκονοστάσι; Πόσοι ἀκοῦνε τὴν καμπάνα καὶ τρέχουν στὸ ναό; Τί κάνεις, Χριστιανέ; ἡ σάλπιγγα τοῦ Θεοῦ σὲ καλεῖ, κ᾽ ἐσὺ κοιμᾶσαι ἢ ἐργάζεσαι;
Ζητάει καρπὸ ἁγιότητος, νὰ διατηροῦμε σῶμα καὶ ψυχὴ καθαρά· μὰ ἐμεῖς κυλιόμαστε μέσ᾽ στὴν ἁμαρτία, πόλεις καὶ χωριὰ συναγωνίζονται τὴ Δύσι στὴ διαφθορά. Μέσα σὲ 100 σπίτια ἐλάχιστα μένουν γερά· καὶ γέμισαν νοσοκομεῖα καὶ φρενοκομεῖα ἀπὸ πλάσματα καχεκτικά.
Ζητάει καρπὸ τιμιότητος· κ᾽ ἐμεῖς; σεβόμαστε τὴν περιουσία, τὰ πράγματα τοῦ ἄλλου; Παλαιὰ ναί, δὲν χρειαζόταν καὶ δὲν ὑπῆρχε στὰ χωριὰ ἀγροφύλακας. Ὕστερα; βγάλαμε ἀλλοίμονο κακὸ ὄνομα. Ἡ ὀκνηρία φέρνει τὴ φτώχεια, καὶ ἡ φτώχεια ὁδηγεῖ στὴν κλοπή. Κλέβουν ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι.
Ζητάει τέλος καρπὸ ἀγάπης. Ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη; Οὔτε μέσα στὴν ἴδια οἰκογένεια. Στὸ σπίτι, ποὺ ἔπρεπε νά ᾽νε παράδεισος, ὁ πατέρας χτυπάει, ἡ μητέρα βρίζει, τὰ παιδιὰ ἔχουν σηκώσει παντιέρα καὶ δὲν ἀκοῦνε κανένα.
* * *
Ἐπιθεωρεῖ λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸ λαό μας. Καὶ τί βλέπει, τί ἀκούει; Ἀντὶ καρποὺς πίστεως καὶ ἀρετῆς, βλασφημίες, ψευδομαρτυρίες, συκοφαντίες, ψέματα, πορνεῖες, μοιχεῖες… Μοιάζουμε μὲ δέντρο ἄκαρπο. Τί τὰ κάνει τὰ ἄκαρπα δέντρα ὁ ἀμπελουργὸς κι ὁ κηπουρός; Τὰ ξερριζώνει, τὰ κάνει ξύλα, τὰ ῥίχνει στὴ φωτιά. Ἔ, αὐτὸ θὰ συμβῇ καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ἂν δὲν μετανοήσουμε. Εἶνε φοβερὴ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸν καιρὸ τοῦ Νῶε περίμενε πάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια, ὅταν ὅμως εἶδε πὼς δὲν ὑπάρχει μετάνοια, ξέσπασε καὶ ἔπνιξε τὴν ἀνθρωπότητα.
Μακροθυμεῖ καὶ σ᾽ ἐμᾶς, περιμένει τὴ μετάνοιά μας. Μᾶς τιμωρεῖ παιδαγωγικά. Τέτοιες τιμωρίες εἶνε οἱ θεομηνίες (ἀνομβρία, πλημμύρα, χαλάζι, πάγος, σεισμός), οἱ πληγές (ἀσθένειες ἀνθρώπων, ζῴων, καλλιεργειῶν), ἄλλες συμφορές (ζημιά, λῃστεία, πυρκαϊά, ἐργατικὸ ἢ τροχαῖο δυστύχημα)· ἀλλὰ ἡ μεγαλύτερη τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν κοινωνιῶν εἶνε ὁ πόλεμος, ποὺ καταστρέφει πολιτεῖες, ἀφήνει συντρίμμια, χῆρες καὶ ὀρφανά, σκορπίζει συμφορά. Ἀλλὰ τί νὰ γίνῃ, ἀφοῦ δὲν μετανοοῦμε;
Ὅσοι μετανοοῦν σῴζονται. Παράδειγμα ἡ ἀρχαία Νινευΐ. «Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευῒ καταστραφήσεται» κήρυξε ὁ Ἰωνᾶς (3,4), ἔπεσαν ὅλοι σὲ βαθειὰ μετάνοια καὶ πένθος· καὶ σώθηκαν. Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. Νὰ στάξῃ δάκρυ ἀπὸ τὸ μάτι μας, νὰ ἱκετεύσουμε τὸν Κύριο νὰ σηκώσῃ τὴν ὀργή του, ν᾽ ἀποφασίσουμε νὰ ἀλλάξουμε ζωή. Λέγαμε ὣς τώρα ψέματα; στὸ ἑξῆς νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια. Κλέβαμε; νὰ ἐπιστρέψουμε τὰ κλεμμένα καὶ στὸ ἑξῆς νὰ σεβώμαστε τὸ ξένο πρᾶγμα. Τρέφαμε μῖσος; τώρα ν᾽ ἀγαπηθοῦμε καὶ νὰ συγχωρηθοῦμε. Δὲν πατούσαμε στὴν ἐκκλησία; ν᾽ ἀρχίσουμε νὰ ἐκκλησιαζώμαστε. Δὲν ξέραμε τί εἶνε προσευχή; ν᾽ ἀρχίσουμε πιὰ νὰ προσευχώμαστε. Τότε ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ μᾶς λυπηθῇ ὁ Θεός, νὰ μᾶς δώσῃ νέα παράτασι ζωῆς.
Μακροθυμεῖ καὶ σ᾽ ἐμᾶς, περιμένει τὴ μετάνοιά μας. Μᾶς τιμωρεῖ παιδαγωγικά. Τέτοιες τιμωρίες εἶνε οἱ θεομηνίες (ἀνομβρία, πλημμύρα, χαλάζι, πάγος, σεισμός), οἱ πληγές (ἀσθένειες ἀνθρώπων, ζῴων, καλλιεργειῶν), ἄλλες συμφορές (ζημιά, λῃστεία, πυρκαϊά, ἐργατικὸ ἢ τροχαῖο δυστύχημα)· ἀλλὰ ἡ μεγαλύτερη τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν κοινωνιῶν εἶνε ὁ πόλεμος, ποὺ καταστρέφει πολιτεῖες, ἀφήνει συντρίμμια, χῆρες καὶ ὀρφανά, σκορπίζει συμφορά. Ἀλλὰ τί νὰ γίνῃ, ἀφοῦ δὲν μετανοοῦμε;
Ὅσοι μετανοοῦν σῴζονται. Παράδειγμα ἡ ἀρχαία Νινευΐ. «Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευῒ καταστραφήσεται» κήρυξε ὁ Ἰωνᾶς (3,4), ἔπεσαν ὅλοι σὲ βαθειὰ μετάνοια καὶ πένθος· καὶ σώθηκαν. Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. Νὰ στάξῃ δάκρυ ἀπὸ τὸ μάτι μας, νὰ ἱκετεύσουμε τὸν Κύριο νὰ σηκώσῃ τὴν ὀργή του, ν᾽ ἀποφασίσουμε νὰ ἀλλάξουμε ζωή. Λέγαμε ὣς τώρα ψέματα; στὸ ἑξῆς νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια. Κλέβαμε; νὰ ἐπιστρέψουμε τὰ κλεμμένα καὶ στὸ ἑξῆς νὰ σεβώμαστε τὸ ξένο πρᾶγμα. Τρέφαμε μῖσος; τώρα ν᾽ ἀγαπηθοῦμε καὶ νὰ συγχωρηθοῦμε. Δὲν πατούσαμε στὴν ἐκκλησία; ν᾽ ἀρχίσουμε νὰ ἐκκλησιαζώμαστε. Δὲν ξέραμε τί εἶνε προσευχή; ν᾽ ἀρχίσουμε πιὰ νὰ προσευχώμαστε. Τότε ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ μᾶς λυπηθῇ ὁ Θεός, νὰ μᾶς δώσῃ νέα παράτασι ζωῆς.
* * *
Ἀδελφοί μου, ὁ κόσμος θὰ ζήσῃ ἐὰν μετανοήσῃ. Δὲν ξέρω τί θὰ κάνουν οἱ μεγάλοι καὶ τρανοί. Ἐγὼ σήμερα, ταπεινὸς κήρυκας τοῦ θείου λόγου ποὺ ἔχει χρέος νὰ κρούῃ τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου, κηρύττω μετάνοια. Ἀπευθύνομαι σὲ ὅλους Καλῶ ἄντρες – γυναῖκες – παιδιὰ σὲ μετάνοια.
Ἂς κλάψουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τὶς δικές μας, τοῦ λαοῦ μας, τῆς ἀνθρωπότητος.
Εἴθε ὅλοι νὰ καταλάβουμε πόσο ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε, νὰ συναισθανθοῦμε τὴ θέσι μας καὶ νὰ ζητήσουμε τὸ θεῖο ἔλεος.
Ἂς κλάψουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τὶς δικές μας, τοῦ λαοῦ μας, τῆς ἀνθρωπότητος.
Εἴθε ὅλοι νὰ καταλάβουμε πόσο ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε, νὰ συναισθανθοῦμε τὴ θέσι μας καὶ νὰ ζητήσουμε τὸ θεῖο ἔλεος.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή.