ΕΡΓΑΤΕΣ ΑΝΑΞΙΟΙ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

Κυριακὴ ΙΓ΄ Ματθαίου (Ματθ. 21,33-42)

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου


ΕΡΓΑΤΕΣ ΑΝΑΞΙΟΙ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

«Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς» (Ματθ. 21,41)

Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται σήμερα σὲ ὅ­λους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας (βλ. Ματθ. 21,33-42) περιέχει, ἀγαπητοί μου, μία παραβολή. Σᾶς ὑπενθυμίζω τὴν ὑπόθεσί της, γιὰ νὰ δοῦ­με ἐν συνεχείᾳ τὴν ἑρμηνεία της.

* * *

Ἡ ὑπόθεσις. Ἕνας πλούσιος «οἰκοδεσπότης», νοικοκύρης, εἶ­χε στὴν κατο­χή του πολλὰ χω­ράφια. Ἀπ᾽ ὅ­λα αὐτὰ διάλεξε ἕνα καὶ ἀ­ποφάσισε νὰ τὸ κά­νῃ«ἀμπελῶνα», ἀμ­πέλι. Φύ­τεψε ἐκεῖ κλήματα καὶ σήκωσε γύρω – γύρω «φραγμόν», φράχτη, γιὰ νὰ μὴ μπαίνουν μέσα ζῷα καὶ τοῦ κάνουν ζημιά. Μέσα στὸ ἀμ­πέλι ἔσκαψε κι ἄ­νοιξε στὴ γῆ «ληνόν», στέρνα, κι ἀ­πὸ πάνω κατασκεύασε πατητήρι, ὥστε νὰ συνθλί­βουν μέσα σ᾽ αὐ­­τὸ τὰ σταφύλια κι ἀ­πὸ κάτω νὰ συλ­λέγουν τὸ μοῦστο ἀπ᾽ τὸν ὁ­ποῖο γίνεται τὸ κρασί. Ἔχτισε ἀ­κόμη ἕναν ὑ­ψηλὸ «πύργον» μὲ παρατηρητήριο, γιὰ νὰ βλέ­πουν ἀ­πὸ ᾽κεῖ ὅ­λο τὸν ἀμπε­λῶ­να μὲ τὴ γύρω περιοχὴ καὶ νὰ φρουροῦν καλὰ ἀπὸ κλέφτες. Τὸ ζηλευτὸ αὐ­τὸ ἀμπέλι τὸ ἐμπιστεύθηκε σὲ «γεωργούς», καλλι­εργη­τὰς ποὺ εἶχε στὴν ὑπη­ρεσία του, καὶ ἑ­τοιμάστηκε ν᾽ ἀναχωρήσῃ. Προτοῦ νὰ φύγῃ κάλεσε τοὺς ἐργάτες καὶ τοὺς εἶ­πε· Ἐνῷ θὰ λείπω, θέλω ἐσεῖς νὰ περιποιη­θῆτε τὸ ἀμπέλι ὅσο καλύτερα μπορεῖτε.

Πέρασε ἀρκετὸ διάστημα, ἦρθε ὁ και­ρὸς ποὺ ὡριμάζουν τὰ σταφύλια, καὶ τότε ὁ νοικο­κύ­­ρης, ποὺ ποτέ δὲν σταμάτησε νὰ σκέπτεται τὸ ἀμ­πέλι του, ἐπέστρεψε καὶ ἔστειλε ὑπηρέτες ζητών­τας νὰ τοῦ φέρουν τοὺς καρπούς. Οἱ ἀμ­πελουργοὶ ὅμως δὲν φέρθηκαν καθόλου καλά· ἔπιασαν τοὺς ὑπηρέτες καὶ τοὺς κακο­ποίησαν· ἄλλον τὸν ἔδειραν, ἄλλον τὸν σκότω­σαν, ἄλλον τὸν πῆραν μὲ τὶς πέτρες. Τὸ ἀ­φεν­­τι­­­κὸ δείχνοντας μιὰ ἀπίστευτη ἐπιείκεια ἀπέφυγε νὰ τοὺς τιμωρήσῃ ἀ­μέσως, ὅπως θὰ περίμενε κανείς. Στέλνει πάλι ἄλλους ὑπηρέτες περισσότερους ἀπὸ τοὺς πρώτους, μὰ οἱ κακοὶ ἐργάτες ἀμετανόητοι κάνουν καὶ σ᾽ αὐ­τοὺς τὰ ἴ­δια. Στὸ τέλος πλέον τοὺς ἔστειλε τὸν ἴδιο τὸ γυιό του κάνοντας τὴ σκέψι· Πιστεύω τώ­ρα θὰ ντρα­ποῦν. Οἱ γεωργοὶ ὅ­μως, ὅ­ταν εἶδαν τὸν γυιὸ τοῦ ἰδιοκτήτη, σκέφτηκαν πολὺ σατανικά. Αὐτός, συλλογίστηκαν, εἶ­νε ὁ αὐ­ριανὸς κληρο­νόμος· ἐλᾶτε νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾽ τὴ μέση καὶ τὸ ἀμπέλι νὰ ᾽ρθῇ στὰ χέρια μας… Ἔτσι καὶ ἔγινε· τὸν ἁρπάζουν τὸν βγάζουν ἔ­ξω ἀπὸ τ᾽ ἀμπέλι καὶ τὸν σκοτώνουν!
Αὐτὴ ἦταν ἡ παραβολή. Κι ὅταν τελείωσε τὴ διήγησί του ὁ Κύριος, ἐρωτᾷ· Ὅταν λοι­πὸν ἔρθῃ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμ­πελῶνος, τί θὰ κά­νῃ τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους; Καὶ οἱ ἀ­κροαταὶ τοῦ ἀποκρίνονται·
«Κακοὺς κα­­κῶς ἀπολέ­σει αὐτούς» (Ματθ. 21,41), τέτοιοι ποὺ εἶνε τοὺς πρέπει σκληρὴ τιμω­ρία· ἀφοῦ φέρθηκαν ἐγ­κληματικά, θὰ τοὺς τιμωρήσῃ αὐ­στη­ρά· θὰ τοὺς διώ­ξῃ καὶ θὰ παραδώσῃ τὸν ἀμπε­λῶ­να σὲ ἄλ­λους γεωργούς, ποὺ θὰ τὸν καλλι­εργήσουν ὅ­πως ἐπιθυμεῖ καὶ θὰ τοῦ παραδώσουν τοὺς καρποὺς στὸν καιρό τους.

* * *

Καὶ τώρα, ἀγαπητοί μου, ἡ ἐξήγησις. Ποιός εἶνε ὁ «οἰκοδεσπότης»; ποιός εἶνε ὁ «ἀμπελών»; ποιός ὁ «φραγμός»; ποιός εἶνε ὁ «ληνός», τὸ πατητήρι; ποιός εἶνε ὁ «πύργος»; καὶ ποιοί εἶνε οἱ κακοὶ «γεωργοί»;
«Οἰκοδεσπότης» εἶνε ὁ Θεός· αὐτὸς ἐξουσιάζει ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη. Ἀπ᾽ ὅ­λα τὰ ἔθνη διάλεξε τοὺς Ἑβραίους. Καν­ένα ἄλ­λο ἔθνος δὲν ἀγάπησε τόσο ὁ Θεὸς ὅ­σο αὐ­τό. Αὐτὸ ἦταν ὁ «ἀμπελών», τὸ ἀμπέλι ποὺ μέ­ρα καὶ νύχτα καλλιεργοῦσε ἡ θεία Πρόνοια. Καὶ τί δὲν ἔκανε γι᾽ αὐτό! «Φραγμός», φράχτης, ἦταν ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος μὲ τὶς 10 ἐντολές, ποὺ τοὺς προφύλασσε ἀπὸ τὴν εἰδωλο­λατρία. «Ληνὸς» ἦταν τὸ θυσιαστήριο. Καὶ «πύρ­γος» ἦταν ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος.
Ἀλλὰ τὸ ἀμπέλι ἔπεσε στὰ χέρια κακῶν γεωργῶν. Αὐτοὶ ἦταν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, γραμματεῖς, φαρισαῖοι, ἀρχιερεῖς. Αὐτοὶ δὲν τὸ περιποιοῦντο ὅπως τοὺς εἶπε. Καὶ ὅταν ἔ­στειλε τοὺς «ὑπηρέτας» του, τοὺς προφῆτες, τὰ κλήματα ἦταν ξερά. Καὶ οἱ κακοὶ γεωργοὶ ὄ­χι μόνο δὲν ἔδωσαν καρποὺς ἀλλὰ καὶ κακο­ποίησαν κατ᾽ ἐπανάληψιν τοὺς ἀπεσταλμέ­νους προφῆτες· π.χ. τὸ Μιχαία τὸν ἔδειραν (βλ. Γ΄ Βασ. 22,24), τὸν Ἠ­σαΐα τὸν θανάτωσαν (βλ. Ἑβρ. 11,37), τὸν Ζαχαρία τὸν λιθοβόλησαν (βλ. Β΄ Παρ. 24,20-22. Ματθ. 23,35. Λουκ. 11,51).
Τέλος στέλνει τὸν Υἱό του, καὶ τότε ἡ κα­κία κορυφώθηκε· τὸν σταύρωσαν καὶ αὐτὸν ἔξω ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα. Ὁ Θεὸς πλέον τοὺς τιμωρεῖ· διώχνει τοὺς κακοὺς ἐργάτες καὶ παραδίδει τὸν ἀμπελῶνα σὲ ἄλλους, στοὺς ἀποστόλους, ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας.

* * *

Ποιό εἶνε τὸ δίδαγμα, ἀδελφοί μου; Ὁ Θε­ὸς ζητάει ἀπὸ κάθε πλάσμα του καὶ κάθε οἰ­κογένεια, ἀπὸ τὴν κοινω­νία κι ἀπὸ τὸ ἔ­θνος μας ἔργα πίστεως καὶ ἀρε­τῆς. Μέσα στὴν Ἐκ­κλησία τὸ γένος μας, μετὰ τὴν ἀποδο­κιμασία τοῦ παλαιοῦ Ἰ­σραήλ, εἶνε λαὸς ἐκλεκτός. Ἔ­χουμε ὅμως ἆραγε νὰ τοῦ δώσουμε αὐτὰ ποὺ περιμένει; Φοβοῦμαι πὼς ὄχι.
Ζητάει καρπὸ πίστεως· κ᾽ ἐ­νῷ καὶ οἱ ἄγριοι σέβον­ται τὴ θρησκεία τους, ἐμεῖς ἀσεβοῦμε, ὀ­λιγο­πιστοῦμε, ἀπιστοῦμε, ὑβρίζουμε, βλαστημοῦ­­­­με, ψευδορκοῦμε, προκαλοῦμε τὸν Κύριο.
Ζητάει καρπὸ λατρείας· μὰ ἐμεῖς οὔτε προσ­­ευχόμαστε οὔτε ἐκκλησιαζόμαστε. Σὲ ποιό σπί­τι ἡ οἰ­­κο­γένεια μαζεύεται μπρὸς στὸ εἰ­κονοστάσι; Πόσοι ἀκοῦνε τὴν καμπάνα καὶ τρέχουν στὸ ναό; Τί κάνεις, Χριστιανέ; ἡ σάλπιγγα τοῦ Θεοῦ σὲ καλεῖ, κ᾽ ἐσὺ κοιμᾶσαι ἢ ἐργάζεσαι;
Ζητάει καρπὸ ἁγιότητος, νὰ διατηροῦμε σῶ­­μα καὶ ψυχὴ καθαρά· μὰ ἐμεῖς κυλιόμαστε μέσ᾽ στὴν ἁμαρτία, πόλεις καὶ χωριὰ συναγωνίζον­­ται τὴ Δύσι στὴ διαφθορά. Μέσα σὲ 100 σπίτια ἐ­λάχιστα μένουν γερά· καὶ γέμισαν νοσοκομεῖα καὶ φρενοκομεῖα ἀπὸ πλάσματα καχεκτικά.
Ζητάει καρπὸ τιμιότητος· κ᾽ ἐμεῖς; σεβόμαστε τὴν περιουσία, τὰ πράγματα τοῦ ἄλλου; Παλαιὰ ναί, δὲν χρειαζόταν καὶ δὲν ὑπῆρ­χε στὰ χωριὰ ἀγροφύλακας. Ὕστερα; βγάλαμε ἀλ­λοί­­­μο­νο κακὸ ὄνομα. Ἡ ὀκνηρία φέρνει τὴ φτώχεια, καὶ ἡ φτώχεια ὁδηγεῖ στὴν κλοπή. Κλέβουν ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι.
Ζητάει τέλος καρπὸ ἀγάπης. Ποῦ εἶνε ἡ ἀ­γάπη; Οὔτε μέσα στὴν ἴδια οἰκογένεια. Στὸ σπίτι, ποὺ ἔπρεπε νά ᾽νε παράδεισος, ὁ πατέ­ρας χτυπάει, ἡ μητέρα βρίζει, τὰ παιδιὰ ἔχουν σηκώσει παντιέρα καὶ δὲν ἀκοῦνε κανένα.

* * *

Ἐπιθεωρεῖ λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸ λαό μας. Καὶ τί βλέπει, τί ἀκούει; Ἀντὶ καρποὺς πίστεως καὶ ἀρετῆς, βλασφημίες, ψευδομαρτυ­ρίες, συκοφαντίες, ψέματα, πορνεῖες, μοιχεῖες… Μοιάζουμε μὲ δέντρο ἄκαρπο. Τί τὰ κάνει τὰ ἄκαρπα δέντρα ὁ ἀμπελουργὸς κι ὁ κηπουρός; Τὰ ξερριζώνει, τὰ κάνει ξύλα, τὰ ῥίχνει στὴ φωτιά. Ἔ, αὐτὸ θὰ συμβῇ καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ἂν δὲν με­τανο­ήσουμε. Εἶνε φοβερὴ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸν και­ρὸ τοῦ Νῶε περίμενε πάνω ἀπὸ ἑ­κατὸ χρό­νια, ὅταν ὅμως εἶδε πὼς δὲν ὑπάρχει μετάνοια, ξέσπασε καὶ ἔπνιξε τὴν ἀνθρωπότητα.
Μακροθυμεῖ καὶ σ᾽ ἐμᾶς, περιμένει τὴ μετά­νοιά μας. Μᾶς τιμωρεῖ παιδαγωγικά. Τέτοιες τιμωρίες εἶνε οἱ θεομηνίες (ἀνομβρία, πλημμύ­ρα, χαλάζι, πάγος, σεισμός), οἱ πληγές (ἀ­σθένειες ἀνθρώπων, ζῴων, καλλιεργειῶν), ἄλ­λες συμφορές (ζημιά, λῃ­στεία, πυρκαϊά, ἐργα­τικὸ ἢ τροχαῖο δυστύχημα)· ἀλ­λὰ ἡ μεγαλύτερη τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν κοινωνιῶν εἶνε ὁ πόλε­­μος, ποὺ καταστρέφει πολιτεῖες, ἀφήνει συν­τρίμμια, χῆρες καὶ ὀρφανά, σκορπίζει συμ­φορά. Ἀλλὰ τί νὰ γίνῃ, ἀφοῦ δὲν μετανοοῦμε;
Ὅσοι μετανοοῦν σῴζονται. Παράδειγμα ἡ ἀρχαία Νινευΐ. «Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευῒ κα­ταστραφήσεται» κήρυξε ὁ Ἰωνᾶς (3,4), ἔ­πεσαν ὅλοι σὲ βαθειὰ μετάνοια καὶ πένθος· καὶ σώθηκαν. Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. Νὰ στάξῃ δάκρυ ἀπὸ τὸ μάτι μας, νὰ ἱκετεύσου­με τὸν Κύριο νὰ σηκώσῃ τὴν ὀργή του, ν᾽ ἀποφασίσουμε νὰ ἀλ­λάξουμε ζωή. Λέγαμε ὣς τώρα ψέματα; στὸ ἑξῆς νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια. Κλέβαμε; νὰ ἐπιστρέψουμε τὰ κλεμμένα καὶ στὸ ἑξῆς νὰ σεβώμαστε τὸ ξένο πρᾶγμα. Τρέφαμε μῖσος; τώ­ρα ν᾽ ἀγαπηθοῦμε καὶ νὰ συγχωρηθοῦμε. Δὲν πατούσαμε στὴν ἐκκλησία; ν᾽ ἀρχίσουμε νὰ ἐκκλησιαζώμαστε. Δὲν ξέραμε τί εἶνε προσ­ευ­χή; ν᾽ ἀρχίσουμε πιὰ νὰ προσευχώμαστε. Τότε ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ μᾶς λυπηθῇ ὁ Θεός, νὰ μᾶς δώσῃ νέα παράτασι ζωῆς.

* * *

Ἀδελφοί μου, ὁ κόσμος θὰ ζήσῃ ἐὰν μετανο­ήσῃ. Δὲν ξέρω τί θὰ κάνουν οἱ μεγάλοι καὶ τρανοί. Ἐγὼ σήμερα, ταπεινὸς κήρυκας τοῦ θείου λόγου ποὺ ἔχει χρέος νὰ κρούῃ τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου, κηρύττω μετάνοια. Ἀ­πευθύνομαι σὲ ὅλους Καλῶ ἄντρες – γυναῖ­κες – παιδιὰ σὲ μετάνοια.
Ἂς κλάψουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τὶς δικές μας, τοῦ λαοῦ μας, τῆς ἀνθρωπότητος.
Εἴθε ὅλοι νὰ καταλάβουμε πόσο ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε, νὰ συναισθανθοῦμε τὴ θέσι μας καὶ νὰ ζητήσουμε τὸ θεῖο ἔλεος.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος