Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας (376-473)
(Ο ζηλωτής των ορθών
δογμάτων – P. G. 114, σελ. 595 – 733)
Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ
Στο Μηναίο του
Ιανουαρίου διαβάζουμε:
«Τη 20η
του μηνός Ιανουαρίου, μνήμη του οσίου πατρός ημών Ευθυμίου του Μεγάλου». Επίσης ψάλλουμε:
«Όσιε,
Μοναζόντων εδείχθης διδάσκαλος ένθεος∙ όθεν και προς ζήλον, αγγελικής
πολιτείας, διήγειρας άπαντας, και προς γνώσιν της πίστεως. Σημειοφόρε
(θαυματουργέ) Ευθύμιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι,
τοις εορτάζουσι πόθω, την αγίαν μνήμην σου» (Εκ του όρθρου).
Στον βίο του Αγίου
Ευθυμίου καταγράφεται, ως εμπειρία του, όλη η Ορθοδοξία εν πνεύματι και
αληθεία.
Πρώτα ο Κύριλλος
Σκυθοπολίτης (6ος αιώνας) και στη συνέχεια ο Άγιος Συμεών ο
Μεταφραστής (10ος αιώνας), υπογραμμίζουν στο βίο του Αγίου Ευθυμίου
την πνευματική παρακαταθήκη του, ως σχέση Ορθόδοξης θεολογίας και ζωής, πίστεως
και αληθείας.
Ο Όσιος Μάρκος ο
Ασκητής στους «πνευματικούς νόμους» του, τονίζει σχετικά:
«Ο μη γινώσκων την αλήθειαν, ουδέ αληθώς πιστεύειν δύναται. Η γαρ γνώσις, κατά φύσιν προηγείται της πίστεως».
Στη ζωή του Οσίου
Ευθυμίου ο ένθεος ζήλος της «αγγελικής πολιτείας» ευρίσκετο σε αρμονική σύζευξη
με την «γνώσι της πίστεως» και την ομολογία της. Γι’ αυτό και σε άλλο τροπάριο
του Κανόνα του Οσίου (όρθρος) υπογραμμίζεται, ότι η γέννησή του ανήγγειλε «της ευσεβείας την έλλαμψιν» και «τον της αιρέσεως έλεγχον».
Ως εξής καταγράφεται
η ψαλμική μαρτυρία του υμνωδού:
«Ικετηρία
και δεήσει χρώμενοι, οι σοι γεννήτορες, προς τον Θεόν δώρον, θείον σε
κομίζονται, και φωτοφόρον βλάστημα, τη γεννήσει μηνύον, της ευσεβείας την έλλαμψιν, και τον της αιρέσεως έλεγχον».
Αυτή η αίγλη της
ομολογίας, προς «τον της αιρέσεως έλεγχον», δεν αιωρείται δυστυχώς, σήμερα,
στον ουρανό της Εκκλησίας, ως περίλαμπρη εκδήλωση της μοναχικής ασκητικότητας,
όπως συνέβη στις ημέρες του Αγίου Ευθυμίου.
Στο βίο του Αγίου
Ευθυμίου, διαβάζουμε:
«Ο
μακάριος Σάββας και πολλοί άλλοι γέροντες θαύμαζαν τον θερμότατο ζήλο του
Μεγάλου Ευθυμίου για τα εκκλησιαστικά δόγματα, αν και αυτός ζούσε με πολλή
πραότητα και ταπεινοφροσύνη.
Διαβεβαίωναν
μάλιστα ότι αποστρεφόταν κάθε αίρεση που εναντιωνόταν στην ορθή πίστη,
εξαιρετικά όμως μισούσε με «τέλειον μίσος» (Ψαλμ. ρλή, 19) τις έξι αυτές
αιρέσεις:
Απεχθανόταν
την μανιχαϊκή ακαθαρσία και πολεμούσε γενναία όσους είχαν τα φρονήματα του
Ωριγένους… Αποστρεφόταν επίσης εξίσου την διαίρεση του Αρείου και τη συναίρεση
του Σαβελίου… ενώ αποδοκίμαζε την διαίρεση του Νεστορίου και την σύγχυση του
Ευτυχούς στο Μυστήριο του Χριστού» (Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, κεφ. 26).
Ορισμένες διευκρινήσεις–παρατηρήσεις
είναι απολύτως αναγκαίες:
- Ο άγιος Ευθύμιος
αποδοκίμαζε την αίρεση–διαίρεση του Νεστορίου και την σύγχυση του Ευτυχούς,
δηλ. το Μονοφυσιτικό δόγμα. Οι βλασφημίες του Καζαντζάκη και του Αυστραλίας
Στυλιανού Χαρκιανάκη έχουν Νεστοριανό υπέδαφος. Πίστευαν ότι «ο Χριστός, επειδή
ήτο ξεχωριστό πρόσωπο ως άνθρωπος, γι’ αυτό αντιμετώπιζε πειρασμούς, που το
ξεπέρασμά τους τον οδηγούσε σε αρετή και αγιότητα».
- Την σύγχυση του
Ευτυχούς στο Μυστήριο του Χριστού την έδωσαν «Εκκλησιαστικότητα», τόσο η
Εκκλησία της Ελλάδος, όσο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επίσης, δεν δικαίωσαν
τη μήνυση του π. Αυγουστίνου Καντιώτη κατά του Αυστραλίας, ούτε τον έλεγχο του
μακαριστού Ν. Σωτηρόπουλου, που τον αφόρισε ο αιρετικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος
με την ανοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος.
- Ο Άγιος Ευθύμιος
«απεχθανόταν την μανιχαϊκή ακαθαρσία». Ο Μάνης ο Πέρσης υπήρξε ιδρυτής του
μανιχαϊσμού, ο οποίος ήθελε θρησκευτική ένωση Ανατολής και δύσης σε μία μίξη
Περσικών, Ελληνικών και Χριστιανικών διδασκαλιών.
Αυτό ακριβώς το
Μανιχαϊστικό υπόβαθρο, ως πλαίσιο οικουμενιστικής δραστηριότητος, το βλέπουμε
και στις σύγχρονες πανθρησκειακές εκδηλώσεις, που συμμετέχουν –δυστυχώς– και
«ορθόδοξοι» επίσκοποι. Σήμερα, το πλήρωμα της Εκκλησίας σε πορεία αντίθετη του
Μεγάλου Ευθυμίου, τηρεί αποστάσεις από την ομολογία της Ορθοδόξου Πίστεως.
Δίνει βαρύτητα σ’ ένα ατομικό ηθικό πρωτείο (προσωπικός αγώνας) έναντι των
ορθών Δογμάτων. Πιστεύει εσφαλμένα, ότι η άσκηση λειτουργεί ως μητέρα του
αγιασμού, έστω και αν σιωπά έναντι της παναιρέσεως του οικουμενισμού, έναντι
της προδοσίας της πίστεως.
Ο βίος του Αγίου
Ευθυμίου αναδεικνύει την ορθόδοξη πνευματικότητα, όχι μόνο ως ασκητική
εμπειρία, αλλά και ως ομολογιακή προσήλωση στην αλήθεια της Εκκλησίας.
Να υπογραμμίσουμε,
ότι η βαρύτητα της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους αιρετικούς, ως αιρετική
συνεργεία, μπορεί να κατανοηθεί, θεολογικά και πνευματικά, από το παράδειγμα
του Αγίου Ευθυμίου.
Ο άγιος Συμεών ο
Μεταφραστής, τονίζει:
«Όλοι
οι μοναχοί ήταν εξαρτημένοι από τον Θεοδόσιο (μονοφυσίτης) και αυτός τους
κατηύθυνε όπου ήθελε.
Μόνον
οι περί τον Μέγα Ευθύμιο αποστρέφονταν την κοινωνία με αυτόν, ωσάν να επρόκειτο
για κακουργία και μίασμα».
Άξια μνημονεύσεως, ως
επίλογος, τα λόγια του Αγίου:
«Μη
γένοιτο∙ αποκλείεται να έλθω σε επικοινωνία με τον Θεοδόσιο, εξ αιτίας της
αιρέσεώς του».
ΝΙΚΟΣ
Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ, ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ