«Μὴ γίνου δίγλωσσος, ἑτέρως μὲν τῷ λόγῳ, ἑτέρως δὲ τῇ συνειδήσει διακείμενος. Τὸν γὰρ τοιοῦτον ἡ Γραφὴ ὑπὸ κατάραν ἵστησιν» (Περί τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, ρπε΄, Φιλοκαλία)
Ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς μὲ μιὰ μακροσκελέστατη
Ἐγκύκλιο, ὅπως συνηθίζει, ἀναμασᾶ καὶ ἐπαναλαμβάνει ὅσα ἔχει γράψει σὲ ἄλλες Ἐγκυκλίους.
Πάλι παρουσιάζεται ὡς ὁ «λέων» τῆς Ὀρθοδοξίας, πάλι παρουσιάζεται ὡς ὁ «Ἄτλας»(1) ποὺ σηκώνει στὴν πλάτη του τὴν Ἐκκλησία, καθόσον μάλιστα γνωρίζει ὅτι δὲν
προβλέπεται κάποιος ἄλλος Ἐπίσκοπος νὰ τολμήσει νὰ γράψει παρόμοιο κείμενο.
Ποιά ὅμως εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ὁ κ.
Σεραφεὶμ δὲν ἀποτελεῖ τὸν «λέοντα» καὶ τὸν «Ἄτλαντα» τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ τὸν «Δούρειο Ἵππο» ἢ τὸν «πεμπτοφαλαγγίτη»
τῆς Ὀρθοδοξίας! Ξιφουλκεῖ κατὰ τοῦ Οἰκουμενιστῆ πατριάρχη Βαρθολομαίου, διαβάζει
μάλιστα ἀναθέματα κατὰ τῶν
Οἰκουμενιστῶν τὴν Κυριακὴ Ὀρθοδοξίας τοῦ 2011 καὶ 2012 («ἀνάθεμα τοῖς
οἰκουμενισταῖς»!) καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸν
ὑπ’ αὐτοῦ ἀναθεματισμένο κ. Βαρθολομαῖο,
τὸν προσκυνᾶ,
φιλοτεχνεῖ τὸ πορτραῖτο
του καὶ τὸ ἀποστέλλει στὸ Φανάρι μὲ ὑπαλλήλους τῆς Μητροπόλεως ὡς τιμητικὸ δῶρο στὸν
αἱρεσιάρχη!
Παράλληλα καταδικάζει τὴν μεταπατερικὴ θεολογία ὡς
αἱρετική, τὴν μεταπατερικὴ σχολὴ τοῦ Βόλου ὡς αἱρετική, καὶ μετὰ συλλειτουργεῖ
μὲ τὸν ἐπίσκοπο Βόλου προστάτη καὶ διαφημιστὴ τῆς αἱρετικῆς σχολῆς, καὶ τὸν
παρουσιάζει ορθόδοξο, ὅπως πράττει καὶ μὲ ὅλους τοὺς αἱρετίζοντες οἰκουμενιστὲς
ἐπισκόπους.
Βέβαια, στὴ συνέχεια, δὲν διστάζει νὰ φορέσει καὶ πάλι
τὴν ἀντι-Οἰκουμενιστικὴ πανοπλία, μὲ δόξα καὶ τιμή!
Ποιό συμπέρασμα βγαίνει ἀπ’ αὐτὴ τὴ διγλωσσία; ἡ ὁποία
ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς Πατέρες τρομερὴ ἁμαρτία; Ἢ ὅτι ὁ «λέων-Ἄτλας» ἔγινε λαγός
καὶ φοβήθηκε τὴν τιμωρία ἀπὸ τὸν Πατριάρχη ἤ (τὸ πιθανότερο) ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ
ἐνέργειες ἀποτελοῦν μιὰ συμπαιγνία,
ὅτι ὁ κ. Σεραφεὶμ ἔχει ἀναλάβει ρόλο «πεμπτοφαλαγγίτη»,
θέλει (καὶ ἔχει καταφέρει κατὰ καιρούς) νὰ συσπειρώσει γύρω του τοὺς πιστοὺς
ποὺ ἀντιδροῦν, μὲ σκοπὸ νὰ τούς …ἐμποδίσει νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ
ἐφαρμόσουν αὐτὰ ποὺ ὁ Κύριος, οἱ Ἀπόστολοι,
οἱ Ἅγιοι δίδαξαν καὶ ἔπραξαν: τὴν μὲ κάθε κόστος-θυσία ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Φαίνεται
ὅτι ἔχει ἀναλάβει πλέον ἐργολαβικῶς τὴν κατασπίλωση, κατασυκοφάντηση καὶ διαστροφὴ
τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ποὺ εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση
ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, τὴν μόνη ἐνέργεια ποὺ τρέμουν οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι καὶ
ἀποτελεῖ τὴν πάγια διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂς παρακολουθήσουμε μερικὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα τῆς φετινῆς του Ἐγκυκλίου (ἐδῶ). Γράφει:
«Σὲ
τίποτε δὲν ὠφελεῖ τὸν Χριστιανὸ ὁ ἀγῶνας
γιὰ νὰ νεκρώσει τὰ πάθη, ἂν παράλληλα δὲν κρατᾶ
τὴν ὀρθὴ πίστη»! «Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν
αἱρέσεων, ἐθυσίασαν τὴν ζωή τους γιὰ νὰ διαφυλάξουν ἀνόθευτη καὶ ἀπαραχάρακτη τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως».
Πολὺ σωστὰ ὅλα αὐτά (καὶ ὅσα ἐν συνεχείᾳ γράφει), ἀλλὰ
πῶς κρατεῖ κανεὶς τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀνόθευτη; Στέλνοντας πορτραῖτα στὸν ἀρχηγὸ
τῆς παναιρέσεως; Συλλειτουργώντας μὲ τοὺς ἐκφραστές τους; Ἀποτρέποντας τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ
ἐκδιώκοντας ἀπὸ τὴν Μητρόπολή «του» τὸν ἀντιοικουμενιστὴ π. Ἄγγελο
Ἀγγελακόπουλο; Γράφοντας κείμενα ἐπὶ κειμένων καὶ ἄρθρα ἐπὶ ἄρθρων ἐναντίον τῆς
αἱρετικῆς Συνόδου τῆς Κρήτης (αὐτὸς καὶ τὸ ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων Γραφεῖο του) καὶ
στὴ συνέχεια ἀποδεχόμενος καὶ ὑπερασπιζόμενος τὴν αἵρεση στὴν πράξη; Πότε καὶ κατὰ
ποιό τρόπο «ἐθυσίασε» κάτι ἀπὸ «τὴν ζωή του»; Τὸ ἀντίθετο. Δὲν διακόπτει τὴν
μνημόνευση τῶν αἱρετικῶν, γιὰ νὰ μὴν διακινδυνεύσει
τὸν θρόνο του καὶ τὴν πραγμάτωση τῶν ὅποιων φιλοδοξιῶν του. Ξέρει ὅτι ὁ
μέχρι θανάτου ἀγῶνας τῶν Πατέρων θὰ τὸν τελειώσει ἀπὸ τὸν ρόλο του ὡς στὰρ τηλεοπτικό,
ὡς φίλο δημάρχων καὶ ἐπιχειρηματιῶν, ὡς δημοφιλὴ δημοτικὸ καὶ ποδοσφαιρικὸ
παράγοντα!
Συνεχίζει στὴν Ἐγκύκλιο:
«Στὰ θέματα τῆς πίστεως δὲν χωράει
συγκατάβασις, δὲν χωράει οἰκονομία καὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ
δικαίωμα νὰ προσθέσει, ἢ νὰ ἀφαιρέσει
οὔτε τὸ ἐλάχιστο»! «Ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως,
σημαίνει μετάπτωση στὴν κατάσταση τῆς αἱρέσεως, σημαίνει θάνατο πνευματικὸ καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας»!!!
Καὶ ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων,
τῶν Ἁγίων κατ’ αὐτῶν ποὺ «ἔχουν προσθέσει ἢ
ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν Πίστη»; Ποιά εἶναι ἡ ἁγιοπατερικὴ στάση, ὥστε νὰ
ἀσφαλιστοῦμε καὶ νὰ μὴν «ἐκπέσουμε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια»,
νὰ μὴν ὑποστοῦμε τὸν «πνευματικὸ θάνατο»; Δὲν εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς; Δὲν
εἶναι ὁ ἀγώνας σύγκλησης συνόδου καὶ ἡ ἀπαίτηση τῆς συνοδικῆς τους καταδίκης
καὶ τῆς ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸ πανάγιο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς σαπρὰ μέλη; Ἢ μήπως αὐτὸ
ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ νὰ στέλνουμε πορτραῖτα στοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ ἀρκούμαστε
στὸν χαρτοπόλεμο ἢ στὶς ραδιοφωνικὲς στρακαστροῦκες ποὺ μᾶς ἀναδεικνύουν «λέοντες
καὶ Ἄτλαντες» τῆς Ὀρθοδοξίας;
Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει:
«Ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη, εἶναι ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
ποὺ προετοιμάζει τὸν ἐρχομὸ τῆς Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας τοῦ Σατανᾶ μέσῳ αὐτῆς ἡ ἀκρίβεια τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως… σμικρύνεται, σχετικοποιεῖται καὶ ὑποβιβάζεται. Οἱ ἀγῶνες τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀκυρώνονται καὶ ἀποδοκιμάζονται στὴν πράξη». Ἀσφαλῶς
ἐννοεῖ ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές. Δὲν ἔχει ποτὲ σκεφθεῖ ὅμως ὅτι «προετοιμάζουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας
τοῦ Σατανᾶ» καὶ οἱ ἀντιοικουμενιστές ‒σὰν ἐλόγου του‒ ποὺ ἀφοῦ
μνημονεύουν καὶ κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές, προστατεύουν καὶ
προωθοῦν τὸ ἔργο τους;
Γράφει: «Διαχρονικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας» εἶναι «ὅτι μόνη Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν
Μία, Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Μὲ τοὺς διαλόγους ὅμως
καὶ ὅλα τὰ ἄλλα «προωθεῖται
μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος ἑνότητα οὐνιτικοῦ τύπου, παρὰ τὶς τεράστιες δογματικὲς διαφορές, ποὺ μᾶς
χωρίζουν, ὥστε τελικὰ νὰ παρουσιάζονται ὡς «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» μὲ Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἔγκυρα
μυστήρια. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως ἡ πλάνη τῆς αἱρέσεως γίνεται σεβαστή,
τοποθετεῖται δίπλα στὴν ἀλήθεια ὡς ἰσότιμη καὶ ἰσόκυρη μὲ αὐτὴν καὶ τελικὰ ἀναμιγνύεται
μ’ αὐτὴν σὲ μία ἄμικτη μίξη. Ποιὰ κοινωνία ὅμως
μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξὺ ἀληθείας, ποὺ εἶναι φῶς καὶ ψεύδους, πού εἶναι σκότος; «Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς
σκότος;», ἐπιβεβαιώνει ὁ ἀπ. Παῦλος, (Β΄Κορ.6,14)».
Πόση ὑποκρισία καὶ ὁποία τραγικότης. Γιὰ πές μας, Δέσποτα:
Πότε «ἡ πλάνη γίνεται σεβαστή» περισσότερο:
ὅταν οἱ αἱρετικοὶ μεταξύ τους κάνουν ὅ,τι κάνουν, ἢ ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι στέλνουν στὸν
ἀρχιαιρεσιάρχη πορτραῖτο καὶ τὸν
προσκυνοῦν;
Ὅταν συμμετέχετε σὲ σύνοδο, τῆς ὁποίας ὁ
ἀρχιεπίσκοπος, ὁ Ἱερώνυμος, τελεῖ προσευχὲς καὶ ψάλλει τὸ Χριστὸς ἀνέστη μὲ
Μονοφυσίτες ἢ συμπροσεύχεται μὲ τὸν Πάπα δὲν προσβάλλεται ἡ πίστη καὶ ἡ Ἐκκλησία;
Ὅταν ἀναγνωρίζετε τοὺς οὐνίτες Οὐκρανοὺς σχισματικούς, δὲν κοινωνεῖτε μὲ τὸ
σκότος; Ὅταν ἀφήνετε τὸ ποίμνιο ἕρμαιο τοῦ κάθε οἰκουμενιστῆ ἐπισκόπου, μὲ τὸν ὁποῖον
συλλειτουργεῖτε, δὲν κάνετε σεβαστὴ τὴν πλάνη; Ὅταν συμμετέχετε -δὲν μπορεῖτε νὰ
τὸ ἀρνηθεῖτε, δὲν ἀποχωρίσατε- ὡς μέλος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε. δὲν
κάνετε κατὰ τὸν ἅγ. Ἰουστῖνο Πόποβιτς «τὴν
Ἐκκλησία πόρνη» ἢ κατὰ τὸν ἅγ. Παΐσιο δὲν προδώσατε τὴν ταπεινὴ Ὀρθοδοξία καὶ
ἀγαπήσατε ἄλλη, πιὸ φανταχτερὴ γυναίκα;
«Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι διάλογοι ὄχι μόνον δὲν
ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὁδήγησαν ἀναπόφευκτα σὲ προϊοῦσα φθορὰ
καὶ διάβρωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος, σὲ συμβιβασμοὺς καὶ ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις στὸ δόγμα καὶ στὴν ἐκκλησιαστική
μας αὐτοσυνειδησία… Ἔτσι φθάσαμε στὸ
τραγικὸ φαινόμενο νὰ διατυπώνονται ἀπὸ Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους, ἀντορθόδοξες
δηλώσεις καὶ νὰ ὑπογράφονται κείμενα κοινῆς ἀποδοχῆς μὲ τοὺς αἱρετικούς, ξένα πρὸς τὴν παράδοση καὶ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας μας».
Πολὺ σωστά. Γίνονται λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ ἐξωφρενικὰ κι ἐσὺ Δέσποτα συνεχίζεις
νὰ μνημονεύεις καὶ νὰ συλλειτουργεῖς ἀκόμα μὲ αὐτοὺς ποὺ τὰ πράττουν;
Ἀλλὰ ἀναφέρετε καὶ συγκεκριμένα στὴν
Σύνοδο τῆς Κρήτης:
«Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης τὸ 2016 δὲν κατεδίκασε τὶς ἐν χώρῳ καὶ χρόνῳ ὑφιστάμενες
αἱρέσεις, ψευδοθρησκεῖες καὶ
παραθρησκευτικά φαινόμενα, ὡς ὑποχρεοῦτο ἐκ τῶν Θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων». Ἔτσι, «ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση ἐξακολουθεῖ ὄχι
μόνον νὰ ὑφίσταται, παρ’ ὅλο ποὺ πέρασαν περισσότερα ἀπὸ 100 χρόνια ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεώς
της, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξαπλοῦται ἐπικίνδυνα ὅλο καὶ περισσότερο».
Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, «ὑποχρεοῦτο ἐκ τῶν Θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων νὰ καταδικάσει»
τοὺς αἱρετικούς. Καὶ δὲν τὸ ἔκανε. Ἐσύ, Δέσποτα, γιατὶ δὲν ἐξαπέλυσες τὰ «ἀναθέματα» ἐναντίον τους, ὅπως ἔκανες τὸ
2011 καὶ τὸ 2012, τότε ποὺ δὲν εἶχαν ἀναγνωριστεῖ ἀκόμα Συνοδικὰ οἱ αἱρέσεις; Δὲν
ἀποδεικνύεται ἐξ ὅλων αὐτῶν ὅτι δὲν τὸ ἔκανες, γιατὶ σιγοντάρεις τοὺς Οἰκουμενιστές,
τοὺς ὑποστηρίζεις μὲ τὴν ἀπραξία, τὴν ἀθέτηση δηλαδὴ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων,
ἐνῶ ὑποκριτικὰ δείχνεις ὅτι τοὺς ἐναντιώνεσαι; Καὶ δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ὁρισμὸς
τοῦ πεμπτοφαλαγγίτη;
Καὶ τελειώνει:
«Νὰ μείνουμε ἀνυποχώρητοι
καὶ ἀσυμβίβαστοι στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἀληθείας, ποὺ εἶναι ὁ ἐνυπόστατος Χριστὸς ζητοῦντες τὴν πανορθόδοξη Συνοδικὴ καταδίκη της, ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς χαλαρότητος, τοῦ ἐφησυχασμοῦ
καὶ τοῦ ἐνδοτισμοῦ, τὸ ὁποῖον κυριαρχεῖ σήμερα σὲ πολλούς».
Πῶς θὰ μείνουμε «ἀνυποχώρητοι καὶ ἀσυμβίβαστοι»;
Ἀκολουθώντας τὴν διγλωσση καὶ ἀντορθόδοξη τακτική σου; Πότε ζήτησες ἢ μᾶλλον ἀπαίτησες
τὴν συνοδικὴ καταδίκη τῆς αἱρέσεως; Πότε πολέμησες τὸν ἐνδοτισμό, καλύπτοντας
τοὺς πολλοὺς ποὺ κατηγορεῖς ὅτι τὸν πράττουν; Ἐδῶ φαίνεται μάλιστα ἀκόμα πιὸ
πολὺ ὁ πεμπτοφαλαγγίτικος ρόλος σου, ἀφοῦ οἱ κατηγορούμενοι ἀπὸ σένα ὡς
αἱρετικοί, ἐφησυχασμένοι καὶ ἐνδοτικοί, οὔτε διαμαρτύρονται οὔτε θὰ διαμαρτυρηθοῦν
γιὰ τὶς κατηγορίες σου.
Παναγιώτης Σημάτης
______________
(1) Στὸ διαδίκτυο ἀπὸ τὸ 2011 (ἴσως καὶ
νωρίτερα), εἶχαν δημοσιευτεῖ ἄρθρα ποὺ προειδοποιοῦσαν
γιὰ τὸν περίεργο ρόλο ποὺ παίζει ὁ
Πειραιῶς Σεραφεὶμ στὰ τῆς Πίστεως. Ὅμως
οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Πτολεμαΐδος, ὄχι μόνο δὲν
συμμερίζονταν τὸν διαφαινόμενο ρόλο τοῦ Δούρειου Ἵππου ποὺ ἔπαιξε ὁ Πειραιῶς,
ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπαινοῦσαν! Καὶ ὁ μὲν π. Θεόδωρος Ζήσης εἶναι γνωστότατο ὅτι τὸν ἀποκαλοῦσε
«λέοντα» τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ δὲ π. Νικόλαος
Μανώλης Ἄτλα τῆς Ὀρθοδοξίας: «Ὁ Πειραιῶς Σεραφεὶμ ἀναδεικνύεται σὲ
μεγάλο Ἄτλα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Πῆρε στὴν πλάτη του τὴν Ἐκκλησία
καὶ τὴν σηκώνει σ’ αὐτὲς τὶς ἐποχὲς τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ προβλήματος» (Βίντεο ἐδῶ μὲ
τίτλο: Π. Νικόλαος Μανώλης - Ο νέος Άτλας (Μητρ. κ. Σεραφείμ) και η επιστολή
του).
Ὅλοι βέβαια κάνουμε λάθη, μάλιστα σὲ
καιροὺς ἀγῶνος. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ διορθώνουμε καὶ νὰ μὴν θεωροῦμε ἐχθρούς μας
καὶ νὰ ἀποκλείουμε, ὅσους ἐλάχιστους στὰ μάτια μας, μᾶς τὰ ἐπεσήμαιναν. Οὔτε κάνοντας
τὸν ἀνήξερο, ὥστε νὰ δείξουμε ὅτι αὐτὰ δὲν μᾶς ἀφοροῦν.