Ἀπάντηση σὲ ἐρωτήσεις
ΑΙΡΕΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ «ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ» ΕΙΚΟΝΩΝ
Ποιός εἶναι ὁ «Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν»
5. Ἐρχόμαστε
τώρα στὴν εἰκόνα ποὺ χρησιμοποιεῖ ἐξ ἀρχῆς ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸν συμβολισμὸ τῆς
Ἁγίας Τριάδος, εἶναι ἡ φιλοξενία τοῦ
Ἀβραάμ. Ὅπως ἀνέφερα παραπάνω, ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἀμφισβητεῖται ἀπὸ κάποιους,
καὶ ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο ἐκπαιδευτικό, μὲ τὸ πιὸ κάτω σκεπτικό:
«Ἂς
πᾶμε εἰς τὴν εἰκόνα τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ. Ἐκεῖ ζωγραφοῦνται τρεῖς Ἄγγελοι.
Ὅμως οἱ Ἄγγελοι δὲν εἶναι Θεός. Καὶ μὴ μοῦ πεῖτε ὅτι τὴν εἰκονογράφησιν Ἀγγέλων
ἐνετείλατο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Πατὴρ εἰς τὸν Μωϋσῆν[1].
Ναί, τοῦ εἶπε ζωγράφισε Ἀγγέλους ἀλλὰ δὲν τοῦ εἶπε ἀντὶ ἐμοῦ τοῦ ἰδίου… Οἱ
ἄγγελοι δὲν εἶναι Θεός. Ἄρα δὲν εἶναι εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ φιλοξενία τοῦ
Ἀβραάμ».
Ὅπως,
ὅμως, παραπάνω προσπάθησα νὰ ἐξηγήσω, οὔτε τὸ περιστέρι, οὔτε οἱ πύρινες
γλῶσσες εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα αὐτὰ εἶναι σύμβολα τοῦ
ἀπεριγράπτου καὶ ἀκαταλήπτου Θεοῦ.
Βέβαια, δὲν περιέχει ἡ Ἁγία Γραφὴ κάποια Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, περὶ ἀπεικονίσεως τῶν ἀγγέλων ποὺ ἔτυχον τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ, ἐνῶ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν Ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωϋσῆ: «Καὶ ποιήσεις δύο Χερουβὶμ χρυσοτορευτά…» (Ἐξόδ. κα΄ 17-21).
Ἀργότερα,
ὅμως, οἱ Ἅγιοι Πατέρες φωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θεώρησαν ὅτι ἡ
ἀπεικόνιση ἁγίων προσώπων, ἀλλὰ καὶ ὁράσεων
τῆς Π. Διαθήκης, εἶναι ἐνέργεια ὠφέλιμος καὶ εὐεργετικὴ γιὰ τοὺς πιστούς, τώρα
ποὺ ἀποκαλύφθηκε πλέον ἡ σημασία τους. Γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες ἐπέτρεψαν τὴν
ἁγιογράφιση Ἁγίων προσώπων καὶ παλαιοδιαθηκικῶν ὁράσεων. Καὶ τὴν ἐπέτρεψαν μὲ
τὴν προϋπόθεση, ὅτι ἁγιογραφοῦμε μόνο
ὅ,τι εἴδαμε, ὅπως ρητὰ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ ἀπεικόνιση τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ, ἀφοῦ ἡ παρουσία αὐτῶν τῶν Ἀγγέλων ἔκρυβε κάποιο μυστήριο, ποὺ εἶχε σχέση μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα.
Ἑρμηνεύων ὁ ἅγιος
Νικόδημος τοὺς Κανόνες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γράφει: Ἡ Σύνοδος «μακαρίζει μὲν
ἐκείνους ὅπου ἠξεύρουν καὶ ἀποδέχονται, ἑπομένως δὲ καὶ εἰκονίζουν καὶ τιμῶσι
τὰς ὁράσεις καὶ θεοφανείας τῶν Προφητῶν, καθὼς
αὐτὸς ὁ Θεὸς ἐσχημάτιζε ταύτας
καὶ ἐτύπωνεν εἰς τὸ ἡγεμονικὸν αὐτῶν, ἀναθεματίζει δὲ ἐξ ἐναντίας ἐκείνους, ὁποῦ
δὲν δέχονται τὰς εἰκονογραφίας τῶν τοιούτων ὁράσεων πρὸ τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ
Λόγου. Συμπεραίνεται ὅτι καὶ ὁ ἄναρχος
Πατὴρ πρέπει νὰ ζωγραφίζεται [σ.σ. ἀλλὰ μόνο] καθὼς ἐφάνη εἰς τὸν προφήτην Δανιὴλ ὡς παλαιὸς τῶν ἡμερῶν. Εἰ δὲ
καὶ ὁ Πάπας Γρηγόριος ἐν τῇ πρὸς Ἴσαυρον Λέοντα ἐπιστολῇ λέγει, ὅτι δὲν
ἱστοροῦμεν τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τοῦτο λέγει ὄχι
ἁπλῶς, ἀλλ’ ὅτι δὲν ζωγραφοῦμεν αὐτὸν κατὰ τὴν θείαν φύσιν· ἐπειδὴ ἀδύνατον,
φησίν, εἶναι ἱστορῆσαι καὶ ζωγραφῆσαι φύσιν Θεοῦ. Ὅπερ ποιεῖ καὶ
ἡ παροῦσα Σύνοδος, καὶ πᾶσα ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ὄχι ὅτι δὲν ζωγραφοῦμεν
αὐτὸν ὡς ἐφάνη εἰς τὸν Προφήτην· εἰ γὰρ μὴ ἐζωγραφοῦμεν αὐτὸν ὁλοτελῶς, διὰ τί
νὰ ζωγραφοῦμεν τόσον τὸν Πατέρα, ὅσον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν εἴδει Ἀγγέλων,
ἀνδρῶν νέων, καθὼς ἐφάνηκαν εἰς τὸν Ἀβραάμ; Ἔπειτα κι ἂν θετέον, ὁ Γρηγόριος
λέγῃ τοῦτο, ἀλλ’ ἡ γνώμη μιᾶς πολυανθρώπου καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου προτιμᾶται
περισσότερον ἀπὸ τῆς γνώμης τοῦ ἑνός» (Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 261, στήλη β).
Ὅπως βλέπετε, καὶ ὁ
ἅγιος Νικόδημος, παρόλο ποὺ δέχεται τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Πατρὸς ὡς «παλαιοῦ τῶν
ἡμερῶν», (κι ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ σημεῖο ἄλλοι Ἅγιοι Πατέρες ἔχουν ἄλλη θέση), ὅμως
δὲν κάνει λόγο γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ “Σύνθρονου”. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει «ὅτι δὲν πρέπει νὰ ζωγραφῆται ὁ Πατήρ …ἡμεῖς
ἐρευνητικῶς τὰς πράξεις» τῆς Συνόδου «ἀναγνόντες, οὐδὲν τοιοῦτον εὕρομεν, εἰ μὴ
μόνον ὅτι ἡ φύσις τῆς Ἁγίας Τριάδος
ὡς ἀνείδεως καὶ ἀόρατος, οὐκ εἰκονίζεται.
Γιὰ νὰ στηρίξετε
καλύτερα τὴν ἄποψή σας, ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ “Σύνθρονου” εἶναι ἡ ὀρθή, γράφετε:
«Ὁ
Πατὴρ εἶναι ὅμοιος παντάπασιν μὲ τὸν Υἱόν, κατὰ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν μας».
Πέραν ὅσων ἐγράφησαν,
σημειώνω καὶ τὰ ἐξῆς: Τοῦτο, κατ’ ἀρχάς, δὲν εἶναι σωστὸ θεολογικά. Κάτι
παρόμοιον ἐδίδασκεν ὁ αἱρετικός Ἄρειος. Ὁ Υἱός, ἔλεγε, εἶναι «ὁμοιούσιος» μὲ
τὸν Πατέρα. Ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ συνέταξε τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως,
ἐδογμάτισε, ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «ὁμοούσιος
τῷ πατρί», ὄχι ὁμοιούσιος. Ἐξ ἄλλου, γιὰ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀφορᾶ, ὁ Υἱὸς δὲν
εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν Πατέρα. Εἶναι ἴσος πρὸς τὸν Πατέρα κατὰ τὴν οὐσία, ἀλλὰ
ταυτόχρονα διαφέρει ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς πρὸς τὰ «προσωπικὰ» χαρακτηριστικὰ
(ὑποστατικὰ ἰδιώματα).
Ἴδιον (ἰδιότητα) τοῦ
Πατρὸς εἶναι ὅτι γεννᾶ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ἴδιον τοῦ
Υἱοῦ εἶναι ὅτι γεννᾶται μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ ἴδιον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
εἶναι ὅτι ἐκπορεύεται μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα. Αὐτὰ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τοῦ
κάθε θείου προσώπου, δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀποδώσει ἡ λεγόμενη εἰκόνα τῆς Ἁγίας
Τριάδος (Σύνθρονου), ἀντίθετα μπορεῖ νὰ περιπλέξει τὸν πιστὸ καὶ νὰ τὸν
παραπλανήσει. Νὰ τὸν κάνει νὰ νομίσει, π.χ., ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι μεγαλύτερος σὲ
ἡλικία ἀπὸ τὸν Υἱὸ (ἄρα ἀνεπίτρεπτα εἰσάγει τὸν χρόνο στὴν θεότητα), ἢ πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κατώτερο.
Ἀντίθετα ἡ φιλοξενία
τοῦ Ἀβραάμ, θέτει τὰ τρία Ἅγια Πρόσωπα ὡς ἰσότιμα. Ἐπίσης ἡ ὁμοιομορφία τῆς
ἐνδυμασίας καὶ τῆς στάσεως τῶν τρίων ἀγγέλων, ἀποδίδει τὴν ἰσότητα. Ὅτι δηλαδή,
τὰ τρία Ἅγια πρόσωπα, ἔχουν μὲν ἰδιαιτέραν ὑπόστασιν, ἰδιαίτερα τὸ καθένα
χαρακτηριστικά, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι ὁμοούσια.
Ἐπί πλέον, δὲν εἶναι
(ὅπως γράφετε) «παντάπασιν ὅμοιοι» ὁ Πατὴρ μὲ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, διότι μόνο ὁ
Υἱὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὄχι καὶ ὁ Πατήρ. Εἴδαμε τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ
καὶ ὄχι τὴν θείαν. Θυμηθεῖτε ὅτι κατὰ τὴν μεταμόρφωση ὁ Θεὸς Υἱός, ὁ Θεάνθρωπος
Χριστός, ἄφησε νὰ φανεῖ κάτι ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν
οὐσία Του, τὴν θεία φύση Του. Καὶ ἀπὸ τὶς ἐνέργειές Του, ὄχι ὁλόκληρη ἡ θεία
ἄκτιστη ἐνέργεια, ἀλλὰ τόση μόνο, ὅση ἠδύναντο νὰ ἀντικρύσουν οἱ μαθητές:
«καθὼς ἠδύναντο».
Κατὰ τὴν βάπτιση
ἔπειτα τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἴδαμε οὔτε τὸν Πατέρα, οὔτε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀκούσαμε
φωνὴν ἐκ τῆς ἐνεργείας τοῦ Πατρός καὶ εἴδαμε ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, κάτι ποὺ ἔμοιαζε «ὡσεὶ
περιστεράν». Καὶ κατὰ τὴν Ἁγία Πεντηκοστὴ κατῆλθε ἡ Χάρις καὶ οἱ ἐνέργειες τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος «ἐν πυρίνες γλώσαις», ἄλλοτε δὲ ὡς νεφέλη.
Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Τριάδα
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπεικονισθεῖ. Ὅ,τι εἰκονίζουμε εἶναι ἐνέργειες και
σύμβολα-σημεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Π.χ. τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι οὔτε περιστέρι,
οὔτε πύρινες γλῶσσες, οὔτε νεφέλη, οὔτε ἕνας ἐκ τῶν τριῶν Ἀγγέλων. Αὐτὰ ποὺ
εἴδαμε εἶναι σημεῖα τῆς θεότητος. Δὲν εἶναι τὰ ἴδια τὰ Ἅγια πρόσωπα[2].
Γίνεται, νομίζω μετὰ
ἀπ’ ὅλα αὐτά, κατανοητό, ὅτι ἂν παρουσιάσουμε τὴν Ἁγίαν Τριάδα μὲ τὴν γνωστὴ
εἰκόνα τοῦ “Σύνθρονου”, τὴν λεγόμενη «Ἁγία Τριάδα», τὴν ἀλλοιώνουμε καὶ τὴν
ὑποβαθμίζουμε, ἀφοῦ παρουσιάζουμε «στιγμὲς» τῆς ἐν τῷ κόσμῳ θείας ἐνεργείας, ὡς
νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ὅλη ὑπόσταση τοῦ κάθε θείου Προσώπου. Δηλαδή, παρουσιάζουμε τὸ
ἕνα Ἅγιο πρόσωπο μόνο κατὰ τὴν στιγμὴ τῆς παρουσίας τῆς θείας ἐνέργειάς του ὡς
περιστερᾶς. Αὐτὴ ἡ ἐπιλογή, λοιπόν, εἶναι αὐθαίρετη, ἀφοῦ ἀποκλείει τὶς ἄλλες
παρουσίες Του ὡς νεφέλη καὶ πύρινες φλόγες.
Ἡ εἰκόνα τοῦ
“Σύνθρονου”, ὡς Ἁγία Τριάδα, θὰ ἔπρεπε μὲ ἄλλα λόγια, νὰ εἰκονίζει τὰ τρία
πρόσωπα-ὑποστάσεις ὡς ὁλότητα καὶ ὄχι ὡς μερικότητες, ἀλλιῶς δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ λέγεται εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅμως, ἡ εἰκόνα αὐτή, δὲν εἰκονίζει τρεῖς
ὑποστάσεις-πρόσωπα, ἀλλὰ παρουσιάζει ἕνα πρόσωπο-ὑπόσταση (τὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ,
τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ) καὶ δύο στιγμὲς φανερώσεων τῶν δύο ἄλλων ἁγίων Προσώπων, ὁράσεις ἐνεργειῶν αὐτῶν τῶν δύο
ἄλλων ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος (τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) καὶ ὄχι
τὰ ἴδια τὰ πρόσωπα· καὶ μάλιστα, παρουσιάζει μία ὅραση ποὺ συνέβη στὰ χρόνια
τῆς Π. Διαθήκης καὶ τὴν ἄλλη στὰ χρόνια τῆς Κ. Διαθήκης.
Γράφει ὁ Ν. Ζήσης.:
«Ἡ περιστερὰ τῆς βαπτίσεως δὲν ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς ὑποστάσεως τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀλλὰ ἄκτιστη θεοφάνεια, ἄκτιστο σύμβολο»[3]. «…Οἱ
γλῶσσες πυρὸς στὴν Πεντηκοστὴ εἶναι ὅ,τι καὶ ἡ περιστερὰ τῆς βαπτίσεως, ἄκτιστη
ἐνέργεια Θεοῦ, …ἡ περιστερὰ δὲν εἶναι εἰκόνα τῆς ὑποστάσεως τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι ἀπερίγραπτη»[4].
Τὸ παρακάτω κείμενο
μᾶς βοηθᾶ νὰ καταλάβουμε ὅτι, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι μία θεοφάνεια καὶ ἄλλο ἡ ἴδια
ἡ ὑπόσταση ἑνὸς θείου προσώπου: «Ὁ τρόπος τῆς ἐμφανίσεως τοῦ
Κυρίου στὶς θεοφάνειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διαφέρει ἀπὸ τὴν Ἐνσάρκωσή Του,
καθ' ὅσον στὶς θεοφάνειες ἀποκαλυπτόταν ἡ ἄκτιστη δόξα Του, ἐνῶ στὴν
ἐνανθρώπηση ἑνώθηκε ὁ Ἴδιος ὑποστατικὰ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση· “…τὸ φῶς καὶ ὁ
γνόφος ἡ "φωτεινὴ νεφέλη" καὶ ὁ "λαμπρινὸς γνόφος" ὑπερβαίνουν
τὸν συμβολισμό· στὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ”»[5].
Ἡ σαφὴς ὑποτίμηση,
ἐξάλλου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πραγματοποιεῖται, καθὼς αὐτὸ «ἀπεικονίζεται, μέσα
στὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις, ζωομορφικά, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς “δύο αἰτίες” Του, τὸν
πατέρα καὶ τὸν Υἱό, οἱ ὁποῖοι ἀπεικονίζονται ἀνθρωπικῶς»[6]. Ἤδη
τὸν 5ο αἰῶνα ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἐλέγχει αὐτοὺς ποὺ μὲ
«κατασκευάσματα τῆς διανοίας τους» ἀποδίδουν στὴν «ἀνυπέρβλητη θεία φύση
ἀνθρώπινο σχῆμα, δηλ. ἀνθρώπινη μορφή»[7].
Καὶ αὐτὴ ἡ ἀπεικόνιση
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς περιστερᾶς «ὄχι πιὰ στὸ ἐπίπεδο τῶν θεοφανειῶν τῆς
ἱστορίας, ἀλλὰ στὸ πλαίσιο τῶν ἐνδοτριαδικῶν σχέσεων ποὺ ἡ ἀπεικόνιση τοῦ
“Σύνθρονου” θέλει νὰ ἀποτυπώσει», ὁδηγεῖ
σὲ «εἰδωλολατρία, ἂν θεωρήσουμε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ταυτίζεται οὐσιωδῶς μὲ
περιστερά, ἀντίληψη τὴν ὁποία βοηθᾶ πολὺ ἡ ἀπεικόνισή Του ὡς περιστερᾶς»[8].
Διαβάζουμε σὲ κείμενο
ἀνώνυμου σχετικά: «Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς στὴν εἰκονιστικὴ σύνθεση τῆς Ἁγίας
Τριάδος μὲ τὴν μορφὴ τοῦ πολιοῦ γέροντα, τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς περιστερᾶς, μόνον ὁ Χριστὸς ἐξεικονίζεται κυριολεκτικά,
δηλαδὴ ἡ ὑποστάσή του εἰκονίζεται διὰ τῆς μόνιμης ὑποστατικῆς μορφῆς του τὴν
ὁποία ἀνέλαβε διὰ τῆς Σαρκώσεώς του, ἐνῶ ὁ Θεὸς (Πατήρ) καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
ἁπλῶς “σημειώνονται” διὰ σημείων που ἔδωσε ἡ θεία Πρόνοια στον κόσμο. Ἄλλο
(ὅμως) ἡ εἰκόνα καὶ ἄλλο τὸ σημεῖο. Τὸ σημεῖο δὲν ἔχει ἀπολύτη καὶ μονοσήμαντη
σχέση μὲ τὸ εἰκονιζόμενο. Σὲ ἄλλο πλαίσιο μπορεῖ να σημαίνει κάτι ἄλλο. Ἡ
εἰκόνα ἀντίθετα δείχνει, εἰκονίζει
μόνιμα καὶ πάντα τὴν αὐτὴ ὑποστάσῃ.
»Ἔτσι στὴν εἰκόνα
αὐτὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος [τοῦ “Σύνθρονου”] ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ὑποστατικὴ
μορφή του, ἡ ὁποία βέβαια εἶναι ἡ ἀκριβὴς εἰκόνα του, ἐνῶ οἱ δύο ἄλλες μορφές,
δηλαδὴ ἡ μορφὴ τοῦ πολιοῦ γέροντος καὶ ἡ μορφὴ τῆς περιστερᾶς, δὲν συνιστοῦν
τὶς εἰκόνες-ὑποστατικὲς μορφὲς τῶν δύο ἄλλων θείων Προσώπων, ἀλλὰ τὰ σημεῖα
τους ποὺ –καὶ πάλι– γιὰ νὰ ἦταν ἀκριβῶς τὰ σημεῖα τους θὰ ἔπρεπε νὰ ἱστοροῦνται
ὁλόκληρα τὰ γεγονότα συμπεριλήψεως τους, δηλαδὴ ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ για τὴν
περιστερὰ καὶ τὸ ὅραμα τοῦ Δανιὴλ γιὰ τὸν πολιὸ γέροντα, ἀλλὰ καταχρηστικὰ
συμπεριλήφθηκαν στὴν εἰκονιστικὴ αὐτὴ σύνθεση τῆς Ἁγίας Τριάδος… Τέλος,
ἐπαναλαμβάνω, ἡ εἰκόνα εἰκονίζει, τὸ σημεῖο σημαίνει» (σχόλιο ἀνώνυμου ἀπὸ τὸ
διαδίκτυο).
Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος
γράφει: «Μία
γὰρ εἶναι ἡ τῆς εἰκόνος καὶ τοῦ πρωτοτύπου ὑπόστασις, καθ’ ὃ τὸ μὲν πρωτότυπον
ὁρᾶται ἐν τῇ εἰκόνι, ἡ δὲ εἰκὼν ὑφίσταται ἐν τῷ πρωτοτύπῳ, ὥσπερ ἡ σκιὰ ἐν τῷ
σώματι, καὶ ἀπ’ αὐτὸ νὰ χωρισθῇ εἶναι ἀδύνατον· καὶ καθ’ ὃ ἡ ὑπόστασις
εἰκονίζεται καὶ ὄχι ἡ φύσις. Καθ’ ὃ εἰς κάθε εἰκόνα ἐπιγράφεται ὄχι τὸ τῆς
φύσεως ὄνομα, ἤγουν αὕτη εἶναι εἰκὼν ἀνθρώπου ἁπλῶς, ἀλλὰ τὸ ὄνομα τῆς
ὑποστάσεως, ἤγουν ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ…»[9].
Στὰ γεγονότα τῆς
Βαπτίσεως καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ἔχουμε φανερώσεις ἐνεργειῶν τῆς Ἁγίας Τριάδος,
ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ εἰκόνα, ὅμως, τοῦ “Σύνθρονου” «δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν οἰκονομία,
δηλ. μὲ τὴν πρὸς τὸν κόσμο φανέρωση καὶ τὸ σωτηριῶδες ἔργο τῆς Ἁγίας Τριάδος,
ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ ἀποτυπώσει τὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις. Εἶναι μιὰ ὅραση τὴν
ὁποία δὲν εἶδε ποτὲ κανείς», ἀντίθετα μὲ τὴν φιλοξενία τοῦ Ἀβραὰμ ἡ ὁποία
«εἶναι ἱστορικὸ γεγονός»[10]. Ἡ
φανέρωση, π.χ. τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς περιστερᾶς, δὲν ἐκφράζει τὶς σχέσεις
μεταξὺ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ τὴν πρὸς τὸν κόσμο ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἡ ὁποία πάλι, δὲν ἀποτελεῖ ἔκφραση τῶν ἐνεργειῶν μόνο τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀλλὰ ἐκφράζει τὴν ἐν τῷ κόσμῳ ἐνέργεια ταυτόχρονα ὅλης τῆς Ἁγίας
Τριάδος, εἶναι δηλαδὴ Τριαδικὴ ἐνέργεια καὶ σχετίζεται μὲ τὴν σωτηρία μας καὶ
τὴ συμφιλίωση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ Θεὸ (κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο). Ἡ ἔκφραση
λοιπόν, μιᾶς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν ἄνθρωπο μὲ συγκεκριμένο
σκοπό, μὲ ποιά λογικὴ μπορεῖ νὰ μεταφερθεῖ σὲ ἄλλο πλαίσιο, στὴν ἀπεικόνιση
μιᾶς εἰκόνας ποὺ παρουσιάζει τὶς σχέσεις ὄχι τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ
τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν τριῶν Ἁγίων Προσώπων, τὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις;
Ὁ Ἰωάννης Βρᾶνος (μοναχός-ἁγιογράφος) στὸ βιβλίο του
«Θεωρία τῆς ἁγιογραφίας», ἀναφέρει τοὺς θεολογικοὺς ὅρους ποὺ πρέπει νὰ
ἐκπληρώνει μιὰ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γράφει:
«Ποιά λοιπὸν εἰκόνα θὰ ἦταν κατάλληλη γιὰ τὴν
ἀπεικόνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος; Ἀσφαλῶς ἐκείνη ποὺ θὰ συγκεντρώνει καὶ θὰ
ἐκπληρώνει ὅλους τοὺς δογματικοὺς ὅρους. Οἱ κύριοι καὶ βασικοὶ αὐτοὶ ὅροι
εἶναι τὸ ὁμοούσιον, τὸ ὁμόδοξον καὶ τὸ ὁμόχρονον. Δευτερεύων ὅρος εἶναι ἡ
ἀλληλοεμπεριχώρησις ἢ περιχώρησις. Θὰ πρέπει ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας τριάδος νὰ
ἀπεικονίζεται τὴν Τριαδικότητα (οἱ
τρεῖς ὑποστάσεις) τῆς Οὐσίας καὶ τὴ Μοναδικότητα
(τὸ ἑνιαῖο τῆς Οὐσίας) τῶν τριῶν ὑποστάσεων»[11].
Ἐπίσης θὰ πρέπει «νὰ μὴν εἶναι φανταστική, ἀλλὰ νὰ ἔχη κάποια ἱστορικὴ μαρτυρία
στὴν Ἁγία Γραφή»[12].
Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ δὲν τὰ ἔχει ἡ λεγόμενη εἰκόνα τῆς
Ἁγίας Τριάδος ἢ τοῦ Σύνθρονου, ἐνῶ ἀντίθετα τὰ συναντᾶμε στὴν ἀρχαία εἰκόνα τῆς
φιλοξενείας τοῦ Ἀβραάμ. Πράγματι ἡ δεύτερη εἰκόνα, «ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἐκπληρώνει
τοὺς δογματικοὺς ὅρους, ταυτόχρονα εἶναι καὶ μιά ἱστορική μαρτυρία, δὲν ἔχει
κατασκευαστεῖ φανταστικά. Γι’ αὐτὸ μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους ζωγραφίζονται ὁ
Ἀβραάμ, ἡ Σάρρα, ἡ σκηνή, ἡ δρῦς τοῦ Μαμβρῆ καὶ ἡ τράπεζα μὲ τὰ φαγητά... Οἱ
τρεῖς Ἄγγελοι εἰκονίζονται σὰν τρεῖς νεαροὶ ἄνδρες τῆς ἴδιας ἡλικίας... καὶ τῆς
ἴδιας φύσεως (Ἄγγελοι). Ἔτσι διασώζονται» οἱ δογματικοὶ ὅροι, «τὸ συνάναρχον,
ὁμόχρονον καὶ συναΐδιον καὶ ὁμοούσιον»[13].
Ἡ ἄλλη εἰκόνα τοῦ Σύνθρονου, «εἶναι τελείως ἀκατάλληλη»
γιά τὴν ἔκφραση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος, «γιατὶ καταργεῖ τοὺς δογματικοὺς ὅρους.
Ἡ διαφορὰ τῆς ἡλικίας τῶν τριῶν προσώπων καταργεῖ τὸ ὁμόχρονον, τὸ συνάναρχον
καὶ τὸ συναΐδιον. Τὸ ὁμόδοξο καὶ τὸ ὁμότιμο πάλι διαστρέφεται, ἀφοῦ ἄλλη τιμὴ
καὶ δόξα ἔχει ὁ γέρων Πατήρ, ἄλλη ὁ νεαρὸς Χριστὸς[14] καὶ
ἄλλη τὸ πτηνό, ποὺ συμβολίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα... Διαφορὰ ἐπίσης ἔχομεν καὶ στήν
οὐσία, ἐφόσον ἄλλη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη οὐσία καὶ ἄλλη τοῦ πτηνοῦ τῆς περιστερᾶς»[15].
Ὡς ἐκ τούτου «ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι πολὺ ἐπιζήμια.
Διδάσκει τὸν λαόν μας μιὰ ἀλλόκοτη θεολογία, μᾶλλον δὲ αἵρεση. Κατασκεύασμα τῆς
παπικῆς Ἐκκλησίας...»[16].
Ἀπὸ τὰ παραπάνω
φαίνεται, πόσο λανθασμένη εἶναι ἡ προοπτικὴ αὐτῆς τῆς εἰκόνας, διὰ τῆς ὁποίας
«οἱ τρόποι φανέρωσης τῶν Τριαδικῶν Προσώπων στὶς θεοφάνειες, στὴν οἰκονομία τῆς
τριάδος, ταυτίστηκαν μὲ τοὺς ἐνδοτριαδικοὺς τρόπους ὑπάρξεώς Τους»[17].
Ἕνα ἀκόμα στοιχεῖο
κατὰ τοῦ “Σύνθρονου”, μᾶς δίδει ὁ
κορυφαῖος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβινός, «ὁ
ὁποῖος δέχεται ὅτι ἡ σκέψη περὶ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ ὡς γέροντος καὶ νέου
ἀντιστοίχως εἶναι αἱρετικὴ καὶ
λανθασμένη», ἀφοῦ μιὰ τέτοια ἀπεικόνιση μᾶς διδάσκει «ὅτι εἶναι ἄνιση ἡ Ἁγία Τριάδα καὶ ἀμομοιόμορφη» καὶ ἔτσι
διασπείρεται ἡ ἀρειανικὴ αἵρεση[18].
Ἀντίθετα, ὡς διὰ
πολλῶν ἐτονίσθη, ἡ φιλοξενία τῶν τριῶν Ἀγγέλων διασώζει τὸ ἰσότιμον, τὸ
ὁμότιμον, τὸ ὁμοούσιον, τὸ συνάναρχον, τὸ ὁμόχρονον καὶ τὸ συναΐδιον τῶν τριῶν
προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
«Ἡ ἀπεικόνιση τῶν τριῶν Ἀγγέλων εἶναι μία
ἱστορικὴ εἰκόνα τῆς ἐμφανίσεως (τῆς Ἁγίας Τριάδος) στὸν Ἀβραάμ· ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ
ὅμως ἀποκαλύφθηκε καὶ κατανοήθηκε ὡς τριαδικὴ στὸ φῶς τῆς νεοδιαθηκικῆς ἀποκάλυψης
μετὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὴ ἡ νέα ἀποκάλυψη μᾶς ἐπιτρέπει νὰ δοῦμε στὴν εἰκόνα
τῆς Θεότητας ὑπὸ τὴν μορφὴ τριῶν Ἀγγέλων τὴν τριενότητα Της, τὴν ἰσότητα τῶν
Προσώπων Της καὶ τὴν τριαδικὴ Οἰκονομία μέσα στον κόσμο»[19].
Ἡ εἰκόνα, λοιπόν,
αὐτὴ «ἀποτελεῖ σύμβολο τῆς Ἁγίας
Τριάδος καὶ ὄχι ὁμοίωσή της. Ἐφ’ ὅσον στὴν εἰκόνα ἀπεικονίζεται ὁ Λόγος τοῦ
Θεοῦ» ὄχι μὲ τὴν θεανθρώπινη ἱστορικὴ μορφή Του, ἀλλ’ «ἐν μορφῇ ἀγγέλου»,
ἀνάμεσα στοὺς δύο ἄλλους Ἀγγέλους· δὲν εἰκονίζονται ἐδῶ «οἱ ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας τριάδος…
Γιὰ νὰ εἰκονισθοῦν ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, θὰ ἔπρεπε κατὰ τὴν ὀρθόδοξη
διδασκαλία νὰ προσλάβουν καὶ αὐτοί, ὅπως ὁ Υἱός, περιγράψιμη μορφή»[20],
ἀφοῦ ὅμως, δὲν προσέλαβαν ὑποστατικὰ ἀνθρώπινη μορφή, δὲν εἰκονίζονται ὡς
πρόσωπα, ἀλλὰ μὲ αὐτὴν τὴν συμβολικὴ παράσταση τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ.
Μιὰ παρόμοια ἑρμηνεία
δίδει καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς Εὐσέβιος:
Εʹ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ.
«...Καὶ Κύριος
ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ». Ὁ
Θεὸς Λόγος, λέγει, «ὑπόστασιν ἰδίαν ἔχων, καὶ ὅτι πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τὰς εἰς
ἀνθρώπους οἰκονομίας ἐτέλει· δύο γὰρ κυρίους ἐνταῦθα σαφῶς ἡ γραφὴ παρίστησιν,
εἴ γε Κύριος ἔβρεξεν παρὰ Κυρίου. Τὸ δ' ὅμοιόν ἐστιν εὑρεῖν παρὰ τῷ ἱερῷ
ἀποστόλῳ φήσαντι, Δῴη ὁ Κύριος ἔλεος τῷ Ὀνησιφόρου οἴκῳ· καὶ Δῴη αὐτῷ εὑρεῖν
ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ... Δὶς δὲ ἐνταῦθα ὀνομαζομένου τοῦ κυρίου,
κατὰ τὸ, ἔβρεξεν Κύριος παρὰ Κυρίου, ... δῆλον δ' ὅτι τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς τῶν
ὅλων καὶ τοῦ Λόγου αὐτοῦ, τὴν ἄρρητον ταύτην παραλαμβάνεσθαι σημείωσιν· ὡς
μηκέτ' ἀμφιβόλως ἔχειν, εἴ που ἂν φέροιτο ἡ τοιαύτη ἐπὶ τοῦ Θεοῦ προσηγορία, μὴ
μόνον ἐπὶ τῆς ἀγενήτου φύσεως αὐτὴν παραλαμβάνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ ἐν ἀρχῇ
πρὸς τὸν Θεὸν ὄντος Λόγου. (Εὐσεβίου, Generalis elementaria introductio (=Eclogae propheticae),
Page 18, line 25).
Παρόλα αὐτὰ καὶ
παλαιότερα καὶ πρόσφατα κάποιοι ἐπιμένουν νὰ ὑποστηρίζουν, ὅτι «ἡ φιλοξενία τοῦ
Ἀβραὰμ» δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ (οὔτε συμβολικὰ) εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι
ἀπαραίτητο νὰ παρεμβληθοῦν ἐδῶ ἀποσπάσματα ἀπὸ ὁμιλίες τοῦ π. Ἀθανάσιου Μυτιληναίου, ποὺ
ἀποδεικνύουν μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅτι ἡ
Φιλοξενία τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι ἡ μόνη σωστὴ ἀπεικόνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὰ
ἀπομαγνητοφωνημένα ἀποσπάσματα εἶναι ἀπὸ δύο ὁμιλίες στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως
τοῦ π. Ἀθανασίου (κεφ. 18ο καὶ 19ο, ἀρ. ὁμιλ. 21η
καὶ 22α). Οἱ λέξεις στὸ κείμενο τῆς Ἁγ. Γραφῆς ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι
πρόκειται περὶ ἀποκαλύψεως τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπισημαίνονται
μὲ ἔντονη γραφή. Στὸ θεόπνευστο κείμενο, πότε τίθεται ὁ ἑνικὸς ἀριθμός, ὅταν
πρόκειται γιὰ τὴν Θεότητα καὶ πότε ὁ πληθυντικός ἀριθμός, ὅταν πρόκειται γιὰ
τὶς ὑποστάσεις τοῦ Πατρὸς, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ κείμενο (Γένεσις,
κεφ. 18):
Σχολιασμὸς π.
Ἀθανασίου:
«Τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς
παρουσίας-ἐμφάνισης τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τὴν μορφὴν τριῶν ἀνδρῶν στὸν Ἀβραὰμ εἶναι
τοῦτο, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός. “Ὤφθη, λοιπόν, αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυῒ τῇ Μαμβρῇ, ἀναβλέψας δὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ
εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες
εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ εἶπε· Κύριε, ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον· καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε...”. Ὁ
Ἀβραὰμ ἀποτείνετε στὸν Ἕνα: “Κύριε” λέει· (Τοῦ ἀπαντοῦν ὅμως καὶ οἱ τρεῖς):
“καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς
εἴρηκας, ἔλαβε δὲ (ὁ Ἀβραάμ) τὸ μοσχάριον ὃ ἐποίησε, καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον”. Ἔφαγαν (οἱ τρεῖς ἄνδρες ἀπὸ ὅσα τοὺς παρέθεσε ὁ Ἀβραάμ;).
Ὄχι. Δὲν ἔφαγαν τίποτα. Φαινομενικῶς ἔφαγον. Διότι αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἄνδρες ἦσαν φαινομενικῶς ἄνθρωποι. Ἐνῶ τὸ δεύτερον
Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γίνει ἄνθρωπος, ἔγινε πραγματικὰ
ἄνθρωπος.
»Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ὁμιλεῖ στὸν Ἀβραάμ,
μᾶς τὸ λέγει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἰς τὴν ὁμιλίαν “Περὶ τοῦ Τιμίου
καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ”:
»”<Ὤφθη γὰρ αὐτῷ (τῷ Ἀβραάμ) ὁ
Θεός· καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες, καὶ
προσέδραμεν αὐτοῖς>. Ἰδοὺ τὸν ὀφθέντα ἕνα
Θεὸν τρεῖς ἑώρα. καὶ τοῖς τρισὶ προσδραμών, αὖθις ὡς ἑνὶ ὡμίλει, λέγων, <Κύριε, εἰ εὗρον χάριν ἐνώπιόν σου, μὴ
παρέλθεις τὸν παῖδα σου>”. Ἐνεφανίσθη, λέγει, ὁ Θεός· δὲν λέγει οἱ θεοί,
λέγει ὁ Θεός, “καὶ ὅταν προσέδραμε πρὸς αὐτούς”, ἐνῶ, ὁμιλεῖ, λέγει, καὶ πρὸς
τοὺς τρεῖς ἄνδρες, εἶπε, “Κύριε” εἰς ἑνικὸν ἀριθμόν, σὰν νὰ ὡμίλει σὲ ἕναν, ἐνῶ
ἀποτείνεται καὶ εἰς τοὺς τρεῖς. “Καὶ αὐτοὶ δὲ οἱ τρεῖς, ὡς εἷς ὄντες”, αὐτοὶ δὲ
οἱ τρεῖς, σὰν νὰ εἶναι ἕνας, “πρὸς αὐτὸν διαλέγονται (σὰν νὰ εἶναι ἕνας). “Εἶπε
γάρ, φησί, πρὸς Ἀβραάμ· ποῦ Σάρρα ἡ γυνή σου; Ἐπαναστρέφων ἥξω πρὸς σὲ κατὰ τὸν
καιρὸν τοῦτον εἰς ὥρας, καὶ ἕξει υἱὸν Σάρρα ἡ γυνή σου”. Eἶπε. Ποιός
εἶπε; Καὶ οἱ τρεῖς, εἰς ἑνικὸν ἀριθμὸν ὅμως. “Ὡς δὲ ἀκούσασα ἡ γραῦς (ἡ γριά),
ἐγέλασε Σάρρα καὶ εἶπε Κύριος· τί ὅτι ἐγέλασε Σάρρα ἡ γυνή σου;”. Αὐτὸ τὸ “εἶπε
Κύριος” τὸ εἶπαν καὶ οἱ τρεῖς. “Ἰδού, ὁ εἷς Θεός”, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς, “ὁ εἷς Θεὸς τρεῖς ὑποστάσεις καὶ αἱ τρεῖς αὗται εἷς Κύριος· εἶπε γάρ,
φησί, Κύριος”.
»Αὐτὴ ἡ περικοπὴ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου,
ἔρχεται νὰ μᾶς δώσει τὸ κλειδὶ νὰ καταλάβουμε πολὺ καλύτερα, αὐτὴν τὴν
θαυμασίαν ἐμφάνισιν τοῦ Ἁγίου
Τριαδικοῦ Θεοῦ εἰς τὸν Ἀβραάμ... Ὥστε, λοιπόν, ἐδῶ ἐμφανίζεται ὁ Ἕνας
Θεὸς ὑπὸ τὴν μορφὴν τριῶν ἀνδρῶν.
»Λίγο πιὸ κάτω λέγει ὅτι ὁ Ἀβραὰμ
προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ πρὸς τοὺς τρεῖς καὶ εἶπε: “κύριε, εἰ εὗρον χάριν
ἐναντίον σου”. Δὲν λέγει, Κύριοι, ἀλλὰ λέγει, “Κύριε”. Καὶ οἱ τρεῖς, ὅταν τοὺς
εἶπε νὰ μείνουν στὴν φιλοξενεία εἶπαν καὶ οἱ τρεῖς: “οὕτω ποίησον, καθὼς
εἴρηκας”. Κατόπιν, ὅταν ἐγέλασε ἡ Σάρα, “εἶπεν Κύριος”. Ποιός εἶναι ὁ Κύριος;
Δὲν εἶναι ὁ ἕνας, ἢ ὁ ἄλλος, ἢ ὁ ἄλλος, εἶναι καὶ οἱ τρεῖς.
Ἐν συνεχείᾳ, ὅταν τελείωσε τὸ γεῦμα
ἐσηκώθηκαν νὰ φύγουν. “Ἐξαναστάντες δὲ ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες κατέβλεψαν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόρρας”. Καὶ ἔγινε
ὁ ἑξῆς χωρισμός: οἱ δύο κατέρχονται εἰς τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμμορα..., ὁ δὲ ἕνας
ἔμεινε μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν ὁποῖον πάλι ὁ Ἀβραὰμ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριον...
»Μᾶς λέγει (ἐδῶ) καὶ ἰδιότητες τῶν
Τριῶν αὐτῶν Προσώπων. Καὶ κατ’ ἀρχὰς ἔχομε τὴν ἔκφρασιν ὅτι δὲν ἔχουμε τρεῖς
Κυρίους, ἀλλὰ ἔχομεν Ἕνα Κύριον. Διότι πραγματικά, ὁ Θεὸς ἔχει τρεῖς ὑποστάσεις,
εἶναι ὁ Πατήρ, εἶναι ὁ Υἱός, εἶναι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον... Ὅ ἕνας εἶναι
Κύριος, ὁ Πατήρ. Ὁ Υἱὸς εἶναι Κύριος. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι Κύριος. Ἕνας
Κύριος, σὺν ἕνας Κύριος, σὺν ἕνας Κύριος δὲν κάνουν τρεῖς Κυρίους, ἀλλὰ κάνουν
ἕνα Κύριον...· βεβαίως, ἡ ἀνθρωπίνη λογικὴ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ συλλάβει...
»”Εἶπε δὲ Κύριος”. Πάλι “Κύριος”.
Ποιός (Κύριος); Ὁ πρῶτος, ὁ δεύτερος, ὁ τρίτος; Καὶ οἱ τρεῖς. ”Εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας
πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι
αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. καταβὰς οὖν
ὄψομαι, εἰ ...συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ”. Καὶ τότε οἱ τρεῖς ἄνδρες
χωρίζουν: “καὶ ἀποστρέψαντες ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. Ἀβραὰμ δὲ ἔτι
ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου”.
»Ἐδῶ σαφῶς βλέπομεν, ὅτι οἱ δύο τῶν
ἀνδρῶν κατευθύνονται πρὸς τὰ Σόδομα καὶ μένει ὁ ἕνας. Αὐτὸ τὸ χώρισμα, ἔχει
πάλι πολὺ μεγάλη ἀξία Τριαδολογική, διότι ἀναφέρεται εἰς τὰ προσωπικὰ ἰδιώματα,
δηλ. εἰς τὰ ἰδιώματα τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγ. Τριάδος. Ἀλλὰ φεύγουν οἱ δύο· δὲν
λέει ὅμως οἱ δύο, λέει οἱ ἄνδρες· παρακάτω θὰ μᾶς πεῖ οἱ δύο ἄγγελοι. Μὴ
πλανηθοῦμε ὅτι πρόκειται περὶ ἀγγέλων...
»“Καὶ ἐγγίσας Ἀβραὰμ εἶπε (πρὸς τὸν
Κύριο ποὺ παρέμεινε:) “μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς;”. (Kαὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ
συνομιλία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Ἀβραὰμ) “ἀπῆλθε δὲ ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ Ἀβραάμ”.
»Ὅταν (μάλιστα) ἐσηκώθησαν διὰ νὰ
φύγουν, ἔστρεψαν καὶ οἱ τρεῖς τὸ πρόσωπόν τους πρὸς τὰ Σόδομα. Λέγει
“κατέβλεψαν”, δὲν λέγει “κατέβλεψε”. Γιατὶ ἐπιμένω στὸ “κατέβλεψαν” κι ὄχι στὸ
“κατέβλεψε”. Διότι ἐδῶ ἐκφράζεται θαυμάσια τὸ Δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος· κι ὄχι
μόνον ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, ἀλλὰ ἀναφέρονται καὶ (ὑποστατικὰ) γνωρίσματα
χαρακτηριστικὰ τῶν τριῶν αὐτῶν Προσώπων. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς...,
ἀλλὰ καὶ ὁμόφωνος ἡ Ἐκκλησία ἀναφέρει ὅτι πρόκειται περὶ τῆς ἐμφανίσεως
αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Τὸ λέγω διότι ἡ ἑρμηνεία ποὺ δίδει
κι ἐδῶ, ὁ π. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος, δὲν εἶναι ἱκανοποιητική. Ἀναφέρει ὅτι
πρόκειται περὶ ἀγγέλων εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος κ.λπ. Δὲν εἶναι ἄγγελοι,
ἀλλ’ εἶναι προσωπικὰ ἰδιώματα. Κατὰ πανηγυρικὸν τρόπον καὶ ὁμόφωνον τῆς
Ἐκκλησίας πρόκειται περὶ τοῦ Δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μοναδικὴ ἀπεικόνισης τῆς Ἁγίας Τριάδος
εἶναι ἡ γνωστὴ Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ.
Δὲν ἔχομε καμίαν ἄλλην.
»Ὅταν δεῖτε τὴν ἀπεικόνισιν τῆς
Ἁγίας Τριάδος ὡς τὸν Πατέρα ἡλικιωμένον, τὸν Υἱὸν νέον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον
ὡς περιστερά, αὐτὸ εἶναι ἀπεικόνισης τῆς Δύσεως ποὺ ἡ Ἀνατολὴ δὲν τὴν
συνηθίζει. Τώρα βέβαια, πολλὰ πράγματα ἔχουν εἰσαχθεῖ εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἀπὸ τὴν
Δύσιν, πάντως ὅμως δὲν εἶναι ἀνατολικῆς προελεύσεως. Ἡ τῆς ἀνατολικῆς
προελεύσεως εἰκόνα εἶναι ἡ τῆς Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ.
»Καὶ ἐπειδὴ ἐμφανίστηκε ὁ Θεὸς μὲ
τὴν μορφὴν τριῶν ἀνδρῶν, γι’ αὐτὸ
ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἀπεικονίσεως. Ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἐνεφανίζετο ὑπὸ τὴν μορφὴν
τριῶν ἀνδρῶν δὲν θὰ ὑπῆρχε δυνατότης ἀπεικονίσεως, θὰ ἦτο δὲ καὶ ἡμαρτημένον.
Εἰκονίζομεν εἰκόνα. Ἡ εἰκόνα ποὺ ἔχομεν εἶναι εἰκόνα εἰκόνος. Διότι ὁ Θεὸς
βεβαίως, δὲν εἶναι τρεῖς ἄνδρες. Ἄλλη
παράσταση τοῦ Θεοῦ, ἔξω τῆς παραστάσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπὸ τὴν εἰκόνα
τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ, οὔτε
ἔχομεν, οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ ἔχομεν.
»Ὅταν ἐχώρισθησαν τὰ τρία Πρόσωπα
καὶ τὰ δύο κατῆλθαν εἰς τὰ Σόδομα, ἔμεινε ὁ εἷς μὲ τὸν Ἀβραάμ. Γιατί
ἐχωρίσθησαν; Θὰ δεῖτε, βέβαια, καὶ τὴν ἑρμηνεία, ὅτι ὁ Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος καὶ
οἱ δύο εἶναι ἄγγελοι. Ἀλλὰ δὲν τὴν δέχομαι τὴν ἑρμηνεία, ...διότι ἐπίσημοι
Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δίνουν αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία, ὅτι καὶ
οἱ τρεῖς εἶναι ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεός. Ἐξάλλου εἶναι τόσο σαφές. “Ὤφθη ὁ
Θεός... Ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες”. Ἐχωρίσθησαν διότι, ἐδῶ ἔχουμε προσωπικὰ ἰδιώματα τῶν
τριῶν ὑποστάσεων. Ὁ Πατὴρ εἶναι Πατὴρ καὶ δὲν εἶναι Υἱός. Ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς καὶ
δὲν εἶναι Πατήρ... Οἱ δύο χωρίζουν διότι ὁ εἷς εἶναι ὁ Πατὴρ καὶ οἱ δύο ποὺ
κατέρχονται εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Διότι ὁ Πατὴρ δὲν ἐμφανίζεται
εἰς τὸν κόσμον. Οὔτε ἀποστέλλεται εἰς τὸν κόσμον.
»Ὁ χῶρος ποὺ ἐμφανίζεται ὁ Ἀβραὰμ
εἶναι συμβολικὰ ὁ χῶρος τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ εἶναι ἡ ἐμφάνισις ἐδῶ, ὅπως λέγουν οἱ
Πατέρες, τὴν μεσημβρίαν. Ἐνῶ ὁ χῶρος ποὺ εἶναι ὁ Λώτ, εἶναι τὸ σύμβολον τοῦ
κόσμου· γεωγραφικὰ τὰ Σόδομα εἶναι πολὺ χαμηλὰ καὶ ἡ ἐμφάνιση γίνεται τὸ βράδυ,
πάει νὰ βραδιάσει. Καὶ ἀποστέλλονται εἰς τὸν κόσμον, ποὺ τὰ Σόδομα εἶναι τὸ
σύμβολον τοῦ κόσμου, ἀποστέλλονται μόνον ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ὁ Πατὴρ
ἀποστέλλει. Σαφέστατα μᾶς τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς αὐτό, ὅτι ὁ Πατὴρ τὸν ἀπέστειλε.
Ἀλλὰ καὶ μᾶς εἶπε ἀκόμα ὁ Χριστός, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὸ ἀποστέλλει καὶ ὁ
Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός. Προσέξτε “ἀποστέλλει”, ὄχι “ἐκπορεύεται”...
Ἔτσι στὸν κόσμο ἐρχεται ὁ Υἱὸς καὶ
τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Μόνο τὰ δύο αὐτὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποστέλλονται. Ὁ
Υἱὸς ἦλθε καὶ ἐνηνθρώπησε... Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν ἐνηνθρώπησε, ἀλλὰ μένει
στὴν Ἐκκλησία...
“Ἦλθον δὲ οἱ δ ύ ο
ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας·
Λὼτ δὲ ἐκάθητο παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν γῆν... Εἶπαν δὲ οἱ ἄνδρες ἢ πρὸς Λώτ· …ἡμεῖς ἀπόλλυμεν τὸν
τόπον τοῦτον, ὅτι ὑψώθη ἡ κραυγὴ αὐτῶν ἔναντι Κυρίου, καὶ ἀπέστειλεν ἡμᾶς Κύριος ἐκτρίψαι αὐτήν... καὶ ἐγένετο, ἡνίκα
ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν· σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν· ...εἶπε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτούς· δέομαι κύριε, ...ἰδοὺ ἡ πόλις αὕτη ἐγγὺς τοῦ καταφυγεῖν με ἐκεῖ, καὶ ἐκεῖ
διασωθήσομαι· καὶ εἶπεν αὐτῷ·
σπεῦσον οὖν τοῦ σωθῆναι ἐκεῖ· καὶ Κύριος
ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ”.
Ὅταν λέγει, “καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ
Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ”, ποιοί ἔβρεξαν πῦρ
καὶ θεῖον εἰς τὰ Σόδομα; Σαφῶς τὸ λέει ἐκεῖ· οἱ δύο Ἄγγελοι. Καὶ λέγονται
ἄγγελοι. Γιατί λέγονται ἄγγελοι; –διότι δὲν εἶναι ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ· λέγονται
ἄγγελοι, διότι ἀποστέλλονται. Ἐξάλλου ὁ Χριστὸς λέγεται “μεγάλης βουλῆς
Ἄγγελος”. Καὶ ποιά εἶναι ἡ “μεγάλη βουλή”; Ὄχι τοῦ Πατρὸς (μόνο), ἀλλὰ καὶ τοῦ
Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας καὶ εἶναι
ἀχώριστος. Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον λέγεται Ἄγγελος, γιατὶ ἀποστέλλεται.
Ἐδῶ τώρα, ὅμως, οἱ δύο Ἄγγελοι (τὸ
εἶπαν σαφῶς στὸ Λώτ), θὰ καταστρέψουμε τὶς πόλεις (Γεν. 19, 24, ἀρ. ὁμ. 22, στὸ
21:00 ἑξ.). Καὶ ποιοί καταστρέφουν; Οἱ δύο Ἄγγελοι ποὺ εἶναι ἐκεῖ. Καὶ τί λέγει
ἐδῶ τώρα. Τοὺς ἀποκαλεῖ μὲ ἕνα ὄνομα, Κύριος: “Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον”. Τοὺς τρεῖς
προηγουμένως τοὺς ἔλεγε “Κύριος”. Τοὺς δυὸ
τώρα πάλι τοὺς λέγει ”Κύριος”. Καὶ
τί λέγει (γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι ἐκεῖνος ὑστερεῖ, ἐκεῖνος ποὺ ἔμεινε μὲ τὸν
Ἀβραάμ), καὶ τί λέγει, ὅτι “Κύριος (δηλ. οἱ δύο Ἄγγελοι) ἔβρεξεν θεῖον καὶ πῦρ
ἐξ οὐρανοῦ παρὰ Κυρίου”. Ὁ Κύριος
ἀπὸ τὸν Κύριον, ποὺ σημαίνει ὅτι μετέχει ἐδῶ καὶ ὁ τρίτος. Αὐτὸ τὸ “ὁ Κύριος παρὰ Κυρίου” εἶναι τὸ ἴδιο μὲ ἐκεῖνο τὸ
καταπληκτικὸ ποὺ τὸ ἑρμηνεύει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: “Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ
μου”... Εἶπε ὁ ἕνας Κύριος εἰς τὸν ἄλλον Κύριο».
Συμπερασματικά:
Ἡ εἰκόνα τοῦ
“Σύνθρονου”, ἡ λεγομένη τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐφόσον μᾶς δίδει λανθασμένο μήνυμα
περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καλὸν εἶναι νὰ τὴν ἀπομακρύνουμε σιγά-σιγὰ ἀπὸ τὶς
Ἐκκλησίες μας. Οἱ ὑπεύθυνοι ποιμένες (ἀλλὰ καὶ ὅλοι μας) μὲ τὶς ὀλιγωρίες μας
ἐπέτρεψαν νὰ ἐπικρατήσει. Ἀλλά, ἐφόσον ἀποδεικνύεται, ἀπὸ ὅσα σᾶς παρετέθηκαν,
ὅτι μπορεῖ νὰ παρεξηγηθεῖ, ὅτι δίδει αἱρετικὸ μήνυμα, γιατί νὰ ἐπιμένουμε σ’
αὐτήν; Γιὰ κάποιον ποὺ δὲν τὸ γνωρίζει, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ἁμαρτάνει,
ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς κρίνει κατὰ τὴν προαίρεσή μας. Ἐμεῖς, ὅμως, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς
βοήθησε νὰ γνωρίσουμε, γιατί νὰ ἐπιμένουμε;
Καὶ πάλι, ὅμως, ἂν
ἔχουμε συνηθίσει αὐτὴ τὴν εἰκόνα, ὁ Θεὸς γνωρίζει τὴν δυσκολία μας καὶ θὰ μᾶς
βοηθήσει νὰ «ξεσυνηθίσουμε». Γι’ αὐτὸ τὸ ἄριστο εἶναι αὐτὴ ἡ σύνθεση τῆς
λεγόμενης εἰκόνας τῆς Ἁγίας Τριάδος νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν σωστή, ἀφοῦ αὐτὸ
διδάσκει ἡ ὀρθόδοξη Παράδοσή μας. Ἔτσι, θὰ δείξουμε ὑπακοὴ στοὺς Πατέρες μας
καὶ θὰ διορθώσουμε τὴν ἀδιάκριτη εἰσαγωγὴ μιᾶς εἰκόνος μὲ δυτικότροπες
αἱρετικὲς ἐπιρροές.
Δυτικὴ καὶ Ὀρθόδοξη Εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως
Τί λέγουν τὰ τροπάρια, ἡ θεολογία, ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καὶ τί ὁ ἅγ. Νικόδημος γι’ αὐτὴ τὴν εἰκόνα.
Γιὰ νὰ γίνει
κατανοητὸ τὸ θέμα, θὰ φέρω ἕνα παράδειγμα εἰσαγωγῆς καὶ ἐπικράτησης μιᾶς ἄλλης
δυτικίζουσας εἰκόνας σὲ πολλοὺς ὀρθόδοξους ἱεροὺς ναούς. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς
Ἀναστάσεως. Γράφει ὁ μελετητὴς τῆς ὀρθόδοξης ἁγιογραφίας Χρῆστος Γκότσης[21]:
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἀπεικόνιση «τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ’ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική.
Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς
ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς τῆς
Ἀναγεννήσεως. Σ’ αὐτὴν εἰκονίζονται οἱ στρατιῶτες πεσμένοι κάτω θαμπωμένοι ἀπὸ
τὸ φῶς τοῦ ἀναστάντος, ὁ ὁποῖος κρατᾶ στὸ χέρι μιὰ σημαία τῆς νίκης. Μὲ αὐτὴ
τὴν εἰκόνα διαστρεβλώνονται ἡ εὐαγγελικὴ διήγηση καὶ ἡ θεολογία τῶν Πατέρων,
διότι κατὰ τοὺς Πατέρες, κανεὶς δὲν εἶδε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ [σ.σ. τὴ
συγκεκριμένη στιγμὴ τῆς Ἀναστάσεως], οὔτε ἡ Παναγία μητέρα Του, οὔτε οἱ
μαθητές, οὔτε οἱ μαθήτριες. Κι ἂν δὲν τὴν εἶδαν τὰ ἁγιασμένα πρόσωπα, οἱ
οἰκεῖοι τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ποτὲ δυνατὸν νὰ ἔκανε τὴν χάρη ὁ Κύριος, ὥστε νὰ δοῦν
τὴν Ἀνάστασή Του οἱ ἄπιστοι στρατιῶτες; Ἡ Ἀνάσταση ἔγινε γνωστὴ ἀργότερα διὰ
τῆς παρουσίας τῶν ἀγγέλων ἐν τῷ κενῷ μνημείῳ, οἱ ὁποῖοι καὶ πληροφόρησαν τὶς
γυναῖκες περὶ τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ἴδιου ἀναστημένου
πρῶτα στὴν μητέρα Του, κατόπιν στὶς μαθήτριες καὶ στὴ συνέχεια καὶ στοὺς
μαθητές Του.
Ὅπως, λοιπόν, αὐτὴ
τὴν εἰκόνα μὲ δυτικὲς προδιαγραφές, ποὺ εἰσῆλθε στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία καὶ
ἁγιογραφήθηκε ἀπὸ ὀρθόδοξους ζωγράφους, πρέπει νὰ τὴν ἀπομακρύνουμε (ὅσο κι ἂν
συναισθηματικὰ μᾶς ἔχει γίνει οἰκεία), ἄλλο τόσο καὶ τὴν εἰκόνα τῆς λεγομένης
Ἁγίας Τριάδος πρέπει νὰ τὴν ἀπομακρύνουμε μὲ διάκριση, χωρὶς φανατισμοὺς καὶ
διαπληκτισμούς, γιατὶ τότε θὰ προκαλέσουμε χειρότερο κακό.
Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ
διαιρούμεθα γιὰ τέτοια θέματα, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦμε ὅ,τι ἡ
Παράδοση καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔχουν διδάξει, γιὰ νὰ ἔρθει ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ
μέσα μας. Νὰ εἴμαστε δὲ ἐπιεικεῖς στοὺς ἄλλους πάντα, ἰδίως δὲ σὲ περιπτώσεις
ποὺ ὁ σκανδαλισμὸς προέρχεται ἐξ αἰτίας τῶν ποιμένων μας, ποὺ ἐνῶ θὰ ἔπρεπε
αὐτοὶ νὰ ἔχουν πάρει θέση γιὰ τὸ θέμα αὐτό, καὶ ἐνῶ ἔχει ἐπισημανθεῖ ἀπὸ χρόνια
τὸ κακὸ ποὺ προκαλεῖ στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν, αὐτοὶ σὲ οὐδεμία ἐνέργεια ἔχουν
προβεῖ, καὶ ἔτσι ὁ λαὸς ἔχει ἐθισθεῖ καὶ θεωρεῖ ὡς ὀρθόδοξες αὐτὲς τὶς εἰκόνες,
ἕνεκα τῆς ἀδιαφορίας τῶν ποιμένων.
Στὴν συνέχεια,
παραθέτω μερικὰ ἀκόμα γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως.
Ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τὸν 8ο
αἰῶνα, δὲν γνωρίζει τὴν Δυτική εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, τὸν Χριστὸ ἀνιστάμενο ἐκ
τοῦ τάφου του καὶ ἔχοντα στὸ χέρι μιὰ σημαία νίκης, καὶ τοὺς στρατιῶτες
πεσμένους κάτω, θαμπωμένους ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ μᾶς παραδίδει ὡς
παραδοσιακὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως αὐτήν, τὴν ἐκ τοῦ Ἅδου ἀνερχομένου Χριστοῦ:
«Οὕτως γὰρ παρελάβομεν Αὐτὴν ἐκ τῶν
῾Αγίων Πατέρων κεκοσμημένην, καθὼς καὶ αἱ θεῖαι Γραφαὶ διδάσκουν ἡμᾶς· τὴν
ἔνσαρκον Οἰκονομίαν τοῦ Χριστοῦ, …τὴν Σταύρωσιν, ... τὴν Ἀνάστασιν, τοῦ κόσμου τὴν χαράν· πῶς ὁ Χριστὸς πατεῖ τὸν ἅδην καὶ ἐγείρει τὸν Ἀδάμ… Τίς ἐστιν οὗτος ὁ
σταυρούμενος; τίς ἐστιν οὗτος ὁ ἀνιστάμενος καὶ καταπατῶν τὴν κεφαλὴν τοῦ γηραιοῦ τούτου; …Οὗτος ὁ ἀνιστάμενος,
αὐτὸς ὑπάρχει ὁ συνεγείρων τὸν προπάτορα τοῦ κόσμου Ἀδάμ, ὃς πέπτωκε διὰ τῆς
παρακοῆς, καὶ συμπατεῖ τὸν ᾅδην τὸν
κατέχοντα τοσούτους χρόνους τὸν δεδεμένον δεσμοῖς καὶ μοχλοῖς ἀλύτοις ἐν τοῖς
καταχθονίοις…» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., PG, τ.
95, 313D-316A, 325D).
«Θὰ πρέπει νὰ τονισθῇ
ἰδιαιτέρως, ὅτι καὶ στὸ Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὴν ἱερὰν
Εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ὁμοία πρὸς ἐκείνην τοῦ Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ: “᾿Εν γὰρ ταῖς
εἰκόσιν ὁρῶμεν τὰ ὑπὲρ ἡμῶν τοῦ Δεσπότου Πάθη, τὸν Σταυρόν, τὸν Τάφον, τὸν Ἅδην νεκρούμενον καὶ σκυλευόμενον”»
(Τριώδιον, Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας, σελ. 156α, ἐκδόσεις “Φῶς”, ᾿Αθῆναι 1989)».
Ὁ Λ. Οὐσπένσκυ γράφει
σχετικά:
«Ἡ εἰκονογραφία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο ἀρχαία, ὅσο περίπου καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανισμός. Κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες, ἡ Ἀνάστασις παριστάνονταν μὲ τὴν προεικόνισή της μέσα στὴν Παλαιά Διαθήκη: Τὸν Προφήτη Ἰωνᾶ νὰ ἀπορρίπτεται ἀπὸ τά σωθικὰ τοῦ κήτους. Ἡ παράσταση αὐτὴ συναντᾶται στὶς νωπογραφίες τῶν κατακομβῶν τῆς Ρώμης (τῆς Πρίσκιλλας καὶ τοῦ Καλλίστου) ἀπὸ τὸν Β´ αἰώνα. Κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες ἐμφανίζονται μέσα στὴν λειτουργικὴ χρήση ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, ἀντικαθιστώντας τὴν παράσταση τῆς Π. Διαθήκης, δύο παραστάσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ κάθε μιὰ ἀντιστοιχεῖ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς κύριες ὄψεις τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ: Οἱ Ἅγιες Γυναῖκες πρὸ τοῦ Μνημείου καὶ ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος.
Ἡ πρώτη παριστάνει
αὐτὸ ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἔνσαρκο Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ὄψη τῆς
ἑορτῆς, καὶ μᾶς δείχνει τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα. Ἐμφανίζεται πολὺ νωρίς. Σύμφωνα
μὲ τὶς ὑποθέσεις τῶν ἀρχαιολόγων αὐτὴ ἡ εἰκόνα ὑπῆρχε ἤδη μέσα στὶς νωπογραφίες
τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στὴν Δούρα Εὐρωπὸ τὸ 2322. Ὑπῆρχε ἐπίσης
πιθανῶς μέσα στὴν Ροτόντα ποὺ ἔχτισε ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας στὸν τόπο τοῦ
Τάφου τοῦ Χριστοῦ. Ἀργότερα, τὴν συναντοῦμε συχνὰ στὶς «εὐλογίες» τῆς Monza
(μεταξὺ Δ´ καὶ Ϛ´ αἰώνων), οἱ ὁποῖες ἀντιγράφουν, κατὰ τὴν γενικῶς παραδεκτὴ
γνώμη, τὰ μωσαϊκὰ τριῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ἀνήγειρε ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος.
Ἡ δεύτερη παράσταση
τῆς Ἀναστάσεως, ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος, εἰκόνα συμβολική, δείχνει ἐκεῖνο ποὺ δὲν
μπορεῖ ἀλλιῶς νὰ ἀποδοθεῖ παρὰ μὲ σύμβολα: τὴν ἐσωτερικὴν ἔννοια τῆς
Ἀναστάσεως, τὸ γεγονὸς τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅ,τι προηγήθηκε ἀπὸ τὴν ἐν σαρκὶ
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀρχαιότερη γνωστὴ ἀπεικόνιση τῆς Καθόδου στὸν Ἅδη
χρονολογεῖται τὸν Ϛ´ αἰώνα καὶ εὑρίσκεται σ᾿ ἕναν κίονα κιβωρίου τοῦ Ἁγίου
Μάρκου στὴν Βενετία.
Οἱ δύο αὐτὲς εἰκόνες
εἶναι μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, οἱ εἰκόνες τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Μέσα στὴν
διακόσμηση τῶν ἐκκλησιῶν εὑρίσκονται συνήθως ἡ μία πλάι στὴν ἄλλη καὶ
ἀλληλοσυμπληρώνονται.
Στὴν Δύση οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις ὑπῆρχαν
ἀκόμα κατὰ τὸν ΙΓ´ αἰώνα, ὡς εἰκονογραφία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὅπως γνωρίζομε, οἱ
εὐαγγελικὲς ἀφηγήσεις σιωποῦν ὡς πρὸς τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη. Ὡστόσο ὁ Ἀπόστολος
Πέτρος ἀναπολεῖ αὐτὸ τὸ μυστηριῶδες γεγονὸς μέσα στὸν ἐμπευσμένο λόγο ποὺ
ἐξεφώνησε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. Β´ 24-28): «ὃν
ὁ Θεὸς ἀνέστησε λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι
αὐτὸν ὑπ᾿αὐτοῦ·… ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς Ἅδου οὐδὲ δώσεις τὸν
ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν». Λέγει ἐπίσης μέσα στὴν πρώτη του Ἐπιστολὴ
περὶ τοῦ Χριστοῦ: «καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι
πορευθεὶς ἐκήρυξεν» (Α´ Πετρ. Γ´ 19).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Δαμασκηνὸς εἰς τὸ «Περί Ὀρθοδόξου Πίστεως» ἐξηγεῖ εὐρύτερα τήν ἔννοια αὐτοῦ τοῦ
γεγονότος: «Κάτεισιν εἰς Ἅδου ψυχὴ τεθειμένη, ἵνα ὥσπερ τοῖς ἐν γῇ ὁ τῆς
δικαιοσύνης ἀνέτειλεν ἥλιος, οὕτω καὶ τοῖς ὑπὸ γῆν ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου
καθημένοις ἐπιλάμψη τὸ φῶς. ἵν᾿ ὥσπερ τοῖς ἐν γῇ εὐηγγελίσατο εἰρήνην,
αἰχμαλώτοις ἄφεσιν, καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν (Λουκ. Δ´ 18, 19) καὶ τοῖς μὲν
πιστεύσασι γέγονεν αἴτιος σωτηρίας αἰωνίου, τοῖς δὲ ἀπειθήσασιν, ἀπιστίας
ἔλεγχος, οὕτω καὶ τοῖς ἐν Ἅδου. ἵνα Αὐτῷ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων
καὶ καταχθονίων» (Φιλιπ. Β´ 10).
Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ
Ἀδάμ καὶ τῶν δικαίων τῆς Π. Διαθήκης, κύριο θέμα τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Μεγάλου
Σαββάτου, ἀντηχεῖ μέσα σὲ ὅλη τὴν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, δέν μπορεῖ
νὰ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ τὴν ἐξύμνηση τοῦ Ἀναστάντος. Ἡ Ϛ´ ὠδὴ τοῦ πασχαλινοῦ κανόνα
τὸ ἐκφράζει αὐτὸ μὲ τὸν πιὸ ἐναργῆ καὶ τὸν πιὸ τρανὸ τρόπο: «Κατῆλθες ἐν τοῖς
κατωτάτοις τῆς γῆς, καὶ συνέτριψας μοχλοὺς αἰωνίους, κατόχους πεπηδημένων,
Χριστέ, καὶ τριήμερος, ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶς, ἐξανέστης τοῦ τάφου».
Αὐτὸ τὸ γεγονός, κατὰ
τὸ ἴδιο μέτρο, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ
τὴν λύτρωση. Καθὼς ὁ Ἀδὰμ ἦταν νεκρός, ἡ ταπείνωση, ἡ «κένωση» τοῦ Λυτρωτῆ, ὁ
Ὁποῖος εἶχεν ἀφομοιώσει τὴν φύση του (τοῦ Ἀδάμ), ἔπρεπε νὰ φθάσει μέχρι τὰ ἴδια
βάθη, ὅπου εἶχε κατεβεῖ ὁ Ἀδάμ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Κάθοδος στὸν Ἅδη εἶναι τὸ
ἔσχατον ὅριον τῆς «κενώσεως» τοῦ Χριστοῦ, καὶ ταυτοχρόνως ἡ ἀρχὴ τῆς δόξας Του.
Ἡ εἰκόνα, σὲ συμφωνία
μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δείχνει αὐτὸ ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη
ἀντίληψη, τὸ πνευματικὸ νόημα τῆς Ἀναστάσεως, τὴν παραμονὴ τῆς ψυχῆς τοῦ
Σωτῆρος στὸν Ἅδη, καὶ ἀποκαλύπτει τὸν σκοπὸ καὶ τὰ ἐπακόλουθα τῆς παραμονῆς
αὐτῆς.
Σύμφωνα μὲ τὸ νόημα
τοῦ γεγονότος, ἡ παράσταση ἔχει σὰν πλαίσιο τὰ ἀνοιγμένα σπλάχνα τῆς γῆς, τὸν
Ἅδη ποὺ παριστάνεται συμβολικά μὲ τὴν μορφὴ μιᾶς μαύρης, χαίνουσας ἀβύσσου.
Ἡ κάθοδος στὸν Ἅδη
ὑπῆρξε τὸ ἔσχατο βῆμα τοῦ Κυρίου στὸν δρόμο «κενώσεώς» Του. Κατεβαίνοντας «ἐν
τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς» μᾶς ἄνοιξε τὸν δρόμο τοῦ οὐρανοῦ. Ἔχοντας ἐλευθερώσει
τὸν παλαιόν Ἀδάμ καὶ μαζί του ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴν δουλεία ἐκείνου
ποὺ ἐνσαρκώνει μέσα στὸν ἑαυτό του τὴν ἁμαρτία, τὰ σκοτάδια καὶ τὸν θάνατο,
ἔθεσε τὰ θεμέλια μιᾶς νέας ζωῆς γιὰ ὅσους ἑνώνονται μαζί του, ἀποτελώντας μιὰν
ἀναγεννημένη ἀνθρωπότητα. Ἔτσι, ἡ πνευματικὴ ἔγερση τοῦ Ἀδάμ μέσα στὴν εἰκόνα
τῆς Καθόδου στὸν Ἅδη, παρουσιάζεται σὰν μιὰ εἰκόνα τῆς μελλούσης ἐν σαρκὶ
ἀναστάσεως, ἀναστάσεως τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀπαρχή. Γι᾿ αὐτό, ἂν καὶ ἡ
εἰκόνα αὐτὴ ἐκφράζει τὸ νοήμα τοῦ γεγονότος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καὶ
προβάλλεται πρὸς προσκύνηση στοὺς πιστοὺς τὴν ἡμέρα ἐκείνη, εἶναι ὡστόσο εἰκόνα
πασχαλινή, εἰκόνα ἐκείνων τῶν γεγονότων ποὺ προηγήθηκαν ἀμέσως τοῦ θριάμβου τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Κατὰ συνέπεια τῆς μελλούσης Ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.
Ἡ ἀνικανότητα τοῦ
ἀνθρωπίνου πνεύματος νὰ εἰσχωρήσει σ᾿ αὐτὸ τὸ γεγονός, καί, κατὰ συνέπεια, ἡ
ἀδυναμία νὰ τὸ παραστήσει κανείς, εἶναι ἀκριβῶς ὁ λόγος τῆς ἀπουσίας, μέσα στὴν
ὀρθόδοξη εἰκονογραφία τῆς παραδόσεως, τῆς ἴδιας ἀκριβῶς στιγμῆς τῆς Ἀναστάσεως.
Σὲ συμφωνία μὲ τὴν
εὐαγγελικὴ διήγηση, ἡ εἰκόνα παριστάνει τὸ σπήλαιο τοῦ τάφου μέσα στὸ ὁποῖο
βρίσκεται ἕνα ἄδειο φέρετρο μὲ τὰ ἐντάφια σπάργανα. Ἕνας ὅμιλος ἀπὸ γυναῖκες
μυροφόρες ποὺ κρατοῦν δοχεῖα ἀρωμάτων στέκεται παραπλεύρως. Καθισμένοι στὴν
πέτρα, κοντὰ στὸν τάφο, ἕνας ἤ δύο ἄγγελοι ντυμένοι στὰ λευκὰ δείχνουν στὶς
Ἅγιες Γυναῖκες τὸ μέρος ὅπου εἶχε ἀναπαυθεῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σύνθεση
αὐτῆς τῆς εἰκόνας διακρίνεται γενικῶς γιὰ μιὰ μεγάλη ἁπλότητα, θὰ μποροῦσε
κανεὶς νὰ πεῖ ἀκόμα γιὰ τὸν χαρακτήρα τῆς οἰκειότητας, ἐὰν οἱ φτερωτοὶ καὶ
λευκοφορεμένοι ἄγγελοι δὲν τῆς προσέδιδαν μιὰ γαλήνια καὶ λιτὴ ἐπισημότητα.
Ἀργότερα, στὸν ΙΖ´ αἰώνα, ἔρχεται νὰ προστεθεῖ σ᾿ αὐτή τὴν σύνθεση, σὰν ταῖρι
της, μιὰ ἄλλη σύνθεση, ἐξίσου πολὺ ἀρχαία: Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὴν
Μαρία-Μαγδαληνή (Μάρκ. ΙϚ´ 9, Ἰωάν. Κ´ 13-17). Αὐτὴ ἡ παράσταση ὀφείλεται χωρὶς
ἀμφιβολία στὴν ἐμφάνιση τῶν δυτικῶν παραστάσεων τοῦ Χριστοῦ ἀνισταμένου ἐκ
τάφου. Ἀνταποκρινόμενοι στὴν ἀνάγκη νὰ βλέπουμε τόν Κύριο ἀναστάντα, οἱ
εἰκονογράφοι βρίσκουν ἕνα τρόπο νὰ τὸν παραστήσουν στὴν εἰκόνα, χωρὶς νὰ ἔρθουν
σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση. Βλέπομε ἔτσι μέσα στὴν ἴδια σύνθεση δύο
στιγμὲς διαφορετικές: Τὶς μυροφόρες ποὺ βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὸ μνημεῖο νὰ
ἀκοῦν τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, ἐνῶ ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ στρέφεται καὶ βλέπει τὸν
Κύριο ποὺ παριστάνεται συνήθως στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, ἀνάμεσα σὲ βράχους.
(Λεωνίδα Οὐσπένσκυ,
Οἱ Πασχαλινὲς Ὀρθόδοξες Εἰκόνες,
στὸ
http://kosmasaitolos.blogspot.com/2010/04/blog-post_04.html)
Καὶ
στὸ περ. «EΠIΓNΩΣH» (τ. 35, 1991) διαβάζουμε:
«Ἡ ἀπεικόνιση αὐτή, νεώτερη ἀκόμα καὶ στὸν
χῶρο τῆς Δύσεως, ἐμφανίστηκε ἐκεῖ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀναγεννήσεως, σ’ ἐμᾶς δὲ ἔφτασε
ἀπὸ τὴ Ρωσία κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Tουρκοκρατίας μὲ πρῶτο σταθμὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Σὲ
ὅλα τὰ ἐπίπεδά της εἶναι ἕνας κατακλυσμὸς κακοδοξίας καὶ διαστροφῆς.
• Πρῶτον, παριστάνει
ἀνοιγμένο τὸν τάφο, σὰν νὰ πρόκειται νὰ ἐξέλθει ἀπ’ αὐτόν ἕνας κοινὸς θνητός,
ἀντίθετα μὲ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος ἡ ζωὴ ἐκ
τάφου ἀνέτειλας» (ἀπολυτ. Κυρ. Θωμᾶ). «Φυλάξας τὰ σήμαντρα σῶα Χριστὲ ἐξηγέρθης
τοῦ τάφου» (Ϛ´ὠδή ἀναστ.) κ.ἄ.
• Δεύτερον, ὁ
ἀποκυλισμὸς τοῦ λίθου ἀπό τὸν ἄγγελο δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ἀπομάκρυνση
γίνεται γιὰ νὰ βγεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἀνέστη «ἀγγελικῆς
συμμαχίας οὐ δεηθείς» (ἅγ. Γρηγ. Nύσσης, P.G. 46, 477D).
• Δείχνει,
ἀκόμη, τοὺς ἀσεβεῖς στρατιῶτες νὰ παρίστανται αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ μυστηρίου
ποὺ δὲν ἀξιώθηκε νὰ δεῖ κανεὶς θνητός, μηδὲ τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἀποστόλων
ἐξαιρουμένων. Μιὰ ἀλήθεια ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία ψάλλοντας “οὐκ ᾔσθοντο
πότε ἀνέστης οἱ φυλάσσοντές σε στρατιῶται”. Καὶ ὁ Ἅγ. Συμεὼν ὁ Nέος Θεολόγος
«μηδὲ γὰρ τότε τοῦτον ἀνιστάμενον ἰδόντος τινός» (S.C. Κατηχ. ΠΓ´ σελ. 191).
• Ἀντιθέτως ἡ
βυζαντινὴ εἰκόνα ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα ἀναζητεῖ κυρίως τὸ βαθύτερο
νόημα τῆς Ἀναστάσεως. Ἔτσι, ἀπεικονίζει τὴ νίκη τοῦ Κυρίου κατὰ τοῦ θανάτου καὶ
τὴν καταστροφὴ τοῦ κράτους τοῦ διαβόλου, χωρίς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει
λύτρωση».
Νὰ προσθέσουμε σ’
αὐτὰ τὸ τροπάριο τῶν Αἴνων:
«Κύριε, ἐσφραγισμένου
τοῦ τάφου ὑπὸ τὴν παρανόμων, προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς
Θεοτόκου· οὐκ ἔγνωσαν πῶς ἐσαρκώθης, οἱ ἀσώματοί σου Ἄγγελοι, οὐκ ᾔσθοντο πότε ἀνέστης, οἱ φυλάσσοντές σε
στρατιῶται· ἀμφότερα γὰρ ἐσφράγισται τοῖς ἐρευνῶσι, πεφανέρωται δὲ τὰ
θαύματα, τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τὸ μυστήριον· ὃ ἀνυμνοῦσιν, ἀπόδος ἡμῖν
ἀγαλλίασιν, καὶ τὸ μέγα ἔλεος».
Ὑπὸ τὸ πρῖσμα αὐτό,
εἶναι δυνατὴ πλέον ἡ ἀξιολόγησις (καί) τῶν ἀπόψεων τοῦ ῾Οσίου Νικοδήμου τοῦ
Ἁγιορείτου (Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 262, στήλ. β΄), ὁ ὁποῖος ἐξέθεσε
μὲν μίαν [σ.σ. διαφορετικὴν] ἄποψιν, χωρὶς ὅμως νὰ δογματίσῃ, ἀλλὰ θέτων αὐτὴν
εἰς τὴν κρίσιν τῆς ᾿Εκκλησίας, διότι —ὅπως καὶ ὁ ἴδιος λέγει— «ἔσχατος κριτὴς
ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ» εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἐπέχει «πρόσωπον» τῆς
Ἐκκλησίας (Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 120, ὑποσημ.). «Ἡμῖν οὐ μέλει τί εἶπον, ἢ τί
ἐφρόνησαν μερικοὶ Πατέρες. Ἀλλὰ τί λέγει ἡ Γραφή, καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι,
καὶ ἡ κοινὴ τῶν Πατέρων δόξα. Οὐ γὰρ δόγμα συνιστᾶ ἡ γνώμη τινῶν ἐν τῇ
Ἐκκλησίᾳ»· «ἡ γνώμη μιᾶς πολυανθρώπου καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου προτιμᾶται περισσότερον ἀπὸ τῆς γνώμης τοῦ ἑνός»
(Ἱερὸν Πηδάλιον).
Τὸ κείμενο:
[1]
Λέγει ὁ
Θεὸς
στὸν
Μωϋσῆ:
«Καὶ
ποιήσεις
δύο
Χερουβὶμ
χρυσοτορευτὰ
καὶ
ἐπιθήσεις αὐτὰ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν κλιτῶν τοῦ ἱλαστηρίου… Ἔσονται οἱ Χερουβὶμ ἐκτείνοντες τὰς πτέρυγας ἐπάνωθεν, συσκιάζοντες ἐν ταῖς πτέρυξιν αὐτῶν ἐπὶ τοῦ ἱλαστηρίου, καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν εἰς ἄλληλα· …καὶ γνωσθήσομαί σοι ἐκεῖθεν καὶ λαλήσω σοι ἄνωθεν τοῦ ἱλαστηρίου ἀνὰ μέσον τῶν δύο Χερουβίμ…».
[2]
Ἡ ἴδια ἀπάντηση ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν παρακάτω ἐρώτησή σας. Γράφετε: «Τὸ κοντάκιο
τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, λέει: “Φῶς
ἀναλλοίωτε Λόγε… ἐν τῷ φανέντι φωτί Σου… φῶς εἴδομεν τὸν Πατέρα, φῶς καὶ τὸ
Πνεῦμα”. Εἴδαμε τὸν Πατέρα Θεὸν ὡς ΦΩΣ, δηλαδὴ ἐν μιᾷ τῶν ἰδιοτήτων Αὐτοῦ. Ἄρα
τὸν ζωγραφῶμεν».
Λοιπόν,
δὲν ζωφραφίζουμε τὴν ὑπόσταση τοῦ
Πατρὸς ὡς Φῶς, γιατὶ ὁ ἄπειρος Θεὸς
δὲν ταυτίζεται, δὲν εἶναι μία μόνο «τῶν
ἰδιοτήτων Αὐτοῦ». Τί θέλει νὰ μᾶς πεῖ, λοιπόν, τὸ τροπάριο αὐτό; Μᾶς λέγει ὅτι
οἱ «καθαροὶ τῇ καρδίᾳ», οἱ ἅγιοι, ἔχουν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, δηλαδή,
τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, —ὅπως καὶ απὸ τὸ ἴδιο τὸ τροπάριο
συμπεραίνουμε—τὸ φῶς αὐτὸ ἀνήκει καὶ στὰ τρία Ἅγια Πρόσωπα, εἶναι ἡ κοινὴ ἄκτιστη ἐνέργεια τῶν τριῶν Ἁγίων
Προσώπων καὶ ἄρα, τὸ φῶς δὲν εἶναι τὰ ἴδια τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά
τους. Δὲν φανερώνεται στὸ φῶς αὐτὸ ἡ ὑπόσταση
(Πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἢ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), ἀλλὰ ἡ θεία ἐνέργεια. Κι ἡ ἄκτιστη
αὐτὴ ἐνέργεια στὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως, φανερώνεται ἀπὸ τὴν
ὑπόσταση-πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ· ἀλλὰ παρόλο ποὺ φανερώνεται ἀπὸ τὸν Υἱό, ἐπειδὴ ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἐνέργειες
εἶναι κοινὲς καὶ τῶν τριῶν Προσώπων, ἄρα τὸ διὰ μέσου τοῦ Υἱοῦ φανερούμενο
ἄκτιστο αὐτὸ φῶς, δὲν εἶναι φῶς ποὺ ἀνήκει μόνο στὸν Υἱό, ἀλλὰ εἶναι ἡ θέα τοῦ
ἀκτίστου φωτὸς τῆς ὅλης τῆς Θεοτητος, κοινὴ ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος
[3]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 2ο, 1999, σελ. 13.
[4]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 2ο, 1999, σελ. 11.
[5]
Ἁγίου Κυρίλλου τοῦ Θεσσαλονικέως, Διάλογος μὲ τοὺς Ἰουδαίους Χαζάρους, Ἐπιμέλεια–Παρουσίαση Νικολάου
Ζήση, ὑποσ.
28.
[6]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 3ο, 1999, σελ. 21.
[7]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 3ο, 1999, σελ. 17.
[8]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 2ο, 1999, σελ. 12. —Ὁ Οὐσπένσκυ, ποὺ ἔχει συλλάβει τὴν μεγάλη σημασία τῶν μηνυμάτων
καὶ τῶν συμβολισμῶν ποὺ ἐκφράζει αὐτὴ ἡ εἰκόνα· γράφει: «Ἡ
σημερινὴ
εἰκονομαχία, ποὺ δὲν τὴν ὑποπτεύονται οὔτε αὐτοὶ ποὺ τὴν κάνουν, δὲν εἶναι τόσο ἡ ἄρνηση τῆς Εἰκόνας, ἀλλὰ περισσότερο ἡ παραμόρφωσή της, μάλιστα ἡ παραφθορά της, ποὺ προέρχεται ἀπό τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουνε πιὰ τὴ δογματικὴ καὶ διδακτικὴ σημασία
της» (Λ. Οὐσπένσκυ, "Η ΕΙΚΟΝΑ", σελ.
60).
[9]
Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 317, στήλη α-β.
[10] Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 3ο, 1999,
σελ. 14.
[11]
«Ἀλλὰ
γὰρ οὕτως
ἡμῖν ὁ ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν εἷς Θεός ἐκπεφασμένος, οὕτω καὶ δοξάζεται˙ καὶ οὕτω μιᾶς εἰκόνος οὔσης καὶ μορφῆς ἐπὶ τῆς μόνης ἀνειδέου καὶ προσκυνητῆς Τριάδος – «ἡ γὰρ Τριὰς συνάπτεται μὲν ἀδιαστάτως, σύνεστι δὲ ἀϊδίως, εἰκόνα δὲ προφαίνει μίαν καὶ τὴν αὐτήν», Ἀθανάσιος ὁ μέγας λέγει – μιᾶς οὖν οὕτως εἰκόνος οὔσης ἐπὶ τῆς σεπτῆς Τριάδος, τὸν μὲν Υἱὸν τοῦ Πατρὸς μορφὴν τε καὶ εἰκόνα λέγομεν, τὸ δὲ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περὶ
Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, Πατερικαὶ ἐκδόσεις ”Γρηγ. ὁ
Παλαμᾶς”, Έργα 1, σελ. 154, 156). Μτφρ.: Βεβαίως οὕτως ἀποκαλυπτόμενος εἰς ἡμᾶς
ὁ εἰς τρεῖς ὑποστάσεις εἷς Θεός, οὕτω καὶ δοξάζεται. Καὶ καθὼς οὕτως εἰς τὴν μόνην
ἀνείδεον καὶ προσκυνητὴν Τριάδα ὑφίσταται μία εἰκὼν καὶ μορφή -”διὸ ἡ Τριὰς
συνάπτεται μὲν ἀδιαστάτως, συνυπάρχει δὲ ἀϊδίως, εἰκόνα δὲ προβάλλει μίαν καὶ τὴν
αὐτήν”, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος-, καθὼς λοιπὸν ἐπὶ τῆς σεπτῆς Τριάδος μία εἰκὼν ὑπάρχει,
τὸν μὲν Υἱὸν λέγομεν μορφὴν καὶ εἰκόνα τοῦ Πατρός, τὸ δὲ Πνεῦμα εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ»
(στὸ ἴδιο, σελ. 155, 157).
[12]
Βράνου Ἰωάννου,
μοναχοῦ,
«Θεωρία τῆς
ἁγιογραφίας», σελ. 196-197 ἑξ.
[13]
Ὅπ. παρ., σελ. 197.
[14]
«Εἰ
τοίνυν
λέγει
ὁ Ἰησοῦς· ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστιν, λέγει δὲ καὶ ἴσον ἑαυτὸν τῷ θεῷ, μάθωμεν διὰ τί καὶ μείζονα λέγει τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ ἴσον. μείζων ἐστιν τοῦ υἱοῦ διὰ τὸ σῶμα ὃ ἐφόρεσεν παθητόν, ἴσος δὲ καθ' ὅτι ὅλος ὅλον τέλειον ἐγέννησεν ὁ πατὴρ ἀιδίως τὸν υἱόν» (Μ. Ἀθανασίου, Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τοῦ περὶ πίστεως μείζονος λόγου, Fragment 73, line
6).
[15]
Ὅπ. παρ., σελ. 200.
[16]
Ὅπ. παρ.
[17]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 3ο, 1999, σελ. 22.
[18]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 3ο, 1999, σελ. 20.
[19]
Λ. Οὐσπένσκυ,
Ἡ εἰκόνα στὸ φῶς τῆς Ὀρθόδοξης ἑρμηνείας.
[20]
Ζήση Νικ., περ. “Θεοδρομία”, τ. 2ο, 1999, σελ. 12.
[21]
Χρήστου Γκότση, «Ὁ Μυστικὸς Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων», Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας.