Άγιος
Ιουστίνος ο Απολογητής και φιλόσοφος – Εορτάζει στις 1 Ιουνίου
Ανάμεσα
στους θαρραλέους υπερασπιστές και ένθερμους αγωνιστές της χριστιανικής πίστεως
κατά τον Β΄ μ.Χ. αιώνα συγκαταλέγεται και ο τιμώμενος την 1η Ιουνίου Άγιος
ένδοξος μάρτυς Ιουστίνος ο φιλόσοφος, ο οποίος αναδείχθηκε σθεναρός
υπερασπιστής των διωκομένων χριστιανών, ελέγχοντας τη βάρβαρη αυθαιρεσία των
Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αφήνοντας ως πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη ένα
σημαντικότατο συγγραφικό έργο.
Ο χαρακτηριζόμενος από τους αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ως «θαυμασιώτατος» Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος γεννήθηκε περί το 100-110 μ.Χ. στην πόλη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστίνης, η οποία κτίσθηκε στα ερείπια της αρχαίας βιβλικής πόλεως Συχέμ της Σαμάρειας, εκεί όπου ο Χριστός υποσχέθηκε να δώσει στη Σαμαρείτιδα το ζωντανό ύδωρ της διδασκαλίας Του. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες, αλλά και εύποροι, γεγονός που συνέβαλε στο να αποκτήσει αξιόλογη μόρφωση, κατέχοντας τόσο την ελληνική όσο και τη ρωμαϊκή γλώσσα. Το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία και η αναζήτηση λύσεων για τα μεταφυσικά φαινόμενα του δημιούργησαν έναν ισχυρότατο πόθο για μία βαθύτερη και ουσιαστικότερη γνώση. Γι’ αυτό και πήγε στην Καισάρεια αναζητώντας σοφούς και επιφανείς διδασκάλους, οι οποίοι θα τον βοηθούσαν να ανακαλύψει όλη την αλήθεια. Αρχικά μαθήτευσε σ’ έναν στωικό φιλόσοφο, αλλά δεν έμεινε ευχαριστημένος από τη διδασκαλία του, αφού ταύτιζε τη δημιουργία του κόσμου με τον Δημιουργό και δεν ενδιαφερόταν να εντρυφήσει στην ύπαρξη του ενός και αληθινού Θεού. Στη συνέχεια ο Ιουστίνος κατέφυγε σ’ έναν περιπατητικό φιλόσοφο, οπαδό δηλαδή της αριστοτελικής φιλοσοφίας, τον οποίο όμως εγκατέλειψε, διότι αποδείχθηκε φιλοχρήματος, αφού μετά από τα πρώτα μαθήματα του ζήτησε να πληρώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.
Κατόπιν
ο φλεγόμενος για την αλήθεια Ιουστίνος εναπόθεσε τις ελπίδες του σ’ έναν
επιφανή πυθαγόρειο φιλόσοφο, ο οποίος τον απογοήτευσε και αποχώρησε και από
αυτόν, αφού θεωρούσε ως προϋπόθεση για τη φιλοσοφία τη γνώση των επιστημών της
Μουσικής, της Αστρονομίας και της Γεωμετρίας, τις οποίες όμως δεν γνώριζε. Την
αναζήτηση της αλήθειας ο εξαιρετικά φιλομαθής και πνευματικά ανήσυχος Ιουστίνος
προσπάθησε να βρει κοντά σ’ έναν πλατωνικό φιλόσοφο, ο οποίος βρισκόταν την
εποχή εκείνη στην πόλη, όπου σπούδαζε. Από τον περίφημο αυτό φιλόσοφο ο
Ιουστίνος έμεινε αρκετά ικανοποιημένος, αφού η πλατωνική φιλοσοφία δίδασκε ότι
ο τελικός στόχος και προορισμός του ανθρώπου είναι η ομοίωσή του με τον Θεό.
Έτσι στην πλατωνική φιλοσοφία βρήκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιδόθηκε με
ξεχωριστό ζήλο, αποτελώντας τη σπουδαιότερη ενασχόλησή του. Η αγάπη του για τη
φιλοσοφία σύμφωνα με την πλατωνική διδασκαλία επιβεβαιώνεται και από την
καταγεγραμμένη άποψή του γι’ αυτή. Έτσι για τον Άγιο Ιουστίνο η φιλοσοφία αποτελεί
ένα σπουδαιότατο απόκτημα για τον Θεό, αφού οδηγεί και προετοιμάζει προς
Εκείνον, ενώ πραγματικά όσιοι είναι μόνο εκείνοι που ο νους τους είναι
στραμμένος σ’ αυτή την προσπάθεια. Όμως η διαρκής αναζήτηση του
Ιουστίνου για την αλήθεια μαζί και με το ανικανοποίητο της ψυχής του, η οποία
διψούσε για βαθύτερη πνευματική γνώση, τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει την
Καισάρεια και να αποσυρθεί σε έρημο τόπο για να επιδοθεί με περισσότερη ησυχία
στη φιλοσοφία, αποφεύγοντας τη συναναστροφή με τους ανθρώπους.
Κάποια
ημέρα που ο Ιουστίνος περπατούσε μόνος του σε μία ακρογιαλιά, συνάντησε έναν
σεβάσμιο και πράο γέροντα και άρχισαν να συνομιλούν. Μέσα από τη
συνομιλία ο γέροντας βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει στον Ιουστίνο για τον ένα
και αληθινό Θεό, αλλά και για την αθανασία της ψυχής σύμφωνα με τη χριστιανική
διδασκαλία. Η επιχειρηματολογία του γέροντα, ο οποίος χρησιμοποίησε τη
μαιευτική σωκρατική μέθοδο, ανασκεύασε τις φιλοσοφικές θεωρίες του Ιουστίνου
και την αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τη φιλοσοφική γνώση, αφού ο άνθρωπος
δεν μπορεί μέσα από τη φιλοσοφική έρευνα να ανακαλύψει την αλήθεια για τον Θεό,
η δε πλατωνική διδασκαλία δεν μπορεί να ερμηνεύσει την αθανασία της ψυχής και
τη «μετά θάνατον» ζωή. Του επεσήμανε επίσης ότι ο ανθρώπινος νους έχει τη
δυνατότητα να δει τον Θεό μόνο διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και αφού
προηγουμένως έχει καθαρθεί μέσα από την άσκηση της αρετής. Η συνομιλία αυτή του
πλατωνικού φιλοσόφου Ιουστίνου με τον ενάρετο και σεβάσμιο χριστιανό γέροντα
συνεπήρε την ψυχή του σε τέτοιο βαθμό, ώστε μεταστράφηκε στον χριστιανισμό και
αισθάνθηκε ότι η μόνη αληθινή φιλοσοφία είναι η χριστιανική πίστη, όπως αυτή
διδάσκεται σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Είναι ενδεικτικό ότι δύο σημεία στη
ζωή των χριστιανών τον είχαν ιδιαίτερα εντυπωσιάσει,αλλά ταυτόχρονα και
προβληματίσει. Το ένα ήταν ο ανεπίληπτος βίος και η ηθική των
χριστιανών και το άλλο ήταν το θάρρος, με το οποίο αντιμετώπιζαν τον θάνατο.
Μάλιστα ο Ιουστίνος ρώτησε τον γέροντα, ακούγοντας προσεκτικά, αλλά και με
θαυμασμό τους λόγους του, ποιοι είναι οι διδάσκαλοι που κατέχουν αυτή την
αλήθεια, την οποία αγνοούσαν οι παλαιοί φιλόσοφοι. Και τότε ο γέροντας του
απάντησε ότι πρόκειται για άνδρες που είναι παλαιότεροι των φιλοσόφων, αλλά
ταυτόχρονα είναι και μακάριοι, δίκαιοι και θεοφιλείς, με τη χάρη δε του Αγίου
Πνεύματος προέλεγαν για το μέλλον αυτά που τώρα έχουν εκπληρωθεί και γι’ αυτό
ονομάζονται Προφήτες. Οι άνθρωποι αυτοί με τον φωτισμό του Θεού διακήρυξαν την
αλήθεια, η οποία διασώθηκε και μέσα από τα συγγράμματά τους. Γι’ αυτό και ο γέροντας
απευθυνόμενος στον Ιουστίνο, του είπε να παρακαλέσει να του ανοιχθούν οι πύλες
του φωτός, διότι κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει τον Θεό, εάν ο Θεός και ο Υιός
Του, ο Χριστός, δεν του δώσουν να καταλάβει. Με τη μεταστροφή του στον
χριστιανισμό ο Ιουστίνος βρήκε στον αληθινό Θεό την απόλυτη αλήθεια, φωτίσθηκε
το πνεύμα του και γαλήνεψε η ψυχή του, η οποία μάταια αναζητούσε το φως και το
νόημα της ζωής στην πλατωνική φιλοσοφία. Αξιοσημείωτη είναι η δήλωσή του ότι
από τότε που γνώρισε τη χριστιανική αλήθεια, άναψε η θεϊκή φωτιά μέσα του και
κυριεύθηκε από θαυμασμό για τους άνδρες που είναι φίλοι και κήρυκες του
Χριστού, επεσήμανε δε ότι επιτέλους βρήκε την αληθινή φιλοσοφία και έγινε
πραγματικός φιλόσοφος. Έτσι σε ηλικία τριάντα ετών έλαβε το Άγιο
Βάπτισμα και αφού μελέτησε την Αγία Γραφή, αναχώρησε για τη Μικρά Ασία για να
διδάξει εκεί τη χριστιανική πίστη, διατηρώντας όμως παράλληλα τόσο τον
φιλοσοφικό τρίβωνα όσο και τη γενειάδα.
Ο καταλαμπόμενος από τη χριστιανική πίστη Ιουστίνος αναδείχθηκε ένθερμος ιεραπόστολος και επιδόθηκε στο έργο του εκχριστιανισμού όσο το δυνατόν περισσότερων ειδωλολατρών. Μάλιστα γνώρισε και έναν ονομαστό ραββίνο, ονόματι Τρύφωνα, με τον οποίο συζήτησε επί δύο ημέρες. Κατά τη συνομιλία τους ο Ιουστίνος προσπάθησε να του αποδείξει με τη βοήθεια παραθεμάτων από την Αγία Γραφή ότι η Παλαιά Διαθήκη ήταν μία προπαρασκευή και μία προτύπωση για τον ερχομό του Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, γεγονός που προαναγγέλθηκε από τους Προφήτες. Αναφέρθηκε επίσης στους εθνικούς, οι οποίοι αποτελούν τον αληθινό πνευματικό λαό του Ισραήλ και καλούνται να γίνουν «θεοί» με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο Ιουστίνος συνέχισε την ιεραποστολική του περιοδεία στη Ρώμη, όπου διέμεινε επί μακρόν δύο φορές και επιδόθηκε με ξεχωριστό ζήλο στη διάδοση της χριστιανικής πίστεως. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας ίδρυσε περιώνυμη χριστιανική φιλοσοφική σχολή που στεγάσθηκε στον λουτρώνα του Μαρτίνου. Εκεί φορώντας τον φιλοσοφικό τρίβωνα των Πλατωνικών, δίδασκε τη χριστιανική πίστη ως «τήν μόνην ἀσφαλῆ καί σύμφορον φιλοσοφίαν» σ’ αυτούς που προσέτρεχαν για να τον ακούσουν. Ένθερμος ήταν και ο αγώνας του εναντίον των αιρετικών, οι οποίοι υποκρινόμενοι ότι ήταν χριστιανοί, δίδασκαν τις αιρετικές διδασκαλίες τους.