Υπάρχει η αγάπη –ως καρπός του Αγ. Πνεύματος– στους αντι-Οικουμενιστές;

Ἑορτάζουμε μὲν τὴν Πεντηκοστή, φέρουμε ὅμως τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος; 

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

 

ρθότατα καὶ δίκαια ἐπαναλαμβάνεται στοὺς σημερινοὺς καιροὺς τῆς ἐπικράτησης τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἡ διδαχὴ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ:

«Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρός τήν τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίαν τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους; Ἐκκλησίαν  ἥ "στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας" κατά Παῦλον  ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καί γάρ οἱ τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποιμένας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Συγγράμματα Τόμ. Β’, σελ. 627).

Ἡ ταυτότητα τοῦ κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας πιστοποιεῖται ὡς πρὸς τὴν γνησιότητά της πρωτίστως ἀπὸ τὴν ὕπαρξη καὶ ὑπεράσπιση τῆς ἀληθείας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἰδίως οἱ Οἰκουμενιστὲς ὡς ψεῦτες καὶ ὑπηρέτες τοῦ ψεύδους, ἔχοντας ἀρνηθεῖ τὴν ἀλήθεια, ἀρνοῦνται καὶ τὴν ἐκκλησία καὶ ἔτσι ἀρνοῦνται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ τοὺς καρπούς Του, διότι ἡ ἀλήθεια εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 Στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ τὴν ἑπόμενη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τονίζονται οἱ καρποὶ Του, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸν ἀπ. Παῦλο -ἐκτὸς τῆς ἀληθείας- εἶναι: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23).

Καὶ ἀλλοῦ γράφει:

«Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες» (Γαλ. 5,26).

«Τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» (Β’ Κορ. 11,29).

«Τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ τῇ αὐτῇ γνώμῃ» (Α’ Κορ. 1,10).

«Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἠκούσαμεν, οὐ παυόμεθα ὑπὲρ ὑμῶν προσευχόμενοι καὶ αἰτούμενοι ἵνα πληρωθῆτε τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ θελήματος αὐτοῦ ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ συνέσει πνευματικῇ, περιπατῆσαι ὑμᾶς ἀξίως τοῦ Κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρέσκειαν, ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ καρποφοροῦντες καὶ αὐξανόμενοι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ» (Κολ. 1,9-10).

 

Οἱ αἱρετικοὶ δὲν φέρουν τοὺς καρποὺς αὐτούς. Εἶναι ἀλαζόνες, φθονεροί, κενόδοξοι, προκαλοῦν σύγχυση, σχίσματα καὶ διαιρέσεις, ὁδηγοῦν τὶς ψυχὲς στὴν ἀπώλεια. Ἐμεῖς ὅμως, ποὺ ὡς Χριστιανοὶ ἀντιστεκόμαστε καὶ πολεμοῦμε τὴν αἵρεση, εἴμαστε πράγματι φορεῖς τῶν καρπῶν αὐτῶν καὶ τῆς ἑνότητας ποὺ ἐπιφέρουν οἱ καρποὶ αὐτοί; Ἀναγνωρίιζόμαστε ὡς μέλη τοῦ θεανθρώπινου σώματος τοῦ Κυρίου, ἀκριβῶς ἐπειδὴ οἱ καρποὶ τοῦ δέντρου μας δείχνουν καὶ τὸ δέντρο, δηλαδὴ ἐμᾶς; Μήπως τελικὰ πράττουμε τὰ ἴδια μὲ τοὺς αἱρετικούς;

 Δὲν εἶναι ἀδιανόητο καὶ ἀποτελεῖ αὐτοαναίρεση, νὰ χωρίζονται οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοὶ μεταξύ τους καὶ νὰ ἰσχυρίζονται, ὅπως καὶ οἱ τότε Χριστιανοὶ τῆς πρώτης κοινότητας τῆς Κορίνθου: «ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. α’ 13).

Δὲν θὰ ἔπρεπε κατὰ τὸν Παῦλο ὡς ἑνωμένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀποφεύγουμε νὰ προκαλοῦμε καὶ νὰ φθονοῦμε, νὰ μένουμε ἀδιάφοροι στὸν πόνο καὶ στὰ προβλήματα τοῦ ἀδελφοῦ μας, νὰ μὴν ἔχουμε ἀγάπη, μακροθυμία, ἀμνησικακία, νὰ ἔχει ὁ καθένας —ὅπως οἱ Προτεστάντες— ἄλλη γνώμη καὶ ἄλλο φρόνημα πίστεως, νὰ ἀκολουθοῦμε προσωπικὲς τακτικές, ποὺ διαφέρουν ἀπὸ αὐτὲς τῶν Ἁγίων, νὰ κάνουμε διακρίσεις ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπαγγελματικὴ ἢ κοινωνικὴ θέση, τὶς γνώσεις, τὸ συμφέρον καὶ τὸ ὄφελος;

Ὁ ἀδιαμφισβήτητος καὶ αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τοῦ Παύλου ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυστόστομος, στὸ κήρυγμα του στὴν ἁγία Πεντηκοστή, λέγει σχολιάζοντας τὸ παραπάνω χωρίο ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή (5, 22) μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς:

«Πρόσεχε την ακρίβεια των λέξεων και τη σειρά της διδασκαλίας. Έβαλε πρώτη την αγάπη και ύστερα ανάφερε τα άλλα. Φύτεψε το δένδρο και ύστερα τον καρπό. Έβαλε τα θεμέλια και ύστερα πρόσθεσε την οικοδομή. Άρχισε από την πηγή και ύστερα έφθασε στους ποταμούς.

Πράγματι δεν μπορούμε να αισθανθούμε πρώτα τη χαρά, αν δε θεωρήσουμε πρώτα ότι είναι δική μας η χαρά των άλλων και αν δεν λογαριάσουμε ότι είναι δικά μας τα αγαθά των συνανθρώπων μας. Και αυτά δεν είναι δυνατό ποτέ να φανούν από τίποτε άλλο, αν δε μας κυριέψει η δύναμη της αγάπης. Η αγάπη είναι η ρίζα, η πηγή και η μητέρα όλων των αγαθών. Γιατί πράγματι σαν ρίζα κάνει να βλαστήσουν άπειρα κλαδιά αρετής, σαν πηγή βγάζει πολλά νερά και σαν μητέρα σφίγγει μέσα στην αγκαλιά της εκείνους που καταφεύγουν σ᾿ αυτήν. Αυτό ακριβώς γνωρίζοντας και ο μακάριος Παύλος ονόμασε την αγάπη καρπό του Αγίου Πνεύματος. Και αλλού της χάρισε τόσο μεγάλο προτέρημα, ώστε να πει ότι η αγάπη είναι η τέλεια τήρηση και εκπλήρωση του νόμου. «Ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ ἐργάζεται· πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη», λέγει στην προς Ρωμαίους επιστολή του [Ρωμ. 13, 10]. Ο Κύριος των πάντων δεν θεώρησε καμιά άλλη προϋπόθεση αρκετή και απόδειξη αξιόπιστη για να φαίνονται οι μαθητές Του, παρά μόνο την αγάπη, λέγοντας: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» [Ιω. 13, 35].

Γι᾿ αυτό, σας παρακαλώ, ας καταφύγουμε όλοι σ᾿ αυτήν, ας την αγκαλιάσουμε και μ᾿ αυτήν ας υποδεχθούμε τη σημερινή εορτή. Γιατί, όπου υπάρχει αγάπη, αδρανούν τα πάθη της ψυχής. Όπου υπάρχει αγάπη, σταματούν οι παράλογες σαρκικές επιθυμίες της ψυχής. «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται [Α´ Κορ. 13, 4-5]. Η αγάπη δεν κάνει κακό στον συνάνθρωπο. Όπου κυβερνά η αγάπη, πουθενά δεν υπάρχει Κάιν να σκοτώσει τον αδελφό του. Βγάλε από την καρδιά σου την πηγή του φθόνου, και έβγαλες τον ποταμό όλων των κακών. Κόψε τη ρίζα, και κατέστρεψες ταυτόχρονα και τον καρπό. Και τα λέγω αυτά, γιατί λυπάμαι περισσότερο εκείνους που φθονούν, παρά εκείνους που φθονούνται, γιατί εκείνοι είναι κυρίως που ζημιώνονται πάρα πολύ και που προξενούν μεγάλη καταστροφή στον εαυτό τους. Επειδή γι᾿ αυτούς που φθονούνται ο φθόνος είναι, εάν το θελήσουν, αφορμή για βράβευση… Γι᾿ αυτό λοιπόν και εμείς, για ν᾿ αποκτήσουμε μεγαλύτερη παρρησία και σ᾿ αυτή τη ζωή και στην άλλη, για να απολαύσουμε περισσότερη χαρά που πηγάζει από την εορτή, ας καταστρέψουμε όλα τα ακάθαρτα ενδύματα της ψυχής, ας γυμνωθούμε ιδιαίτερα από το ένδυμα του φθόνου. Γιατί και αν ακόμη φανούμε ότι πετύχαμε πάρα πολλά, όλα θα τα χάσουμε, όταν μας ενοχλεί το πικρό και άγριο αυτό ελάττωμα, που μακάρι να το αποφύγουμε όλοι μας, και ιδιαίτερα αυτοί που σήμερα με τη χάρη του βαπτίσματος έβγαλαν το παλιό ένδυμα των αμαρτημάτων τους και που μπορούν να λάμπουν σαν τις ακτίνες του ήλιου» (μετάφραση Ἑλένη Λιναρδάκη).

 

Αὐτὰ λένε οἱ Ἅγιοι, ἐμεῖς ὅμως ἀκοῦμε; Ἑορτάζουμε τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ αὔριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς καρπούς Του ὅμως τοὺς φέρουμε;

Δυστυχῶς ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ἡ ματαιοδοξία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλοδοξία, ἡ ἐριστικότητα, ἡ μνησικακία, ἡ παραταξιακὴ συμπεριφορά, ἡ ἀνταγωνιστικότητα δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ δοῦμε τὶς ἀνάγκες καὶ τὴν ἀγωνία τοῦ ποιμνίου, τοὺς κινδύνους ποὺ τὸ ἀπειλοῦν, ἀλλὰ μᾶς σπρώχνει νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὴν προσωπική μας καταξίωση καὶ ἀνάδειξη, ἰσοπεδώνοντας ὡς ὁδοστρωτῆρες κάθε φωνὴ ἀγωνίας καὶ ἐλέγχου τῶν πράξεών μας. Μᾶς σπρώχνει στὴν ἐπιλογὴ μεθόδων ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, γιατὶ ἔτσι ἀποκρύπτουν τὴν γύμνια μας καὶ τὴν ἔλλειψη μαρτυρικοῦ φρονήματος. Γι’ αὐτὸ ἂς μὴν ἀσχολούμαστε μόνο μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους.

Πῶς εἶναι δυνατὸν π.χ., νὰ ἀρνοῦνται ἀγωνιστὲς τῆς πίστεως ἐπιμόνως νὰ χρησιμοποιήσουν, ὅσες ἀποκαλύψεις ἀνὰ τὴν οἰκουμένη γίνονται σήμερα γιὰ τὴν καταστροφικὴ πορεία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπειδὴ αὐτὲς γίνονται ἀπὸ πρόσωπα ποὺ αὐτοὶ ἔχουν ἀπορρίψει, καὶ νὰ ἀρκοῦνται δὲ μόνο σὲ ὅσα καταγγέλονται ἀπὸ δικά τους «παιδιά»;

Πῶς εἶναι δυνατὸν π.χ., νὰ μὴν ἔχουν πιστοί, ποὺ ἀγωνίζονται ὑποτίθεται ἀπὸ κοινοῦ ἐνάντια στὴν αἵρεση, τὴν διάθεση καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ συλλειτουργήσουν καὶ νὰ συλλειτουργηθοῦν μὲ κάποιους, ὅταν ἄλλοι ἀδελφοί τους δὲν ἔχουν κἂν τὴν δυνατότητα, λόγῳ τῆς ἐπικράτησης τῆς αἵρεσης, νὰ βιώσουν τὴν χαρὰ τῆς Θείας Λειτουργίας; Μερικοὶ μάλιστα μιλοῦν γιὰ κατακόμβες ἀλλὰ ἡ μυστικότητας τους δὲν ἐπιτρέπει στοὺς Χριστιανοὺς νὰ τὶς βροῦν καὶ νὰ ἐκκλησιαστοῦν.

Πῶς εἶναι δυνατὸν π.χ., νὰ ἀπορρίπτεται σήμερα ἡ γνώμη πιστῶν, ἐπειδὴ τάχα δὲν ἔχουν πτυχία θεολογικῆς σχολῆς, ἢ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ρασοφόροι, ἢ ἐπειδὴ εἶναι λαϊκοί, ἢ μὴ σπουδαγμένοι, ὡσὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ περιορίζεται καὶ νὰ ὁμιλεῖ μόνο διὰ μέσου ρασοφόρων ἢ πτυχιούχων;

Πῶς εἶναι δυνατὸν π.χ., νὰ συντηροῦν σχέσεις μὲ ἀνθρώπους ποὺ κοινωνοῦν μὲ τὴν αἵρεση καὶ νὰ ἀπορρίπτουν αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν αἵρεση, ἐπειδὴ ἐκφέρουν ἀλήθειες ποὺ δὲν ἀποδέχονται;

Πῶς εἶναι δυνατὸν π.χ., νὰ ἐλέγχουν δικαίως τοὺς αἱρετικούς, κατακεραυνώνοντας, ὅμως, ἀδελφούς τους ὀρθόδοξους, ποὺ καλοπροαίρετα καὶ ἁγιοπατερικὰ τοὺς ἐλέγχουν, ὅταν βλέπουν νὰ ἀθετεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση; Δὲν κάνουν ἔτσι, αὐτὸ ποὺ κάνουν οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἀδιάκριτη «κακὴ» ὑπακοὴ στοὺς προεστῶτες τους;

Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφθαναν αὐτά, λέει ὁ καθένας μας ὅ,τι θέλει περὶ τῆς κρίσης τοῦ κορονοϊοῦ καὶ τοῦ ἐμβολίου, χωρὶς νὰ ἔχουμε κάνει μία προσπάθεια συμπόρευσης καὶ ἔκφρασης μίας ἀπὸ κοινοῦ γνώμης, ἀφοῦ, ὅπως ἰσχυρίζονται πολλοὶ πρόκειται γιὰ θέμα σωτηρίας.

Θὰ φόβιζε ποτὲ ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς τοὺς αἱρετικοὺς Μονοθελητὲς καὶ θὰ ἐνίσχυε τοὺς λίγους ὁμολογητές, ἂν ἀγωνιζόταν μόνο  μὲ τοὺς «δικούς» του, αρνούμενος τὴν συμπροσευχή τὴν συμπόρευση καὶ τὴν συμπαράσταση μὲ τοὺς ἄλλους συναγωνιστές; Θὰ εἶχε ἐπιτυχία ὁ ἀγώνας ἐνάντια στὶς αἱρέσεις τοῦ παρελθόντος, ἂν ὁ κάθε Ἅγιος ἔλεγε αὐτὸ ποὺ νόμιζε αὐτὸς σωστὸ καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία; Ὑπῆρχε περίπτωση τὸ ποίμνιο νὰ ἀκολουθοῦσε τοὺς Πατέρες ἐνάντια στὶς αἱρέσεις, ἂν αὐτοὶ τὸ ἐπαινοῦσαν ἢ τὸ καταδίκαζαν κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τους;

Ἀλλὰ καὶ ὁ Μ. Βασίλειος γράφει: «Ἀκόμα δὲ κι ἡ δῆθεν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας ἔχει ἐπινοηθεῖ ἀπὸ μερικοὺς σὰν ὅπλο στὴ μεταξύ τους διαμάχη καὶ κρύβοντας τὶς δικές τους ἔχθρες, καμώνονται πὼς ἐχθρεύονται γιὰ χάρη τῆς ὀρθοδοξίας. Κι ἄλλοι, ξεφεύγοντας τὸν ἔλεγχο γιὰ τὶς μεγάλες ντροπές τους, ἀνάβουν στὰ πλήθη μανία στὴ μεταξύ τους φιλονεικία, ὥστε νὰ σκεπάσουν μὲ τὰ γενικὰ κακὰ τὸ δικό τους... Κι ἔτσι, μᾶς περιγελοῦν οἱ ἄπιστοι. Κλονίζονται οἱ λιγόπιστοι. Ἀμφίβολη γίνεται ἡ πίστη. Ἡ ἄγνοια ξεχύνεται στὶς ψυχές, μὲ τὸ νὰ μιμοῦνται τὴν ἀλήθεια οἱ κακοποιοὶ ποὺ δολιεύουν τὴ διδασκαλία. Σιγοῦν τὰ στόματα τῶν ὀρθοδόξων καὶ λύνεται κάθε βλάσφημη γλώσσα» (Ἐπιστολή 92, πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους, 2).

Ἂς μὴν σκανδαλισθεῖ ὁ ἀναγνώστης ἀπὸ αὐτὸν τὸν προβληματισμό, γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ ἐριστικότητα. Γίνεται δημόσια, γιατὶ ἡ ἐπικοινωνία γιὰ τέτοια θέματα, ἰδίως ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό, εἶναι δύσκολη. Γιατὶ ὅλοι μας καλούμαστε νὰ σκεφτοῦμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε, πῶς ἦταν δυνατὸν σὲ καιροὺς δύσκολους μὲ πενιχρὰ μέσα ἐπικοινωνίας, οἱ Ἅγιοι νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ γράφουν μέσα ἀπὸ τὴν φυλακή, μέσα ἀπὸ σπηλιές, ἀπὸ τὴν ἐξορία, ἑκατοντάδες ἐπιστολὲς μέχρι τὰ πέρατα τῆς γῆς στηρίζοντας τὸν κάθε πιστό, ἀνάλογα ὅμως μὲ τὶς ἀνάγκες του καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὶς προσωπικὲς βλέψεις, ἀλλὰ παράλληλα ἐλέγχοντας τον σὲ τυχὸν ἀτοπήματα, καὶ σήμερα, τὴν ἐποχὴ τῆς ἀστραπιαίας ἐπικοινωνίας, νὰ μὴν λαμβάνουν οἱ πιστοὶ οὔτε ἕνα μήνυμα στήριξης, οὒτε μία παρηγοριά ἀλλὰ ἀντιθέτως νὰ σκανδαλίζονται, ἄλλα περιμένοντας κι ἄλλα ἀκούγοντας καὶ φοβούμενοι νὰ ἐλέγξουν καὶ νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀλήθεια τῆς ἐκκλησίας μὴν τυχὸν θιχτοῦν οἱ ἀναφερόμενοι; Καλούμαστε νὰ σκεφτοῦμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε, γιατὶ οἱ Ἅγιοι ἐπισκεπτόντουσαν ἀκόμα καὶ τὸν τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας γιὰ νὰ διδαχθοῦν καὶ ἐμεῖς σήμερα ἀποκλείουμε τοὺς «ἀσήμαντους» καὶ ἀναζητοῦμε μόνο «αὐθεντίες», ἀρνούμενοι τὸ παράδειγμα «κατωτέρων»;

Καλούμαστε νὰ σκεφτοῦμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε, γιατὶ ὁ Μ. Βασίλειος ἀπείλησε τὸν φίλο του (αὐτὸ τὸ ὑπόδειγμα φίλου καὶ φιλίας) Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ὅτι θὰ διακόψει κάθε ἐπαφὴ μαζί του, ἂν δὲν ἀλλάξει τὴν διστακτικὴ κι ἀμφίβολη στάση του ἀπέναντι στὴν αἵρεση, καὶ ἐμεῖς γλυκολογοῦμε καὶ συμπορευόμαστε μὲ ὅποιον μιλάει κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ θὰ συλλειτουργήσει ἢ θὰ μνημονεύσει τὸν αἱρετικό; Καλούμαστε ὅλοι μας νὰ σκεφτοῦμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε, γιατὶ ὁ Παῦλος τῆς ἑνότητας ἔγραψε στοὺς Γαλάτες: «Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω» (ἀπὸ ‘δῶ καὶ πέρα μὴν μὲ ξαναενοχλήσετε) (Γαλ. 6,17), ἐνῶ τὰ δάκρυά του γιὰ αὐτοὺς δὲν μποροῦν νὰ ἀμφισβητηθοῦν ἀπὸ κανέναν.

Ἀναλογιζόμαστε πόσο κακὸ κάνουμε καὶ ἐμεῖς στὴν Ἐκκλησία, σκανδαλίζοντας τοὺς πιστοὺς μὲ τὴν διχόνοια ποὺ μᾶς διακατέχει; Πῶς μιλοῦμε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀρνούμενοι παράλληλα τοὺς καρπούς Του; Διότι ἡ πικρὴ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δὲν φαινόμαστε οὔτε νὰ τοὺς φέρουμε οὔτε νὰ τοὺς προστατεύουμε;

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ξεκάθαρη:

«Διότι τότε εἶναι ἀληθινὴ ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως, τότε γνωρίζουμε ἐκ βαθέως τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὅταν καὶ στὰ δόγματα ὀρθοδοξοῦμε καὶ τῆς ἀγάπης τὸν σύνδεσμον συντηροῦμε. Διότι ὁ Χριστός εἶναι ἀγάπη» (Ἱ. Θεοφυλάκτου Ἀχρίδος, Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Ἐξήγησις).

              Χρόνια πολλά.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου