Γράφει ο Πορφυρίτης
Φόβος καί τρόμος καταλαμβάνει τούς ἀκατήχητους, καί ἐν πολλοῖς ἀδιάφορους νεοέλληνες περί τῆς Ὀρθοδόξου καί ἀμωμήτου Πίστεώς μας, γιά τό ἐσχάτως ἀνακῦψαν θέμα, τό ὑπερβολικῶς καί παγκοσμίως προβαλλόμενο ὡς θανατηφόρα μάστιγα τοῦ κορωνοϊοῦ. Φόβος καί τρόμος, στούς λαϊκούς, στούς ἱερεῖς, ἀλλά καί στούς ἐπισκόπους. Τό ἀποτέλεσμα γνωστό: νά κλείσουν οἱ ἱεροί ναοί, ἤ στήν καλύτερη περίπτωση νά ὑπολειτουργοῦν, λαμβανομένων αὐστηρῶν ὑγειονομικῶν μέτρων, καί ὅλα τά ἱερά καί ὅσια τῆς Πίστεώς μας νά θεωρηθοῦν μολυσματικά!
Εἶναι πραγματικά, ἀξιοθαύμαστος αὐτός ὁ παράταιρος συντονισμός, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας μέ τήν κρατική, σάν νά ἦταν ἀπό πολλά ἔτη ἔτοιμη, γιά νά τό πράξει! Βεβαίως, ἡ ἀρρωστημένη πνευματική κατάστασις τῆς χώρας μας τίς τελευταῖες δεκαετίες καθώς καί οἱ προφητεῖες περί τῶν ἐσχάτων καί περί τῶν ἀσεβῶν ἱερέων καί ἀρχιερέων ἀπό ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν προετοιμάσει τούς συνειδητούς πιστούς γιά τό τί θά ἀκολουθήσει.
Οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι, πλήρως ἀκατήχητοι περί τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου καί ἁγιοπατερικῆς ἐμπειρίας, ἀντί νά «φράξουν στόματα λεόντων», ἔφραξαν, τρόπῳ τινά, τό στόμα τοῦ Θεοῦ, μή χρησιμοποιώντας τά ἅγια μέσα πού διαθέτει ἠ Ἐκκλησία μας, ὅπως σέ παρόμοιες περιπτώσεις στό παρελθόν καί ἐξίσωσαν τήν Εκκλησία μέ κάποια Μή Κυβερνητική Ὀργάνωση. Ἀντί νά ἐξισώσουν τή φωνή τους μαζί μέ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: «εἶναι ἀνάγκη νά ἔλθῃς ἐδῶ (στήν ἐκκλησία), διά νά ἴδῃς τόν διάβολον νά νικᾶται, καί τόν Μάρτυρα νά νικᾶ, διά νά ἴδῃς τόν Θεόν νά δοξάζεται καί τήν Ἐκκλησίαν νά θριαμβεύῃ.»[1], ἐξίσωσαν τόν ἱερό ναό μέ οἶκο ἐμπορίου! Καί ἐνῶ οἱ οἶκοι ἐμπορίου ἔμειναν ἀνοικτοί, οἱ ἱεροί ναοί ἔκλεισαν! Αὐτό εἶναι τό κατόρθωμα τῶν συγχρόνων ἐπισκόπων· τί λένε ὅμως οἱ ἅγιοί μας γιά τόν ἱερό ναό;
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
Ὁ εἷς ἐκ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ὁ θεῖος Χρυσορρήμων, μᾶς κηρύττει ὅτι στήν ἐκκλησία ἀξιωθήκαμε νά συναντήσουμε τόν Χριστό[2], ὅτι κατά τήν ἱερή καί φρικτή μυσταγωγία, στεκόμαστε κοντά καί παρακαλοῦμε τό Θεό, μαζί μέ τά Χερουβίμ, τά Σεραφίμ καί τίς ἄλλες οὐράνιες δυνάμεις· ἄγγελοι προσπίπτουν στόν Δεσπότη καί Ἀρχάγγελοι παρακαλοῦν.[3].
Ἅγιος Νήφωνας, ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
Ἀπό τόν ἅγιο Νήφωνα, ἐπίσκοπο Κωνσταντιανῆς, μαθαίνουμε ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, τοῦ εἶπε: «Εἶναι ἀδύνατο νά ξεφύγεις ἀπό τίς παγίδες τῶν δαιμόνων, ἄν δέν καταφεύγεις στούς ναούς τοῦ Θεοῦ κι ἄν δέν ἀγωνίζεσαι μέ προσευχές καί νηστεῖες.[4]». Μαθαίνουμε ἐπίσης, ὅτι ὑπάρχουν φύλακες ἄγγελοι στούς ἱερούς ναούς[5], ἄγγελος πού φρουρεῖ τό ἅγιο θυσιαστήριο[6] καί πώς πάνω ἀπ’ τούς ἀνθρώπους, πού στέκονται στήν ἐκκλησία, βρίσκονται περισσότεροι ἄγγελοι καί ψάλλουν ἀόρατα μαζί τους.[7] Ὅταν δέ οἱ ἄγγελοι, βλέπουν κάποιον ἀπό τό ἐκκλησίασμα νά συζητᾶ, νά ἀστειεύεται καί γενικότερα νά μήν προσέχει, τότε ἀρχίζουν τή θρηνωδία, λέγοντας: «Ἄχ, πῶς αἰχμαλωτίστηκε ἔτσι ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, πού στέκεται μέσα στήν ἐκκλησία μέ τόση καταφρόνια, χωρίς φόβο Θεοῦ, χωρίς ντροπή, χωρίς σεβασμό! Ὁ Θεός ἔσκυψε ἀπό τά οὐράνια γιά ν’ ἀκούσει προσευχή ταπεινή καί λόγια παρακλητικά…».[8].
Συγκλονιστικά εἶναι καί ὅσα εἶδε ὁ ἀσκητής ἐπίσκοπος νά λαμβάνουν χώρα κατά τή διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας: «μόλις ἔβαλε ὁ λειτουργός τό “Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…”, εἶδε φωτιά νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί νά καλύπτει τό ἅγιο θυσιαστήριο καί τόν ἱερέα, χωρίς ἐκεῖνος νά καταλάβει τίποτα.[9] … Στόν τρισάγιο ὕμνο, τέσσερις ἄγγελοι κατέβηκαν κι ἔψαλλαν μαζί τους. Στόν Ἀπόστολο, φανερώθηκε ὁ μακάριος Παῦλος νά καθοδηγεῖ τόν ἀναγνώστη. Στό “Ἀλληλούια”, μετά τό τέλος τοῦ Ἀποστόλου, οἱ φωνές τοῦ λαοῦ ἀνέβαιναν ἑνωμένες στόν οὐρανό σάν ἕνα πύρινο σφιχτοπλεγμένο σκοινί. Καί στό Εὐαγγέλιο, μιά-μιά λέξη ἔβγαινε σάν φλόγα ἀπό τό στόμα τοῦ ἱερέα καί ὑψωνόταν στά ἐπουράνια.
Λίγο πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τῶν τιμίων Δώρων, βλέπει ξάφνου ὁ ὅσιος ν’ ἀνοίγει ὁ οὐρανός καί νά ξεχύνεται μιά ἄρρητη καί ὑπερκόσμια εὐωδία. Ἄγγελοι κατέβαιναν ἀπό ψηλά, ψάλλοντας ὕμνους καί δοξολογίες στόν Ἀμνό, τό Χριστό καί Υἱό τοῦ Θεοῦ. Καί νά! Τότε παρουσιάστηκε ἕνα κατακάθαρο καί τρισχαριτωμένο Βρέφος! Τό κρατοῦσαν στά χέρια τους ἄγγελοι, πού Τό ἔφεραν καί Τ’ ἀπόθεσαν στό ἅγιο δισκάριο, ὅπου βρίσκονταν τά τίμια Δῶρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλῆθος λευκοφόροι νέοι, ὁλόλαμπροι, πού ἀτένιζαν μέ θαυμασμό καί δέος τή θεϊκή Του ὀμορφιά. Ἦρθε ἡ στιγμή τῆς μεγάλης εἰσόδου. Ὁ λειτουργός πλησίασε γιά νά πάρει στά χέρια του τό ἅγιο δισκάριο καί τό ἅγιο ποτήριο. Τά ὕψωσε καί τά ἔβαλε πάνω στό κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους καί τό Παιδί.
Μόλις βγῆκαν τ’ ἅγια, καί ἐνῶ ὁ λαός ἔψαλλε κατανυκτικά, ὁ ὅσιος εἶδε ἀγγέλους νά φτερουγίζουν κυκλικά πάνω ἀπό τό κεφάλι τοῦ λειτουργοῦ, δυό Χερουβείμ καί δυό Σεραφείμ νά προχωροῦν μπροστά του, καί ἄπειρους ἄλλους ἀγγέλους νά τόν τριγυρίζουν, ψάλλοντας μέ ἀγαλλίαση ἄρρητους ὕμνους. Ὅταν ὁ ἱερέας ἔφτασε στήν ἁγία τράπεζα κι ἀπόθεσε ἐκεῖ τά τίμια Δῶρα, οἱ ἄγγελοι τή σκέπασαν μέ τίς φτεροῦγες τους. Τά δυό Χερουβείμ στάθηκαν στά δεξιά τοῦ λειτουργοῦ καί τά δυό Σεραφείμ στ’ ἀριστερά του, χωρίς ὅμως ἐκεῖνος νά τά βλέπει.
Ἡ θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε. … ἔφτασαν στόν καθαγιασμό τῶν τιμίων Δώρων. Ὁ λειτουργός τά εὐλόγησε καί εἶπε τό “…μεταβαλών τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ. Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν”.Τότε βλέπει ὁ δίκαιος ἕναν ἄγγελο νά παίρνει μαχαίρι καί νά σφάζει τό Βρέφος. Τό Αἷμα Του τό ἔχυσε στό ἅγιο ποτήριο, ἐνῶ τό θεῖο σῶμα Του τό τεμάχισε καί τό τοποθέτησε στό δισκάριο. Ὕστερα ἀποτραβήχτηκε πάλι στή θέση του καί στάθηκε σεμνά καί εὐλαβικά.
… ὁ λειτουργός εἶχε πεῖ τό “προσέλθετε”. … Οἱ ἄγγελοι στέκονταν ἐκεῖ κοντά καί παρακολουθοῦσαν μέ σεβασμό τή μετάληψη. … Ὅταν τέλειωσε ἡ λειτουργία καί ὁ ἱερέας ἔκανε τήν κατάλυση, τότε παρουσιάστηκε πάλι τό Βρέφος σῶο πάνω στά χέρια τῶν ἁγίων ἀγγέλων! Ἡ στέγη τοῦ ναοῦ λές καί σχίστηκε στά δύο. Ἀπό κεῖ οἱ ἄγγελοι ἀνέβασαν τό Παιδί στούς οὐρανούς μέ ὕμνους καί δοξολογίες, ὅπως Τό εἶχαν κατεβάσει, ἐνῶ μιά ὑπέροχη εὐωδία ξεχύθηκε καί τώρα ὁλόγυρα.»[10].
Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης διηγεῖται: «Κάποτε λειτουργοῦσα στό Μοναστήρι … καί … εἶχα ἕνα γεροντάκι – καλόγερο – καί ἐγώ ἔκανα τόν παπά καί κεῖνος ἔψαλλε· ἦταν τό ἀναλόγιο στήν μέση. Καί ὅπως ἔψελνε τό γεροντάκι, ξαφνικά στόν Χερουβικό ὕμνο ἀκούω ἕνα φτερούγισμα μέσ’ στό Ἱερό, σάν πολλά παλληκάρια στά λευκά ντυμένοι καί φτερουγίζανε, ἔβλεπα καί μπροστά μου μέσ’ στό Ἅγιο Θυσιαστήριο. Εἶναι τάγματα ἁγίων Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων, οἱ ἅγιοι Πάντες, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τ’ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Κυρία Θεοτόκος καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι ἐν ὥρᾳ τῆς Θείας Λειτουργίας, καί τάγματα Σεραφείμ, Χερουβείμ, ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι νά τά δοῦμε βέβαια αὐτά. Ὅμως ἐφ’ ὅσον μᾶς ἀξίωσε καί εἴμαστε ἱερουργοί τῶν θείων Μυστηρίων, κάτι βλέπουμε καί πιστεύουμε…»[11].
Αὐτά συμβαίνουν μέσα στούς ἱερούς ναούς, κατατεθημένα ἀπό τρεῖς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Συνταρακτικά γεγονότα! Βρίσκονται παρόντες ἡ Ἁγία Τριάς, ἡ Θεοτόκος, οἱ ἅγιοι καί ὅλες οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, «τίνα λοιπόν, φοβηθήσομαι; Ἀπό τίνος δειλιάσω»[12]; Τόποι ἱεροί, ἁγιασμένοι, οὐράνιες πῦλες, κλίμακες πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόποι περιγραπτοί καί τόποι ἀπερίγραπτοι, καταστάσεις ὑπέρλογες, ἄρρητες, φράκτες τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Οἱ ἅγιοι βλέπουν μέ τά χαριτωμένα πνευματικά τους μάτια καί ἐμεῖς εἴμαστε μακάριοι πού πιστεύουμε χωρίς νά τά δοῦμε.
[1] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «Ἐκλογαί καί Ἀπανθίσματα», σελ. 107.
[2] «Ἐκλογαί καί Ἀπανθίσματα», σελ. 108.
[3] «Ἐκλογαί καί Ἀπανθίσματα», σελ. 109-110.
[4] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», Ἱερᾶ Μονή Παρακλήτου, σελ. 36.
[5] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 36.
[6] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 211-212.
[7] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 73.
[8] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 73.
[9] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 213.
[10] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 213-215.
[11] «Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)», Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη, σελ. 60.
[12] Ἀπό τόν 26ο Ψαλμόμ στ. 1.
Πηγή