Tου αγίου Στεφάνου
27 Δεκεμβρίου
«Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε…» (Πράξ. 7,51)
ΣΕΙΡΑ,
ἀγαπητοί μου, σειρὰ ἑορτῶν τὴν περίοδο αὐτὴ μὲ κέντρο τὰ Χριστούγεννα, ποὺ εἶνε ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν. Προχθὲς Χριστούγεννα, χθὲς ἡ σύναξις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ τιμήσουμε τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ «πρωτομάρτυρος». Ἐπάνω στὴν ὀνομασία του αὐτὴ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ μερικὲς σκέψεις.
* * *
Ὅ,τι ὡραῖο ὑπάρχει στὸν κόσμο, ἀπαιτεῖ τόλμη καὶ θυσίες. Γιὰ νὰ ῥιζοβολήσῃ λ.χ. ἡ ἐλευθερία χρειάστηκαν μάρτυρες, καὶ ἀπ᾿ τοὺς πρώτους ποὺ θυσιάστηκαν εἶνε ὁ Ῥήγας Φεραῖος· ἔγραψε τὸ τραγούδι «Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωὴ παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή» καὶ ὠνομάστηκε «πρωτομάρτυς τῆς ἐλευθερίας». Καὶ ἂν γιὰ τὴν ἐλευθερία ἀξίζῃ κανεὶς νὰ τολμᾷ τὰ πάντα, πόσῳ μᾶλλον γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ;
Τὸ παράδειγμα ἄλλωστε τὸ ἔδωσε ὁ διος ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἐκκλησίας. Πρωτομάρτυς ὁ Χριστός. Μαρτύρησε μὲ ἔργα καὶ λόγια. Ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου εἶπε· «Ἐγὼ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 18,37). Ἦρθε γιὰ νὰ μαρτυρήσῃ ὑπὲρ τῆςἀληθείας. Τέλος μαρτύρησε καὶ μὲ τὸ αἷμα του, ποὺ ἔβαψε τοὺς βράχους τοῦ Γολγοθᾶ. Τὸ δέντρο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε ποτισμένο μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου· γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξεῤῥιζώσῃ κανείς.
Ὁ πρωτομάρτυς τοῦ Γολγοθᾶ παραγγέλλει στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, ὅσοι βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομά του, νὰ εμεθα κ᾿ ἐμεῖς δικοί του μάρτυρες στὸν κόσμο. «Ἔσεσθέ μοι μάρτυρες» (Πράξ. 1,8), εἶπε. Μάρτυρες μὲ λόγια καὶ ἔργα, μὲ κάθε τρόπο καὶ σὲ κάθε στιγμή, ἀκόμη καὶ διὰ τοῦ αἵματός μας, ἐὰν παραστῇ ἀνάγκη. Ἔτσι μᾶς θέλει ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ ὄχι ἕνας καὶ δύο ἀλλὰ ἑκατομμύρια, ἀμέτρητοι εἶνε οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ. Καὶ στὴν κορυφὴ τοῦ καταλόγου, πρῶτος μάρτυς, εἶνε ὁ ἅγιος Στέφανος, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζουμε.
* * *
Τί ἦταν ὁ ἅγιος Στέφανος; Ἦταν διάκονος, ἕνας ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς ποὺ μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα βοηθοῦν τοὺς ἱερεῖς, ἀλλὰ διάκονος καὶ στὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 13,34) δὲν ἦταν κενὸς λόγος, ἀλλὰ πραγματικότης. Ὀρφανά, χῆρες, πονεμένοι εὕρισκαν προστασία. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ εἶχε τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ἦταν ὁ Στέφανος. Καὶ ὄχι μόνο στὸν ὑλικὸ ἐπισιτισμό, ἀλλὰ καὶ στὸ κήρυγμα διέπρεπε. Κήρυττε τὸ Χριστὸ καὶ ἀπεστόμωνε τοὺς ἐχθρούς.
Ἡ πρόοδος ὅμως, ποὺ σημειώθηκε διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ Στεφάνου, ἄναψε τὴν κίτρινη φωτιὰ τοῦ φθόνου στὶς καρδιὲς τῶν γραμματέων καὶ ἀρχιερέων. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ δικαστήριο. Τὸν κατηγόρησαν ψευδῶς, ὅπως τὸν Χριστό, ὅτι βλασφημεῖ στὸ Θεό. Ὁ Στέφανος ἀπολογήθηκε ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου μὲ θάῤῥος καὶ παρρησία. Εἶνε σπουδαία ἡ ὁμιλία αὐτή· τὴν ἀκούσαμε πρὸ ὀλίγου. Δὲν μποροῦμε ν᾿ ἀναπτύξουμε ὅλο τὸ περιεχόμενό της. Σ᾿ αὐτὴν ἐνώπιον τῶν δικαστῶν του ὁ ἅγιος Στέφανος ἐξέθεσε μὲ συντομία τὴν ἱστορία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ποὺ εἶνε γεμάτη ἀπὸ ἐκδηλώσεις τῆς θείας πρόνοιας γι᾿ αὐτούς. Τοὺς ὑπενθύμισε, ὅτι ὁ Θεὸς ἔστειλε μεγάλα πνεύματα, διδασκάλους καὶ προφήτας, ἀλλὰ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ὅπως λέει καὶ ἡ παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε στὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 21,33-42), ἦταν ἀχάριστη. Δὲν ἄκουσαν τοὺς προφήτας. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ τοὺς κατεδίωξαν καὶ τοὺς ἐφόνευσαν. Φάνηκαν λαὸς σκληρός. Γι᾿ αὐτὸ ὁ λόγος τοῦ Στεφάνου ἔγινε ἐλεγκτικός. Κι ὅταν ἔφθασε στὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἐλέγχου, τότε πλέον δὲν κρατήθησαν. Γιατὶ τίποτα δὲν δυσαρεστεῖ τόσο τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀρέσκονται σὲ κολακεῖες ὅσο ὁ ἔλεγχος.
Εἶστε «σκληροτράχηλοι»! τοὺς εἶπε (Πράξ. 7,51). Ποιός λέγεται «σκληροτράχηλος»; Εἶνε μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ὑπαίθρου. Ὅσοι εμεθα ἀπὸ χωριὰ ξέρουμε, ὅτι ὑπάρχουν βόδια ποὺ ὁ γεωργὸς εὔκολα τὰ βάζει στὸ ζυγὸ καὶ κάνει ἀλέτρι. Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν καὶ βόδια σκληρά, ποὺ ὁ ζευγολάτης κοπιάζει νὰ τὰ βάλῃ στὸ ζυγό· ζωηρά, ἀτίθασα, σπάζουν πολλὲς φορὲς τὸ ζυγὸ καὶ ὁρμοῦν ἐναντίον τοῦ γεωργοῦ. Κ᾿ ἐσεῖς, λέει, οἱ Ἰουδαῖοι εἶστε σκληροτράχηλοι, βάναυσοι, ἀνυπότακτοι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ τὸν ἔλεγχο αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἐφρύαξαν. Λυσσασμένοι ἀπὸ κακία καὶ τρίζοντας τὰ δόντια ἅρπαξαν λιθάρια κι ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸν Στέφανο, ἐνῷ ἐκεῖνος προσευχόταν. Τότε ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια― εἶδε θεῖο ὅραμα, τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο νὰ τὸν ἐνθαρρύνῃ. Ἔτσι, κάτω ἀπ᾿ τὰ λιθάρια ποὺ τοῦ ἔρριχναν μικροὶ καὶ μεγάλοι, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Πλάστη, μιμητὴς μέχρι τέλους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
* * *
«Σκληροτράχηλοι» φάνηκαν οἱ Ἑβραῖοι. Καὶ σκληροτράχηλος εἶνε ἀκόμη μέχρι σήμερα ὁ Ἑβραϊκὸς λαός, ποὺ παραμένει μακρὰν τοῦ χριστιανισμοῦ. Νομίζω ὅμως ὅτι πρέπει νὰ σκεφθοῦμε τὰ ἑξῆς.
Μήπως ὁ ἔλεγχος αὐτὸς τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἁρμόζει καὶ σ᾿ ἐμᾶς; Μήπως καὶ τὸ δικό μας ἔθνος εἶνε σκληροτράχηλο; Μήπως πᾶμε κόντρα μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸ θέλημά του;
Ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Θεὸ γίνεται στάχτη. Ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ, ὅτι καὶ μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ ἔθνη, ὅταν ὕψωσαν τὸ ἀνάστημά τους ἐναντίον τῆς πίστεώς μας, κονιορτοποιήθησαν. «Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. 10,31). Εμεθα ἕνα ἔθνος ἱστορικὸ καὶ ἔνδοξο, μὲ πολλοὺς ἀγῶνας καὶ θυσίες. Μήπως ὅμως ἐκφυλισθήκαμε κι ἀκούσουμε «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι», ποὺ «ἀντιπίπτετε τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ»;
Μήπως ὑπερβάλλω; Ἄλλοτε στὰ ἅγιά μας μέρη ὁ λαὸς ὑπήκουε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οἱ Χριστιανοὶ ἕνα λόγο ἄκουγαν καὶ ἑκατὸ ἔκαναν. Τώρα, ἑκατὸ λόγια νὰ τοὺς πῇς, ποιός ἀκούει; Λὲς καὶ ὁ διάβολος ἔφραξε τὰ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι. «Ἀπερίτμητοι τοῖς ὠσίν». Αὐτιὰ γιὰ τὸ διάβολο ἔχουμε, γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουμε. Ποιό παιδὶ ἀκούει τὴ μάνα; Ποιά θυγατέρα ἀκούει τὸν πατέρα; Ποῦ εἶνε σήμερα ἡ ὑποταγή, ἡ πειθαρχία, ἡ ἁρμονία καὶ ἡ τάξις; Τοὺς λὲς νὰ ἐκκλησιάζωνται, δὲν ἐκκλησιάζονται. Τοὺς λὲς νὰ νηστεύουν Τετάρτη καὶ Παρασκευή, δὲ᾿ νηστεύουν. Τοὺς λὲς νὰ ἐλεοῦν, καὶ οὔτε νερὸ στὸν ἄγγελό τους δὲν δίνουν τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Τοὺς λὲς νὰ κοινωνοῦν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, καὶ μένουν ἀκοινώνητοι. Τοὺς λὲς νὰ ἐξομολογηθοῦν στὸν ἀσπρομάλλη γέροντα, καὶ δὲν πᾶνε. Τοὺς λὲς ὄχι διαζύγιο, καὶ δὲν ἀκοῦνε.
Φαντασθῆτε, ἀδέρφια μου, σήμερα νὰ ζωντάνευε ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Στεφάνου! Καὶ ὁ ἅγιος Στέφανος νὰ ἔβγαινε καὶ νὰ στεκόταν στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως. Καὶ ὄχι πλέον μὲ γλῶσσα τοῦ ταπεινοῦ Αὐγουστίνου, ἀλλὰ μὲ γλῶσσα ἁγίου Πνεύματος νὰ ἄρχιζε νὰ ἐλέγχῃ τὰ ἁμαρτήματα μικρῶν καὶ μεγάλων, ἀγραμμάτων καὶ ἐπιστημόνων, ἐργατῶν καὶ ἐργοστασιαρχῶν, τὰ ἁμαρτήματα ὅλων… Ἐγὼ σᾶς λέω, δὲν θὰ προλάβαινε νὰ τελειώσῃ. Χίλια χέρια θὰ ἔπιαναν πάλι πέτρες νὰ τὸν λιθοβολήσουν· νὰ εἶστε βέβαιοι περὶ αὐτοῦ. Τὸ τέλος του θὰ ἦταν πάλι μαρτυρικό. Καὶ καθένας ποὺ μαρτυρεῖ Χριστὸν σήμερα, στὸν αἰῶνα αὐτὸν τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀπάτης, θὰ ἔχῃ τέλος σὰν τοῦ ἁγίου Στεφάνου.
* * *
Ἀγαπητοί μου. Ἂν καὶ ταῦτα λαλῶ, ἐλπίζω στὸ Θεό. Ἡ καρδιά μας εἶνε σκληρὰ σὰν λιθάρι, δὲν συγκινεῖται. Ἄλλοι ὅμως συγκινοῦνται.
Μοῦ ᾿λεγε κάποιος δημοσιογράφος ὅτι, δὲν ξέρω πῶς, βρέθηκε μακριὰ στὴ Σιβηρία καὶ πῆγε ἐκεῖ σ᾿ ἕνα χωριὸ ὅταν ἦταν ἄθεο τὸ καθεστώς. Καὶ ὅμως· ὅταν ἔγινε θεία λειτουργία τί εἶδε; Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ παπᾶς ἔβγαινε γιὰ τὴ μεγάλη εσοδο ―δὲν εἶνε ψέμα―, οἱ σαράντα – πενήντα κάτοικοι ποὺ ἦταν μέσα στὴν ἐκκλησιά, νέοι καὶ γέροι καὶ παιδιά, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια γονάτισαν ὅλοι καὶ ἔκλαιγαν!
Ἐμεῖς τί καρδιὰ εἶν᾿ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε; Χριστέ μου, πάρε αὐτὴ τὴν καρδιά μας τὴν σκληρά, ποὺ εἶνε Βόρειος Πόλος, καὶ δῶσε μας καρδιὰ λεπτὴ καὶ θερμή, ὅπως τῶν προγόνων μας, καρδιὰ ἡρώων καὶ μαρτύρων, νὰ σ᾿ ἀγαποῦμε θερμά, καὶ νὰ εμεθα ἕτοιμοι γιὰ σένα καὶ γιὰ τὰ ἰδανικὰ τῆς φυλῆς, τὴν οἰκογένεια τὴν πατρίδα καὶ τὴν πίστι, καὶ τὸ αἷμα μας νὰ θυσιάσουμε, μιμηταὶ τοῦ ἁγίου Στεφάνου, τοῦ ὁποίου ἡ εὐχὴ καὶ εὐλογία ἂς σκεπάζῃ ὁλόκληρο τὸν κόσμο· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Στεφάνου Πτολεμαΐδος τὴν 27-12-1976