Ἀναζητοῦνται πνευματικοὶ πατέρες


«Οὐαὶ τῷ ἑνί, ὅταν πέσῃ καὶ μὴ δεύτερος τοῦ ἐγεῖραι αὐτόν»  (Ἐκκλ. 4, 10)

 

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

 

Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀπώλειες τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἐπέτρεψε τὴν ἐξάπλωση καὶ ἑδραίωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν πολιτεία καὶ στὰ ἀντίθεα μέτρα της, ὅπως φάνηκε στὴν περίοδο τοῦ Κορονοϊοῦ, εἶναι ἔλλειψη -ἐκτὸς ἐλαχίστων λαμπρῶν ἐξαιρέσεων- πραγματικῶν πνευματικῶν πατέρων, ποὺ νὰ ἀκολουθοῦν καὶ νὰ βιώνουν τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοση.

Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι, ὅτι τὸ ποίμνιο, περικυκλωμένο ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευση, τὸν γεροντισμό, τὴν ἀσυνέπεια καὶ τὸν εὐσεβισμό, τὴν λανθασμένη ἀντίληψη περὶ εὐσεβείας καὶ ὁμολογίας, βρίσκεται σὲ πλήρη σύγχυση καὶ ἀδυνατεῖ νὰ προβάλει τὴν δέουσα ἀντίσταση καὶ νὰ ἀνταποκριθεῖ πνευματικὰ στὸν ὁμολογιακὸ ἀγῶνα ἐνάντια στὴν Παναίρεση

Ἔτσι παρατηρεῖται τὸ ἑξῆς τραγελαφικὸ φαινόμενο στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας: Ὅλοι μιλοῦν γιὰ προδοσία, αἵρεση, ἐκκοσμίκευση, μάσκες, κλειστοὺς ναοὺς ἀσέβεια, ἀποστασία, κλπ. τῶν ποιμένων καὶ ὅλοι κοινωνοῦν καὶ συναναστρέφονται ἀτιμώρητα καὶ ἄνευ ὁποιασδήποτε συνέπειας μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ διαπράττουν τὰ παραπάνω, σὰν νὰ μὴν ἔχει συμβεῖ τίποτα. Δὲν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι διεφθαρμένος καὶ προδότης ὁδηγὸς θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν διαφθορὰ καὶ στὴν προδοσία.

ὀρθόδοξη διδασκαλία μᾶς διδάσκει, ὅτι πιστὸς ἔχει πάντα ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν ἔμπειρο ὁδηγό, ὁποῖος θὰ τὸν προφυλάξει ἀπὸ τὶς παγίδες, τὶς πλᾶνες καὶ τὴν ἀπογοήτευση τῆς ἑκάστοτε πιθανῆς πτώσης του καὶ θὰ τὸν στηρίξει, συνοδεύοντάς τον στὴν πραγματοποίηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν σωτηρία του. Ὁ πνευματικὸς πατέρας εἶναι ἀναγκαῖος, διότι χωρὶς πνευματικὴ καθοδήγηση καὶ στήριξη ἡ πτώση μας παρουσιάζεται πολὺ πιθανή «οἷς μὴ ὑπάρχει κυβέρνησις, πίπτουσι ὥσπερ φύλλα» (Παροιμ. 11, 44). Ἐὰν δὲν ἔχουμε πνευματικὸ πατέρα πρέπει νὰ βροῦμε· «εἰ δὲ ὁδηγὸς οὐκ ἔστι, χρῆ ζητεῖν ἐμπόνως» (Νικηφόρος Μοναχός, Περὶ νήψεως). Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει πνευματικὸ πατέρα γίνεται, κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ἐχθρὸς τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του.

Ποιά πρέπει ὅμως νὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀληθινοῦ πνευματικοῦ πατέρα κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία;

Ὁ πνευματικὸς πατέρας δὲν εἶναι ἕνα ἐκκλησιαστικὸ ὀφφίκιο. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πού, ἀφοῦ μαθήτευσε ἐπιμελῶς ὁ ἴδιος σὲ δικό του πατέρα καὶ διέσχισε τὸν προσωπικό του δρόμο πάλης μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες του, νίκησε τοὺς πειρασμούς του καὶ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ γίνεται μιμητὴς Χριστοῦ, ἀναλαμβάνοντας τὸ πραγματικὰ μαρτυρικὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης τοῦ ποιμνίου Του. «Μὲ ἀγαπᾶς Πέτρο; Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» (Ἰω. 21, 15-16), τὸ ὁποῖο χρειάζεται ποιμένα καὶ ἰατρό (Ματθ. 9, 12).

Ἀκολούθως ζητάει ὑπακοὴ ὑπακούοντας πρῶτα ὁ ἴδιος στὸν Χριστὸ καὶ στὶς ἐντολές Του· ζητάει ὀρθοπραξία κατέχοντας πρῶτα ὁ ἴδιος καὶ ὑπερασπίζοντας τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων· ζητάει τάξη στὸν οἶκο τῶν πνευματικῶν του τέκνων ἔχοντας βάλει πρῶτα ὁ ἴδιος τάξη στὸν οἶκο του· «εἰ δέ τις τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδεν, πῶς Ἐκκλησίας Θεοῦ ἐπιμελήσεται (Α’ Τιμ. 3, 5)· ζητάει καὶ προωθεῖ τὴν πνευματικὴ ὑγεία ἔχοντας πρῶτα ὁ ἴδιος θεραπευτεῖ «ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν». Ἐὰν δὲν ἰσχύουν αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις τότε χάνονται καὶ οἱ δύο, καὶ πατέρας καὶ τέκνον «τυφλὸς τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. 15, 14).

Ἡ σχέση μεταξὺ πνευματικοῦ πατέρα καὶ πνευματικοῦ τέκνου πρέπει νὰ διακατέχεται ἀπὸ τὴν κοινὴ ὀρθὴ πίστη, τὴν ἀγάπη, τὸν σεβασμό, καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη. Παρόλα αὐτὰ εἶναι φυσιολογικό, νὰ τηρεῖ ὁ πιστὸς στὴν ἀρχὴ μία συνεσταλμένη στάση καὶ νὰ διακατέχεται ἀπὸ μία ἐπιφυλακτικότητα, ἰδιαίτερα μάλιστα στοὺς σημερινοὺς καιροὺς τῆς ἀπόλυτης σύγχυσης. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ συμβουλὴ τῶν Πατέρων· «μὴ ἀπείρῳ... διδασκάλῳ ἑαυτὸν ἐκδῷς, ἵνα μὴ ἀντὶ εὐαγγελικῆς διαβολικὴν πολιτείαν διδαχθῇς» (Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Κεφάλαια διάφορα, 1, 48).

Μόλις ὅμως διαπιστωθεῖ τὸ ὀρθὸ φρόνημα τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, τότε ἀκολουθοῦν ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ ἄρνηση τοῦ ἰδίου θελήματος, ἡ ὑπακοή. Ὁ πιστὸς ἐναποθέτει τὰ πάντα στὸν πνευματικό του καὶ ἔτσι προχωράει μὲ ἀσφάλεια στὶς ἀντιξοότητες τῆς βιωτῆς του. Ὁ πνευματικὸς πατέρας γίνεται τότε δάσκαλος μὲ συγκεκριμένη, ὀρθόδοξη καὶ ὄχι ἀφηρημένη διδασκαλία· γίνεται ὁδηγὸς μὲ συγκεκριμένη καὶ ὄχι ἀφηρημένη κατεύθυνση· γίνεται πατέρας μὲ συγκεκριμένη καὶ ὄχι ἀφηρημένη πατρότητα.

Ὁ πνευματικὸς πατέρας δὲν ἐξουθενώνει, δὲν συντρίβει τὸ πνευματικὸ τέκνο του στὰ τυχόν του λάθη, δὲν ἀρνεῖται καὶ ξαναδέχεται τὴν ἐπικοινωνία ἀνάλογα μὲ τὸν χρόνο καὶ τὴν ὄρεξη ποὺ ἔχει. Ἀντιθέτως τὸ γεννάει πνευματικά, ὅπως ὁ Παῦλος τὸν Ὀνήσιμο «παρακαλῶ σε περὶ τοῦ ἐμοῦ τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοῖς μου, ᾿Ονήσιμον, τὸν ποτέ σοι ἄχρηστον, νυνὶ δὲ σοὶ καὶ ἐμοὶ εὔχρηστον, ὃν ἀνέπεμψα·σὺ δὲ αὐτόν, τοῦτ' ἔστι τὰ ἐμὰ σπλάγχνα» (Πρὸς Φιλήμονα 10-12), τὸ συνοδεύει συνεχῶς, πονάει, χαίρεται, νιώθει ἰσοδύναμα μαζί του καὶ λαμβάνει τὴν ὑπακοὴ ὡς δυνατότητα τῆς ἐν Χριστῷ ἐγγύτητας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ μόρφωσης «τεκνία μου, οὓς πάλι ὠδίνω μέχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς» (Γαλ. 4, 11). Ὁ πιστὸς μιλάει ἀνοιχτὰ τὸν πνευματικό του πατέρα καὶ ἀκούει ἀπὸ αὐτὸν λόγια ἀληθείας βιώνοντας τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. 

Ὁ Οἰκουμενισμὸς λειτουργώντας συστηματικὰ ἐδῶ καὶ δεκαετίες διέβρωσε καί ‒μὲ ἐξαίρεση ἐλαχίστων πατέρων καὶ πιστῶν‒ κατέστρεψε αὐτὴν τὴν σημαντικότατη γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ζωὴ πνευματικὴ σχέση.

Σήμερα ὑπάρχουν πολλοὶ πατέρες ἀλλὰ ἐλάχιστοι πνευματικοί. Οἱ περισσότεροι «ποιμένες ἄνδρες ἀδόκιμοι ἀρετῆς, ἄπιστοι... μὴ διακρίνοντες τὴν δεξιὰν ὁδὸν ἐκ τῆς ἀριστερᾶς, ἀμελεῖς, φιλομέριμνοι, τὰ πρωτεῖα μὲ δῶρα ἁρπάζοντες... μὴ γνωρίζοντες κατηχεῖν καὶ νουθετεῖν τὸ ποίμνιον» (Ἀββᾶς Μωϋσής, Προφητεία) αὐτοανακηρύττονται σὲ πνευματικοὺς καὶ ζητοῦν ἀπόλυτη ὑπακοή, θυμίζοντας στοὺς πιστοὺς τὰ λόγια τοῦ Παύλου «πείθεσθαι τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε». Παραλείπουν, ὅμως νὰ τοὺς θυμίσουν τό: «Ἐλεύθερος γὰρ ὢν ἐκ πάντων πᾶσιν ἐμαυτὸν ἐδούλωσα, ἵνα τοὺς πλείονας κερδήσω· καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω· τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος Θεῷ, ἀλλ᾿ ἔννομος Χριστῷ, ἵνα κερδήσω ἀνόμους· ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω» (Β΄Κορ. 9, 18-22).

Ἔτσι, ζητοῦν ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἀρνοῦνται νὰ ὑπακούσουν, προφασιζόμενοι δικαιολογίες, νοθεύοντας τὰ δόγματα, καταργώντας τοὺς Κανόνες, καταπιέζοντας ἀντὶ νὰ ἐλευθερώνουν τὸ ποίμνιό Της, ἀφήνοντάς το βορὰ τῶν λύκων, διώκοντας παράλληλα τοὺς θέλοντες «εὐσεβῶς ζῆν».

Μιλοῦν στὸ ποίμνιο λὲς καὶ μιλοῦν σὲ ἄβουλους καὶ ἀδαεῖς ὑπηκόους, ποὺ ἔχουν τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀκολουθοῦν κατὰ γράμμα ὅ,τι τοὺς λένε, χωρὶς εὔλογη διαμαρτυρία, ἀκυρώνοντας τους τὸ δικαίωμα διάκρισης καὶ ὑπακοῆς μόνο στὴν Ἀλήθεια.

Μιλοῦν γιὰ ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι τὴν καταργοῦν ἀρνούμενοι τὸν ἀληθινὸ διάλογο καὶ περιοριζόμενος ὁ καθένας στοὺς «δικούς του», οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν σειρά τους τὸν λατρεύουν ὡσὰν ἅγιο. Ρίχνουν τὶς εὐθύνες σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς τους.

Μιλοῦν γιὰ ἀσεβεῖς ἐπισκόπους καὶ ζητοῦν τὴν ὑπακοὴ σ’ αὐτούς. Μιλοῦν γιὰ σκάνδαλα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι σκανδαλίζουν. Ξεχνοῦν τὴν παραίνεση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ· Βλέπετε μὴ ἀπολείψῃ πρόβατον ἐκ τῆς ποίμνης. Τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι ἐὰν ἓν πρόβατον ἀπολείψῃ γενόμενον θηριάλωτον ἐξ ὑμετέρας ἀμελείας, πάντα τὸν βίον ὑμῶν κατέλυσεν· τὸ γὰρ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν ἀπαιτήσει ὁ Κριτής» (Λόγος περὶ ψευδοπροφητῶν, καὶ ψευδοδιδασκάλων, καὶ ἀθέων αἱρετικῶν, καὶ περὶ σημείων τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος  τούτου).

Ἀπαιτοῦν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς θυσίες, ἀλλὰ αὐτοὶ ἀρνοῦνται νὰ τὶς ὑποστοῦν. Π.χ. ὑπάρχουν σήμερα κάποιοι πνευματικοὶ πού, λόγῳ τῆς κατάστασης μὲ τὰ μέτρα κατὰ τοῦ Κορονοϊοῦ καὶ τοῦ ἐμβολίου, ζητοῦν ἀπὸ πιστοὺς νὰ ἀφήσουν τὰ πάντα, τὰ σπίτιά τους καὶ τὶς δουλειές τους καὶ νὰ μετακομίσουν κοντά τους. Οἱ ἴδιοι ὅμως μνημονεύουν αἱρετικοὺς καὶ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους ἢ ἐπισκόπους ποὺ ἐπιβάλλουν τὰ μέτρα αὐτὰ γιὰ νὰ μὴμ τοὺς διώξουν ἀπὸ τὴν μονή τους.

Ἄλλοι μιλοῦν γιὰ προδοσία τῆς Πίστεως, ἀπολαμβάνουν τοὺς διθυραμβικοὺς ἐπαίνους τῶν πιστῶν καὶ συνεχίζουν νὰ κοινωνοῦν γεμάτοι ...«ἀγάπη» μὲ τοὺς προδότες. Μιλοῦν γιὰ ἀποστασία ξεχνοῦν ὅμως τὴν προφητεία τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ὅτι στοὺς ἔσχατους χρόνους «οἱ κληρικοὶ θὰ γίνουν οἱ χειρότεροι καὶ ἀσεβέστεροι τῶν ὅλων».

Ἔτσι τὸ ποίμνιο, ποὺ ζητάει ἀπεγνωσμένα πνευματικοὺς ὁδηγούς, τελεῖ σὲ ἀπόλυτη σύγχυση καὶ δὲν ξέρει τί νὰ πρωτοπράξει καὶ νὰ πρωτοπιστέψει.

Ἂς μὴν χάνουμε ὅμως τὴν ἐλπίδα μας καὶ ἂς μὴν ἀποποιούμαστε τῶν εὐθυνῶν μας, διότι καὶ ἐμεῖς εὐθυνόμαστε γι’ αὐτὴν τὴν τὴν κατάσταση. Στὸ μυαλό μας ἂς εἶναι πάντα πρῶτα ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων· καὶ ἂν χάνουμε τὸ θάρρος μας τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἀνατολίου τῆς Ὄπτινα, ἂς μᾶς ἐνισχύουν:

       «Ὁ Θεὸς ὁπωσδήποτε εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἐγκαταλείψη τοὺς ὑπηρέτας του... Νὰ μὴν φοβῆσαι τὶς θλίψεις, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ φοβῆσαι τὴν ὀλέθριον αἵρεσιν, διότι αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς γυμνώνη ἀπὸ τὴν θεία χάρη καὶ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Χριστόν... Καὶ ἔτσι παιδί μου ἐνδυνάμου μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου