Ισπανία: Ποινικοποιήθηκε ο ακτιβισμός κατά των αμβλώσεων
Στις 6 Απριλίου 2022, η ισπανική Σύγκλητος μεταρρύθμισε τον ποινικό κώδικα προκειμένου να επιβάλλει ποινές στους ακτιβιστές υπέρ της ζωής (των αγέννητων παιδιών) οι οποίοι ενεργητικά ή παθητικά διαδηλώνουν έξω από κλινικές όπου διενεργούνται εκτρώσεις.
Από δω και στο εξής, τα Δικαστήρια θα είναι ικανά να καταδικάζουν αυτούς τους ακτιβιστές εάν η τελευταία επιθυμία τους είναι να διαπραγματεύονται και να προσφέρουν βοήθεια σε γυναίκες που αναλογίζονται την έκτρωση. Για να αιτιολογήσει αυτή τη μεταρρύθμιση, η Σύγκλητος αποφάσισε να εξισώσει την πράξη αυτών των ακτιβιστών με «παρενόχληση».
Υπέρ αυτού του επιχειρήματος, μια μελέτη του 2018 από την Ένωση Εξουσιοδοτημένων Κλινικών που διενεργούν εκτρώσεις παρέθεσε πως το 89% των γυναικών που επιδιώκουν τις αμβλώσεις στην Ισπανία δηλώνουν πως έχουν παρενοχληθεί και το 66% πως έχουν απειληθεί. Στην πραγματικότητα, η μεταρρύθμιση αυτή που ξεκίνησε από τον σοσιαλιστή Pedro Sanchez δεν επιδιώκει να προστατεύσει τις Ισπανίδες γυναίκες από την επονομαζόμενη «παρενόχληση», αλλά μάλλον στοχεύει να εμποδίσει οποιαδήποτε αντίθεση, ακόμη και αθόρυβη, για το «δικαίωμα στην άμβλωση.» Σε αντίδραση στον νόμο αυτό, οι ακτιβιστές υπέρ της ζωής των αγέννητων παιδιών, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους ως «σωτήρες» έκαναν διαδήλωση έξω από τη Γερουσία για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους.
Η τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα επιδεικνύει το άτοπο του ζητήματος για την πράξη της άμβλωσης στο δημόσιο πεδίο. Η άμβλωση θα ήταν ένα δικαίωμα, κοινώς αποδεκτό ως «καλό.» Επιπλέον, το Άρθρο 172 του Ποινικού Κώδικα τώρα αναφέρει ότι οποιοσδήποτε παρακωλύει «την άσκηση του δικαιώματος σε εθελοντικό τερματισμό της εγκυμοσύνης, παρενοχλεί μια γυναίκα με ενοχλητικές, προσβλητικές, απειλητικές ή εξαναγκαστικές συμπεριφορές που παραβιάζουν την ελευθερία της θα καταδικάζονται ανάμεσα σε τρίμηνη έως και ετήσια φυλάκιση ή ανάμεσα σε 31-80 μέρες κοινωφελούς εργασίας. Στην Ισπανία, το να προσπαθήσεις να σώσεις μια ζωή από πράξεις που θεωρούνται «ενοχλητικές» ή «προσβλητικές» είναι πλέον έγκλημα.
Η ασάφεια του νόμου είναι πολύ προβληματική. Πράγματι, κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι «ενοχλείται» από τους ακτιβιστές που προσεύχονται σιωπηλά για αυτές τις γυναίκες και τα παιδιά τους, ή που θέλουν να ξεκινήσουν έναν διάλογο με τις ίδιες. Επιπρόσθετα, υπάρχει ελάχιστη ακρίβεια στον νόμο ώστε να αποσαφηνίσει τι αποτελεί ενοχλητικό, προσβλητικό ή απειλητικό στους άλλους ανθρώπους. Σε ποιο σημείο μια πράξη γίνεται παρενόχληση ή εξαναγκασμός;
Απλά το να προσεύχεσαι σιωπηλά ή να συζητάς με μια γυναίκα δε θα έπρεπε να θεωρείται εξαναγκασμός ή παρενόχληση. Η δικηγόρος εγκληματικού δικαίου Bárbara Royo, η οποία έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα El Debate, υποστηρίζει με αυτή τη λογική, αναλογιζόμενη πως «είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως όλοι αυτοί που διαδηλώνουν με ένα πανό μπροστά από ένα κέντρο αμβλώσεων μπορούν να καταδικαστούν. Στην πραγματικότητα, η παρουσία τους δεν είναι ενάντια σε μια συγκεκριμένη γυναίκα, αλλά ενάντια σε μια πρακτική η οποία, εξαιτίας των πεποιθήσεων ή της θρησκείας [των διαδηλωτών], δεν είναι αποδεκτή.»
Με αυτόν τον νόμο, η μόνη ανησυχία των νομοθετών είναι ο αντίκτυπος που μπορεί να έχουν στους ανθρώπους που επιθυμούν να προβούν σε άμβλωση, οι διαδηλώσεις των ανθρώπων που υπερασπίζονται τη ζωή. Αυτός ο νόμος είναι ένα μέρος του υποκειμενικού δυναμισμού να αποκτήσουν δικαιώματα. Με τον όρο υποκειμενικός, εννοούμε πως η ευημερία των ατόμων αυτών καθ’ αυτών είναι ανώτερη, δεν υπάρχει πια καμία σκέψη για το κοινό καλό ή για το καλό από μόνο του. Ο νόμος πλέον δεν απευθύνεται στο Καλό, δεν επιδιώκει πια να εναρμονίζεται σύμφωνα με μια έμφυτη διαταγή αλλά βρίσκεται εκεί για να υποκύψει. Ο Pierre Manent το εξήγησε αυτό στο δοκίμιό του La loi naturelle et les droits de l’homme:: «ο πολιτικός νόμος πλέον δεν έχει κανένα λόγο να υπάρχει για να εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία είναι πάντα πιο εκτεταμένα. Ο νόμος πλέον δε δίνει εντολές, δεν κατευθύνει, δεν καθοδηγεί: ο νόμος εγκρίνει.»
Τελικά, αυτός ο νόμος αποτελεί για απειλή για το κοινωνικό σύστημα σε μια στιγμή όπου ολοένα και περισσότερες μειονότητες απαιτούν το δικαίωμά τους να μην προσβάλλεται. Ωστόσο, η δημοκρατική συζήτηση μπορεί εξ ορισμού να είναι προσβλητική. Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, απόρριψη ή περιφρόνηση του ανθρώπου με τον οποίο αυτή η συζήτηση λαμβάνει χώρα. Καθιερώνοντας αυτή την σύγχυση, ο νόμος αυτός θέτει σε κίνδυνο τις πιο θεμελιώδεις δημόσιες ελευθερίες. Το παραπάνω αμφισβητεί την ελευθερία της έκφρασης και της πεποίθησης. Επιτρέψτε μας να θυμίσουμε ότι η ελευθερία των πεποιθήσεων είναι ένα από τα δικαιώματα που είχαν κατοχυρωθεί στο Ισπανικό Σύνταγμα. Επιπλέον, σύμφωνα με το Άρθρο 20 του Ισπανικού Συντάγματος, η Ισπανία αναγνωρίζει και προστατεύει το δικαίωμα «στην ελεύθερη έκφραση και διάδοση των σκέψεων, των ιδεών και των γνώμεων με προφορικό, γραπτό ή οποιοδήποτε άλλο μέσο αναπαραγωγής. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος ίσως να μην περιορίζεται από οποιαδήποτε άλλη μορφή προγενέστερης λογοκρισίας.»
Το «δικαίωμα στην άμβλωση» τώρα μοιάζει να λαμβάνει υψηλότερη προτεραιότητα από ένα δικαίωμα το οποίο είναι εντούτοις συνταγματικό: το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Η εφαρμογή του νόμου αυτού δεν είναι συνεπώς σε συμμόρφωση με το Σύνταγμα‧ η εξευτελιστική ιδεολογία της άμβλωσης επιδιώκει να επεκτείνει την παραπλανητική της επιδίωξη: να γίνει ένα θεμελιώδες δικαίωμα.