«Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ.
…πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται
καὶ πλανήσουσι πολλούς» (Ματθ. κδ 4,
11).
Του Παναγιώτη Σημάτη
Ἡ ἐποχὴ
τῶν ἐσχάτων εἶναι καὶ ἡ ἐποχὴ τῶν μεγάλων πλανῶν. Πλανῶν ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ
τὴν ἀλήθεια, εἴτε αὐτὴ ἀναφέρεται στὴν ὑγεία τοῦ σώματος (π.χ. κορωνοϊός), εἴτε
τῆς ψυχῆς.
Ἡ
πλάνη στὸ χῶρο τῆς Πίστεως ἰδιαίτερα, εἴτε εἶναι μικρή, εἴτε εἶναι μεγάλη, ἔχει
σοβαρὲς ἐπιπτώσεις. Μάλιστα ἡ θεωρούμενη ὡς μικρή, κρύβει μεγαλύτερους
κινδύνους, διότι οἱ πιστοὶ δὲν τῆς δίνουμε τὴν προσοχὴ ποὺ χρειάζεται.
Μεγάλες
πλάνες (αἱρέσεις) εἶναι αὐτὲς ποὺ
διαστρεβλώνουν τὴν ἀλήθεια γιὰ π.χ. τὴν ἁγία Τριάδα, τὴν θεότητα καὶ
μοναδικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, οἱ πλάνες ποὺ διαιροῦν τὴν Μία Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ σὲ πολλὲς "ἐκκλησιές", ποὺ ἡ κάθε μιὰ ἔχει διαφορετικὴ
"εὐαγγελικὴ" διδασκαλία ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄρα ἔχει πολλοὺς "Χριστούς"!
Μικρὲς
πλάνες θεωροῦνται γιὰ τοὺς πολλούς, ἡ παράβαση Ι. Κανόνων καὶ τῆς Ι.
Παραδόσεως, ὅπως οἱ συμπροσευχὲς τῶν Ἐπισκόπων μὲ αἱρετικούς, οἱ διαχριστιανικοὶ διάλογοι, ὁ τρόπος
ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν κ.ἄ.
Ἐδῶ
θὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὴν περίπτωση τῶν διαφόρων ἀπόψεων ποὺ κυκλοφοροῦν γιὰ τὸν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν καὶ εἶναι πλανεμένες.
Δηλαδὴ δὲν πρόκειται γιὰ ἀπόψεις ποὺ ἐκφέρονται γιὰ ἕνα γόνιμο διάλογο, ἀλλὰ γιὰ
ἀπόψεις ποὺ ἔχουν ἐξετασθεῖ μὲ κριτήριο τὴν ἁγιοπατερικὴ
διδασκαλία καὶ ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι δὲν συμφωνοῦν μὲ αὐτή. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ παγιωμένες ἀπόψεις-πλάνες.
Καὶ
ἐδῶ εἶναι τὸ περίεργο. Ἐνῶ αὐτοὶ οἱ
πιστοὶ λένε πὼς ἐνδιαφέρονται πολὺ γιὰ τὰ Δογματικὰ θέματα, ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν παράβαση Ι. Κανόνων καὶ τῆς Ι. Παραδόσεως, παρότι ἐξ αὐτῶν ἐξαρτᾶται ἡ διαφύλαξη τῶν Δογμάτων τῆς Πίστεως! Τέτοια καὶ
τόση πλάνη ὑπάρχει. Ἔτσι ἀποτρέπουν τοὺς πιστοὺς νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς
Οἰκουμενιστές ‒καὶ μάλιστα μερικοὶ ὑβρίζουν καὶ τρομοκρατοῦν‒ μὲ ἀποτέλεσμα ἡ αἵρεση
νὰ ἐπεκτείνεται
καὶ ὅλο καὶ περισσότεροι πιστοὶ νὰ μολύνονται.
Ἡ ὀλιγωρία ὅμως, ἡ ἀδιαφορία
καὶ ἡ λάθος ἀντιμετώπιση τῶν Δογμάτων, διευκολύνει στὴν ἀλλοίωση καὶ καταστρατήγηση
τῆς Πίστεως καὶ μᾶς κάνει συνενόχους τῶν αἱρετικῶν.
Ἄς δοῦμε τὶς κυριότερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς παγιωμένες ἀπόψεις-πλάνες:
1)
Ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ΙΕ' Κανόνας τῆς ΑΒ Συνόδου δὲν δίνει τὸ δικαίωμα στοὺς Λαϊκοὺς νὰ ἀποτειχισθοῦν, ἀλλὰ μόνο στοὺς
ἱερωμένους.
2)
Ἰσχυρίζονται ὅτι ὅποιος ἀποτειχίζεται βγαίνει ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
3)
Ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ Λαϊκοὶ δὲν ἔχουν ὑποχρέωση
νὰ ἀποτειχιστοῦν, ἀρκεῖ ποὺ δὲν δέχονται τὶς κακοδοξίες τῶν Οἰκουμενιστῶν.
4)
Ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπάρχει μολυσμὸς σ'
αὐτὸ τὸ ἀνακάτωμα εὐσεβῶν πιστῶν (κληρικῶν καὶ λαϊκῶν) μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές.
5)
Ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι ἔχουν γίνει δέκα κομμάτια, ἄρα «οὐ μπλέξεις» μ' αὐτούς.
Ἂς
δοῦμε παραδείγματα μεγαλοφωνότατα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, γιατὶ ἡ Εὐαγγελικὴ καὶ
Πατερικὴ διδασκαλία-πρακτικὴ ἀποτελοῦν πρότυπα
μαθηματικὰ ἀξιώματα («ἀεὶ ὁ Θεὸς
γεωμετρεῖ»), ἐν ἀντιθέσει μὲ τὶς
προτεινόμενες «μαθηματικὲς» προτάσεις Γερόντων ποὺ παράγουν ἀντικρουόμενα
λανθασμένα ἀποτελέσματα. Καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προσπεράσει καὶ ὑποσκελίσει τὴν
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀντικαθιστώντας την μὲ τοὺς δικούς του συλλογισμοὺς καὶ
ἀποφάσεις.
Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸ πασίγνωστο
χαρακτηριστικὸ παράδειγμα λαϊκοῦ ποὺ πραγματοποίησε ἀκαριαία ἀποτείχιση.
Ὅταν ὁ Νεστόριος ἦταν
ὁ κανονικὸς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ εἶχαν ἀρχίσει οἱ αἱρετικὲς ἰδέες
του νὰ ἐκφέρονται (ὅπως σήμερα τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου), τότε, ἕνας ἐκ τῶν
πρώτων ποὺ ἀντέδρασαν δυναμικὰ κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ (ἀλλὰ μὴ καταδικασθέντος ἀκόμα)
πατριάρχη Νεστορίου, ἦταν ὁ λαϊκὸς Εὐσέβιος,
ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὸν τίμησε στὴ συνέχεια, κάνοντάς τον ἐπίσκοπο Δορυλαίου.
Ὁ
Εὐσέβιος ἀντέδρασε ἀμέσως (τὸ 429), ἀντικρούοντας τὴν πλάνη τοῦ πατριάρχη
Νεστορίου καὶ τῶν συνεργατῶν του ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, πρὶν κάποια Ἐπισκοπικὴ
Σύνοδος ἀποφανθεῖ.
Τὴν μαρτυρία αὐτὴ
ἔχουμε ἀπὸ τὸν ἅγιο
Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. Μόλις ἀκούστηκε μέσα στὴν ἐκκλησία
ἡ βλάσφημος φράση «εἴ τις Θεοτόκον εἶναι λέγειν τήν
Μαρίαν, οὗτος ἀνάθεμα ἔστω... γέγονε μέν κραυγή μεγάλη παρά
παντός τοῦ λαοῦ καί ἐκδρομή (=ἔξοδος)... οὐ
γάρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς
τοιαῦτα φρονοῦσιν» (P.G. 77, 81Β-C).
Στὴ
συνέχεια, τοιχοκόλλησε στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας δημόσιο γραπτὸ ἔλεγχο κατὰ τῆς
αἱρέσεως τοῦ πατριάρχου μέ τὴν παρακίνηση: «Ὁρκίζω στὴν Ἁγία Τριάδα αὐτὸν ποὺ
λαμβάνει αὐτὸ τὸ χαρτί, νὰ τὸ παρουσιάσει σὲ ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους,
διακόνους, ἀναγνῶστες, λαϊκοὺς ποὺ κατοικοῦν στὴν Κωνσταντινούπολη κι ἀκόμα νὰ
τοὺς δώσει καὶ ἀντίγραφο πρὸς ἔλεγχο τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου» (ACO Ι, 1, 1, 101).
Αὐτὰ τότε.
Σήμερα
ὅμως, ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές (Πατριάρχες-Ἐπισκόπους, ἱερεῖς, καθηγ. Θεολογίας
κ.ἄ.), ἐκφέρεται ὄχι μόνο μία αἵρεση, ἀλλὰ πολλὲς αἱρέσεις καὶ ἐπὶ δεκαετίες. Καὶ ἔτσι οἱ παραπάνω πλάνες συμβάλλουν, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ
παραμένουν σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, ἡ δὲ Πίστη (διὰ τῆς μεθοδικῆς "σαλαμοποιήσεως" τῶν Δογμάτων καὶ τῆς ἱερᾶς
Παραδόσεως) νὰ κολοβώνεται.
Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριλλο μαθαίνουμε καὶ γιὰ τὴν ἀποτείχιση
τῶν μοναχῶν καὶ τῶν λαϊκῶν. Γράφει ὁ Ἅγιος
σὲ ἐπιστολή του στοὺς Κωνσταντινουπολίτες: «Ἀσπίλους καὶ ἀμώμους ἑαυτοὺς
τηρήσατε, μήτε κοινωνοῦντες τῷ
μνημονευθέντι (Νεστορίῳ), μήτε μὴν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες, εἰ μένει λύκος ἀντὶ ποιμένος
καὶ προτιμήση καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν μας τὴν ὑπόμνησι νὰ φρονῆ τὰ διεστραμμένα. Ἐμεῖς
δὲ κοινωνοῦμε μὲ τοὺς κληρικοὺς ἢ λαϊκοὺς,
οἱ ὁποῖοι χάριν τῆς ὀρθῆς Πίστεως χωρίσθηκαν
ἢ καθαιρέθηκαν ἀπὸ αὐτόν, καὶ δὲν ἐπικυρώνουμε τὴν ἄδικη ψῆφο ἐκείνου, ἀλλὰ μᾶλλον
ἐπαινοῦμε τοὺς πάσχοντας» (PG τ. 99 στλ. 1645d).
Παρεμβάλλω
ἀνάμεσα στὰ παραδείγματα ‒γιὰ νὰ φανεῖ ἡ συμφωνία καὶ αὐστηρότητα τῶν Ἁγίων στὸ
θέμα‒ τὸν λόγο τοῦ ἁγ.
Συμεῶν τοῦ Νέου Θεολόγου ποὺ λέει: «Κάθε κληρικὸς τοῦ ὁποίου ἡ Πίστις, οἱ λόγοι καὶ τὰ ἔργα δὲν συμφωνοῦν
μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων νὰ μὴν τὸν δεχόμαστε στὴν οἰκία μας. Ἀλλὰ
νὰ τὸν ἀποστεφόμεθα καὶ νὰ τὸν μισοῦμε
ὡς δαίμονα (παρὰ
ταῦτα κάποιοι δὲν φοβοῦνται καὶ διδάσκουν τὴν δυνητικὴ ἀποτείχιση!), ἔστω καὶ ἂν ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ κάνει ἀλλὰ μύρια
θαύματα» (Λόγ.
6ος).
Ἄλλα παραδείγματα ἀποτειχίσεως
λαϊκῶν ἔχουμε ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο.
Ὁ ἐπίσκοπος
Καισαρείας Διάνιος ἦταν αὐτὸς ποὺ βάπτισε τὸν Βασίλειο χριστιανό. Τὸ 360 ὁ
Βασίλειος ὡς λαϊκὸς μετέχει σὰν
παρατηρητής, μαζὶ μὲ τὸ ἐπίσκοπο Διάνιο, σέ μιὰ ἀρειανικὴ σύνοδο. Ὅταν ὅμως ὁ
Διάνιος ὑπέγραψε τὸ σύμβολο πίστεως τῶν ὁμοιουσιανῶν, «τότε ὁ Βασίλειος λυπήθηκε τόσο
πολύ, ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ διακόψει τὴν ἐπικοινωνία
μὲ τὸν
Διάνιο, τὸν ὁποῖο ἐπανεῖδε μόνο στὴν ἐπιθανάτια κλίνη, ὅταν ὁ τελευταῖος κάλεσε
κοντά του τὸν Βασίλειο καὶ τοῦ ἐξομολογήθηκε τὴν μετάνοιά του γιὰ τὴν ὑπογραφὴ
τοῦ κειμένου ἐκείνου (βλ. Ἐπιστ. 51,2)».
(Παπαδόπουλος Στυλ., Πατρολογία, τομ. Β΄, σελ. 364).
«Ἐκεῖνος ποὺ
χειροτόνησε διάκο καὶ πρεσβύτερο τὸν
Βασίλειο ἦταν ὁ νέος ἐπίσκοπος Καισαρείας Εὐσέβιος» (Π. Δ. Γκίμης. «Λόγοι τῶν Ἁγίων
τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων» Ἐγκωμιαστικὸς Ἐφραὶμ
τοῦ Σύρου). [Ὁ Π. Χρήστου δέχεται ὅτι ὁ Βασίλειος εἶχε
χειροτονηθεῖ διάκονος ἀπὸ τὸν Διάνιο. Ἄν αὐτὸ ἀληθεύει δὲν ἀλλάζει τὰ πράγματα,
γιατί ὁ ΙΕ΄ Κανόνας τῆς ΑΒ Συνόδου (τὸν ὁποῖο ἐπικαλοῦνται οἱ ἀρνούμενοι τὴν ἀποτείχιση
στοὺς λαϊκούς) ἀναφέρεται στὴ διακοπὴ
μνημοσύνου (τὴν ἀποτείχιση) τοῦ Πρεσβυτέρου, τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τοῦ
Μητροπολίτου καὶ ὄχι στὴν ἀποτείχιση τοῦ διακόνου, τοῦ μοναχοῦ καὶ τοῦ λαϊκοῦ.
Καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μας πληροφορεῖ ὅτι ἀπὸ τὶς τρεῖς τελευταῖες κατηγορίες
προέρχονταν τὸ πλῆθος τῶν ἀποτειχισμένων].
Οἱ ἀποτειχίσεις τῶν λαϊκῶν, ὅπως εἴδαμε καὶ θὰ δοῦμε στὴν
συνέχεια, ἦταν ὁ κανόνας. Ὁ Μ.
Βασίλειος διεκτραγωδεῖ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε
στὴν ἐποχή του μὲ τὰ μελανότερα χρώματα καὶ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ λαϊκοί, προκειμένου νὰ μὴν ἐκκλησιάζονται
στοὺς Ναοὺς ποὺ κατεῖχαν οἱ μή καταδικασμένοι αἱρετικοί, ἀποτειχίζοντο. Μᾶς περιγράφει δὲ «θέαμα ἐλεεινόν»!
«Οἱ λαοί τούς τῶν
προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις συνάγονται· θέαμα ἐλεεινόν,
γυναῖκες καί παιδία καί γέροντες καί οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις
καί νιφετοῖς καί ἀνέμοις καί παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δέ καί ἐν θέρει ὑπό τήν
φλόγα τήν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καί ταῦτα πάσχουσι διά τό τῆς
πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μή καταδέχεσθαι» (Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 242,
Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28)
Ἀσφαλῶς
θὰ ὑπῆρχαν καὶ ἱερωμένοι ποὺ θὰ προΐσταντο
τοῦ ποιμνίου ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦσε, ὅπως
καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἀποτειχισμένοι
ἱερεῖς. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ λαϊκοί, ποὺ
οἱ ἱερεῖς τους δὲν ἔπαυσαν τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου τους, θὰ προσκολλήθηκαν σὲ
αὐτούς, ἀπομακρυνθέντες ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες ποιμένες.
Τότε
λοιπόν, οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς ἐξ ἐνστίκτου κινούμενοι, ἀπεχώρησαν ἀπὸ τοὺς ναοὺς καὶ ἐσυνάζοντο
εἰς τὰ δάση καὶ τὰ βουνά. Ἀλλὰ οἱ συγκεκριμένοι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν
καταλάβει τοὺς θρόνους καὶ τοὺς ναοὺς δὲν εἶχαν καταδικασθεῖ, ὅπως σήμερα δὲν ἔχουν
καταδικασθεῖ οἱ Οἰκουμενιστές.
Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ἐβεβηλώθη τά ἅγια, φεύγουσι τούς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατά δέ τάς ἐρημίας πρός τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετά στεναγμῶν καί δακρύων τάς χεῖρας
αἴρουσιν. Ἔφθασε δέ πάντως καί μέχρις ὑμῶν τά γινόμενα ἐν ταῖς πλείσταις τῶν πόλεων,
ὅτι οἱ λαοί σύν γυναιξί καί παισί καί αὐτοῖς τοῖς πρεσβύταις
πρό τῶν τειχῶν ἐκχυθέντες ἐν τῷ ὑπαίθρῳ τελοῦσι
τάς προσευχάς, φέροντες πάσας τάς ἐκ
τοῦ ἀέρος κακοπαθείας σύν πολλῇ τῇ μακροθυμίᾳ, τήν παρά τοῦ Κυρίου ἀντίληψιν ἀναμένοντες...» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστ. 92,
Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ 3, 86, ΒΕΠΕΣ 55, 122).
Ὁ δὲ Στυλιανὸς Παπαδόπουλος στὸ ἔργο του «Ἡ Ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου» σημειώνει σχετικὰ μὲ
τὰ παραπάνω στὴν σελ. 346: «Ἦταν
παρήγορο καὶ συγκινητικὸ νὰ βλέπει κανεὶς ἀνήμπορους γέροντες καὶ μικρὰ παιδιὰ
καὶ κλαῖνε καὶ νὰ προσεύχονται στὶς ἐρημιὲς γιὰ τὴν πίστη τους, γιὰ τὴν ὀρθοδοξία
τους. Ἡ Ἐκκλησία δηλαδὴ ζοῦσε, μολονότι κλυδωνιζόταν καὶ κινδύνευε». Ἄρα οἱ
ἀποτειχισμένοι κρατοῦσαν ζωντανὴ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ διαπίστωση ἀρκεῖ.
Ἀλλὰ
καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, σὲ Ἐγκύκλιον Ἐπιστολή του, περιγράφοντας τὴν στάση τῶν Ὀρθοδόξων,
λέγει: «Τῶν
γάρ λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας διωκομένων οἱ λαοί καταγινώσκοντες τῆς ἀσεβείας τῶν αἱρετικῶν
Ἀρειανῶν αἱροῦνται (=προτιμοῦσαν) μᾶλλον οὕτω νοσεῖν καί κινδυνεύειν ἢ χεῖρα τῶν Ἀρειανῶν
ἐλθεῖν ἐπί τήν κεφαλήν αὐτῶν» (ΕΠΕ 9, 204-206). Καί: «ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα,
τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» (Μ. Ἀθανασίου, Τοῖς τὸν
μονήρη βίον ἀσκοῦσι P.G. 26, 1188ΒC).
Καὶ
ἐρχόμαστε στόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι, ὄχι κατόπιν ἀποφάσεως
Συνόδου καὶ ἀσχέτως ἂν εἶσαι κληρικὸς ἢ λαϊκός, ὀφείλεις νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀκόμα καὶ ἀπὸ στενοὺς
συγγενεῖς, ὅταν πρόκειται περὶ τῆς Πίστεως. Λέγει: «Ὅταν οὖν εὐποιεῖν δέῃ, πᾶς ἄνθρωπός
σοι ἐγγύς ἔστω· ὅταν δέ ὁ τῆς ἀληθείας γυμνάζηται λόγος, ἐπιγίνωσκε τόν οἰκεῖον
καί τόν ἀλλότριον. Κἂν ἀδελφόν ἔχῃς ὁμοπάτριον καί ὁμομήτριον, καί μή κοινωνήσῃ
σοι κατά τόν τῆς ἀληθείας νόμον, ἔστω σοι τοῦ Σκύθου βαρβαρικώτερος» (Ἑρμηνεία τοῦ 143 ψαλμοῦ).
Καὶ
γιὰ νὰ φανεῖ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι ὅλα τὰ παραδείγματα συμφωνοῦν μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, παραθέτω μιὰ συμβουλη (μὴ δυνητική) τοῦ ἀπ. Παύλου: «Παραγγέλλομεν
δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι (=ἀπομακρύνεστε) ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς
ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ' ἡμῶν» (Θεσ. 6, 3).
Ἂς ἔλθωμε στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγ. Μελετίου.
Τὸ
371 ὁ Οὐάλης ἐξόρισε τὸν Ἅγιο Μελέτιο. Οἱ Ὀρθόδοξοι μένουν πιστοὶ στὸν Ποιμένα
τους, δὲν
κοινωνοῦν μὲ τοὺς Ἀρειανόφρονες καὶ ὁ Οὐάλης ἀρχίζει σκληροὺς
διωγμούς. Οἱ ὀρθόδοξοι ἐγκαταλείπουν τοὺς Ναούς
τους καὶ καταφεύγουν στὰ περίχωρα γιὰ νὰ ἐκκλησιαστοῦν μὴ δεχόμενοι νὰ κοινωνήσουν
μὲ τὸν αἱρετικὸ Ἐπίσκοπο Εὐζώιο. «Τοὺς δὲ Εὐζωΐω μὴ κοινωνοῦντας τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπήλαυνεν
(ὁ Οὐάλης), εἰς χρηματικάς τε ἐζημίου καὶ ἠκίζετο καὶ ἄλλως ἐπέτριβεν»
(Σωζομενὸς P.G. 67, 1313).
Βλέπετε
μήπως κάποια ὁμοιότητα ἐκείνων τῶν Χριστιανῶν μὲ τοὺς συγχρόνους, οἱ ὁποῖοι ἐφευρίσκουν
τόσες δικαιολογίες-πλάνες γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς
καὶ μάλιστα χωρὶς διωγμό;
Ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ χωρὶς Ποιμένες ἐμμένει
στὴν ἀποτείχιση. Καὶ ποιός τοὺς
στηρίζει; Ὄχι ἱερωμένοι, ἀλλὰ μοναχοί. Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ὁ ὅσιος Ἀφραάτης,
βλέπων πὼς ἐξωρίσθησαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ποιμένες τῶν ἐκκλησιῶν, καὶ ἔμειναν
τὰ ποίμνια τοῦ Χριστοῦ ἔρημα προστασίας πνευματικῆς, ...ἀφήσας
τὴν ἡσυχίαν του, κατέβη εἰς τὴν Ἀντιόχειαν διδάσκων τοὺς χριστιανούς, καὶ
στηρίζων αὐτοὺς εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν. Τότε λοιπὸν εὑρὼν αὐτὸν ὁ βασιλεύς, ...τὸν ἠρώτησε·
διὰ τί ἀφῆκε τὴν ἡσυχίαν καὶ περιπάτει εἰς τὴν πόλιν; Ὁ δὲ ὅσιος ἀπεκρίθη...,
διότι βλέπω ὅτι καίεται ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου Θεοῦ, καὶ διὰ τοῦτο τρέχω καὶ ἀγωνίζομαι
πῶς νὰ σβύσω τὴν φλόγα» (Συναξαριστής, τόμ. 1ος, σελ. 426).
Ἄλλο παράδειγμα ἀπὸ
τὴν ἴδια ἐποχή.
Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης
ἐκδίωξε ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ τῶν Ἐδεσσηνῶν τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Βάρσην, καὶ στὴ
θέση του τοποθέτησε κάποιον ἀρειανόφρονα ποὺ ἦταν “ὄνομα καὶ πρᾶμα” Λύκος! (Νικηφόρος Κάλλιστος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146, 636D).
Ὅμως τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν
ἀντέδρασε μὲ σφοδρότητα καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἔρθει σὲ κοινωνία μὲ τὸν προβατόσχημο
λύκο καὶ ψευδεπίσκοπο Λύκο. Γι’ αὐτὸ ΟΛΟΙ βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ συγκεντρώθηκαν σὲ
ἕναν εὐκτήριο οἶκο ἀφιερωμένο στὸν ἀπόστολο Θωμᾶ: «Ὡς δὲ τὸ πλῆθος δυσχεραῖνον
τὴν κοινωνίαν σφοδρῶς ἀπεσείετο, πάντες τὴν πόλιν καταλιπόντες πρὸ τοῦ ἄστεος
συνηθροίζοντο· ἦν δὲ ἐκεῖσε Θωμᾶ τῷ ἀποστόλῳ ἐπιφανὲς εὐκτήριον» (ὅπ. παρ.
637Β).
Ὅμως οἱ Ἐδεσσηνοὶ
ὀρθόδοξοι πιστοί, παρὰ τὶς ἀπειλὲς τοῦ Οὐάλη, πρωΐ-πρωῒ μετέβησαν στὸν
καθορισμένο τόπο τῆς συνάξεως γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν τὰ λατρευτικά τους
καθήκοντα: «Ἐδεσσηνοὶ
μέντοι ἐν δευτέρῳ θέμενοι τὰς ἀπειλάς, ἅμα ἕῳ πρόθυμοι μᾶλλον ἢ πρότερον ἐπὶ
τὸν τόπον ἐχώρουν, καὶ τὸ εἰωθὸς ἔπραττον» (ὅπ. παρ. 637C).
Στὴν συνέχεια ὁ
Νικηφόρος Κάλλιστος μᾶς διηγεῖται τὸ ἑξῆς συγκινητικὸ περιστατικό. Ὁ Μόδεστος,
πηγαίνοντας μὲ στρατιωτικὸ ἄγημα στὸ μέρος ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ
Χριστιανοί, συνάντησε μιὰ γυναῖκα ποὺ μὲ τὸ βρέφος της πήγαινε στὴν συνάθροιση
τῶν πιστῶν. Διέταξε νὰ τὴν συλλάβουν καὶ ζητοῦσε νὰ μάθει, ποῦ πηγαίνει ἔτσι
βιαστικά. Αὐτὴ ἀπάντησε:
«Ἐπὶ τὸ πεδίον ἔνθα οἱ τῆς εὐσεβείας θεράποντες».
Καὶ συνέχισε: Γνωρίζω καλὰ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς ἑτοιμάζετε καὶ τρέχω νὰ
προλάβω κι ἐγὼ νὰ ἀξιωθῶ νὰ πάθω τὰ ἴδια, γιὰ νὰ μὴ χάσω τὴν δόξα ποὺ χαρίζει ὁ
Θεὸς (σ’ ὅσους παραμένουν πιστοὶ στὶς Ἐντολὲς Του, μὴ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς
αἱρετικούς) «…καὶ σπεύδω καὶ αὐτὴ τῶν ἴσων ἐκείνοις
ἀξιωθῆναι γερῶν, ἵνα μὴ κατόπιν δρόμου γεγενημένη τῆς παρὰ Θεῷ δόξης ἁμάρτω»!
Καὶ ὁ ἔπαρχος ρώτησε·
γιατί σέρνεις μαζί σου καὶ τὸ βρέφος; Κι αὐτὴ ἀπάντησε: «Ἵνα καὶ αὐτὸ τῆς ἴσης ἀξιωθήσεται τιμῆς, μετασχὸν
τῶν παθῶν»! (ὅπ.
παρ. 637D).
Ἕνα
συγκλονιστικὸ παράδειγμα ἀποτειχίσεως μᾶς ζωγραφίζει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ θεολόγος
(379). Ὁμιλεῖ γιὰ «μικρόν τε καὶ ἀτελὲς ποίμνιον», αὐτὸ ποὺ εἶχε ἀποτειχιστεῖ
ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ πατριάρχη Δημόφιλο. (Δὲν εἶχε καταδικασθεῖ ἀπὸ σύνοδο, ὅπως τώρα ὁ
Βαρθολομαῖος). Ἀλλὰ
ἀμέσως διορθώνει τὴν φράση του ὁ ἅγ. Γρηγόριος καὶ μιλώντας ἀκριβέστερα λέγει ὅτι,
αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ οὔτε κἂν
ὡς ποίμνιο: «οὐδὲ ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι
μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον».
Καὶ
εἶναι «ἴχνος ποιμνίου», διότι εἶναι μικρόν, εἶναι χωρὶς Ποιμένα, εἶναι χωρὶς Ναό,
καὶ διοικητικά-πρακτικὰ ἀποδιοργανωμένο καὶ περιπλανώμενο στὰ ὄρη καὶ τὰ
σπήλαια: «ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον, μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε
μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις καὶ
ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ διερριμμένον, ὡς ἕκαστον
ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,
Λόγος μβ΄, Συντακτήριος εἰς τὴν τῶν ρν΄ ἐπισκόπων παρουσίαν, P.G. 36).
Καὶ
γιὰ ποιό λόγο τὸ ποίμνιον ἐβάσταζε ὅλη
αὐτὴ τὴν κακουχίαν; Μήπως ἐξ ἀδιακρίτου καὶ ἀκράτου ζηλωτισμοῦ; (ὅπως μερικοὶ
σήμερα κατηγοροῦν τοὺς ἀποτειχισμένους). Ὄχι, ἀλλὰ ἐταλαιπωρεῖτο τόσο «διακλέπτον ἀγαπητικῶς
τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν».
Μᾶς
βεβαιώνει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ὅτι ἡ σωτηρία
κερδίζεται διὰ τῆς ἀπομακρύνσεως
ἐκ τῶν αἱρετικῶν, κι ὄχι μὲ τὸ νὰ κοινωνεῖ κανεὶς μὲ αὐτούς, διισχυριζόμενος πὼς
ἀγωνίζεται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς
νὰ ὑποστεῖ καμία ταλαιπωρία! Εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ πιστοὶ τῆς
ἐποχῆς μας, ἀποφεύγουμε τὸν ἡσυχαστικὸ καὶ σταυρικὸ εὐαγγελικὸ δρόμο, καὶ ἀκολουθοῦμε
τὸν δρόμο τῆς "ἄνεσης" καὶ τοῦ "ἀγαπισμοῦ" ποὺ διδάσκουν οἱ
Οἰκουμενιστές.
Καὶ
ἐρχόμαστε στὴν ἀποτείχιση ἑνὸς ἀκόμα λαϊκοῦ. Ὁ ἅγ. Μάξιμος κατεῖχε ὡς λαϊκὸς
στὰ ἀνάκτορα ὑψηλὴ θέση. Ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ αὐτοκράτορος ὡς ὑπογραφέας τῶν
βασιλικῶν ὑπομνημάτων. Καὶ ἐγκατέλειψε τὴν θέση αὐτὴ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα
γιὰ νὰ μὴν ἔχει καμία ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς: «καταλείπει μὲν ἅπαντα, ψυχῆς ὥσπερ κοίνωσιν (=μολυσμόν) τὸ τοῖς τοιούτους ἀνεστράφθαι οἰόμενος». Τὴν ἐπικοινωνία
μὲ τοὺς Μονοθελῆτες θεωροῦσε μολυσμὸ τῆς ψυχῆς.
«Ἀλλ’ αὐτός μικρά ταῦτα
πρός φιλοσοφίαν, καί δόξαν, καί χρήματα, καί τιμήν, καί ὅσα φιλοτιμίας ἧπται τῆς
περιττῆς, ἡγησάμενος· ἄλλως τε καί τήν πίστιν
τότε καινοτομουμένην ὁρῶν, τῷ
πολλά τήν Ἐκκλησίαν τό τῶν Μονοθελητῶν διαλυμαίνεσθαι δόγμα, καταλείπει μέν ἅπαντα,
ψυχῆς ὥσπερ κοίνωσιν τό τοῖς τοιούτους ἀνεστράφθαι οἰόμενος·
πρός δέ τόν μονάδα βίον, ἅτε καί πάλαι τοῦ καθ’ ἡσυχίαν βιῶναι ἐρῶν,
σπουδῇ προσχωρεῖ... κἀκεῖ τρίχας τε κειράμενος, καί τό τρίχινον ἐνδυσάμενος ἔνδυμα»
(Εἰς τόν βίον
καί τήν ἄθλησιν τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν καί Ὁμολογητοῦ Μαξίμου, P.G. 90, 72D).
Στή
συνέχεια διακόπτει καί τήν κοινωνία μέ τά Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας,
Ἱεροσολύμων.
Στὴν
περίοδο της Εἰκονομαχίας τώρα.
Μὲ
τὴν ἔναρξη τῆς Εἰκονομαχίας ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἀντέδρασαν (πολλὲς φορὲς μὲ βίαιο
τρόπο) στὴν ἀποκαθήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἄλλοι ἔφυγαν ἀπὸ τὴν
Κωνσταντινούπολη «ἀθυμοῦντες» καὶ «ἐπὶ τὰς ὀρθοδόξους κωμοπόλεις μετώκησαν» (P.G. 100,
1038a). Κι ἐδῶ βλέπουμε μιὰ ἀποτείχιση
λαϊκῶν ποὺ κοστίζει, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν κοινωνία τῶν αἱρετικῶν
κυριολεκτικὰ "ξεσπιτώνονται"! Νὰ τονισθεῖ ὅτι βρισκόμαστε στὴν
περίοδο ποὺ ἡ Εἰκονομαχία (ὅπως ἀκριβῶς σήμερα ὁ Οἰκουμενισμός) δὲν ἔχει
καταδικαστεῖ.
Ἐπίσης,
στὴν ἴδια περίοδο, ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος ἐκβάλλεται διὰ ξύλων καὶ λίθων ἀπὸ
γυναῖκες τοῦ λαοῦ. Κι αὐτὸ πάλι γίνεται πρὶν
κατακριθῆ ὁ Ἀναστάσιος ἀπὸ Σύνοδο γιὰ τίς εἰκονομαχικὲς κακοδοξίες του. Καὶ
ποιά ἡ τύχη τῶν γυναικῶν αὐτῶν; Μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἐξουσίας θανατώνονται. Νὰ πῶς
περιγράφει ὁ Δοσίθεος ἱεροσολύμων τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ γεγονός:
«...ἐξέβαλε
τοῦ θρόνου αὐτοῦ τόν Γερμανόν Πατριάρχην ὁ Κόνων (=Λέων ὁ Γ΄ ὁ Ἴσαυρος), ὁ τοῦ Ἀντιχρίστου
πρόδρομος ...καί ἔβαλεν ἀντ’ ἐκείνου τόν Σύγγελον Ἀναστάσιον, τόν νέον προδότην
Ἰούδαν.... Ἀλλ’ αἱ σεμναί καί τίμιαι γυναῖκες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὧν προεξῆρχεν
ἡ ἁγία Θεοδοσία ...ὥρμησαν εἰς τήν ἐκκλησίαν, καί τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως,
καί τοῖς λίθοις καί τοῖς ξύλοις ὑβρίζουσαι καί μισθωτόν ἀποκαλοῦσαι καί λύκον
καί προδότην Ἰούδαν, ἐδίωξαν... Ἀλλά καί
εἰς τήν χαλκῆν πόρταν, ὅπου ἦν ἡ Θεανδρική ἐκείνη καί δεσποτική εἰκών τοῦ
Χριστοῦ, ἥν ἐκεῖ ἔβαλεν ὁ μέγας Κωνσταντῖνος, βαλόντος τήν σκάλαν τοῦ βασιλικοῦ
ὑπηρέτου ἵνα αὐτήν ἐκεῖθεν ἐκβάλῃ, αἱ Κωνσταντινοπολίτιδες ἐκβαλοῦσαι αὐτήν, ὧς
ἐξῆρχεν ἡ ἁγία Θεοδώρα, καί κρημνίσασαι αὐτόν, ἔλαβον ἀντί μισθοῦ αὐτῶν τόν ἴδιον
θάνατον»
(Δοσιθέου Ἱεροσ., Δωδεκάβιβλος, τόμ. ΣΤ΄, κεφ. ΙΘ΄, παραγρ. Η΄, σελ. 440).
Ὁ π. Θ. Ζήσης ἔχει συγγράψει μνημειώδη μονογραφία γιὰ τὸν Γεννάδιο
Σχολάριο (Θ. Ζήση, Γεννάδιος Β'
Σχολάριος. Βίος-συγγράμματα-διδασκαλία). Πρόσφατα εἶπε τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν κατάσταση στὴν Κών/πολη μετὰ τὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας
καὶ τὸν ρόλο τοῦ λαϊκοῦ ἀκόμα Γενναδίου:
«Ὁ κόσμος ξεσηκώθηκε ἐναντίων
αὐτῶν ποὺ ὑπέγραψαν τὴν Ἕνωση, καὶ ὁ αὐτοκράτωρ βλέποντας αὐτὴν τὴν ἀντίδραση
τοῦ κόσμου, δὲν ἐπίεσε γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ ἑνωτικοῦ ὅρου. Βέβαια ἐξελέγει τότε Πατριάρχης Λατινόφρων, ὁ
Γρηγόριος ὁ Μάμμας, ἀλλὰ οἱ περισσότεροι κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ ἔκαναν ἀποτείχιση, θὰ λέγαμε,
τότε καὶ δὲν πήγαιναν στὶς Ἐκκλησίες ὅπου προϊστατο (ὁ Μάμμας) καὶ δὲν ἀνεγνώριζαν
τὸν Μάμμα ὡς Ὀρθόδοξο πατριάρχη...
Βλέποντας ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης ὁ Η΄ αὐτὴν τὴν ἀντίδραση τοῦ ὄχλου, δὲν ἐφήρμοσε τὴν
Ἕνωση, δηλ. δὲν ἐπίεσε τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς κληρικοὺς νὰ μνημονεύουν τὸν
Πάπα, δὲν ἔκαναν συλλείτουργο μὲ
Παπικούς. Δηλ. μολονότι δὲν ἀπεκήρυξε ὁ αὐτοκράτωρ τὴν Ἕνωση ποὺ ἔγινε στὴ
Φερράρα-Φλωρεντία, ἐντούτοις δὲν ἐπίεσε καὶ ἐπεκράτησε ἡ γραμμὴ τοῦ ἁγίου
Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Γενναδίου Σχολαρίου... Στὴν Κων/πολη δὲν ὑπῆρχε
κατάσταση ἑνωτική.
Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ αὐτοκράτωρ ἀπὸ τὴν Φερράρα-Φλωρεντία δὲν ὑποτίμησε
τὸν Γεννάδιο Σχολάριο, ὁ ὁποῖος ἦταν
ἀξιωματοῦχος στὴν αὐλὴ καὶ τὸν κράτησε ὡς σύμβουλο.
Καὶ εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ συμβολὴ τοῦ (λαϊκοῦ) Γενναδίου
Σχολαρίου στὸ νὰ μὴν ἐφαρμόσει ὁ αὐτοκράτωρ
Ἰωάννης ὁ Η΄ τὸν ἑνωτικὸ ὅρο καὶ νὰ μὴ
δεχθεῖ νὰ γίνονται συλλείτουργα
καὶ μνημόσυνο μέσα στὴν Κων/πολη τοῦ Πάπα. Αὐτὸ ἄλλαξε ὅταν ὁ Γεννάδιος
Σχολάριος θέλησε νὰ γίνει μοναχός».
Παρατηροῦμε
ἐδῶ ὅτι
(α) Στὴν Κων/πολη δὲν ὑπῆρχε ρεῦμα ὑπὲρ τῆς ἑνώσεως
τῶν Ἐκκλησιῶν, παρὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχαν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς.
(β) Ὁ
"ὄχλος",
οἱ λαϊκοὶ δηλαδή, ἀντιδροῦν ἀποτειχιζόμενοι,
δυναμικὰ μάλιστα.
(γ) Ἕνας ἀποτειχισμένος λαϊκός, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ἀκολουθεῖ μαζὶ μὲ
πολλοὺς ἱερωμένους τὴν γραμμὴ τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα
«νὰ μὴν ἐφαρμόσει ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης
ὁ Η΄ τὸν ἑνωτικὸ ὅρο καὶ νὰ μὴ δεχθεῖ νὰ γίνονται συλλείτουργα».
Συγκρίνατε
τίς ἀντιδράσεις τοῦ Λαοῦ τότε καὶ τώρα.
Σχετικὰ
μὲ τὴν ἀποτείχιση γράφει ὁ Γεννάδιος:
«Ἡ πνευματικὴ κοινωνία τῶν ὁμοδόξων, καὶ ἡ
τελεία ὑποταγὴ πρὸς τοὺς γνησίους ποιμένας ἐκφράζεται μὲ τὸ μνημόσυνο. Οἱ
Σύνοδοι καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες ὁρίζουν, ὅτι αὐτῶν
ποὺ ἀποστρεφόμεθα τὸ φρόνημα, (αὐτῶν)
πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε καὶ τὴν κοινωνία» (βλ. Γενναδίου Σχολαρίου, Γράμμα πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικούς... Περιοδ.
Ὁ ὅσιος Γρηγόριος Ἁγίου Ὄρους, ἀρ. 21, σελ. 23).
Ἐν τέλει, ἂς
ἀκούσουμε τὴν συμβουλὴ τοῦ ἁγ. Συμεῶν κι ἂς ἐλέγξουμε ἂν
ὁ πνευματικὸς καθοδηγός μας ἀκολουθεῖ τὸν τρόπο σωτηρίας ποὺ ὁρίζουν οἱ Ἅγιοι, σχετικὰ
μὲ τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς αἱρετικούς, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν πλάνη.
«Νὰ ἱκετεύεις τὸν Θεὸ μὲ προσευχὲς καὶ δάκρυα
νὰ σοῦ στείλει ὁδηγὸ ἀπαθῆ καὶ ἅγιο. Ἀλλὰ καὶ σὺ ὁ ἴδιος νὰ μελετᾶς τὶς θεῖες
Γραφές, καὶ μάλιστα τὰ πρακτικὰ συγγράμματα
τῶν ἁγίων Πατέρων, γιὰ νὰ ἀντιπαραβάλλεις
σ' αὐτὰ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς πράξεις τοῦ διδασκάλου καὶ γέροντα σου, βλέποντάς τες ὅπως σὲ καθρέφτη καὶ ἐξετάζοντάς τες. Καὶ
ὅσα εἶναι σύμφωνα μὲ τὶς Γραφὲς νὰ τὰ ἐγκολπώνεσαι καὶ νὰ τὰ κρατεῖς στὸ νοῦ
σου, τὰ νόθα ὅμως καὶ ξένα νὰ τὰ διακρίνεις καὶ νὰ τὰ ἀπορρίπτεις, γιὰ νὰ μὴν πλανηθεῖς. Γιατὶ νὰ ξέρεις, πολλοὶ πλάνοι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι ὑπάρχουν σήμερα» (Ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος - 154 Πρακτικὰ καὶ
θεολογικὰ κεφάλαια. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, τόμ. Δ΄, 33).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς δὲν στηρίζεται
μόνο στὸν ΙΕ΄ κανόνα (ὅπως πονηρὰ κάποιοι θέλουν), ἀλλὰ κυρίως στὴν παράδοση τῶν
Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχει σχέση μὲ τὴν σωτηρία μας, προσφέρει βοήθεια στοὺς ἀδελφούς
μας ‒τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας‒
καὶ βοηθεῖ στὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως.
Ὅποιος
ἀποτειχίζεται δὲν βγαίνει ἐκτὸς Ἐκκλησίας, γιατὶ ἂν ἦταν ἔτσι οἱ Ἅγιοι δὲν
θὰ ἀποτολμοῦσαν τὴν ἀποτείχιση.
Ἡ
αἵρεση μολύνει
τοὺς πιστοὺς ποὺ κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἄν δὲν μόλυνε καὶ δὲν ἀποτελοῦσε
κίνδυνο γιὰ τὶς ψυχές μας καὶ ἀνυπακοὴ στὶς θεῖες Ἐντολές, γιὰ ποιό λόγο οἱ Ἅγιοι
ὑφίσταντο ταλαιπωρίες καὶ μαρτύρια, ἀποτειχιζόμενοι;
Τὸ
θλιβερὸ γεγονός, τέλος, τοῦ διαχωρισμοῦ
τῶν ἀποτειχισμένων, ἔχει σχέση μὲ ἐγωϊσμούς,
πλάνες γερόντων, ἀφοῦ ὁ σατανᾶς κάθε θεοφιλὲς ἔργο τὸ πολεμᾶ. Τὸ
φαινόμενο αὐτὸ δὲν εἶναι δυστυχῶς ξένο στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, δὲν ἀκύρωσε ὅμως
τὸν ἀγῶνα Της ἐνάντια στὶς αἱρέσεις.
● Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας διαφώνησαν καὶ χώρισαν τοὺς
δρόμους τους, ὄχι ὅμως τὴν πίστη τους (Πράξ. 15,39).
● Ἡ Ἀποστολική Σύνοδος ἔγινε καὶ ἐξαιτίας διαφωνιῶν
μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν (Πράξ. κεφ. 15).
● Ὁ Παῦλος στὴν Α΄ Πρὸς Κορινθίους (17-31)
καυτηριάζει τὶς δημιουργίες ὁμάδων μεταξὺ τῶν πιστῶν.
● Ο Μ. Βασίλειος
προσπαθώντας να πείσει τοὺς ὀρθόδοξους δυτικοὺς ἐπισκόπους, ὅταν μετὰ ἀπὸ πολλὰ
καλέσματα ὁμονοίας καὶ συνοχῆς (μᾶς θυμίζει κάτι αὐτό) εἶδε ὅτι ἀναζητοῦν πρωτεῖα
καὶ ἄλλα πράγματα ἄσχετα μὲ τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του, συμβούλευσε τὸ
ποίμνιο νὰ μὴν ἔχει καμία σχέση μαζί τους (βλ. καὶ «Ἡ Ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου» σελ. 347-348).
● Καὶ ἐπὶ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὑπῆρχαν φατρίες καὶ ὁμάδες
ποὺ ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ κατηγορήσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν
προεδρία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς (βλ. καὶ «Ὁ
πληγωμέος ἀετός», σελ. 251-261).
Τὸ
θλιβερὸ γεγονός, λοιπόν, τοῦ διαχωρισμοῦ
τῶν ἀποτειχισμένων, δὲν εἶναι
δικαιολογία γιὰ νὰ μὴν ἀποτειχισθεῖ κάποιος, ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ ἀποτειχισθεῖ σωστά. Τώρα μάλιστα, ποὺ ἡ ἀποτείχιση ἐφαρμόζεται
μιὰ δεκαπενταετία περίπου, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε ποιός ἀκολουθεῖ τοὺς Ἁγίους
καὶ ποιός ὄχι.
Παναγιώτης
Σημάτης