Εἰς τὴν Ἱ. Μ. Καρακάλλου εὗρε τὴν εὐκαιρίαν, διὰ νὰ ἐπιτεθῆ κατὰ ὅσων μοναχῶν ἀντιδροῦν εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Πατριάρχης συλλειτουργεῖ μὲ ἀχειροτονήτους, τάσσεται ὑπὲρ τῆς παύσεως τῆς Θ. Λατρείας καὶ προβάλλει τὰ ἐκτρωκτόνα ἐμβόλια. Αὐθαιρεσίαι εἰς τὸν λόγον του: α) ἡ ἔμμεσος ἀπόρριψις τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, β) ὅτι εἶναι Ἐπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γ) ἡ ἐσκεμμένη παράλειψις ὅτι οἱ Μοναχοὶ ἔσωσαν τὴν Ὀρθοδοξίαν ἀπὸ εἰκονομάχους Πατριάρχας, δ) ἡ ταύτισις τοῦ ἑαυτοῦ του μὲ τὸ Πατριαρχεῖον καὶ ε) ὅτι ὀφείλουν νὰ μεταβοῦν εἰς τὸ Φανάρι, διὰ νὰ λάβουν Θ. Χάριν! Πέραν ὅμως τῶν κακοδοξιῶν τίθεται καὶ ζήτημα ἠθικῆς: τὰ ἔλεγε, διότι ἐγνώριζεν ὅτι οὐδείς θὰ ἐτόλμα νὰ τοῦ ἀντιμιλήση, ἐπειδὴ εἶναι μοναχοί… Αἱ πράξεις του τὸν καταμαρτυροῦν: Εἰς τὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας ἐφόρεσε μάσκα καὶ προσεκύνησε τὸν τάφον τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ Ἀθωνιτικοῦ μοναχισμοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου… Παραθέτομεν ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ὁμιλίαν εἰς τὴν Ἱ. Μ. Καρακάλλου:
«ἡ Ἐκκλησία, ἐν τῇ ἁγιοπνευματικῇ πανσοφίᾳ αὐτῆς, δὲν προέκρινε τὸν λεγόμενον Ἀναχωρητισμόν, ὅστις καὶ ἀποτελεῖ προγενεστέραν καὶ ἀρχαιοτέραν μορφὴν μοναχισμοῦ, ἀλλ’ ἐπεκύρωσε καὶ ἐπευλόγησε καὶ κατωχύρωσε θεσμικῶς τὸν Κοινοβιακὸν Μοναχισμόν, ὡς ἀσφαλεστέραν ὁδὸν ἀπολύτου ἀφιερώσεως πρὸς τὸν Θεόν, παρὰ τὰ μεμονωμένα καὶ ἔκτακτα καὶ ἡγιασμένα παραδείγματα «ἀναχωρητικοῦ» μοναχισμοῦ, ἀκόμη καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας…
Ἡ πρᾶξις τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου μὲ τὸν ἁπλούστατον καὶ κοινὸν τύπον «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν» φανεροὶ ἀδιαλείπτως, τοῦτο μέν, ὅτι Ἐπίσκοπος τοῦ τόπου ἵσταται ἀείποτε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως…
Αἱ ἐνασχολήσεις τῶν μοναχῶν μὲ τὰ ἐπὶ μέρους ἐκκλησιαστικῶς δρώμενα, ἄνευ τῆς προσκλήσεως τῶν κατὰ τόπους Ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα ἐντόνου καὶ θερμῆς, εἶναι καταδικαστέαι, καθὼς θᾶττον ἢ βράδιον θὰ ἐπιφέρουν προβλήματα, ἤτοι συγκρίσεις, κρίσεις, ἐπικρίσεις, ταραχὰς καὶ διχοστασίας. Δὲν εἶναι ἔργον τοῦ μοναχοῦ ἡ παράλληλος δρᾶσις του πρὸς τὴν ἑκασταχοῦ τοπικὴν Ἐκκλησίαν…
Ἀτυχῶς ἐκ ποικίλων ἀφορμῶν, ὡς ἐπὶ παραδείγματι τῆς παραχωρήσεως τῆς Αὐτοκεφαλίας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας καὶ τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ, ἀκούονται φωναὶ -μετὰ λύπης καὶ πικρίας λέγομεν, καὶ ἐκ τοῦ μοναχικοῦ χώρου- αἵτινες ἀμφισβητοῦν καὶ ἀνατρέπουν ὅλην τὴν ἁγίαν καὶ πνευματέμφορον δομὴν τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχοντές τινες «ζῆλον οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» (πρβλ. Ρωμ. ι/, 2) ἐξαπολύουν ὕβρεις καὶ συκοφαντίας κατὰ τῆς Ἐκκλησίας -ἐξαιρέτως δὲ κατὰ τῆς Μητρὸς των Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας- ἐπικαλούμενοι τερατώδεις αἰτιάσεις καὶ λεπτολογοῦντες τὴν τρυμαλιὰν καὶ ἀγνοοῦντες τὴν κάμηλον…
Ἀναμένομεν ἀνταπόκρισιν εἰς τὴν κλῆσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ εὐελπιστοῦμεν ὅτι συντόμως θὰ σᾶς ἴδωμεν εἰς τὸ Φανάριον, διὰ νὰ ἐγγίσητε τὴν ἀληθῆ διάστασιν τῆς σταυροαναστασίμου Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ πληρωθῆτε Χάριτος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ταῖς πρεσβείαις τῆς ὑπερευλογημένης Θεοτόκου, τῶν πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων, τοῦ Ὁσιομάρτυρος Γεδεὼν καὶ πάντων τῶν Ἁγίων».
Ορθόδοξος Τύπος