Ο Απόστολος Παύλος ως Νηπτικός Πατήρ της Εκκλησίας


Ο Απόστολος Παύλος μαζί με τον Απόστολο Πέτρο είναι οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι της Εκκλησίας. Η ιεραποστολική δράση του Αποστόλου Παύλου ήταν εκπληκτική και ανεπανάληπτη για τα δεδομένα της εποχής. Νομίζουμε ότι δεν μπορεί να επαναληφθεί κάτι αντίστοιχο ακόμα και σήμερα. Χιλιάδες ερευνητές έχουν ασχοληθεί με το πρόσωπο και το έργο του Αποστόλου Παύλου. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς εντυπωσιασμένοι από την δράση του μένουν στα εξωτερικά και δεν μπορούν να ανακαλύψουν και να εκτιμήσουν την εσωτερική νηπτική ζωή του Παύλου1.

Ο Απόστολος Παύλος ήταν ο μεγάλος «απόστολος των εθνών», αλλά και ο μεγάλος νηπτικός Πατέρας της Εκκλησίας. Μάλιστα είναι ο πρώτος νηπτικός Πατέρας, που στην συνέχεια ενέπνευσε την νηπτική ησυχαστική ζωή και την εσωστρέφεια σε όλους τους ασκητές της ερήμου και στους μεταγενεστέρους Πατέρες. Βέβαια στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των λεγομένων Νηπτικών και Κοινωνικών Πατέρων. Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν νηπτικοί. Ο Απόστολος Παύλος, οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός που έκαναν τεράστιο κοινωνικό, ιεραποστολικό έργο ήταν ταυτόχρονα και φορείς της ησυχαστικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Ασκούσαν και σύστηναν την νήψη, και αυτό φαίνεται στο πρόγραμμα και στον τρόπο ζωής τους, στα κείμενά τους και τις ομιλίες τους.

Αυτός που «προέκοπτε εν τω Ιουδαϊσμώ υπέρ πολλούς συνηλικιώτας του, ο περισσοτέρως ζηλωτής των πατρικών του παραδόσεων»2 και ο τόσο κατηρτισμένος στην ελληνική σοφία, όταν συναντήθηκε με τον Κύριο στον δρόμο προς Δαμασκό, όπου πήγαινε για να διώξει και πιθανώς να σκοτώσει τα νέα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, άλλαξε αντιδιαμετρικά την ζωή του3. Η συνάντηση με τον Χριστό, η εκθαμβωτική και άρρητη θέα του φωτός που έκπεμπε το πρόσωπο του Χριστού και που έκανε τον τότε Σαούλ να τυφλωθεί, έγινε η αφορμή, αλλά και το θεμέλιο της νέας εν Χριστώ ζωής του Παύλου. Παρόλο τον διάλογο με τον ίδιο τον Χριστό, την θεραπευτική επέμβαση από τον Απόστολο Ανανία, την διαβεβαίωση από τον Χριστό ότι αυτός είναι «σκεύος εκλογής»4 Του, έπρεπε και ο ίδιος να προετοιμαστεί για το μεγάλο γεγονός της αποστολικής του δράσεως. Αμέσως μετά από αυτήν την θεοπτία, την συγκλονιστική εμπειρία της Δαμασκού και τις αποκαλυπτικές αλήθειες που θα άκουσε από τον Απόστολο Ανανία, που είχε θέση Γέροντος για τον τότε Σαούλ, πήγε στην έρημο της Πετραίας Αραβίας5. Βέβαια δια της επιθέσεως των χειρών του Ανανία «επλήσθη Πνεύματος Αγίου»6 συνετελέσθη η δική του προσωπική Πεντηκοστή, έπρεπε όμως να πάει στην ησυχία της ερήμου για να αποκτήσει καλύτερη επίγνωση του τι του συνέβη και της αποστολής του, για να αφήσει και παράδειγμα μίμησης στους μεταγενεστέρους. Στην ησυχία της ερήμου αγωνίστηκε, ασκήθηκε σωματικά και πνευματικά για να αφομοιώσει το μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού.

Η έρημος ανέκαθεν ήταν καταφύγιο και τροφός των μεγάλων Προφητών, όπως του Προδρόμου και του Ηλία. Αλλά και τώρα στην Καινή Διαθήκη θα γίνει για τους Πατέρες της Εκκλησίας ο τόπος και ο τρόπος καθάρσεως της ψυχής από τα πάθη. Ο Μέγας Βασίλειος την ησυχία της ερήμου, την θεωρεί ως αρχή καθάρσεως της ψυχής7. Στην έρημο είχε όλες τις προϋποθέσεις για εσωστρέφεια, την στροφή προς τον εαυτό του και δι’ εαυτού προς τον Θεό8, για προσευχή, θεωρία, αυτογνωσία και Θεογνωσία.

Στην έρημο απέκτησε εμπειρικά την εσωτερική εν Χριστώ ζωή. Έβαλε τα θεμέλια για την μετέπειτα ιεραποστολική του δράση, που δεν είναι τίποτε άλλο από την συνεχή μυστική ένωση με τον Χριστό, την βίωση της θείας Χάριτος. Αν δεν υπάρχει αυτή η ένωση, η βίωση της παρουσίας του Χριστού, πως είναι δυνατόν να επακολουθήσει η ιεραποστολή; Πως στην συνέχεια μπορείς να κηρύττεις έναν Χριστό, που δεν έχεις ζήσει και βιώσει; Ο Απόστολος Παύλος εφάρμοσε απόλυτα την εντολή του Χριστού, «ποιείν τε και διδάσκειν»9. Η έρημος μεταμόρφωσε τον πρώην ζηλωτή, τον πλανεμένο και θυμώδη σε ταπεινό, ησύχιο και μέτοχο της απόλυτης αληθείας και ζωής του Χριστού. Και ας μην νομίσει κάποιος ότι ήταν λίγα αυτά τα τρία χρόνια για την ασκητική προετοιμασία του Αποστόλου Παύλου. Οι Πατέρες λένε ότι αν θελήσει ο άνθρωπος «από πρωί έως εσπέρας»10 φθάνει σε μέτρα θεία. Και βέβαια ο Απόστολος Παύλος αυτό το ασκητικό φρόνημα το διατήρησε έως το τέλος της ζωής του, όπως φαίνεται και από τις Επιστολές του.

Θα σταθούμε στην συνέχεια στα στοιχεία αυτά, που αναδεικνύουν τον Απόστολο Παύλο ως Νηπτικό Πατέρα της Εκκλησίας με γνήσιο ασκητικό μοναχικό φρόνημα.

Ο ίδιος έδινε μεγάλη βαρύτητα στην υπακοή και την πνευματική εξάρτηση. Αμέσως μετά την προτροπή του Χριστού, στον δρόμο προς την Δαμασκό, πήγε στον Απόστολο Ανανία και έκανε ακριβώς ο,τι του είπε ο Χριστός και ο Ανανίας. Αφού αναχώρησε από την έρημο της Αραβίας πήγε στα Ιεροσόλυμα για να γνωριστεί και να συμβουλευθεί τους Αποστόλους11. Εξιστόρησε στον Απόστολο Πέτρο πως διήγε και έμεινε μαζί του δεκαπέντε ημέρες. Επίσης συνομιλούσε και συμβουλευόταν τον Αδελφόθεο Ιάκωβο αυτές τις ημέρες12. Αλλά και μετά τις μεγάλες περιοδείες του πήγαινε πάλι στα Ιεροσόλυμα και ενημέρωνε τους «προκρίτους των Αποστόλων», αναφερόταν δηλαδή σε αυτούς για την αποστολική του δραστηριότητα, τον ευαγγελισμό των εθνών, εμφορούμενος από το πνεύμα της εν Χριστώ εξαρτήσεως και ταπεινώσεως, όπως έλεγε ο ίδιος, «μήπως εις κενόν τρέχω η έδραμον»13. Γι’ αυτό και συστήνει μέσω των επιστολών του στους μαθητές του να αιχμαλωτίζουν «παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού»14. Να υπακούουν και να πείθονται στους ηγουμένους των, γιατί αυτοί αγρυπνούν για τις ψυχές τους και αυτοί θα αποδώσουν λόγο. Για αυτό η υπακοή σε αυτούς θα πρέπει να γίνεται «μετά χαράς», ώστε και αυτοί «μετά χαράς» να αναλαμβάνουν το βάρος της πνευματικής πατρότητος και να μην στενάζουν, να μην στενοχωρούνται, γιατί διαφορετικά δεν συμφέρει αυτό στα πνευματικά τέκνα, «αλυσιτελές γαρ υμίν τούτο»15.

1.Βλ. Βασιλείου Ιωαννίδη, Ο μυστικισμός του Αποστόλου Παύλου, Αθήναι 21957, σ. 33-35. Μία καλή μελέτη όπου φαίνεται η ασκητικότητα του Αποστόλου Παύλου είναι αυτή του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ησυχία και θεοπτία στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, Ναύπακτος 2011.
2.Βλ. Γαλ. 1,14.
3.Βλ. Πραξ. 9,4-20.
4.Πραξ. 9,15.
5.Βλ. Γαλ. 1,17.
6.Βλ. Πραξ. 9,17.
7.Βλ. Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολὴ 2, Γρηγορίω, PG 32, 228ΑΒ.
8.«Νους μεν γαρ μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δε προς την περί Θεού έννοιαν αναβαίνει». Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολὴ 2, Γρηγορίω, PG 32, 228BC.
9.Πραξ. 1,1.
10.Αποφθέγματα, Αββά Αλωνίου 3, PG 65, 133AB.
11.Βλ. Πραξ. 9,26-30.
12.Βλ. Γαλ. 1,18-19.
13.Βλ. Γαλ. 2,2.
14.Β Κορ. 10,5.
15.Βλ. Εβρ. 13,17.