Στην έρημο απέκτησε εμπειρικά την εσωτερική εν Χριστώ ζωή. Έβαλε τα θεμέλια για την μετέπειτα ιεραποστολική του δράση, που δεν είναι τίποτε άλλο από την συνεχή μυστική ένωση με τον Χριστό, την βίωση της θείας Χάριτος. Αν δεν υπάρχει αυτή η ένωση, η βίωση της παρουσίας του Χριστού, πως είναι δυνατόν να επακολουθήσει η ιεραποστολή; Πως στην συνέχεια μπορείς να κηρύττεις έναν Χριστό, που δεν έχεις ζήσει και βιώσει; Ο Απόστολος Παύλος εφάρμοσε απόλυτα την εντολή του Χριστού, «ποιείν τε και διδάσκειν»9. Η έρημος μεταμόρφωσε τον πρώην ζηλωτή, τον πλανεμένο και θυμώδη σε ταπεινό, ησύχιο και μέτοχο της απόλυτης αληθείας και ζωής του Χριστού. Και ας μην νομίσει κάποιος ότι ήταν λίγα αυτά τα τρία χρόνια για την ασκητική προετοιμασία του Αποστόλου Παύλου. Οι Πατέρες λένε ότι αν θελήσει ο άνθρωπος «από πρωί έως εσπέρας»10 φθάνει σε μέτρα θεία. Και βέβαια ο Απόστολος Παύλος αυτό το ασκητικό φρόνημα το διατήρησε έως το τέλος της ζωής του, όπως φαίνεται και από τις Επιστολές του.
Θα σταθούμε στην συνέχεια στα στοιχεία αυτά, που αναδεικνύουν τον Απόστολο Παύλο ως Νηπτικό Πατέρα της Εκκλησίας με γνήσιο ασκητικό μοναχικό φρόνημα.
Ο ίδιος έδινε μεγάλη βαρύτητα στην υπακοή και την πνευματική εξάρτηση. Αμέσως μετά την προτροπή του Χριστού, στον δρόμο προς την Δαμασκό, πήγε στον Απόστολο Ανανία και έκανε ακριβώς ο,τι του είπε ο Χριστός και ο Ανανίας. Αφού αναχώρησε από την έρημο της Αραβίας πήγε στα Ιεροσόλυμα για να γνωριστεί και να συμβουλευθεί τους Αποστόλους11. Εξιστόρησε στον Απόστολο Πέτρο πως διήγε και έμεινε μαζί του δεκαπέντε ημέρες. Επίσης συνομιλούσε και συμβουλευόταν τον Αδελφόθεο Ιάκωβο αυτές τις ημέρες12. Αλλά και μετά τις μεγάλες περιοδείες του πήγαινε πάλι στα Ιεροσόλυμα και ενημέρωνε τους «προκρίτους των Αποστόλων», αναφερόταν δηλαδή σε αυτούς για την αποστολική του δραστηριότητα, τον ευαγγελισμό των εθνών, εμφορούμενος από το πνεύμα της εν Χριστώ εξαρτήσεως και ταπεινώσεως, όπως έλεγε ο ίδιος, «μήπως εις κενόν τρέχω η έδραμον»13. Γι’ αυτό και συστήνει μέσω των επιστολών του στους μαθητές του να αιχμαλωτίζουν «παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού»14. Να υπακούουν και να πείθονται στους ηγουμένους των, γιατί αυτοί αγρυπνούν για τις ψυχές τους και αυτοί θα αποδώσουν λόγο. Για αυτό η υπακοή σε αυτούς θα πρέπει να γίνεται «μετά χαράς», ώστε και αυτοί «μετά χαράς» να αναλαμβάνουν το βάρος της πνευματικής πατρότητος και να μην στενάζουν, να μην στενοχωρούνται, γιατί διαφορετικά δεν συμφέρει αυτό στα πνευματικά τέκνα, «αλυσιτελές γαρ υμίν τούτο»15.