Ὁ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος σὲ ὁμιλία του (ἐδῶ), μεταξὺ ἄλλων ἀξιοπρόσεκτων εἶπε καὶ τὰ παρακάτω:
«Αὐτὸ τὸ χωρίο (τοῦ ἁγίου Ἰακώβου) ἔχει ἕναν εἰδικὸ χαρακτήρα καὶ ἕναν χαρακτήρα γενικό.
Ὁ εἰδικὸς χαρακτὴρ τούτου τοῦ χωρίου εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐκεῖνος ποὺ ξέρει τὸ καλό, ἀλλὰ δὲν τὸ κάνει, εἶναι ἁμαρτία. Δηλαδή, ἐγὼ σᾶς τὰ εἶπα. Τώρα μάθατε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐξαρτᾶμε τὰ πάντα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐὰν ὁ Θεὸς θέλει. Ἐὰν δὲν τὸ κάνετε, ἁμαρτάνετε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ χωρίου ποὺ λέει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος. Ἀλλὰ ἔχει ὅμως καὶ τὸν γενικὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ πεῖ: Ἐκεῖνος ποὺ ξέρει τὸ καλὸ καὶ δὲν τὸ κάνει, εἶναι ἁμαρτία.
Ἄ, ὥστε δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ ἔχω παράβαση τοῦ Νόμου, ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν ἔχω καὶ τήρηση τοῦ Νόμου.
Ξέρετε, ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ ἔχει τὶς ἑξῆς μορφές.
Ἡ μία μορφὴ τοῦ εἶναι, ποὺ ἔχει μπροστὰ τὸ ΜΗ, τὸ ΟΧΙ: «Οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις». Πολλοὶ ἄνθρωποι μένουν σὲ Ἐντολὲς ποὺ ἔχουν τὸ ὄχι μπροστὰ καὶ δὲν προχωροῦν παρακάτω.
Εἶναι κι ἄλλες Ἐντολὲς ποὺ ἔχουν τὴν ἐπιταγή: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Αὐτὸ δὲν ἔχει μπροστὰ τὸ «οὔ». Πρέπει νὰ τιμήσεις. «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἂν λοιπὸν ξέρεις τὸ καλό, ἀλλὰ δὲν τὸ κάνεις, ἁμαρτάνεις…
Ξέρετε δὲ ὅτι οἱ πολλὲς Ἐντολές –καὶ δὲν εἶναι δέκα οἱ Ἐντολές– εἶναι ἐπιταγές. Ὅταν λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (μοῦ ἦρθε στὴ μνήμη) «εὐχάριστοι γίνεσθε» –“εὐχάριστοι” θὰ πεῖ “εὐγνώμονες”– ἢ «τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι»…, ἅμα τὰ ξέρεις αὐτά, ἀλλὰ δὲν τὰ ἐφαρμόζεις, ποὺ δὲν ἔχουν μπροστὰ τὸ «οὔ», τότε ἁμαρτάνεις.
Βλέπετε λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ λέμε: αὐτὸ δὲν τὸ ἀπαγορεύει ὁ Θεός. Δὲν τὸ ἀπαγορεύει, ἀλλὰ τὸ ἐντέλλεται.
Ὑπὸ τὸ πρῖσμα αὐτό, ἂς δοῦμε τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου, τὸν ὁποῖο οἱ σύγχρονοι Ποιμένες –μὲ τὴν εὐλογία τῶν ἀντιΟἰκουμενιστῶν Πατέρων–, τὸν θεωροῦν δυνητικό. Τὸν ξαναθυμίζουμε:
«Οἱ γὰρ δι' αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ' ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
Αὐτοὶ λοιπόν, ποὺ «σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι» πραγματοποίησαν ἔργο μάταιο, ἄχρηστο, ἀδιάφορο ἢ χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο, καλὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία; Ἂν αὐτοὶ δὲν ἔκαναν αὐτὸ τὸ ἔργο, ἡ Ἐκκλησία θὰ ζημιωνόταν ἢ ὄχι; Ἂρα, σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς εἶπε παραπάνω ὁ π. Ἀθανάσιος: «Ἂν λοιπὸν ξέρεις τὸ καλό, ἀλλὰ δὲν τὸ κάνεις, ἁμαρτάνεις· ἅμα τὰ ξέρεις αὐτά, ἀλλὰ δὲν τὰ ἐφαρμόζεις, ποὺ δὲν ἔχουν μπροστὰ τὸ “οὔ”, τότε ἁμαρτάνεις», ἰσχύει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος ἢ ὄχι;
Κι ἂν τὸ συνδιάσουμε αὐτὸ μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων, ποὺ ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς χωρὶς νὰ περιμένουν ἀπόφαση Συνόδου, ποῦ στέκονται οἱ σοφιστεῖες τῶν «εὐσεβῶν» Ποιμένων, ὅτι:
ἐγώ, ἐφ’ ὅσον εἶναι προαιρετικὸς ὁ Κανόνας κι ὄχι ὑποχρεωτικός, μένω σὲ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς κι ὅσους ἀποδέχονται ἢ αὐτοὺς ἢ τὶς κακόδοξες ἀποφάσεις τους, κι ἔτσι δέν …ἁμαρτάνω!
Δὲν τοὺς περνᾶ ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι καθόσον μὴ ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀναμφίβολα ἐνισχύω ἔτσι τὴν ἐπιβολὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κι ἔτσι βλάπτουν θανάσιμα τὴν Ἐκκλησία;