Ο ΙΕ΄ Κανὼν μὲ «προσωπικότητα» Ἰανοῦ!



Κρίμα! Ὁ π. Ἄγγελος δικαιολογούμενος φάσκει καὶ ἀντιφάσκει καί, χωρὶς νὰ διορθώσει τὰ ἡμαρτημένα, εἰσάγει μεταπατερικότητα!

Τοῦ Παναγιώτη Σημάτη

Ὁ π. Ἄγγελος Άγγελακόπουλος ξεπέρασε καὶ τὸν διπρόσωπο Ἰανό. Μεταμόρφωσε τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου σὲ τριπρόσωπο Ἰανό (κατὰ τὰ συμφέροντά του) ἀποκαλύπτοντάς μας τὶς μεταπατερικές του ...ἱκανότητες! Καίγεται (φαίνεται ὅτι τὸν καίει ὁ δικαιολογημένος ἔλεγχος ποὺ τοῦ ἀσκήσαμε, ἐδῶ) νὰ δικαιολογήσει στὰ μάτια τῶν πιστῶν ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν, α) γιατί παλαιότερα θεωροῦσε δυνητικὸ τὸν ΙΕ΄ Κανόνα, ἐνῶ τώρα ὄχι β) γιατί ἐνῶ αὐτὸς ἄργησε νὰ ἀποτειχιστεί, καταδικάζει τώρα ὅσους δὲν ἀποτειχίζονται. Μὲ τὴν ξαφνικὴ ἀλλαγὴ καὶ κυβίστησή του, ὑποστηρίζει τώρα τὸ ἀντίθετο: Προσωποποιεῖ τὸν ΙΕ’ Κανόνα, τὸν ἀνεξαρτητοποιεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες ποὺ τὸν συνέταξαν, ὡσὰν αὐτοὶ νὰ μὴν ἤξεραν τί ἐννοοῦσαν, καὶ τὸν παρουσιάζει ὡς ἄλλο ἠθοποιό, ὡς τριπρόσωπο Ἰανὸ ποὺ ἀλλάζει συνέχεια προσωπεῖα καί (α) ἄλλοτε εἶναι δυνητικός, (β) ἄλλοτε (ὦ, τῆς μεταπατερικότητας!) εἶναι καὶ δυνητικὸς καὶ ...ὑποχρεωτικὸς καὶ (γ) ἄλλοτε εἶναι μόνο ...ὑποχρεωτικός!!! Γράφει:

«Ὁ χαρακτῆρας τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου: Ἐκ τῆς φύσεώς του προαιρετικός˙ μετὰ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης (2016) καὶ προαιρετικὸς καὶ ὑποχρεωτικός˙ μετὰ τὸ Οὐκρανικὸ (2019) μόνο ὑποχρεωτικός.

Μετὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016), ὁ 15ος Κανὼν αὐστηροποιεῖται (σ.σ.: ἀπὸ ...μόνος του!) καὶ γίνεται: α) ὑποχρεωτικὸς μὲν γιὰ ὅσους ἱερεῖς ἀνῆκαν σὲ ἐπισκόπους, πού, εἴτε ἔλαβαν μέρος στὴν ψευδοσύνοδο καὶ ὑπέγραψαν τὰ αἱρετικὰ κείμενά της, εἴτε δὲν ἔλαβαν μέρος, οὔτε ὑπέγραψαν τὰ κείμενά της, ἀλλὰ ἐφήρμοσαν de facto τὶς ἀποφάσεις της, μὴ διαμαρτυρόμενοι, καὶ β) προαιρετικὸς δὲ γιὰ ὅσους ἱερεῖς ἀνῆκαν σὲ ἐπισκόπους, ποὺ εὐθαρσῶς καὶ δημοσίως, γραπτῶς καὶ προφορικῶς, μὲ συνέδρια καὶ ἡμερίδες, διετράνωσαν τὴν ἀντίθεσή τους στὴν ψευδοσύνοδο καὶ δὲν ἐφήρμοσαν τὶς ἀποφάσεις της.

Μετὰ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Οὐκρανικοῦ (Ὀκτώβριος 2019), ὁ Κανὼν αὐστηροποιεῖται (σ.σ.: ἀπὸ ...μόνος του!) καὶ γίνεται ὑποχρεωτικός, διότι, ὅπως τονίσαμε παραπάνω, ἔχουμε ἤδη συνοδικὲς καταδικαστικὲς ἀποφάσεις ἐναντίον τῶν σχισματοαιρετικῶν Οὐκρανῶν καὶ ὑπάρχει πλήρης ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους, δηλαδὴ κοινὸ συλλείτουργο καὶ κοινὸ ποτήριο. ἑπομένως, οἱ ἱερεῖς, πο ἀνήκουν στὶς τέσσερεις Τοπικὲς Ἐκκλησίες (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Κύπρου καὶ Ἑλλάδος), πο ἀναγνώρισαν τὸ Οὐκρανικό, ὑποχρεοῦνται νὰ προβοῦν σὲ διακοπὴ μνημονεύσεως τῶν οἰκείων ἐπισκόπων τους».

Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει:

«Οἱ προειρημμένοι Οὐκρανοὶ εἶναι: α) συνοδικὰ καὶ πανορθόδοξα κατεγνωσμένοι καὶ καταδικασμένοι, μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση β) ἐκτὸς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, σχισματοαιρετικοί, ἀχειροτόνητοι, καθῃρημένοι, λαϊκοί, καὶ γ) ἑνωμένοι μὲ τοὺς Οὐνῖτες τοῦ Βατικανοῦ στὴν Οὐκρανία.

Ἀκριβῶς γι' αὐτὸν τὸν λόγο, ἡ ἐλαχιστότητά μας ἀπὸ τίς 27-01-2020 ἐφαρμόζει τὴν ἱεροκανονικὴ ἀποτείχιση.

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση μετὰ τὸ Οὐκρανικὸ εἶναι πολὺ πιὸ χειρότερη ἀπ' ὅ,τι πρὶν ἀπ' αὐτὸ μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης».

Εἶναι τρομερὸ τὸ θράσος καὶ ἡ ἔλλειψη αὐτοκριτικῆς τοῦ ἱερέως αὐτοῦ, ποὺ γιὰ νὰ ἐξυψώσει τὸ πρόσωπό του καὶ νὰ ἀποκρύψει τὴν δειλία του τῶν τελευταίων χρόνων ἀλλοιώνει τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία.

Ναί, π. Ἄγγελε, «ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση μετὰ τὸ Οὐκρανικὸ εἶναι πολὺ πιὸ χειρότερη ἀπ' ὅ,τι πρὶν ἀπ' αὐτὸ μὲ τὸν Οἰκουμενισμό», διότι προστέθηκε τὸ σχίσμα. Ἀλλὰ ξεχνᾶs ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς τοῦ Φαναρίου δημιούργησε τὸ σχίσμα κι ὄχι τὸ σχίσμα τὸν Οἰκουμενισμό. Καὶ δὲν δύναται νὰ ἀντιληφθεῖ ἡ μεταπατερικὴ διάνοιά σου ὅτι, ἂν ἐσὺ δὲν ἔπαιζες θέατρο, διαβάζοντας «ἀναθέματα» κατὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ ταυτόχρονα κοινωνῶντας μαζί τους διὰ τοῦ Ἐπισκόπου σου· ἂν ἐσὺ καὶ οἱ πατέρες τῆς Γατζέας ἀκολουθοῦσαν τὴν πρακτικὴ τῶν Ἁγίων, διακόπτοντες τὸ μνημόσυνο τῶν αἱρετικῶν, θὰ συσπειρώνατε τοὺς πιστοὺς καὶ θὰ ἀποτρεπόταν ἡ διεξαγωγὴ τῆς Κολυμπάριας Συνόδου (ἴσως καὶ ἄλλων γεωπολιτικῶν γεγονότων ποὺ συνδέονται μὲ αὐτὴ στὰ Νεοταξικὰ σχέδια, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος τοῖς ἀγωνιζομένοις).

Ἐξάλλου τὸ σχίσμα εἶναι εἶναι θεραπεύσιμο, ὑπάρχει μόνο 4 χρόνια καὶ τὸ ἔχουν ἀποδεχθεῖ μόνο 4 Ἐκκλησίες, ὁπότε ὑπάρχει ἐλπὶς καὶ νὰ θεραπευτεῖ ἀπὸ τὶς ἄλλες 10 Ἐκκλησίες, ἀνάλογα μὲ τὴν μελλοντική στάση τους καὶ μὲ τὴν ἐξέλιξη τῶν γεωπολιτικῶν θεμάτων.

Ἡ (παν)αἵρεση ὅμως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἀλλοίωση τοῦ δόγματος καὶ τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀθεράπευτη, ὑπάρχει δεκαετίες, εἶναι ἀποδεχτὴ ἀπὸ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες, οἱ 10 Ἐκκλησίες τὴν ἔχουν ἀποδεχτεῖ καὶ Συνοδικὰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ καταδικαστεῖ. (Αὐτὸ ὑποστηρίζει καὶ ὁ π. Ἄγγελος: «χωρὶς νὰ φαίνεται στὸ σκοτεινότατο αὐτὸ τοῦνελ οὔτε κἂν μία ἀκτίνα ἐλπίδος συγκλήσεως μιᾶς κάποιας Ὀρθοδόξου Συνόδου» ποὺ θὰ τὴν καταδικάσει).

Στὴ συνέχεια, πάλι προσαρμόζοντας τὰ γεγονότα ἔτσι, ὥστε νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀργοπορία ἀλλὰ καὶ τὴν σκοπιμότητα τῆς ἀποτειχίσεως του στὰ μάτια τῶν πιστῶν, μαγειρεύει δικῆς του ἐμπνεύσεως «Οἰκονομίες»! Γράφει:

 «Ὡς γνωστόν, ἀκρίβεια εἶναι ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν ἐντολῶν καί τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἰκονομία εἶναι ἡ πρός καιρόν, ἡ προσωρινή παρέκκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ οἰκονομία δέν πρέπει καί δέν μπορεῖ νά γίνεται μόνιμη κατάσταση.

Μέχρι πρίν τό Οὐκρανικό (2019) μποροῦσε νά ἐφαρμοστεῖ ἕνα εἶδος οἰκονομίας. Εἴχαμε συμβουλεύσει τότε, τό 2017, μαζί μέ ἄλλους πατέρες, τούς πιστούς, πού δέν μποροῦσαν νά βροῦν ἀποτειχισμένο ἱερέα, νά προτιμοῦν νά πηγαίνουν ἐκεῖ, πού λειτουργοῦν ὀρθόδοξοι στό φρόνημα ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, ἔστω καί ἄν γιά κάποιους λόγους δέν ἔχουν κόψει τό μνημόσυνο τῶν αἱρετιζόντων, καί αὐτό κατ’ οἰκονομίαν». [Ἐδῶ ὁμολογεῖ ἔμμεσα ὅτι ὁ ΙΕ΄ Κανόνας εἶναι κατ' ἀκρίβεια ...ὑποχρεωτικός, καὶ γι' αὐτὸ εἶχε συμβουλεύσει τοὺς πιστοὺς νὰ ἐφαρμόζουν Οἰκονομία!].

«Μετὰ τὸ Οὐκρανικό, ὅμως, δὲν χωρᾶ καμμία ἀπολύτως οἰκονομία. Δὲν εἶναι πλέον ἐπιτρεπτὸ οἱ πιστοὶ νὰ πηγαίνουν στοὺς ναοὺς τῆς ἀπιστίας καὶ σὲ μνημονεύοντες ἱερεῖς. Δὲν ἀρκεῖ πλέον ἕνας ἱερεὺς νὰ εἶναι ὀρθόδοξος ὡς πρὸς τὸ φρόνημα, συνεχίζοντας ὅμως νὰ ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ οἰκουμενιστὲς καὶ σχισματοαιρετικοὺς διὰ τῆς μνημονεύσεως καὶ τοῦ συλλείτουργου. Διότι, θὰ ἀλλοιωθεῖ ἐν τέλει τὸ φρόνημά του. Ὀφείλει νὰ προχωρήσει σὲ διακοπὴ μνημονεύσεως».

Λανθασμένη κι αὐτὴ ἡ θέση του. Καὶ πρὶν τὸ Οὐκρανικὸ οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι δὲν εἶχαν καταδικαστεῖ γιὰ τὴν προδοσία τῆς Πίστεως καὶ τὴν παράβαση Ι. Κανόνων, καὶ μετὰ τὸ Οὐκρανικὸ οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι δὲν ἔχουν καταδικαστεῖ γιὰ τὴν παράβαση Ι. Κανόνων ποὺ ἔχουν καταπατήσει. Ὁπότε (ἂν καὶ ἡ 2η περίπτωση ‒γιὰ τὴν παράβαση Ι. Κανόνων‒ εἶναι ἐλαφρότερη) καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἰσχύει τὸ ἴδιο: ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας. Καὶ γιὰ μὲν τὸ παράδειγμα καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἶναι ἀναγκαία (ὑποχρεωτική). Γιὰ τὸν δὲ π. Ἄγγελο ‒ποὺ ἔχει προσθέσει στὸν Ι. Κανόνα δικῆς του ἐμπνεύσεως ποιμαντικὴ προοπτική‒ στὴν 1η περίπτωση ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας εἶναι προαιρετική, ἐνῶ στὴν 2η περίπτωση ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας εἶναι ὑποχρεωτική.

Ἐπίσης ὑπονοεῖ καὶ ἔμμεσα διδάσκει ὅτι ἡ ἐπὶ δεκαετίες κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς (καὶ ἰδίως μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης τοῦ 2016), δὲν «ἀλλοιώνει τὸ φρόνημά τῶν πιστῶν»(!) ἐνῶ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς σχισματικοὺς «ἀλλοιώνει τὸ φρόνημά τῶν πιστῶν»!

Δυστυχῶς πάλι ἔχουμε τὸ παράδειγμα ἑνὸς ἀποτειχισμένου ἱερέως ποὺ δρᾶ μεμονωμένα. (Νὰ ὑποθέσουμε καὶ ἐγωϊστικά, κινούμενος ἀπὸ ἀρχομανία καὶ αἴσθημα αὐθεντίας;). Ἑνὸς ἱερέως πού, ἀφοῦ ἀρνεῖται τὴν σύγκλιση συνάξεως τῶν ἀποτειχισμένων καὶ τὸν διάλογο, ἀρνεῖται τὴν συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, βγάζει δικά του ἀντιπατερικὰ συμπεράσματα, ἀνακηρύττει ἐγκυρότητα καὶ ἀκυρότητα μυστηρίων κατὰ τὸ δοκοῦν καταδικάζοντας (ὡς σύνοδος ἀποτελούμενη μόνο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του) ὅσους θέλει αὐτὸς καὶ παράλληλα ἀθωώνοντας τοὺς φίλους του (π.χ. τὸν π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο ποὺ δὲν ἀποτειχίστηκε οὔτε κἂν μετὰ τὸ σχίσμα) γιὰ νὰ μὴν βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν «πανεπιστημιακῶν».

 Ὅσο δὲν γίνεται μία σύναξη ὅλων τῶν ἀποτειχισμένων ποὺ θὰ ξεκαθαρίσει τὰ πράγματα, τὰ φαινόμενα αὐτὰ θὰ αὐξάνονται εἰς βάρος τοῦ ποιμνίου καὶ τοῦ ἀγῶνος.   

 

Τὸ ἄρθρο τοῦ π. Ἀγγέλου ἐδῶ.

 

ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΕΩΣ

Ἐπικαιροποίηση παλαιοτέρου κειμένου

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

16-09-2022

Στίς 10-01-2018 εἴχαμε δημοσιεύσει στό διαδίκτυο τό κείμενό μας μέ τίτλο «Συμβολή στό θέμα τῆς διακοπῆς μνημοσύνου»[1]. Ἐπειδή ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἡ ἐκκλησιαστική κατάσταση ἔχει χειροτερεύσει κατά πολύ [σχ. βλ. α) Οὐκρανικό ἐκκλησιαστικό ζήτημα (2019), β) βέβηλα μέτρα γιά τήν ἐπιδημία τοῦ κορώνα ἰοῦ ἐντός τῶν ναῶν (2020), ὅπως μάσκες, ἀποστάσεις, ἀλλαγή τοῦ τρόπου μεταδόσεως τῆς Θείας Κοινωνίας, ὑποχρεωτικό τεστάρισμα, ὑποχρεωτικός ἐμβολιασμός, ἀπαγόρευση ἤ περιορισμός τῶν ἐκκλησιαζομένων πιστῶν, ἀπαγόρευση λιτανειῶν ἁγίων Εἰκόνων και ἱερῶν Λειψάνων, διώξεις κληρικῶν κλπ., γ) ἀλλαγή τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα τοῦ 2020 καί τοῦ 2021, δ) μή ἀντίδραση καί ἀδιαφορία στούς ἀντιχριστιανικούς νόμους τῆς Πολιτείας, ε) Καισαροπαπισμός, στ) παραβίαση Ἱερῶν Κανόνων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ζ) ἀλλοίωση τῶν Μυστηρίων, η) ἐκκοσμίκευση τῶν λαϊκῶν καί κληρικῶν, θ) τρίτη ἔλευση τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα Ρώμης στήν Ἑλλάδα (Δεκέμβριος 2021), ι) Σκοπιανό ἐκκλησιαστικό ζήτημα (Μάιος 2022)], γι’ αὐτό κρίναμε ἀναγκαῖο νά ἐπικαιροποιήσουμε τό ἐν λόγῳ κείμενό μας στά σημεῖα, πού χρειάζεται.   

1. Οὐκρανικό˙ τό κομβικό σημεῖο

Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς σπεύδουμε νά τονίσουμε ὅτι κομβικό σημεῖο εἶναι ἡ ἐπίσημη καί μέ συνοδική ἀπόφαση ἀναγνώριση καί ἐκκλησιοποίηση τῶν σχισματοαιρετικῶν, ἀχειροτονήτων, αὐτοχειροτονημένων, καθηρημένων, ἐθνικιστῶν καί οὐνιτῶν Οὐκρανῶν μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Ἐπιφάνιο Ντουμένκο τό 2019 κ. ἑ. ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἐλλάδος, τῆς Ἀλεξανδρείας καί τῆς Κύπρου καί ἡ πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή τό κοινό συλλείτουργο καί τό κοινό ποτήριο, μαζί τους.

Οἱ προειρημμένοι Οὐκρανοί εἶναι: α) συνοδικά καί πανορθόδοξα κατεγνωσμένοι καί καταδικασμένοι, μέ συνοδική ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὑπό τόν τότε Πατριάρχη κυρό Ἀλέξιο τό 1992, τό 1997 καί τό 2018, ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀκόμη καί ἀπό τό ἑσβεσμένο Φανάρι τοῦ Βαρθολομαίου[2], β) ἐκτός Ἐκκλησίας Χριστοῦ, σχισματοαιρετικοί, ἀχειροτόνητοι, καθηρημένοι, λαϊκοί, καί γ) ἑνωμένοι μέ τούς Οὐνῖτες τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐκρανία.

Ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο, ἡ ἐλαχιστότητά μας ἀπό τίς 27-01-2020 ἐφαρμόζει τήν ἱεροκανονική ἀποτείχιση[3].

Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική κατάσταση μετά τό Οὐκρανικό εἶναι πολύ πιό χειρότερη ἀπ’ ὅ,τι πρίν ἀπ’ αὐτό μέ τόν Οἰκουμενισμό καί τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης.

Μέ τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης εἴχαμε μέν «συνοδική» ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων, νομιμοποίηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θεσμοθέτηση τῆς συμμετοχῆς στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων (Π.Σ.Ε.), θετική ἐκτίμηση τῶν ἀντορθοδόξων κειμένων τοῦ «Π.Σ.Ε.», ἀποδοχή τῶν μεικτῶν γάμων, ἀλλά δέν εἴχαμε πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή κοινό συλλείτουργο καί κοινό ποτήριο μέ κατεγνωσμένους αἱρετικούς.

Μέ τό Οὐκρανικό, ὅμως, ἀπό τό 2019 κι ἔπειτα εἶναι πλέον γεγονός ἡ πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. τό κοινό συλλείτουργο καί τό κοινό ποτήριο, τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν μέ τούς σχισματοαιρετικούς Οὐκρανούς. Μία ἀκόμη ἀπόδειξη εἶναι τό πρόσφατο μιαρό συλλείτουργο Βαρθολομαίου, Ἱερωνύμου καί Ἐπιφανίου στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Θάσου στις 04-09-2022[4], ἀλλά καί τό πρόσφατο συλλείτουργο τοῦ μητροπολίτου Φθιώτιδος Συμεών μέ τόν ψευδομητροπολίτη Ὀλβίας Ἐπιφάνιο (Δημητρίου) στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Παντελεήμονος Καμμένων Βούρλων στίς 11-09-2022[5]. Τό τραγικότερο μέ τό συλλείτουργο στή Θάσο εἶναι ὅτι σ’ αὐτό ἔλαβε μέρος, ὡς μέλος τῆς συνοδείας τοῦ Ἐπιφανίου, καί ὁ ψευδομητροπολίτης Βίνιτσας καί Μπάρ Συμεών, ὁ ὁποῖος εἶναι καθηρημένος ἀπό τήν Κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Κανονικό Μητροπολίτη Κιέβου Ὀνούφριο, ἐπειδή ἐγκατέλειψε τήν Κανονική Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνῆκε, καί προσχώρησε στήν σχισματοαιρετική δομή τοῦ Ἐπιφανίου, ἀναγνωρισμένος ἐπιπλέον καί ἀπό τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο. Ἑπομένως, στή Θάσο ἔγινε συλλείτουργο καί μέ καθηρημένο.

Ἡ πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία δέν σταματάει βέβαια μόνο στούς Οὐκρανούς, ἀλλά συνεχίζεται καί ἐπεκείνεται καί στούς ἑτέρους σχισματοαιρετικούς, ἀχειροτονήτους καί ἐθνικιστές Σκοπιανούς μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Στέφανο Βεζλανόφσκι. Μία ἀκόμη ἀπόδειξη εἶναι τό πρόσφατο συλλείτουργο τοῦ μητροπολίτου Διδυμοτείχου Δαμασκηνοῦ μέ τόν ψευδομητροπολίτη Στρωμνίτσης Ναούμ τῆς ψευδοεκκλησίας τῶν Σκοπίων στήν Ἰερά Μονή Δαδιᾶς Σουφλίου στίς 08-09-2022[6].

 

2. Ὁ χαρακτήρας τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου: Ἐκ τῆς φύσεώς του προαιρετικός˙ μετά τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης (2016) καί προαιρετικός καί ὑποχρεωτικός˙ μετά τό Οὐκρανικό (2019) μόνο ὑποχρεωτικός.

Ὅπως ἀναφέρουμε στό παλαιότερο κείμενό μας, στά σημεῖα Δ΄ καί ΣΤ΄, ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ὡς ἐκ τῆς φύσεώς του εἶναι προαιρετικός, δυνητικός καί ὄχι ὑποχρεωτικός.

Στήν ἐποχή τῆς ΑΒ΄ Συνόδου καί τοῦ ἁγίου Φωτίου (9ος αἰ.) λειτουργοῦσε τό ὀρθόδοξο συνοδικό σύστημα, οἱ πλεῖστοι τῶν ἐπισκόπων καί τοῦ λαοῦ ἦταν ὀρθόδοξοι κι ἑπομένως ἦταν θέμα χρόνου ἡ σύγκληση ὀρθοδόξου συνόδου σέ περίπτωση ἐμφανίσεως ἐπισκόπου, πού κήρυττε δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεση κατεγνωσμένη ἀπό Συνόδους ἤ Πατέρες. Γι’ αὐτό ὁ Κανών ἐπαινεῖ τούς ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί δέν τιμωρεῖ μέ καμμία ποινή τούς μή ἀποτειχίζοντες. Διότι, ἔτσι κι ἀλλιῶς θά συγκαλοῦνταν ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ Ὀρθόδοξη Σύνοδος καί ἅπαντες θά ἔπρεπε νά συμμορφωθοῦν μέ τίς ἀποφάσεις της.

Μετά τήν πραγματοποίηση τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016), ὁ 15ος Κανών αὐστηροποιεῖται καί γίνεται: α) ὑποχρεωτικός μέν γιά ὅσους ἱερεῖς ἀνῆκαν σέ ἐπισκόπους, πού, εἴτε ἔλαβαν μέρος στήν ψευδοσύνοδο καί ὑπέγραψαν τά αἱρετικά κείμενά της, εἴτε δέν ἔλαβαν μέρος, οὔτε ὑπέγραψαν τά κείμενά της, ἀλλά ἐφήρμοσαν de facto τίς ἀποφάσεις της, μή διαμαρτυρόμενοι, καί β) προαιρετικός δέ γιά ὅσους ἱερεῖς ἀνῆκαν σέ ἐπισκόπους, πού εὐθαρσῶς καί δημοσίως, γραπτῶς καί προφορικῶς, μέ συνέδρια καί ἡμερίδες, διετράνωσαν τήν ἀντίθεσή τους στήν ψευδοσύνοδο καί δέν ἐφήρμοσαν τίς ἀποφάσεις της.

Μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ Οὐκρανικοῦ (Ὀκτώβριος 2019), ὁ Κανών αὐστηροποιεῖται καί γίνεται ὑποχρεωτικός, διότι, ὅπως τονίσαμε παραπάνω, ἔχουμε ἤδη συνοδικές καταδικαστικές ἀποφάσεις ἐναντίον τῶν σχισματοαιρετικῶν Οὐκρανῶν καί ὑπάρχει πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, δηλαδή κοινό συλλείτουργο καί κοινό ποτήριο. Ἑπομένως, οἱ ἱερεῖς, πού ἀνήκουν στίς τέσσερεις Τοπικές Ἐκκλησίες (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Κύπρου καί Ἑλλάδος), πού ἀναγνώρισαν τό Οὐκρανικό,  ὑποχρεοῦνται νά προβοῦν σέ διακοπή μνημονεύσεως τῶν οἰκείων ἐπισκόπων τους.

Θά μποροῦσαμε κάλλιστα νά ποῦμε ὅτι στήν συγκεκριμένη περίπτωση δέν βρίσκει ἐφαρμογή τόσο πολύ μόνο ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, ἀφοῦ πρόκειται περί Κανόνος, πού ἐφαρμόζεται «πρό συνοδικῆς κρίσεως», ἀλλά περισσότερο οἱ ὑπόλοιποι Ἱεροί Κανόνες, πού μιλοῦν γιά τήν ἀπαγόρευση τῆς κοινωνίας τῶν ὀρθόδοξων μέ σχισματικούς, αἱρετικούς, καθηρημένους καί ἀχειροτονήτους «μετά συνοδικήν κρίσιν» (σχ. βλ. 10ος καί 11ος Ἀποστολικοί Κανόνες, 2ος Κανών τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου κ. ἄ.)

Ἄς προσεχθεῖ ἐδῶ τό γεγονός ὅτι ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ δίνει στόν ἱερέα τό δικαίωμα τῆς διακοπῆς μνημονεύσεως τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου γιά τόν λόγο μόνο τῆς κηρύξεως κάποιας αἱρέσεως κατεγνωσμένης ἀπό Συνόδους ἤ Πατερες. Ἄς σκεφτοῦμε τί θά ἔλεγαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου σήμερα, πού ὄχι μόνο  ἁπλή κήρυξη μιᾶς μόνο αἱρέσεως ἔχουμε, ἀλλά νομιμοποίηση καί θεσμοποίηση μέ συνοδική κάλυψη πασῶν τῶν αἱρέσεων καί τῶν σχισμάτων, καί πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία μετ’ αὐτῶν, δηλαδή ἕνωση, καί χωρίς νά φαίνεται στό σκοτεινότατο αὐτό τούνελ οὔτε κἄν μία ἀκτίνα ἐλπίδος συγκλήσεως μιᾶς κάποιας Ὀρθοδόξου Συνόδου (μόνο μέ θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Ἀγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ), πού θά καταγνώσει, ὄχι τίς αἱρέσεις, ἀφοῦ αὐτές εἶναι ἤδη γνωστές καί κατεγνωσμένες, ἀλλά ὀνομαστικά καί προσωπικά τούς κήρυκες και ἐκφραστές τους, ἀφοῦ πλέον δέν λειτουργεῖ τό ὀρθόδοξο συνοδικό σύστημα καί οἱ ὀρθόδοξοι ἀποτελοῦν μία ἐλαχίστη μειοψηφία, ἐνῶ οἱ αἱρετίζοντες οἰκουμενιστές κυριαρχοῦν καί θριαμβεύουν.     

3. Ἀκρίβεια καί οἰκονομία.

Ἀδιανότητος πλέον ὁ ἐκκλησιασμός τῶν πιστῶν σέ ναούς, πού μετατράπηκαν σέ διδασκαλεῖα ἀσεβείας.

Ὠς γνωστόν, ἀκρίβεια εἶναι ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν ἐντολῶν καί τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἰκονομία εἶναι ἡ πρός καιρόν, ἡ προσωρινή παρέκκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ οἰκονομία δέν πρέπει καί δέν μπορεῖ νά γίνεται μόνιμη κατάσταση.

Μέχρι πρίν τό Οὐκρανικό (2019) μποροῦσε νά ἐφαρμοστεῖ ἕνα εἶδος οἰκονομίας. Εἴχαμε συμβουλεύσει τότε, τό 2017, μαζί μέ ἄλλους πατέρες, τούς πιστούς, πού δέν μποροῦσαν νά βροῦν ἀποτειχισμένο ἱερέα, νά προτιμοῦν νά πηγαίνουν ἐκεῖ, πού λειτουργοῦν ὀρθόδοξοι στό φρόνημα ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, ἔστω καί ἄν γιά κάποιους λόγους δέν ἔχουν κόψει τό μνημόσυνο τῶν αἱρετιζόντων, καί αὐτό κατ’ οἰκονομίαν.

Μετά τό Οὐκρανικό, ὅμως, δέν χωρᾶ καμμία ἀπολύτως οἰκονομία. Δέν εἶναι πλέον ἐπιτρεπτό οἱ πιστοί νά πηγαίνουν στούς ναούς τῆς ἀπιστίας καί σέ μνημονεύοντες ἱερεῖς. Δέν ἀρκεῖ πλέον ἕνας ἱερεύς νά εἶναι ὀρθόδοξος ὡς πρός τό φρόνημα, συνεχίζοντας ὅμως νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ οἰκουμενιστές και σχισματοαιρετικούς διά τῆς μνημονεύσεως καί τοῦ συλλείτουργου. Διότι, θά ἀλλοιωθεῖ ἐν τέλει τό φρόνημά του. Ὀφείλει νά προχωρήσει σέ διακοπή μνημονεύσεως.

Οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες τοῦ 13ου αἰ., σχετικά μέ τό θέμα τῆς μνημονεύσεως καί τοῦ μολυσμοῦ, ἀναφέρουν τά ἑξῆς, ἐπικαλούμενοι τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη: «Ἄνωθεν γάρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος ἐκκλησία τήν ἐπί τῶν ἀδύτων ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο˙ γέγραπται γάρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τό τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, «δεικνύων καί τήν πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν καί ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ τῆς πίστεως καί τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος». Καί ὁ μέγας πατήρ ἡμῶν καί ὁμολογητής Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ταῦτα λέγει πρός τινα διά τῆς τιμίας αὐτοῦ ἐπιστολῆς˙ «Ἔφης δέ μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην˙ καί τί περί τούτου εἰπεῖν σοι τό παρόν οὐ καταθαρρῶ, πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων. Ταῦτα δέ ὁ πατήρ, πρό δέ τούτου καί ὁ Θεός τοῦτο ἐσήμανεν, οὕτως εἰπών˙ «Ἱερεῖς ἠθέτουν νόμον μου καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου – πῶς; – ὅτι βεβήλοις καί ὁσίοις οὐ διέστελλον, ἀλλ’ἧν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά». Τί τούτων φωτεινότερον καί ἀληθέστερον»[7].

Δηλαδή˙ «Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ δεχόταν ἀπό παλαιά τήν ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀρχιερέως ἐνώπιον τῶν ἁγίων Μυστηρίων ὡς τελεία συγκοινωνία. Διότι, ἔχει γραφεῖ στήν ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας ὅτι ὁ λειτουργός ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ Ἀρχιερέως, γιά νά δείξει ὅτι ὑποτάσσεται στόν ἀνώτερό του, ὅτι εἶναι κοινωνός του καί ὅτι ἔχει δεχθεῖ δι’αὐτοῦ τήν πίστη καί τήν χάρι τῆς ἱερουργίας τῶν Μυστηρίων. Καί ὁ μεγάλος πατέρας μας καί ὁμολογητής Θεόδωρος Στουδίτης λέγει τά ἑξῆς πρός κάποιον μέσῳ τῆς τιμίας του ἐπιστολῆς : «Μοῦ εἶπες ὅτι φοβᾶσαι νά πεῖς στόν πρεσβύτερό σου νά μήν ἀναφέρει τόν αἱρεσιάρχη. Σχετικά μ’ αὐτό δέν θά διστάσω νά σοῦ πῶ τό ἑξῆς˙ ὅτι μολυσμό ἔχει ἡ κοινωνία καί μόνο, πού τόν ἀναφέρει, παρ’ ὅλο πού μπορεῖ αὐτός, πού τόν ἀναφέρει, νά εἶναι ὀρθόδοξος». Αὐτά λέγει ὁ πατέρας (Θεόδωρος Στουδίτης). Ἀλλά, καί πρίν ἀπ’αὐτόν καί ὁ Θεός τό φανέρωσε, λέγοντας τό ἑξῆς: «Οἱ Ἱερεῖς ἀθέτησαν τόν νόμο μου καί βεβήλωσαν τά ἅγιά μου»[8]. Μέ ποιόν τρόπο τό ἔκαναν αὐτό; Μέ τό νά μήν κάνουν διάκριση μεταξύ βεβήλων καί ὁσίων ἀνθρώπων, ἀλλά νά ἔχουν τά πάντα κοινά μέ ὅλους˙ καί ποιό ἄλλο ἐναργές καί ἀληθινό παράδειγμα ἀπ’ αὐτό χρειαζόμαστε»;

Ἐξ αἰτίας, λοιπόν, τῆς ἀλλαγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ἐπί τά χείρω μέ τό Οὐκρανικό καί ὅλα τά μετέπειτα, ἰσχύουν γιά τούς πιστούς ὅσα καταγράφονται στό κείμενό μας μέ τίτλο: «Κατευθυντήριες νουθεσίες πρός ἀποτειχισμένους πιστούς»[9].

Μιά οἰκονομία, πού στέλνει τούς ἀποτειχισμένους πιστούς ξανά πίσω σ’ αὐτούς, ἀπό τούς ὁποίους ἀποτειχίστηκαν, καταντᾶ μία κακή, βέβηλη, κακόδοξη οἰκονομία καί παραοικονομία, καταστρέφει τήν ἀποτείχιση, γκρεμίζει τό τεῖχος προστασίας ἀπό τήν αἵρεση, τήν πλάνη καί τό σχίσμα, ἐμφανίζει τό φαινόμενο τοῦ ἐσαεί «οἰκονομισμοῦ» καί τῶν «οἰκονομιστῶν» καί φυσικά δέν ὁδηγεῖ στήν σωτηρία.

Εἶναι ἀναρίθμητα τά ἀνά τούς αἰῶνες παραδείγματα ἀπομακρύνσεως τοῦ εὐσεβοῦς καί ὀρθοδόξου λαοῦ ἀπό τούς ναούς, ὅταν αὐτοί κατέχονταν ἀπό αἱρετικούς ἤ αἱρετίζοντες κληρικούς, ὅπως μᾶς τά περιγράφουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Οὐδέποτε κανείς ἅγιος δέν συνέστησε στούς πιστούς νά γυρίσουν πάλι πίσω στούς ναούς, ἀπ’ ὅπου ἀπομακρύνθηκαν, ὅσο αὐτοί ἦταν στά χέρια αἱρετικῶν και αἱρετιζόντων. Ἀντιθέτως, οἱ ἅγιοι συνιστοῦσαν τήν ἀπομάκρυνση καί ὑποστήριζαν τούς πιστούς στήν στάση τους αὐτή.  Θά περιορίσουμε τήν ἀναφορά μας μόνο στά ὅσα λέγουν περί τοῦ θέματος οἱ ἐν ἁγίοις πατέρες ἡμῶν Βασίλειος Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας ὁ Μέγας καί οὐρανοφάντωρ (330-379) καί Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ὁ Θεολόγος (329-390).   

Στήν ἐποχή τοῦ Μ. Βασιλείου, οἱ αἱρετικοί Ἀρειανοί κατεῖχαν τούς ναούς καί οἱ Ὀρθόδοξοι συνάζονταν στίς ἐρημιές, γιά νά μήν ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς. Ὁ ἅγιος περιγράφει τήν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τήν περίοδο ἐκείνη στήν 242η ἐπιστολή του πρός τούς Δυτικούς Ἐπισκόπους ὡς ἑξῆς: «Οἱ λαοί, τούς τῶν προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους, ἐν ταῖς ἐρήμοις συνάγονται· θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες καί παιδία καί γέροντες καί οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις καί νιφετοῖς καί ἀνέμοις καί παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δέ καί ἐν θέρει ὑπό τήν φλόγα τήν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καί ταῦτα πάσχουσι διά τό τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μή καταδέχεσθαι»[10]. Δηλ. «Οἱ πληθυσμοί, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν τους οἴκους τῶν προσευχῶν, συναθροίζονται στίς ἐρήμους˙ θέαμα ἐλεεινό, γυναῖκες καί παιδιά καί γέροντες καί οἱ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἀσθενεῖς, ἀπό σφοδρές καταιγίδες καί χιονοθύελλες καί ἀνέμους καί παγερό χειμῶνα, ὁμοίως δέ καί τοό καλοκαίρι ἀπό τήν φλόγα τοῦ ἡλίου, νά ταλαιπωροῦνται στό ὕπαιθρο. Καί πάσχουν ὅλ’ αὐτά, γιατί δέν δέχτηκαν νά ἐνωθοῦν μέ τήν πονηρή ζύμη τοῦ Ἀρείου».

Ἐπίσης, στήν 90η ἐπιστολή του πρός τούς ἁγιωτάτους ἀδελφούς καί ἐπισκόπους στήν Δύση ὁ ἅγιος ἀναφέρει: «Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δέ λύκοι βαρεῖς διασπῶντες τό ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων»[11]. Δηλ. «Οἱ ποιμένες ἐξορίζονται, εἰσάγονται δέ ἀντί αὐτῶν λύκοι βαρεῖς, κατασπῶντας τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ εὐκτήριοι οἴκοι εἶναι ἐρημωμένοι ἀπό ἐκκλησιαζομένους, οἱ ἐρημιές εἶναι γεμάτες ἀπό ὀδυρομένους».

Παράλληλα, στήν 92η ἐπιστολή του πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους ὁ ἄγιος ἀναφέρει: «Φεύγουσι τούς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατά δέ τάς ἐρημίας πρός τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετά στεναγμῶν καί δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν. Ἔφθασε δέ πάντως καί μέχρις ὑμῶν τά γινόμενα ἐν ταῖς πλείσταις τῶν πόλεων, ὅτι οἱ λαοί σύν γυναιξί καί παισί καί αὐτοῖς τοῖς πρεσβύταις πρό τῶν τειχῶν ἐκχυθέντες ἐν τῷ ὑπαίθρῳ τελοῦσι τάς προσευχάς, φέροντες πάσας τάς ἐκ τοῦ ἀέρος κακοπαθείας σύν πολλῇ τῇ μακροθυμίᾳ, τήν παρά τοῦ Κυρίου ἀντίληψιν ἀναμένοντες…»[12]. Δηλ. «Ἀποφεύγουν τούς εὐκτήριους οἴκους τά πλήθη, πού ἔχουν ὑγιές φρόνημα, ὡς διδασκαλεῖα ἀσεβείας, ὑψώνουν δέ τά χέρια πρός τόν οὐράνιο Δεσπότη στίς ἐρημιές μέ σταναγμούς καί δάκρυα. Ἔφθασαν δέ τά συμβαίνοντα στίς περισσότερες τῶν πόλεων ἕως κι ἐσᾶς, τό ὅτι δηλαδή οἱ λαοί μαζί μέ τίς γυναῖκες καί τά παιδιά, ἀκόμη καί τούς γέροντες, ἔχουν ξεχυθεῖ ἔξω ἀπό τά τείχη καί τελοῦν τίς προσευχές στήν ὕπαιθρο, ὑποφέροντας μέ μακροθυμία ὅλες τίς κακοπάθειες ἀπό τήν κακοκαιρία καί ἀναμένοντας τήν βοήθεια ἀπό τόν Κύριο». 

Τέλος, στήν 238η ἐπιστολή πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς Νικοπόλεως γράφει: «Εἰ δέ ἀνιᾷ ὑμᾶς ὅτι τῶν τοίχων ἐξεβλήθητε, ἀλλ’ ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεσθε καί ὁ ἄγγελος ὁ τῆς Ἐκκλησίας ἔφορος συναπῆλθεν ὑμῖν. Ὥστε κενοῖς τοῖς οἴκοις ἐγκατακλίνονται καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, ἐκ τῆς διασπορᾶς τοῦ λαοῦ βαρύ ἑαυτοῖς τό κρῖμα κατασκευάζοντες. Εἰ δέ τις καί κόπος ἐστίν ἐν τῷ πράγματι, πέπεισμαι τῷ Κυρίῳ μή εἰς κενόν ὑμῖν ἀποβήσεσθαι τοῦτο. Ὥστε ὅσῳ ἄν ἐν πλείοσι πειρατηρίοις γένησθε, τοσούτῳ πολυτελέστερον τόν παρά τοῦ δικαίου κριτοῦ μισθόν ἀναμένετε. Μήτε οὖν δυσφορεῖτε τοῖς παροῦσι μήτε ἀποκάμνετε τῇ ἐλπίδι»[13]. Δηλ. «Ἄν δέ, σᾶς στενοχωρεῖ ὅτι ἐκδιωχθήκατε ἀπό τούς τοίχους (ναούς), ἀλλά θά κατασκηνώσετε μέσα στήν σκέπη τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ, καί μαζί σας ἦλθε ὁ ἄγγελος ἐπόπτης τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό αὐτοί καθημερινῶς κάθονται σέ ἄδειους ναούς καί παρασκευάζουν βαρύ κρίμα γιά τούς ἑαυτούς τους ἀπό  τόν διασκορπισμό τοῦ λαοῦ. Ἐάν δέ ἡ περιπέτεια προκαλεῖ καί κάποιον κόπο, ἔχω πεποίθηση στόν Κύριο ὅτι αὐτό δέν θ’ ἀποβεῖ ἀνωφελές γιά σᾶς. Ὥστε, σέ ὅσους περισσότερους πειρασμούς ὑποβάλλεστε, τόσο πολυτερέστερο μισθό ἀναμένετε ἀπό τόν δίκαιο Κριτή. Οὔτε νά δυσφορεῖτε, λοιπόν, γιά τά παρόντα, οὔτε νά ἀπελπίζεστε».

Τό σημαντικό στήν παροῦσα ἀναφορά τοῦ ἁγίου εἶναι ὅτι, ἐνῶ οἱ αἱρετικοί ἔφυγαν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία διά τῆς αἱρέσεως, παρέμειναν στούς ναούς, καί μάλιστα μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τοποθέτησαν αἱρετικούς Ἐπισκόπους. Τότε οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποχώρησαν ἀπό τούς ναούς καί συνάζονταν στά τά δάση καί τά βουνά. Ὁ ἄγγελος δέ τῆς Ἐκκλησίας ἔφυγε καί αὐτός ἀπό τούς ναούς, πού κατέχονταν ἀπό τούς αἱρετικούς, καί ἦλθε στήν ἔρημο, ἐκεῖ δηλαδή ὅπου συγκεντρώνονταν οἱ Ὀρθόδοξοι.

Ἄς περάσουμε καί στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος στήν ὁμιλία του πρός Ἀρειανούς καί εἰς ἑαυτόν, ἀναφερόμενος στό ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται ἐκεῖ, πού ὑπάρχει ἡ ἀληθινή πίστη, καί ὄχι ἐκεῖ, πού ὑπάρχουν οἱ ναοί καί τά ἐξωτερικά γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας, λέγει: «Ἔχουσιν οὗτοι τούς οἴκους, ἡμεῖς τόν ἔνοικον˙ οὗτοι τούς ναούς, ἡμεῖς τόν Θεόν· καί τό ναοί γενέσθαι Θεοῦ ζῶντος καί ζῶντες, ἱερεῖα ἔμψυχα, ὁλοκαυτώματα λογικά, θύματα τέλεια, θεοί διά Τρίαδος προσκυνουμένης. Οὗτοι δήμους, ἡμεῖς ἀγγέλους· οὗτοι θράσος, πίστιν ἡμεῖς· οὗτοι τό ἀπειλεῖν, ἡμεῖς τό προσεύχεσθαι· οὗτοι τό βάλλειν, ἡμεῖς τό φέρειν· οὗτοι χρυσόν καί ἄργυρον, ἡμεῖς λόγον κεκαθαρμένον»[14]. Δηλ. «Ἔχουν αὐτοί (οἱ αἱρετικοί Ἀρειανοί) τούς οἴκους, ἐμεῖς τόν ἔνοικο˙ αὐτοί τούς ναούς, ἐμεῖς τόν Θεό˙ ἔχουμε μάλιστα τό ὅτι εἴμαστε ναοί τοῦ ζῶντος Θεοῦ καί ζῶντες, ἔμψυχα σφάγια, ὁλοκαυτώματα λογικά, τέλεια θύματα, θεοί διά Τριάδος προσκυνουμένης. Αὐτοί ἔχουν λαό, ἐμεῖς ἀγγέλους˙ αὐτοί θράσος, ἐμεῖς πίστη˙ αὐτοί τήν ἀπειλή, ἐμεῖς τήν προσευχή˙ αὐτοί νά χτυποῦν, ἐμεῖς νά ὑποφέρουμε˙ αὐτοί χρυσό καί ἄργυρο, ἐμεῖς καθαρό λόγο».

Ἀπό τά παραπάνω καταλαβαίνει κανείς ὄτι φυσικό καί ἐπόμενο εἶναι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ν’ ἀποκρούουν καί νά κατακρίνουν μιά τέτοια οἰκονομία, ὅπως περιγράφτηκε πιο πάνω.

Ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής τονίζει: «Ἐάν γιά χάρι τῆς Οἰκονομίας ἀφανίζεται ἡ σωτήριος πίστη μέσα στήν κακοδοξία, τότε αὐτό τό εἶδος τῆς λεγομένης Οἰκονομίας εἶναι πλήρης χωρισμός Θεοῦ καί ὄχι κατά Θεόν ἕνωση»[15].

Ἀπαντώντας ὁ ὅσιος Μάξιμος στόν ἐπίσκοπο Καισαρείας Θεοδόσιο, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζονταν ὅτι δέν πρέπει νά θεωρεῖ δόγμα, αὐτό πού γίνεται κατ’ οἰκονομίαν, λέγει: «Καί ποιός πιστός δέχεται μιά τέτοια Οἰκονομία, μέ τήν ὁποία ἀποσιωποῦνται τά λόγια, τά ὁποῖα οἰκονόμησε ὁ τῶν ὅλων Θεός νά εἰπωθοῦν ἀπό τούς Ἀποστόλους καί τούς Προφῆτες καί Διδασκάλους»[16]

Ἀπαντώντας, τέλος, στόν Ἐπιφάνιο, πού ἰσχυρίζονταν ὅτι αὐτό ἔγινε γιά Οἰκονομία, γιά νά μήν ζημιωθοῦν οἱ λαοί μας πλήθη μέ τέτοιες λεπτολογίες, ὁ ἀββᾶς Μάξιμος εἶπε: «Τό ἀντίθετο συμβαίνει˙ κάθε ἄνθρωπος ἁγιάζεται μέ τήν ἀκριβῆ ὁμολογία τῆς πίστεως, καί ὄχι μέ τήν ἀναίρεση, πού βρίσκεται στόν Τύπο»[17].

Ἐπίσης, οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, στήν ἐπιστολή τους πρός τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγο τό 1275 ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ μνημόνευση αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου στή Θεία Λειτουργία δέν μπορεῖ καθόλου νά νοηθεῖ σάν οἰκονομία. Ἀντιθέτως, εἶναι βεβήλωση τοῦ μυστηρίου, ἀπώθηση ἀπ’ αὐτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρνηση τῆς υἱοθεσίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί ἔκπτωση ἐκ τῆς ἀληθοῦς καί ὀρθοδόξου πίστεως. Εἶναι ἄξιο πάσης προσοχῆς τό γεγονός ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες θεωροῦν ὅτι οἱ μνημονεύοντες αἱρετικό συγκοινωνοῦν μέ ὅλους τούς αἱρετικούς, εἶναι ὁμολογουμένως ἀσυγχώρητοι καί ἀκοινώνητοι καί ὑπόδικοι γιά ὅλες τίς θεοστυγεῖς αἱρέσεις ἐκείνων, καί γεμάτοι ἀπό κάθε αἵρεση.

Λέγουν: «Ἀλλ’ ὡς οἰκονομίαν τοῦτο ποιήσομεν; Καί πῶς δεχθήσεται οἰκονομία τά θεῖα βεβηλοῦσα, κατά τόν τοῦ Θεοῦ εἰρημένον λόγον, καί ἐκ τῶν θείων ἀπωθοῦσα τό τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα, καί τῆς ἐντεῦθεν ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί τῆς υἱοθεσίας τούς πιστούς ἀμετόχους ποιοῦσα; Καί τί ἄν εἴη ταύτης τῆς οἰκονομίας ζημιωδέστερον; Αὕτη κοινωνία αὐτῶν ἐστι πρόδηλος καί ἐν ἑνί τοῦ παντός ὀρθοῦ ἔκπτωσις καί ἀνατροπή. «Ὁ γάρ αἱρετικόν δεχόμενος τοῖς αὐτοῦ ὑπόκειται ἐγκλήμασι», καί˙ «ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν ἀκοινώνητός ἐστιν, ὡς συγχέων τόν κανόνα τῆς ἐκκλησίας», καθά δή καί οὗτοι οἱ γενναῖοι τῇ ἀπειθείᾳ τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν «καί Ἰουδαίοις καί Ἀρμενίοις καί Ἰακωβίταις καί Νεστοριανοῖς καί Μονοθελήταις καί, ἁπλῶς εἰπεῖν, πᾶσιν αἱρετικοῖς συγκοινωνοῦσι»˙ καί διά τοῦτο μόνον, εἰ μή διά τί ἄλλο, ἀσυγχώρητοι ὁμολογουμένως καί ἀκοινώνητοί εἰσι καί πᾶσιν ὑπόδικοι τῶν ἐκείνων θεοστυγέσιν αἱρέσεσιν. Εἰκός δέ καί ἐντεῦθεν, ἐκ τοῦ μή διαστέλλεσθαι τῶν αἱρετικῶν δηλαδή, κατά τόν τῆς ἐκκλησίας κανόνα καί τόν τοῦ Θεοῦ ἄνωθεν νόμον, πάσης ἀνάπλεοι αἱρέσεως ἐγένοντο, καί οὐκ ἄλλοθεν»[18].

Δηλ. «Ἤ μήπως νά κάνουμε τήν ἕνωση σάν ἕνα εἶδος οἰκονομίας; Καί πῶς νά γίνει δεκτή μία οἰκονομία, ἡ ὁποία βεβηλώνει τά θεῖα Μυστήρια, κατά τόν θεῖο λόγο, πού προαναφέραμε, καί ἀπωθεῖ ἀπ’ αὐτά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί στερεῖ ἀπό τούς πιστούς τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν Χάρι τῆς υἱοθεσίας, πού πηγάζει ἀπ’αὐτά τά Μυστήρια; Καί τί πιό ἐπιβλαβές ἀπό μία τέτοια οἰκονομία; Αὐτή εἶναι φανερή κοινωνία μ’ αὐτούς καί μ’ ἕνα λόγο ἔκπτωση καί ἀνατροπή κάθε ὀρθοῦ. «Διότι, αὐτός, πού δέχεται αἱρετικό, ὑπόκειται στίς ἴδιες κατηγορίες μ’ ἐκεῖνον» καί «αὐτός, πού κοινωνεῖ μέ ἀκοινωνήτους, εἶναι ἀκοινώνητος, ἐπειδή συγχέει καί παραβαίνει τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας». Ἐπειδή καί αὐτοί οἱ γενναῖοι, ἐξαιτίας τῆς ἀπείθειάς τους στούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς, «συγκοινωνοῦν καί μέ τούς Ἰουδαίους καί μέ τούς Ἀρμενίους καί μέ τούς Ἰακωβῖτες καί μέ τούς Νεστοριανούς καί μέ τούς Μονοθελήτες καί, γιά νά μιλήσουμε γενικά, μέ ὅλους τούς αἱρετικούς». Καί γι’ αὐτό μόνο, ἄν ὄχι γιά κάτι ἄλλο, εἶναι ἀσυγχώρητοι ὁμολογουμένως καί ἀκοινώνητοι καί ὑπόδικοι γιά ὅλες τίς θεοστυγεῖς αἱρέσεις ἐκείνων. Καί εἶναι φυσικό ἐπακόλουθο, ἀπ’ αὐτό καί μόνο καί ὄχι ἀπό ἀλλοῦ, δηλαδή ἀπό τό νά μήν διέστειλλαν (ξεχώρισαν) τούς ἑαυτούς τους ἀπό τούς αἱρετικούς, σύμφωνα μέ τόν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας καί τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπό πάνω, ἀπό τόν οὐρανό, νά γέμισαν ἀπό κάθε αἵρεση».

Στό ἴδιο πνεῦμα μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῆς οἰκονομίας, κινεῖται καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κυρός Μιχαήλ ὁ Ἀγχιάλων στόν διάλογό του πρός τόν πορφυρογέννητο βασιλέα Μανουήλ τόν Κομνηνό.

Ὁ Βασιλεύς τοῦ λέγει: «Ἀλλ’ «οἰκονομεῖν ἐν κρίσει» δέον τά πράγματα –οὐ γάρ μόνον τούς λόγους– καί κιρνᾶν τῇ αὐστηρίᾳ τήν ἐπιείκιαν». Δηλ. «Ἀλλά, πρέπει νά οἰκονομήσουμε μέ διάκριση τά πράγματα» –ὄχι μόνο τούς λόγους– καί νά ἀναμίξουμε στήν αὐστηρότητα τήν ἐπιείκια».

Ὁ Πατριάρχης τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἐν ἄλλοις τοῦτο». Δηλ. «Σέ ἄλλα θέματα αὐτό μπορεῖ νά γίνει».

Ὁ Βασιλεύς τοῦ λέγει: «Κἄν τοῖς θείοις αὐτοῖς». Δηλ. «Καί στά θεῖα πράγματα».

Καί ὁ Πατριάρχης τοῦ ἀπαντᾶ: «Οὕτω σύ, ἀλλ’οὔχ ὁ πολύς καί μέγας Βασίλειος˙ τοὐναντίον δ’ ἅπαν μηδέ τό βραχύτατον παραθραύειν διά λόγον οἰκονομίας τῶν πνευματικῶν ἐνομοθέτησε διατάξεων. Καί μάλα εἰκότως˙ οὐ γάρ ἄν τις κρεῖττον οἰκονομοίη τοῦ τό πᾶν ἐπιβλέποντος, καί διόλου δέον ἐχομένους αὐτοῦ καταλιμπάνειν τά καθ’ ἡμᾶς ὅπως ἐκείνῳ οἰκονομοῖτο καί διεξάγοιτο˙ οὕτω γάρ ἄν ὡς ἄριστα φέροιτο. Εἰ δέ τις οἰκονομεῖν ἐγχειροίη χωρίς οἰκονομίας τῆς ἄνωθεν, δι’ ὧν τά συμφέροντα πραγματεύεται, διά τούτων λάθῃ ἑαυτῷ τά χείριστα διαθέμενος˙ οὐδέ πόλιν φυλάξει, οὐδ’ οἰκονομῆσαί τι δυνηθείη «μή τοῦ Κυρίου οἰκονομοῦντός τε καί φυλάσσοντος, ἀλλά μάτην μέν ἀγρυπνήσει», ἐπί κενοῦ δέ τόν μόχθον εἰς τά θέμεθλα καταβάληται»[19].

Δηλ. «Ἔτσι λές ἐσύ, ἀλλά ὄχι ὁ πολύς καί μέγας Βασίλειος˙ ἐντελῶς ἀντίθετα αὐτός νομοθέτησε νά μήν παραβιάζουμε τό παραμικρό ἀπό τίς πνευματικές διατάξεις γιά λόγους οἰκονομίας. Γιατί δέν θά μποροῦσε νά οἰκονομήσει κανείς καλύτερα ἀπό Αὐτόν, πού ἐπιβλέπει τό πᾶν, καί γενικά πρέπει, ἀκολουθώντας Αὐτόν, νά ἀφήνουμε καθ’ ἡμᾶς ὅπως οἰκονομοῦνται καί διεξάγονται ἀπό Ἐκεῖνον. Ἄν, ὅμως, ἐπιχειρεῖ κανείς νά οἰκονομεῖ χωρίς τήν ἄνωθεν οἰκονομία, μέ πράγματα, πού ἐξυπηρετοῦν τά συμφέροντά του, μέ αὐτό, χωρίς νά τό ἀντιληφθεῖ, θά κατορθώσει τά χείριστα. Οὔτε τήν Πόλη θά φυλάξει, οὔτε θά μπορέσει κάτι νά οἰκονομήσει, ἄν ὁ Κύριος δέν οἰκονομεῖ καί δέν φυλάξει, ἀλλά μάταια θά ἀγρυπνήσει καί θά πέσουν στό κενό οἱ κόποι, πού ἔβαλε στά θεμέλια».

Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός σέ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Γεώργιο Σχολάριο γράφει: «Μὲ ὅση εὐχαρίστηση μᾶς γέμισες, ὅταν ἀκολούθησες τὴν σωστὴ πίστη καὶ τὸ εὐσεβὲς καὶ πάτριο φρόνημα καὶ ὑποστήριξες τὴν άλήθεια, τὴν ὁποία καταδίκασαν ἄδικοι κριτές, μὲ τόση, ἀντίθετα, λύπη καὶ στενοχώρια γεμίσαμε, ὅταν ἀκούσαμε ὅτι ἐσὺ πάλι ματατέθεικες καὶ ὅτι καὶ πιστεύεις καὶ λέγεις τὰ ἀντίθετα, καὶ μὲ τοὺς κακοὺς οἰκονόμους συμφωνεῖς μὲ τὶς μεσότητες καὶ οἰκονομίες…

Ἀλλ’ ἴσως θὰ μᾶς πεῖς ὅτι δὲν πῆγες μὲ τοὺς ἀντιπάλους, ἀλλ’ ὅτι ἀναζητοῦμε τὴν μεσότητα καὶ οἰκονομία. Καμμία φορά, ἄνθρωπε, μὲ τὴν μεσότητα δὲν διορθώθηκαν τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα… Ἐνδιάμεσο μεταξὺ τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ ψεύδους δὲν ὑπάρχει. Διότι, ὅπως αὐτό, ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς, κατ’ ἀνάγκην εἶναι στὸ σκοτάδι, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ποὺ παρεκκλίνει γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, λέμε ὅτι βρίσκεται πραγματικὰ στὸ σκοτάδι. Ἂν καὶ βεβαίως θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι γιὰ τὸ φῶς καὶ τὸ σκότος ὑπάρχει μεσότητα καὶ εἶναι αὐτὸ, ποὺ ὀνομάζουμε λυκαυγές ἢ λυκόφως, γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὅμως, καὶ τὸ ψεῦδος μεσότητα δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἐπινοήσει κανείς, ὅσο καὶ ἂν προσπαθήσει»[20].

Μετά τίς ἀνωτέρω ἀναγκαιότατες διευκρινίσεις, παραθέτουμε ἀπό τό παλαιό μας κείμενο μόνο τά σημεῖα ἐκεῖνα, πού χρειάζονται ἐπικαιροποίηση.

4. Ἡ κόκκινη γραμμή γιά τήν διακοπή μνημονεύσεως

Στό σημεῖο Ε τοῦ παλαιοτέρου κειμένου μας, ἡ τελευταῖα παράγραφος μετατρέπεται ὡς ἑξῆς: «Θά πρέπει νά εἰπωθεῖ ὅτι κατ’ ἀκρίβειαν ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων θά ἔπρεπε νά εἶναι γεγονός ἐδῶ καί δεκαετίες, ἐξαιτίας συνεχοῦς καί ἀμετανόητης κήρυξης διαφόρων αἱρέσεων ἀπό τούς ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας κατεγνωσμένων ἀπό Συνόδους ἤ Πατέρες. Αὐτό, δυστυχῶς, δέν τηρήθηκε, μέ ἀποτέλεσμα τήν αὐξανόμενη κοινωνία μέ τήν αἵρεση, μέσῳ τῶν συνεχῶν καί πυκνουμένων συμπροσευχῶν μέ κατεγνωσμένους αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους. Ἕνεκεν, ὅμως, τῆς ἀγνοίας, τῆς ἀμαθείας, τῆς ὀλιγωρίας, τῆς ἀπροθυμίας καί τοῦ φόβου, μέχρι πρότινος ἐφαρμοζόταν ἡ οἰκονομία κατ’ ἄκραν ἀνοχήν. Μετά τό Οὐκρανικό, ὅμως, ἐφαρμόζεται μόνο ἡ ἀκρίβεια.

Ὁ Θεός τά τελευταῖα χρόνια ἔδωσε καί δίνει πάρα πολλές ἀφορμές καί αἰτίες γιά διακοπή μνημονεύσεως. Ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ ἁγιοκατάταξη μασόνων Ἱεραρχῶν, ἡ μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας σέ αἱρετικούς λαϊκούς παπικούς καί προτεστάντες, ἡ συμμετοχή στό «Π.Σ.Ε.», ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, τό Οὐκρανικό, ἡ κατάργηση τῆς ἱερᾶς λαβίδος καί ἡ ἀντικατάστασή της μέ πλαστικά κουταλάκια, τό κλείσιμο τῶν Ναῶν, τά ὑγειονομικά μέτρα ἐντός τῶν Ναῶν, ἡ μασκοφορία, ὁ ἐμβολιασμός, ἡ ἀλλαγή καί μετάθεση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἡ τρίτη ἔλευση τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα στήν Ἑλλάδα, τό Σκοπιανό. Ὅλα ἀποτελοῦν δογματικές αἰτίες για ἐφαρμογή τῆς ἀποτειχίσεως».   

5. Δέν ἔχουν ἰσχύ οἱ ποινές τῶν αἱρετιζόντων κατά τῶν Ὀρθοδόξων

Στό σημεῖο ΙΔ΄ τοῦ παλαιοτέρου κειμένου μας προστίθενται καί τά ἐξῆς: «Τό σύνολο καί ἡ συμφωνία τῶν ἁγίων Πατέρων (consensus partum) λέγουν ὅτι, ὅταν κάποιος ὀρθόδοξος, κληρικός ἤ λαϊκός, ὑποστεῖ ἐπιτίμιο ἀδίκως καί ἀντικανονικῶς ἀπό κάποιον αἱρετίζοντα ἀνώτερό του, ἐκκλησιαστικό προϊστάμενο, γιά θέματα πίστεως, τότε αὐτός, πού ἄδικα ἔβαλε τέτοιο ἐπιτίμιο, θησαυρίζει γιά τόν ἑαυτό του κόλαση καί τιμωρία. Δέν ἰσχύει αὐτή ἡ ποινή καί βεβαίως δέν ἀπαιτεῖται ἡ λύση της.

Αὐτό προκύπτει καί ἀπό τήν ἁπλή λογική. Πῶς θά διασωζόταν ἡ Ὀρθοδοξία, ἄν οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού ἀντιδροῦσαν στούς αἱρετικούς, ἔκαναν ὑπακοή στά ἐπιτίμια τῆς ἀκοινωνησίας, τοῦ ἀφορισμοῦ, τοῦ ἀναθέματος καί ἐφήρμοζαν τίς ποινές, πού τούς ἔβαλαν; Φυσικά, ὁ ἐχθρός προσπαθεῖ νά καταστρέψει ὅ,τι ὀρθόδοξο. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, τοῦ Χριστοῦ δημιούργησε μηχανισμούς ἀντιστάσεως μέσῳ τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀκριβῶς γιά νά προφυλαχθεῖ ἀπό τούς κακούς ποιμένες, τούς αἱρετικούς, τούς δολιοφθορεῖς. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Θεανθρώπινος ὀργανισμός, ἔχει και ἀνθρώπινους νόμους, γιά νά πορεύεται καί νά οἰκονομεῖται ἀνθρωπίνως.

Τό ὅτι δέν ὑπακοῦμε οἱ Ὀρθόδξοι στίς ποινές τῶν αἱρετιζόντων προκύπτει καί ἀπό τόν 15ο Ἱερό Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου[21]: «…οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».

Συνεπῶς, ἄν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἐπίσκοπος, ἀπό τόν ὁποῖο ὁ ἱερεύς ἀποτειχίζεται, αὐτός (ὁ ἐπίσκοπος) πρέπει νά τόν τιμήσει καί νά τόν ἐπαινέσει (τόν ἀποτειχισμένο ἱερέα). Ἔτσι προκύπτει ἀπό τόν Κανόνα. Τό γεγονός, ὅμως, ὅτι αὐτός (ὁ ἐπίσκοπος) τιμωρεῖ καί διώκει τόν ἀποτειχισμένο ἱερέα, φανερώνει ὅτι εἶναι αἱρετικός.

Τό ὅτι δέν ὑπακοῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι στίς ποινές τῶν αἱρετιζόντων προκύπτει ἀπό ἀναρίθμητα παραδείγματα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἀπό αὐτά θά περιοριστοῦμε μόνο στό παράδειγμα τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου.

α) Ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Ἀθανάσιος, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὁ Μέγας δέν ἐφήρμοσε τίς ἐναντίον του ποινές τῶν ἀρειανοφρόνων.

Στήν περίπτωση τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἔχουμε χαρακτηριστική περιφρόνηση τῶν ποινῶν, πού ἐπεβλήθησαν στόν Μ. Ἀθανάσιο ἀπό τούς αἱρετικούς[22].

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος καθαιρέθηκε ἕξι φορές ἀπό μή καταδικασμένους αἱρετικούς, πού δέν ἦταν οἱ γνωστοί Ἀρειανοί, πού καταδικάστηκαν ἀπό τήν Α΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο (325), ἀλλά οἱ κρυφοί ὁμόφρονές τους, οἱ ὁποῖοι προήγαγαν μιά πιό ἤπια, πιό λεπτή, πιό ραφιναρισμένη μορφή τοῦ Ἀρειανισμοῦ, γιά νά μήν φαίνονται ὅτι ἦταν καθαρά Ἀρειανοί. Μεθόδευαν, ὅμως, τήν ἐπαναφορά τῶν Ἀρειανῶν στά ἐκκλησιαστικά πράγματα, καί, σάν καλοί πρόδρομοι τοῦ Ἀντιχρίστου, ὅπως τούς ἀποκαλεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἐργαλειοποίησαν τήν βασιλική ἐξουσία, γιά νά ἐπιβάλλουν τίς ποινές καί τίς διώξεις στήν πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος καταδικάστηκε καί καθαιρέθηκε ἀπό τίς αἱρετικές συνόδους τῆς Τύρου τό 335, τῆς Ἀντιοχείας τό 339 καί τό 341, τῆς Φιλιπουπόλεως τό 343, τῆς Ἀρελάτης τό 353 καί τῶν Μεδιολάνων τό 355. Ἕξι φορές ὁδηγήθηκε στήν ἐξορία. Μία ἐπί Μ. Κωνσταντίνου. Τρεῖς ἐπί Κωνσταντίου, πού ἦταν ἀρειανόφρων. Μία ἐπί Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου. Μία ἐπί Οὐάλεντος.

Παρά τις καθαιρέσεις αὐτές, ὅμως, ἐξακολουθοῦσε νά ἔχει τήν ποιμαντική μέριμνα τοῦ ποιμνίου του καί νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς δυτικούς ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι γιά κάποιες δεκαετίες ἀντιστάθηκαν στόν Ἀρειανισμό τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου καί τῶν ἀρειανοφρόνων ἐπισκόπων.

Ὅλη ἡ ἀλληλογραφία καί ὅλη ἡ γραμματεῖα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης οὐσιαστικά αὐτό τό θέμα εἶχε. Ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Μ. Ἀθανάσιο οὐσιαστικά καθόριζε, ἄν κάποιος ἦταν ἔχθρος τοῦ ἀρειανόφρονος βασιλέως ἤ ὄχι.

Συνεπῶς, τό γεγονός ὅτι οἱ δυτικοί κοινωνοῦσαν μέ τόν Μ. Ἀθανάσιο, ἐνῶ εἶχε καταδικαστεῖ ἀπό αἱρετικές συνόδους, ἀπό μόνο του καταδεικνύει ὅτι δέν λαμβάνουν οἱ Ὀρθόδοξοι ὑπ’ ὄψιν τίς καταδίκες τῶν μή καταδικασμένων αἱρετικῶν.

Τό 354, ἀφοῦ εἶχαν ἤδη προηγηθεῖ οἱ πέντε ἀπό τίς ἕξι καθαιρέσεις, ὁ Μ. Ἀθανάσιος χειροτόνησε γιά πρώτη φορά ἐπισκόπους ἀπό μοναχούς.

Μετά τήν πρώτη του καταδίκη καί καθαίρεση ἀπό τήν ψευδοσύνοδο τῆς Τύρου τό 335, λέγει ὁ χρονογράφος μοναχός καί ἅγιος ὁμολογητής, ὁ Θεοφάνης[23]: «Λόγος δέ ἀληθής κρατεῖ», κυριαρχεῖ μιά φήμη ἀληθινή, «ὅτι ὁ Μ. Ἀθανάσιος, φυγών ἐκ Τύρου», ὅταν ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἔφυγε ἀπό τήν Τύρο, ἀφοῦ εἶδε τήν σκευωρία καί τήν συνωμοσία ἐναντίον του στήν ψευδοσύνοδο τῆς Τύρου, πού τόν ἀδικοῦσε, «ἀνῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα καί ποιήσας εὐχάς καί τῷ ἁγίῳ χρίσας μύρῳ καί ἁγιάσας τούς εὐκτηρίους οἴκους πρό τῆς τῶν δυσσεβῶν παρουσίας», μετά πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐνῶ τόν καθήρεσαν οἱ ἀρειανοί στήν ψευδοσύνοδο τῆς Τύρου, αὐτός πῆγε κι ἔκανε ἁγιασμούς καί εὐχές καί Λειτουργίες στά Ἰεροσόλυμα κι ἔπειτα πῆγε νά δεῖ τόν Μ. Κωνσταντῖνο στήν Κωνσταντινούπολη. Αὐτή τήν πληροφορία τήν ἔχουμε κι ἀπό ἕναν ἄλλο ἱστορικό, τόν Ἀλέξανδρο τοῦ 6ου αἰ., τήν ὁποία ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Θεοφάνης καί ὁ Γεώργιος ὁ μοναχός ὁ χρονογράφος.

Ἀλλά, καί ἀπό τήν ἴδια τήν γραμματεῖα περί τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὅπως διασώζεται στά συγγράμματά του, προκύπτει ἀκριβῶς ὅτι καί γιά διαδικαστικούς λόγους, γιά λόγους διαδικασίας, ἀλλά κυρίως γιά λόγους ἐχθρότητας τῶν αἱρετικῶν πρός τήν Ὀρθοδοξία, δέν γίνονταν δεκτές ἀπό τούς Ὀρθοδόξους οἱ ποινές κατά τοῦ Μ. Ἀθανασίου.

Ἡ ἐπιστολή τοῦ Ἰουλίου Πάπα Ρώμης περί τό 340 πρός τούς ἀνατολικούς ἀρειανούς ἐπισκόπους, λέγει τό ἑξῆς: «Ἀφοῦ, λοιπόν, αὐτά ἔτσι λέγονται καί ὑπάρχουν τόσοι μάρτυρες ὑπέρ αὐτοῦ (τοῦ Μ. Ἀθανασίου) καί τόσα ἀποδεικτικά στοιχεία πρός δικαίωσιν προφέρονται ἀπό αὐτόν, τί ἔπρεπε νά κάνουμε ἐμεῖς στη Ρώμη; Τό νά μήν κατακρίνουμε τόν ἄνδρα (τόν Μ. Ἀθανάσιο), ἀλλά μᾶλλον νά τόν ἀποδεχτοῦμε καί νά τόν ἔχουμε ἐπίσκοπο, ὅπως καί τόν εἴχαμε». Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ἐντελῶς περιφρονεῖ ὁ Πάπας Ἰούλιος τήν «συνοδική» καταδίκη τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἀπό τούς ἀνατολικούς καί στήν Τύρο καί στήν Ἀντιόχεια. Κι ἔπειτα κατηγορεῖ τούς ἀρειανόφρονες ὅτι ἦταν οἱ παραβάτες.

Ἐπίσης, ἡ Σύνοδος τῆς Σαρδικῆς τό 343 ἀθώωσε τόν Μ. Ἀθανάσιο. Γι’ αὐτό καί πῆγαν μετά στήν Φιλιπούπολη οἱ μειοψηφοῦντες ἀρειανοί κι ἔκαναν ἄλλη σύνοδο, ὅπου γιά τέταρτη φορά τόν καθήρεσαν. Λέγει: «Ἐκ δη τοῦτο φανερά καί δικαία καθέστηκεν ἡ κρίσις τοῦ ἀδελφοῦ καί συνεπισκόπου ἡμῶν Ἰουλίου». Γι’ αὐτούς τούς λόγους, ἐπειδή οἱ ἀρειανοί κρύβονταν καί δέν ἤθελαν νά γινει πραγματική δίκη μέ τεκμήρια καί ἀποδείξεις κατά τοῦ Μ. Ἀθανασίου, γι’ αὐτό, λοιπόν, ἔγινε φανερή και δίκαιη ἡ κρίση, ἡ ἀπόφαση δηλαδή, τοῦ συνεπισκόπου μας τοῦ Ἰουλίου, τοῦ Πάπα Ρώμης, διότι δέν ἀποφάσισε, χωρίς νά ἔχει σκεφτεῖ, «ἀλλά καί μετ’ ἐπιμελείας ὅρισεν», ὅρισε μέ ἐπιμέλεια, «ὥστε μηδέ ὅλως διστᾶσαι περί τῆς κοινωνίας τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν Ἀθανασίου». Κανείς πλέον νά μήν διστάζει γιά τήν κοινωνία μέ τόν Μ. Ἀθανάσιο. Καί παρακάτω λέγει: «Ὅθεν οἱ πανταχοῦ πάντες ἐπίσκοποι τήν κοινωνίαν Ἀθανασίου ἐβεβαίωσαν διά τήν καθαρότητα αὐτοῦ». Ἀφοῦ εἶναι, λοιπόν, καθαρός ἀπό τίς κατηγορίες, πού τοῦ ἀποδίδονταν, ὅλοι ἔχουν κοινωνία μέ αὐτόν.

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, γράφοντας ὁ ἴδιος γιά τά γεγονότα αὐτά καί τήν δική του γνώμη, ἐκτός ἀπό τίς ἀποφάσεις, τά ἔγγραφα καί τά ντοκουμέντα, πού παραθέτει στόν Β΄ Ἀπολογητικό κατά Ἀρειανῶν[24], χρησιμοποιεῖ καί τό ἑξῆς ἐπιχείρημα, πού εἶναι παγκόσμιος νόμος τοῦ δικαίου καί βέβαια εἶναι καί ἐκκλησιαστικός νόμος (ὁ 75ος Ἀποστολικός Κανών). Ὅτι δηλαδή δέν ἔχουν δικαίωμα κάποιοι νά ἐκφέρουν ἄποψη ἐκκλησιαστική, ὅταν ὁ δικαστής καί ὁ κατήγορος εἶναι ἐχθρικοί πρός τόν κατηγορούμενο. Αὐτό τό ἐπικαλεῖται ὁ Μ. Ἀθανάσιος καί εἶναι πολύ σημαντικό. Δέν γίνεται δεκτή ἡ καταδίκη, ἡ καταδικαστική ἀπόφαση καί τό ἐπιτίμιο ἀπό κάποιον, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐχθρικά προδιατεθειμένος, λόγῳ πίστεως. Χωρίς νά χρησιμοποιεῖ τόν 75ο Ἀποστολικό Κανόνα, ὁ Μ. Ἀθανάσιος χρησιμοποιεῖ αὐτό τό ἀξίωμα.

Ὁ 75ος Ἀποστολικός Κανόνας[25] λέγει: «Εἰς μαρτυρίαν τήν κατά Ἐπισκόπου αἱρετικόν μή προσδέχεσθαι». Σέ μαρτυρία κατά τοῦ ἐπισκόπου νά μήν γίνεται δεκτός αἱρετικός. «Ἀλλά μηδέ πιστόν μόνον˙ ἐπί στόματος γάρ δύο ἤ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ρῆμα».

Γράφει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος: «Ἡμεῖς μέν οὖν παραιτούμεθα τούς περί Εὐσέβιον». Μιλάει γιά τόν Εὐσέβιο Νικομηδείας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ πέτρα τοῦ σκανδάλου, διότι ὀργάνωνε τούς ἀρειανόφρονες μέ τίς συκοφαντίες και τίς κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Μ. Ἀθανασίου. «Ὡς ἐχθρούς διά τήν αἵρεσιν ὄντας». Ἐμεῖς, λοιπόν, τούς ἀπορρίψαμε αὐτούς ἀπό τήν ἐναντίον μας διαδικασία, ἐπειδή ἦταν ἤδη ἐχθροί μας λόγῳ τῆς αἱρέσεως. Δέν μποροῦσαν νά ἔχουν ρόλο δικαστοῦ καί κατηγόρου σέ μιά δίκη γιά ’μᾶς, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά εἶναι ἀμερόληπτη.

Οἱ κληρικοί τῆς περιοχῆς τῆς Μαρεώτιδος ὑπερασπίζονται στό ἴδιο κείμενο τόν Μ. Ἀθανάσιο καί λένε: «Οἴδατε δέ, ἀγαπητοί πατέρες, καί ὑμεῖς, ὡς διδάσκετε ἡμᾶς, ὅτι ἐχθρῶν οὐκ ἰσχύει μαρτυρία». Δέν ἰσχύει ἡ μαρτυρία τῶν ἐχθρῶν, γιά νά δικαστεῖ κάποιος.

Τό ἴδιο καί οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, οἱ συνοδοί τοῦ Μ. Ἀθανασίου στήν Τύρο, ἀπό τήν ὁποία ἔφυγε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, γιατί ἦταν τά πάντα προσχεδιασμένα ἐναντίον του. Τόν ὑπερασπίζονται καί λένε τό ἑξῆς: «Δῆλον ὅτι αὐτοί, οἱ ἐχθροί τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, οὐδέν ἀληθές περί ἡμῶν, ἀλλά πάντα καθ’ ἡμῶν λέγουσι». Αὐτοί οἱ ἐχθροί τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῆς Ὀρθοδόξου, τίποτε δέν λένε ἀληθινό γιά μᾶς, ἀλλά ὅλα τά λένε ἐναντίον μας. «Ὁ δέ νόμος τοῦ Θεοῦ οὔτε ἐχθρόν μάρτυρα οὔτε κριτήν εἶναι βούλεται». Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δέν θέλει νά εἶναι μάρτυρας ἤ κριτής μας, δικαστής μας, κάποιος ἐχθρός.

Τά ἴδια λέγει καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος στό ἴδιο κείμενο: «Ὅτι μέν οὖν τά πραττόμενα κατά μονομέρειαν οὐδεμίαν ἔχει δύναμιν. Οὐδείς ἐστίν ὅστις ἀγνοεῖ τόν πάντων ἀνθρώπων». Κανείς ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους δέν ἀγνοεῖ ὅτι αὐτά, πού γίνονται μέ μεροληψία, δέν ἔχουν ἰσχύ. «Τοῦτο γάρ και ὁ θεῖος νόμος κελεύει». Αὐτό προστάσσει και ὁ θεῖος νόμος.

Ἀπό αὐτά, λοιπόν, εἶναι φανερό, εἶναι πέραν πᾶσης ἀμφιβολίας ὅτι οἱ ποινές τῶν αἱρετιζόντων ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων δέν ἔχουν καμμία ἀπολύτως ἰσχύ.   

6. Ἡ πλάνη τῆς ἀκοινωνησίας μέ τήν Καθόλου Ὀρθόδοξη Ἐκκλησια

Τό σημεῖο Κ΄ τοῦ παλαιοτέρου κειμένου μας μετατρέπεται ὡς ἑξῆς: «Οἱ μή μνημονεύοντες κόπτουν τήν μνημόνευση καί τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μόνο μέ τόν αἱρετίζοντα Ἐπίσκοπο. Δέν παύουν, ὅμως, τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν Τοπική Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκουν (ἐκτός ἄν αὐτή πέσει σύσσωμος σέ αἱρεση, πλάνη καί σχίσμα, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει σήμερα), οὔτε πολύ περισσότερο μέ ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία».  

7. Τρόπος συμπεριφορᾶς μνημονευόντων καί ἀποτειχισμένων

Τό σημεῖο ΚΑ΄ τοῦ παλαιοτέρου κειμένου μας μετατρέπεται ὡς ἑξῆς: «Ὁ μέν μνημονεύων κληρικός δέν πρέπει νά ἐξουθενώνει τόν ἀποτειχισμένο κληρικό καί νά τόν κρίνει ὡς σχισματικό, παλαιοημερολογίτη καί ἐκτός Ἐκκλησίας. Ὁ δέ ἀποτειχισμένος κληρικός ὀφείλει νά ἐνημερώνει μέ διάκριση καί ταπείνωση τόν μνημονεύοντα κληρικό γιά τήν διακοπή μνημονεύσεως, χωρίς ὅμως νά τόν πιέζει νά τήν ἐφαρμόσει, ἐφ’ ὅσον ὁ τελευταῖος δέν εἶναι ἀκόμη ἕτοιμος γι’ αὐτό τό μεγάλο βῆμα».

8. Τό ἀδύνατον τῆς συγκοινωνίας μεταξύ ἀποτειχισμένων καί μνημονευόντων

Τό σημεῖο ΚΒ΄ τοῦ παλαιοτέρου κειμένου μας μετατρέπεται ὡς ἑξῆς: «Μεταξύ ἀποτειχισμένων καί μνημονευόντων ἱερέων, πρίν τό Οὐκρανικό μποροῦσε νά ὑπάρξει ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. κοινό συλλείτουργο καί κοινό ποτήριο. Ὅμως, μετά τό Οὐκρανικό δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ τους».

9. Τελικός σκοπός τῆς ἀποτειχίσεως ἡ σωτηρία

Τό σημεῖο ΚΓ΄ τοῦ παλαιοτέρου κειμένου μαςμετατρέπεται ὡς ἑξῆς: «Ἡ διακοπή μνημοσύνου εἶναι τό ἔσχατο ὅριο, ἡ ἐσχάτη διαμαρτυρία, τό ἔσχατο μέσο, γιά νά ἀντισταθεῖ ἕνας κληρικός στήν αἵρεση, τήν πλάνη καί τό σχίσμα. Ὁ τελικός σκοπός τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι σωτηριολογικός. Ἡ ἀποτείχιση ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν σωτηρία, ἀφοῦ αὐτή τόν προστατεύει ἀπό τήν αἵρεση, τήν πλάνη καί τό σχίσμα, καί τοῦ ἐξασφαλίζει τήν ὀρθόδοξη ταυτότητα καί αὐτοσυνειδησία του».

10. Οἱ ἀποτειχισμένοι δέν εἶναι ἀντισυνοδικοί, ἀλλά κατεξοχήν συνοδικοί

Στό σημεῖο ΚΔ΄ τοῦ παλαιοτέρου κειμένου μας προστίθεται καί τό ἑξῆς: «Δέν εἶναι δυνατόν οἱ ἀποτειχισθέντες κληρικοί νά κατηγοροῦνται ὡς ἀντισυνοδικοί, διότι ἡ ἐφαρμογή καί μόνο ἀπ’ αὐτούς Κανόνος ἀναγνωρισμένης Ὀρθοδόξου Συνόδου (τοῦ 15ου τῆς ΑΒ΄), τούς καθιστᾶ τούς κατεξοχήν συνοδικούς κληρικούς. Οἱ ἀποτειχισμένοι εἶναι οἱ κατεξοχήν συνοδικοί, οἱ ὁποῖοι σέβονται καί τιμοῦν τόν Συνοδικό θεσμό καί τό Ὀρθόδοξο Συνοδικό σύστημα, ὅταν βέβαια αὐτό λειτουργεῖ μέ ὀρθόδοξο καί ὄχι παπικό καί προτεσταντικό τρόπο».

11. Οἱ ἀποτειχισμένοι δέν δημιουργοῦν πρεσβυτεριανή ἐκκλησία

Μετά τά παραπάνω, προστίθεται τό καινούργιο σημεῖο ΚΕ΄ ὡς ἑξῆς: «Οἱ ἀποτειχισμένοι, ὡς Ὀρθόδοξοι, ποτέ δέν σκέπτονται οὔτε κατά διάνοιαν νά δημιουργήσουν μιά Ἐκκλησία πρεσβυτεριανή. Κατ’ ἀρχήν, δέν πρέπει νά ἐπιθυμοῦν νά δημιουργήσουν καμμία ἄλλη ἐκκλησία, διότι μέ τήν ἀποτείχισή τους εἶναι ἐντός Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως, ποιά ἡ χρεία δημιουργίας ἄλλης ἐκκλησίας; Καί κατά δεύτερον, ποτέ οἱ ἀποτειχισμένοι δέν πρέπει νά δίνουν τό γενικό σύνθημα ἐναντίον τῶν κληρικῶν γενικά, νά ἀναπτύξουν δηλαδή ἕναν ἀντικληρικαλισμό, ἕναν πρεσβυτεριανισμό, ὁ ὁποῖος θά ἐπικεντρώνεται γύρω ἀπό πρεσβυτέρους, Ὀρθοδόξους καί εὐλαβεῖς, καί θά ἀπαξιώσει τόν Ἐπισκοπικό Θεσμό. Ὄχι! Ἄλλωστε καί ὁ ἀποτειχισθείς ἱερεύς τήν χειροτονία του εἰς διάκονον καί πρεσβύτερον καί τήν ἱερωσυνη καί ὅλα ὅσα συνάγονται ἀπ’ αὐτή τήν ἔλαβε ἀπό τόν οἰκεῖο του Ἐπίσκοπο. Ἀπαξιώνουν, ὅμως, καί πολεμοῦν οἰ ἀποτειχισμένοι τούς αἱρετίζοντες, αἱρετικούς, οἰκουμενιστές, ἀναξίους καί προδότες ἐπισκόπους. Ἐπιθυμοῦν ὁ Ἐπίσκοπος νά εἶναι ὀρθοφρονών, ὀρθόδοξος καί ὀρθοπράττων. Ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι. Οἱ ἀποτειχισμένοι δέν πρέπει νά πιστεύουν καί νά προωθοῦν τήν πλάνη ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον κανένας Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος ἐπί τῆς γῆς καί ἀνά τήν οἰκουμένη. Πρέπει νά προσπαθοῦν πάντοτε νά εἶναι μετριοπαθεῖς καί νά μήν ἐπιθυμοῦν νά δημιουργήσουν τήν ἐντύπωση ὅτι ἀπαξιώνουν θεσμικά τόν Ἐπισκοπικό Θεσμό.

Ὁ ἀποτειχισμένος ἱερεύς σέ καμία περίπτωση δέν ἀνήκει σέ ἐκκλησία πρεσβυτέρων, δηλαδή πρεσβυτεριανή. Διότι, μέ τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως δέν φεύγει ἀπό τήν Ἐκκλησία του. Καί ἡ Ἐκκλησία αὐτή, στήν ὁποία ἀνήκει, π.χ. ἡ «ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία», εἷναι Ἐκκλησία μέ Ἐπισκόπους. Ἡ διακοπή μνημονεύσεως δέν εἷναι ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Ἐπισκοπική Ἐκκλησία, ἀλλά μόνο ἀπομάκρυνση ἀπό τήν πίστη τοῦ συγκεκριμένου αἱρετίζοντος Ἐπισκόπου, ἐκτός καί ἄν οἱ Ἐπίσκοποι μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἅπαντες ναυαγήσει περί τήν πίστιν, ὅπως συμβαίνει σήμερα μέ κάποιες Τοπικές Ἐκκλησιες. Ὁ ἀποτειχισμένος ἱερεύς δέν ἀμφισβητεῖ τήν ἱερωσύνη ἤ τήν ἀρχιερωσύνη ἤ τήν διακονία καί τό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου κλπ., ἀφοῦ αὐτές δόθηκαν νομίμως ἀπό τήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τελοῦνται νομίμως ἐντός τῆς δικαιοδοσίας της, ἀλλά μόνο τήν πίστη του. Καί αὐτό νομιμοποιεῖται νά τό κάνει μέ βάση τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ΄, ἀλλά καί μέ βάσῃ τό γεγονός ὅτι τά αἱρετικά κηρύγματα καί οἱ αἱρετικές πράξεις τοῦ Ἐπισκόπου ἀναφέρονται σέ «ἐγνωσμένη» ἀπό Ἁγίους ἀνθρώπους ἤ «συνοδικῶς καταδικασμένη» αἵρεση. Δέν χρειάζεται δηλαδή νά περιμένει νά συγκληθεῖ νέα Σύνοδος, γιά νά διαπιστώσει τήν αἵρεση αὐτῶν τῶν δοξασιῶν. Αὐτό ἔχει ἤδη γίνει. Μία Σύνοδος ἀπαιτεῖται, γιά νά ἀνιχνεύσει τούς παρανομοῦντες, ὄχι τήν αἵρεση, καί νά ἐπιβάλλει ποινές. Ἡ δέ πράξη  ἀποτειχίσεως τοῦ ἱερέως εἷναι ἱερή καί θεάρεστη πράξη, διότι μπορεί νά  ὁδηγήσει σέ προβληματισμό, ἀναστοχασμό καί, τελικά, σέ μετάνοια τόν Ἐπίσκοπο καί γι’ αὐτό ὁ 15ος Κανόνας τήν ἐπαινεῖ.      

Ὁ ἀποτειχισμένος ἱερεύς δέν λειτουργεῖ καί δέν θύει στό θυσιαστήριο  αὐθαίρετα καί ἀπό μόνος του, χωρίς τήν μεσολάβηση Ἐπισκόπου, γιά νά πεῖ κανείς ὅτι συμπηγνύει ἤ αντιπροσωπεύει πρεσβυτεριανή ἐκκλησία. Ἡ εὐθύνη καί τό χάρισμα τοῦ «προσφέρειν θυσία τῷ Θεῷ» τοῦ δόθηκε κατά τήν χειροτονία του ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό καί ὄχι ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, διαμέσου, βεβαίως, τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου, πού τέλεσε τήν χειροτονία του. Καί αὐτή ἡ παρακαταθήκη δέν ἐπιστρέφεται σέ κανέναν, παρά μόνο στόν ἴδιο τόν Κύριο, ὅπως ἀναφέρεται στήν εὐχή τῆς χειροτονίας του. Καί ὁπωσδήποτε ὄχι στόν αἱρετίζοντα Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος, παραβαίνοντας Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας, τόν 15ο τῆς ΑΒ΄, ἄρα ἐκκλησιαστικῶς παρανομῶν, παρανόμως τοῦ ἀφαιρεῖ διά τῆς ποινῆς τῆς ἀργίας τό χάρισμα θυσίας, πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό, τό ὁποῖο μόνο Αὐτός τό παίρνει πίσω καί κανείς ἄλλος. Ἡ ἱερωσύνη δίνεται μέ σκοπό τήν θυσία στό θυσιαστήριο, πού, κατά τόν ἅγιο Νεκτάριο, εἷναι τό κύριο ἔργο ἑνός ἱερέως, καί χωρίς θυσία στό θυσιαστήριο δέν νοεῖται ἱερωσύνη, εἷναι κενό γράμμα.

Ἑπομένως, οἱ ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς, πού τελοῦν τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, δέν συνιστοῦν ἐκκλησία πρεσβυτέρων, ὅπως δυστυχῶς γράφεται ἐσφαλμένως, ἀφελῶς ἤ σκοπίμως, διότι κατά πρῶτον, αὐτή τήν δωρεά καί εὐθύνη τῆς θυσίας τήν πῆραν ἀπό τόν Θέο διά χειρῶν Ἐπισκόπου καί πίσω ἀπό τήν ενέργειά τούς αὐτή ὑπάρχει πάντοτε ἕνας Ἐπίσκοπος, ὁ χειροτονήσας Ἐπίσκοπος. Ἀλλά ἄκομα, διότι οὔτε ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως ἀποτελεῖ καταργήση τοῦ Ἐπισκόπου τῆς μητροπολιτικῆς περιφερείας, στήν ὁποία ἀνήκουν, ἀφοῦ αὑτό εἶναι ἔργο μιᾶς Συνόδου, οὔτε καί τῆς ἐν μητροπόλει ἐπισκοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δηλωτική ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος, λόγῳ τῆς ἐγνωσμένης αἱρέσεως, πού ἀκολουθεῖ, δέν μπορεί νά προΐσταται πλέον τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως. Μακάρι νά ὑπάρξει/ουν Ἐπίσκοπος/οι, πού νά κάνουν ἀπότείχιση. 

12. Διάκριση μεταξύ ὀρθῆς καί μή ὀρθῆς ἀποτειχίσεως

Στό σημεῖο ΚΣΤ΄ τοῦ παλαιοτέρου κειμένου μας προστίθενται καί τά ἑξῆς: «Πρέπει ἀπαραιτήτως νά γίνει ἡ διάκριση μεταξύ τῆς ὀρθῆς ἱεροκανονικῶς καί ἁγιοπατερικῶς ἀποτειχίσεως καί τῆς μή ὀρθῆς, ἑσφαλμένης, σχισματικῆς ἀποτειχίσεως.

Οἱ μή ὀρθῶς ἀποτειχισμένοι, μερικοί ἐκ τῶν ὁποίων τυγχάνουν καθηρημένοι, ἔχουν ἐσφαλμένες θέσεις περί ἀποτειχίσεως καί σχισματικές, ζηλωτικές τάσεις.

α) Θεωροῦν ὅτι ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου εἶναι ἐκ τῆς φύσεώς του ὑποχρεωτικός, πού δέν εἶναι, ὅπως προαναφέραμε.

β) Γράφουν: «Πάντως εἶναι προτιμότερο νά ἀνήκει κανείς σέ σχίσματα καί παρατάξεις (ἄν βεβαίως ἐντός αὐτῶν δέν ἐμφιλοχωροῦν αἱρετικές δοξασίες) παρά σέ αἱρετικούς Ἐπισκόπους, διότι σύμφωνα μέ τούς Πατέρες ἡ αἵρεσις σέ χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό»[26]. Τό σχίσμα, ὅμως, εἶναι ἡ δεύτερη μεγαλύτερη καί χειρότερη ἁμαρτία μετά τήν αἵρεση, ἡ ὁποία ὀδηγεῖ τόν σχισματικό στήν κόλαση.

γ) Δέχονται ὅτι οἱ μή συνοδικῶς κατεγνωσμένοι αἱρετίζοντες οἰκουμενιστές ἀπώλεσαν αὐτομάτως τήν Χάρι καί τήν ἱερωσύνη καί δέν τελοῦν ἔγκυρα μυστήρια, πρίν ἀκόμη καταγνωστοῦν καί καθαιρεθοῦν ἀπό ὀρθόδοξη σύνοδο[27].

δ) Δέχονται τήν θεωρία τοῦ μολυσμοῦ τῶν μυστηρίων, λόγῳ μνημονεύσεως. Φυσικά, δέν μολύνονται τά μυστήρια, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι, κληρικοί καί λαϊκοί.

ε) Κατηγοροῦν, κρίνουν καί ἐξουθενώνουν μνημονεύοντες καί ἀποτειχισμένους, ἐπειδή δέν ἀκολουθοῦν τήν δική τους ἰδιόρυθμη ἀποτείχιση.

στ) Ἔχουν διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. βρίσκονται σέ ἀκοινωνησία, μέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους.

ζ) Θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους σωτῆρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι σ’ αὐτούς καί μόνο διασώζεται πλέον ἡ Ἐκκλησία.

η) Κάνουν προσπάθειες, γιά νά ἑνωθοῦν μέ παρατάξεις τῶν ἐκτός Ἐκκλησίας, σχισματικῶν, ζηλωτῶν, παλαιοημερολογιτῶν, δέχονται τήν ἱερωσύνη καί τά μυστήριά τους, συλλειτουργοῦν μαζί τους καί καλοῦν παλαιοημερολογῖτες κληρικούς, γιά νά τούς λειτουργήσουν, ταυτίζοντας τήν ἱερά ἀποτείχιση μέ τόν σχισματικό Ζηλωτικό Παλαιοημερολογιτισμό.

θ) Χρησιμοποιοῦν τήν ἀποτείχιση γιά αὐτοπροβολή καί ἐκπλήρωση προσωπικῶν τους φιλοδοξιῶν, ἰδίως τῆς ἐπισκοποποίησής τους, γι’ αὐτό καί προσχωροῦν σέ διάφορες παρατάξεις τοῦ ζηλωτικοῦ παλαιοημερολογιτισμοῦ, στίς ὁποῖες χειροτονοῦνται ἐπίσκοποι ἤ τό ἀκόμη χειρότερο καί αὐτοχειροτονοῦνται.

ι) Τελοῦν τό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι χειροθετημένοι ὡς Πνευματικοί – Ἐξομολόγοι. Βεβαίως, τό μυστήριο τυγχάνει ἄκυρο[28].

ια) Τελοῦν τά μυστήρια μόνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῆς Ἐξομολογήσεως καί ὄχι τά ἄλλα μυστήρια τῆς Βαπτίσεως, τοῦ Γάμου καί τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας, προτρέποντας τούς πιστούς νά πηγαίνουν στούς ναούς καί στούς μνημονεύοντες ἱερεῖς, για νά τά τελέσουν.

ιβ) Ἀμφισβητοῦν τήν ἁγιότητα συγχρόνων ἁγίων, ὅπως τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, τούς ὁποίους κατατάσσουν στούς οἰκουμενιστές, καί τούς ὑβρίζουν μέ σκαιότατο τρόπο.

ιγ) Συλλειτουργοῦν μέ καθηρημένους.

ιδ) Πιστεύουν στήν αἵρεση τῆς ἀναλαμπῆς τῆς Ὀρθοδοξίας[29] καί στόν μῦθο τοῦ μαρμαρωμένου βασιλιά.

ιε) Πιστεύουν ὅτι τά ἐμβόλια κατά τοῦ κορωναϊοῦ εἶναι τό τελικό χάραγμα τοῦ Ἀντιχρίστου, ἐνῶ αὐτά εἶναι σφράγισμα-τσιπάρισμα τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλο τό ἕνα, ἄλλο τό ἄλλο[30].

ιστ) Ἐπιτρέπουν τήν ἄμικτη μίξη καί συνύπαρξη στή Θεία Λειτουργία καί τίς Ἀκολουθίες ἐμβολιασμένων καί ἀνεμβολιάστων, παλαιοημερολογιτῶν καί νεοημερολογιτῶν, μνημονευόντων καί ἀποτειχισμένων.

ιζ) Μνημονεύουν «ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν», χωρίς νά ἀναφέρουν τό ὄνομα, νομίζοντας ὅτι ἔτσι κάνουν διακοπή μνημονεύσεως, ἐνῶ ἡ ὀρθή μνημόνευση εἶναι «ὑπέρ πάσης ἐπισκοπῆς ὀρθοδόξων τῶν ὀρθοτομοῦντων τόν λόγον τῆς Σῆς ἀληθείας»[31].

ιη) Προβάλλουν μνημονεύοντες ἀρχιερεῖς, διώκτες ὀρθοδόξων ἀποτειχισμένων ἱερέων, ὡς εὐσεβεῖς καί ὀρθοδόξους.

ιθ) Ἀναζητοῦν μία ἐπισκοποκεντρική ἀποτείχιση, μιά ἀποτείχιση μέ μνημονεύοντες ἐπισκόπους.

κ) Ἐμμένουν στήν κακή οἰκονομία, στέλνοντας τούς ἀποτειχισμένους πιστούς στούς ναούς τῆς ἀπιστίας καί τούς μνημονεύοντες ἱερεῖς,  ἐπιτρέποντας τήν συμμετοχή στά μυστήριά τους.

κα) Ἔχουν νοοτροπία ὁμάδος, παρατάξεως, σέκτας, ἀσκῶντας πολιτική καί διπλωματία.

κβ) Ταυτίζουν καί μπερδεύουν τήν ἀποτείχιση μέ τήν οἰκειοθελή παραίτηση ἀπό τήν ὀργανική ἐφημεριακή θέση. 

Οἱ ἀνωτέρω θέσεις τῶν μή ὀρθῶς ἀποτειχισμένων, φυσικά δέν μποροῦν νά γίνουν ἀποδεκτές, διότι ἀπομειώνουν καί ζημιώνουν τόν ἀγῶνα ὑπέρ τῆς ἱεροκανονικῆς ἀποτειχίσεως, καί καταλήγουν σέ σχισματικές καταστάσεις, μέ ἀποτέλεσμα νά χλευάζεται ἡ ἁγιοπνευματική ἀποτείχιση καί ὅσοι ὀρθῶς καί κανονικῶς τήν ἐφαρμόζουν. Γι’ αὐτό καί καθίσταται ἀδύνατη ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία ἀνάμεσα στούς ὀρθῶς καί μή ὀρθῶς ἀποτειχισμένους κληρικούς.  Δυστυχῶς, μέ τόν ἀνορθόδοξο αὐτόν τρόπο ἡ ὀρθή καί ἱεροκανονική ἀποτείχιση ἔχει ταυτιστεῖ μέ τήν ἐσφαλμένη καί μή ὀρθή ἀποτείχιση, καί γι’ αὐτό πολλοί θεωροῦν τήν ἀποτείχιση ὡς κάτι κακό, ἀποκρουστικό, ἀπευκταῖο, ἁμαρτία καί σχίσμα. Ἐν μέρει ἔχουν δίκαιο, διότι ὄντως ἡ ἐσφαλμένη ἀποτείχιση ἔχει λανθασμένες θεωρίες καί σχισματικές, ζηλωτικές τάσεις. Σύμφωνα, ὅμως, μέ τά ὅσα ἀναπτύξαμε στό παλαιότερο και τό παρόν κείμενο, εἶναι σαφέστατη ἡ διάκριση μεταξύ τῆς ὀρθῆς καί τῆς ἐσφαλμένης ἀποτείχισης.

Ἐπίλογος

Τέλος, τό γεγονός ὅτι κάποιος ἀρχιερεύς ἤ ἱερεύς εἶναι ἀποτειχισμένος, δέν τοῦ δίνει καθόλου τό δικαίωμα νά κάνει ὅ,τι θέλει, νά παραβιάζει τούς Κανόνες καί νά περιφρονεῖ τήν Παράδοση, νά φρονεῖ αἱρετικά καί κακόδοξα, νά χειροτονεῖ ἄλλους, νά κάνει δική του ἐκκλησία καί δική του σύνοδο. Ἀντιθέτως, ὀφείλει νά εἶναι ὀρθοδοξότατος κατά πάντα, ἀκόμη καί στό παραμικρό, καί νά ὀρθοπρακτεῖ, μέ ταπείνωση καί πνευματική χαρά, γιά τό μεγάλο δῶρο τῆς ἱερᾶς ἀποτειχίσεως, πού τοῦ δώρισε ὁ Κύριος, ἡ ὁποία εἶναι Σταυρός, Μαρτυρία καί Μαρτύριο.


[1] https://sotiriosnavs.com/συμβολη-στο-θεμα-τησ-διακοπησ-μνημοσυ/

[2] Σχ, βλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, «Οὐκρανικό σχίσμα : καθαιρέσεις καί …αὐτοχειροτονίες» ἐν Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο˙ συμβολή στόν διάλογο, ἐκδ. Τό Παλίμψηστον, Θεσ/κη 2019, σσ. 52-61.

[3] Σχ. βλ. ἡμέτερο κείμενο με τίτλο: «Ἡ ἀποτείχισίς μου λόγῳ τοῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος», 28-04-2022, https://sotiriosnavs.com/η-αποτειχισισ-μου-λογω-του-ουκρανικου/

[4] Πατριαρχική Θεία Λειτουργία στή Θάσο (ΒΙΝΤΕΟ), 04-09-2022, https://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/51950-patriarxiki-theia-leitourgia-sti-thaso-vinteo, https://www.youtube.com/watch?v=wSuU9EDTwhQ&feature=emb_logo

[5] Φθιώτιδος Συμεών: «Ἡ μόνη ἀληθινή αὐθεντία εἶναι ἡ αὐθεντία τῆς ἀγάπης» (ΦΩΤΟ), 11-09-2022, https://www.romfea.gr/ieres-mitropoleis/52081-fthiotidos-symeon-i-moni-alithini-afthentia-einai-i-afthentia-tis-agapis-foto

[6] Λαμπρός ἑορτασμός στήν Ἱερά Μονή Δαδιᾶς Σουφλίου (ΦΩΤΟ), 08-09-2022, https://www.romfea.gr/ieres-mitropoleis/52018-lampros-eortasmos-stin-iera-moni-dadias-soufliou-foto

[7] Ἐπιστολή ἀποσταλεῖσα παρά τῶν Ἁγιορειτῶν πάντων πρός τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, ὁμολογητική, σπεύδοντος τούτου ὅση δύναμις ἑνῶσαι τούς Ἰταλούς παραλόγως μεθ’ἡμῶν, μένοντας ἐκείνους ἀδιορθώτους πάντη τῶν σφῶν αἱρέσεων καί ἀμεταβλήτους, Lettre des Hagiorites a l’ Empereur (1275), στίχ. 9-23, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 399.

[8] Ἰεζ. 22, 26.

[9] https://sotiriosnavs.com/κατευθυντηριεσ-νουθεσιεσ-προσ-αποτε/

[10] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ἅπαντα τά ἔργα 2, Ἐπιστολαί Β΄, «Ἐπιστολή 242 τοῖς Δυτικοῖς» 2, ΕΠΕ 2, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/κη 1972, σσ. 28-29.

[11] Τοῦ ἰδίου, «Ἐπιστολή 90 τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καί ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει» 2, ἔνθ’ ἀνωτ. σσ. 20-21.

[12] Τοῦ ἰδίου, Ἅπαντα τά ἔργα 3, Ἐπιστολαί Γ΄, «Ἐπιστολή 92 πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους» 2, ΕΠΕ 3, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/κη, σσ. 88-89.

[13] Τοῦ ἰδίου, «Ἐπιστολή 238 τοῖς Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις» , ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 220-221.

[14] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Ἅπαντα τά ἔργα 2, Προσωπικαί σχέσεις και ἐκκλησιαστική διακονία Β΄, «Λόγος 33 , Πρὸς Ἀρειανοὺς καὶ εἰς ἑαυτόν», ΕΠΕ 73, 15, 8-14, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὀ Παλαμᾶς», Θεσ/κη 1985, σσ. 116-117 .

[15] ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Έξήγησις τῆς κινήσεως…, κεφ. δ΄- ζ΄, P.G. 90, 116A-121C.

[16] Τοῦ ἰδίου, Περί τῶν πραχθέντων…, κεφ. θ’ – ιβ’, P.G. 90, 144Β-145C.

[17] Ὅ. π., κεφ. κε’ – κη’, P.G. 90, 161D-165C. Σχ. βλ. Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2003, σσ. 149, 153, 156.  

[18] Ἐπιστολή ἀποσταλεῖσα παρά τῶν Ἁγιορειτῶν πάντων πρός τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, ὁμολογητική, σπεύδοντος τούτου ὅση δύναμις ἑνῶσαι τούς Ἰταλούς παραλόγως μεθ’ἡμῶν, μένοντας ἐκείνους ἀδιορθώτους πάντη τῶν σφῶν αἱρέσεων καί ἀμεταβλήτους, Lettre des Hagiorites a l’ Empereur (1275), στίχ. 24-33 και 1-7 , ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σσ. 399, 401.

[19] Διάλογος ὅν ἐποίησεν ἁγιώτατος καί σοφώτατος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κῦρ Μιχαήλ Ἀγχιάλων πρός τόν πορφυρογέννητον βασιλέα κῦρ Μανουήλ τόν Κομνηνόν περί τῆς τῶν Λατίνων ὑποθέσεως, ὅτε πολλοί τῶν ὑπό τόν πάπαν ἀρχιερέων καί ἐπισκόπων καί φρερίων εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν κατέλαβον, τῶν ἐκκλησιῶν ζητοῦντες τήν ἕνωσιν καί μηδέν τι ἕτερον ἀπό τῶν Γραικῶν ἀπαιτοῦντες παραχωρῆσαι τῷ πάπᾳ τῶν πρωτείων καί τῆς ἐκκλήτου, δοῦναι δέ τούτῳ καί τό μνημόσυνον, Dialoque de Michel d’Anchialos, στίχ. 1-28, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 357.

[20] ΑΡΧΙΜ. ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ὀρθόδοξος Ἑλλάς, ἤτοι περί τῶν Ἑλλήνων τῶν γραψάντων κατά Λατίνων, Λειψία 1872 καί «Γνωρίζετε τό ἀληθινό πρόσωπο τοῦ Παπισμοῦ; Γνωρίζετε ὅτι Πάπας εἶναι αἵρεση»; ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη, σσ. 60-61.

[21] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 358.

[22] ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΖΗΣΗΣ, Ἰσχύουν οἱ ποινές αἱρετιζόντων κατά τῶν Ὀρθοδόξων; [ΒΙΝΤΕΟ 2021] 17-11-2021, https://www.youtube.com/watch?v=x8KD-U2fVPY

[23] ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Χρονογραφία 1 ἀπό Διοκλητιανοῦ ἕως Μιχαήλ καί Θεοφυλάκτου ταῶν Βασιλέων, χρόνος συγγραφής 811-814 μ.Χ., https://byzantium.gr/keimena/theofanis1.php

[24] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἅπαντα τά ἔργα 2, Δογματικά Α΄, «Λόγος Β΄ κατά Ἀρειανῶν», ΕΠΕ 11, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὀ Παλαμᾶς», Θεσ/κη 1974, σσ. 216-447.

[25] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 101

[26] ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ, Ἡ διαχρονική συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά τό ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί διακοπῆς μνημονεύσεως Ἐπισκόπου κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεσιν, ἐκδ. Degiorgio, Τρίκαλα 2012, σσ. 257-258.

[27] Σχ. βλ. ἡμέτερο κείμενο μέ τίτλο: «Περί τῆς ἐγκυρότητος ἤ μή τῶν μυστηρίων τῶν μή κατεγνωσμένων οἰκουμενιστῶν», 20-03-2022, https://sotiriosnavs.com/περι-τησ-εγκυροτητοσ-η΄-μη-των-μυστηρι/

[28] Σχ. βλ. ἡμέτερο κείμενο μέ τίτλο: «Δύναται ἕνας ἀποτειχισμένος, ἀλλά ὄχι πνευματικός-ἐξομολόγος, κληρικός νά ἐξομολογεῖ»; 25-01-2022, https://sotiriosnavs.com/δυναται-ενασ-αποτειχισμενοσ-αλλα-οχι/

[29] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, Ἡ αἵρεση τῆς ἀναλαμπῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, 02-01-1994, https://www.youtube.com/watch?v=JP6KImJqGmU

[30] Σχ. βλ. ἡμέτερα κείμενα μέ τίτλο: «Ποιά ἡ σχέση ἀνάμεσα στήν πειραματική ἕνεση γιά τόν ἰό τῆς κορώνα, τό σφράγισμα καί τό χάραγμα»; 14-04-2022, https://sotiriosnavs.com/ποια-η-σχεση-αναμεσα-στην-πειραματικη/ και «Ἔχουν σχέση τά σημερινά γεγονότα μέ τά διαλαμβανόμενα στά ‘’Πρωτόκολλα τῶν Σοφῶν τῆς Σιών’’»; 25-11-2021, https://sotiriosnavs.com/εχουν-σχεση-τα-σημερινα-γεγονοτα/

[31] Σχ. βλ. ἡμέτερο κείμενο μέ τίτλο: «Τό ὀρθόν τῆς μνημονεύσεως ‘’ὑπέρ πάσης ἐπισκοπῆς ὀρθοδόξων’’», 12-01-2019, https://sotiriosnavs.com/ https://sotiriosnavs.com/το-ορθον-τησ-μνημονευσεωσ-πασησ-επισ/