Τὸ Δόγμα, τὸ Ἦθος, ἡ Αἵρεση


Του Παναγιώτη Σημάτη

 

Ποιό ἐκ τῶν δύο εἶναι πιὸ ἀναγκαῖον γιὰ τὴν σωτηρίαν μας; Τὸ δόγμα ἢ ἡ ἠθική; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὴν ἐπιστολή του «Ἡρακλειανῷ αἱρετικῷ» (P.G. 46, 1089) ἀπαντᾶ ὅτι ἀσφαλῶς εἶναι ἀπαραίτητα καὶ τὰ δύο ὅμως «κυριώτερον καὶ μεῖζον» εἶναι τὸ δόγμα.

Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Ὁ τῆς ὑγιαινούσης πίστεως λόγος» εἶναι κατανοητὸς καὶ σαφὴς ἐξ ἀρχῆς, ἀπὸ τὴν στιγμὴ δηλαδὴ «τῆς πρώτης παραδόσεως, ἣν ἐκ τῆς τοῦ κυρίου φωνῆς παρελάβομεν». Ὁ Κύριος ἀπέστειλε τοὺς μαθητές Του στὰ ἔθνη μὲ τὴν προτροπὴ νὰ βαπτίζουν καὶ νὰ διδάσκουν τὴν τήρηση τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν».

Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ‒συνεχίζει ὁ Ἅγιος‒ ὁ Κύριος διαιρεῖ εἰς δύο τὴν πολιτείαν τῶν Χριστιανῶν: «διαιρῶν γὰρ εἰς δύο τὴν τῶν Χριστιανῶν πολιτείαν, εἴς τε τὸ ἠθικὸν μέρος καὶ εἰς τὴν <τῶν> δογμάτων ἀκρίβειαν, τὸ μὲν σωτήριον δόγμα ἐν τῇ τοῦ βαπτίσματος παραδόσει κατησφαλίσατο, τὸν δὲ βίον ἡμῶν διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ κατορθοῦσθαι κελεύει».

 Ὁ Διάβολος ὅμως πολέμησε τὸ «κυριώτερο καὶ μεῖζον» ποὺ εἶναι τὸ Δόγμα, ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὶς Ἐντολές, τὸ ἦθος, «ὡς μικροτέραν φέρον τῇ ψυχῇ τὴν ζημίαν». Διότι, ἐὰν δὲν ὑπάρχει τὸ ὀρθὸ δόγμα, τότε δὲν ὑπάρχει κέρδος ἀπὸ τὴν ἐπιτέλεση τῶν Ἐντολῶν.

«Ἀλλὰ τὸ μὲν κατὰ τὰς ἐντολὰς μέρος, ὡς μικροτέραν φέρον τῇ ψυχῇ τὴν ζημίαν, ἠφείθη παρὰ τοῦ διαβόλου ἀπαρεγχείρητον· ἐπὶ δὲ τοῦ κυριωτέρου καὶ μείζονος ἡ πᾶσα γέγονε τοῦ ἀντικειμένου σπουδή, τοῦ παρατραπῆναι τῶν πολλῶν τὰς ψυχὰς εἰς τό, μηδὲ εἴ τι διὰ τῶν ἐντολῶν κατορθωθῇ, κέρδος εἶναι, τῆς μεγάλης καὶ πρώτης ἐλπίδος ἐν τῇ περὶ τὸ δόγμα πλάνῃ τοῖς ἀπατηθεῖσι μὴ συμπαρούσης». (Τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς ἐδῶ ).

Αὐτὰ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Ἀλλὰ οἱ μὲν σατανοκίνητοι Οἰκουμενιστὲς ἔχουν καταρρακώσει τὸ δόγμα. Οἱ δὲ «εὐσεβεῖς» γεροντάδες ἔχουν ρίξει ὅλο τὸ βάρος στὸ ἦθος καὶ σιωποῦν στὴν πράξη γιὰ τὶς κακοδοξίες τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Τὴν διάκριση αὐτὴ μεταξὺ δόγματος καὶ ἤθους ἐπισημαίνουν καὶ ἄλλοι Πατέρες. Γνωρίζουν καλὰ τὴν ἐπικινδυνότητα τῆς αἱρέσεως καὶ διακρίνουν μεταξὺ τῶν καθημερινῶν ἁμαρτιῶν ποὺ ὁ καθένας μας διαπράττει καὶ τῆς ἁμαρτίας τῆς αἱρέσεως. Αὐτοὺς ποὺ παραβαίνουν τὶς Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τοὺς χαρακτηρίζουν «παραβάτες νόμου», ἐνῶ αὐτοὺς ποὺ παραβαίνουν τὶς Ἐντολὲς ἐκεῖνες ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν πίστη καὶ τὰ δόγματα, δηλαδὴ τὴν αἵρεση, τοὺς ὀνομάζουν «παραβάτες Θεοῦ».

Εἶναι, λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, «πολλὴ μεγάλη ἡ διαφορὰ μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο παραβάσεων. Γιατὶ ὅσοι ἁμαρτάνουν, ἔχουν ἀκόμα ἐλπίδα σωτηρίας, ἀφοῦ μέσα τους ὑπάρχει ἡ ρίζα τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως, οἱ αἱρετικοὶ ὅμως, ἔχουν τελείως ἐκπέσει τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ ἔχουν ἀρνηθεῖ αὐτὸν τὸν αἴτιον τῆς σωτηρίας» τὸν Χριστό, ἀσεβοῦντες πρὸς αὐτὸν μὲ τὸ νὰ διαστρέφουν τοὺς λόγους Του καὶ ἐμμένοντες στὴν ἀσέβειά τους.

Γνωρίζοντας τὴν ψυχολογία τῶν αἱρετικῶν καὶ τὶς πονηρὲς μεθοδεύσεις τους ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, γράφει ἀναλύοντας τοὺς Ψαλμούς: ὁ ψαλμωδὸς μᾶς διδάσκει νὰ φεύγουμε τρέχοντας μακριὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, νὰ τοὺς θεωροῦμε ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ, διότι «ἐπήρθησαν κατὰ τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης, ὅτι παρηνόμουν, ὅτι βλάσφημα ἐφθέγγοντο ρήματα… Οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἐπηγγείλατο, ἐχθραίνειν τοῖς ἐχθροῖς».

Μήπως ἐξ αὐτῶν συμπεραίνουμε, ἐρωτᾶ, πὼς πρέπει νὰ μισήσουμε τοὺς ἀνθρώπους; Καὶ ἀπαντᾶ: Θὰ μισήσουμε «μέν, οὐκ ἐκείνους δέ, ἀλλὰ τὸ δόγμα, οὐ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὴν πονηρὰν πρᾶξιν, τὴν διεφθαρμένην γνώμην. Ὁ μὲν γὰρ ἄνθρωπος ἔργον Θεοῦ, ἡ δὲ πλάνη ἔργον τοῦ διαβόλου. Μὴ τοίνυν ἀναμίξῃς τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τοῦ διαβόλου» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς A’ πρὸς Κορινθίους v. 61, pg 282, ln 6). [Συναφὲς καὶ τὸ κείμενο τοῦ Θεοδώρητου Κύρου ποὺ γράφει: «Μισῶ μὲν τοὺς αἱρετικοὺς ὡς παρανόμους, οἰκτείρω δὲ ὡς ἀνθρώπους. Καὶ πενθεῖν μὲν αὐτοὺς διὰ τὴν φυσικὴν συμπάθειαν ἀναγκάζομαι· βδελύττομαι δὲ πάλιν αὐτοὺς διὰ τὴν πολλὴν πονηρίαν»].

Καὶ συνεχίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Δυστυχῶς ὅμως, ἐμεῖς ὄχι μόνο δὲν ἀποστρεφόμαστε τοὺς αἱρετικούς, «ἀλλὰ καὶ ὡς φίλους ἀσπαζόμεθα» καὶ ἐπὶ πλέον «μετ' αὐτῶν ἐσθίομεν καὶ πίνομεν», ἐνῶ «ὀφείλομεν» ἀπὸ τὶς εὐαγγελικὲς προτροπὲς νὰ τοὺς ἀποφεύγουμε, νὰ τοὺς ἐλέγχουμε καὶ νὰ τοὺς ἀποστομώνουμε.

Καὶ ἐπιλέγει: Ἂς μιμηθοῦμε «τὸν προφήτην, καὶ ἂς μισήσωμεν τοὺς ποιοῦντας τὰς παραβάσεις, ἵνα μὴ διὰ τῆς ἀδιαφόρου ἡμῶν κοινωνίας πρὸς αὐτοὺς συνεργοὶ τῆς παραβάσεως αὐτῶν εὑρεθῶμεν. Κατὰ πάντα γὰρ μισητέον τὴν πρὸς αὐτοὺς κοινωνίαν, ὅτι τὸ φῶς ἀποστραφέντες ἐν τῷ σκότει πορεύονται» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Εἰς τὸν 100ο Ψαλμό, [Sp.], v. 55, pg 633, ln 15).

Φαίνεται, λοιπόν, ἐδῶ καθαρά, πὼς τὸ θέμα τῆς αἱρέσεως εἶναι σοβαρότερο ἀπ’ ὅτι νομίζουν οἱ πολλοί. Δὲν πρόκειται γιὰ παράβαση ἐξ ἀδυναμίας κάποιας Ἐντολῆς, ἀλλὰ γιὰ ἀνθρώπους (κυρίως τοὺς ἡγέτες τῶν αἱρέσεων) ποὺ εἶναι συνειδητοὶ ἐχθροὶ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἐντολῶν Του, ποὺ ὑποτιμοῦν, διαστρέφουν καὶ παραβαίνουν κατάφορα τοὺς λόγους τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶπε καθαρὰ καὶ κοφτά: «Δὲν θὰ ἀλλάξετε τίποτα ἀπὸ τὶς Ἐντολές μου, οὔτε ἕνα γιῶτα ἢ μιὰ ὑπογεγραμμένη. Θὰ κρατήσετε ἀνόθευτη τὴ διδασκαλία μου ἕως τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου». Πουθενὰ δὲν εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι τὸν 21ο αἰῶνα, ποὺ οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς θὰ ἀλλάξουν καὶ ἡ ἁμαρτία θὰ πληθυνθεῖ, τότε μπορεῖτε νὰ μεταβάλλετε τὴν διδασκαλία Μου καὶ νὰ διαφοροποιήσετε τὴν θεοπαράδοτη ποιμαντικὴ πρακτική.

Δυστυχῶς ὅμως πολλοὶ ποιμένες καὶ πιστοὶ παραβλέπουν τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου.