Ορθόδοξο εγχειρίδιο διδασκαλίας του οικουμενισμού με την «ευλογία» του πατριάρχη Βαρθολομαίου

 

\                            

 

Γράφει ο Ιωάννης Λίτινας


Από τον οικουμενιστικό εκδοτικό οίκο «Regnum Books», [ο οποίος είναι μέρος του διαχριστιανικού Κέντρου Μελετών Αποστολής της Οξφόρδης (OCMS)], με την συνεργασία του Παγκοσμίου Συμβουλίου «Εκκλησιών» (ΠΣΕ), του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου «Εκκλησιών» και της μεταπατερικής Ακαδημίας του Βόλου, «λαθόν ἐτέχθη» το 2014 ένα εγχειρίδιο στην Αγγλική – ύμνος στην παναίρεση του Οικουμενισμού υπό τον τίτλο «Orthodox Handbook on Ecumenism –Resources for Theological Education» (Ορθόδοξο Εγχειρίδιο στον Οικουμενισμό – Πόροι για Θεολογική Εκπαίδευση).

Το εγχειρίδιο αυτό, περίπου 1000 (!) σελίδων, προλογίζεται ανερυθρίαστα από τον πατριάρχη Βαρθολομαίο και περιέχει χαιρετισμούς, άρθρα και μελέτες -όλα υποστηρικτικά και ευλογούντα την κατεγνωσμένη υπό των Αγίων Πατέρων παναίρεση του Οικουμενισμού- από τους: Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνάτιο, π. Αλκιβιάδη Καλύβα, π. Αυγουστίνο Μπαϊρακτάρη, π. Ιουστίνο-Ιωάννη Κεφαλούρο, Παντελή Καλαϊτζίδη, Αθανάσιο Μπασδέκη, Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Αθανάσιο Παπαθανασίου, Γεώργιο Λεμόπουλο, Στυλιανό Τσομπανίδη, Αικατερίνη Πεκρίδου, Νικόλαο Ασπρούλη, Βασιλική Σταθοκώστα, Γρηγόριο Λιάντα, κ.α.


   _

Στον πρόλογο του πατριάρχη που παραθέτουμε κατωτέρω σε μετάφραση, διακρίνεται το πνεύμα με το οποίο βλασφημείται αυτό το Πανάγιον και Πανακήρατον Σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ήτοι η Μόνη, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία ως δήθεν να αναζητά απεγνωσμένα και να απαιτεί την ένωση και κοινωνία με την πανσπερμία των αιρετικών δοξασιών ανά τον κόσμο, όπως αυτές είναι, χωρίς την αποκήρυξη των κακοδοξιών τους, «ανεξάρτητα από τις δογματικές διαφορές», μέσα από ατέρμονους (προδοτικούς ενίοτε) διαλόγους.


Για τον Βαρθολομαίο και κάθε αιρετικό οικουμενιστή το παράδειγμα και η διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων στην αντιμετώπιση των αιρέσεων είναι «πρακτικές του παρελθόντος» που πρέπει «να εγκαταλειφθούν» και οι αγώνες τους εναντίον των αιρέσεων, είναι κακές «διαμάχες του παρελθόντος» που πρέπει «να ξεπεραστούν». Η μαρτυρία δε, του ευαγγελικού μηνύματος πρέπει να είναι από κοινού με τους αιρετικούς, με στόχο πάντοτε την τελική ένωση μαζί τους, η οποία παραπλανητικώς αποκαλείται «αποκατάσταση της ενότητάς τους».

Προσπαθώντας να απενοχοποιήσει την παναίρεση ο πατριάρχης και να της προσδώσει ορθόδοξη χροιά, αποτολμά να διδάξει ότι «ο οικουμενισμός ήταν στο επίκεντρο της ποιμαντικής διακονίας της Εκκλησίας από τους πρώτους αποστολικούς χρόνους», και ούτως δεν θεωρεί την Ορθοδοξία ως τη Μία Εκκλησία, αλλά μέλος της «Εκκλησίας» στην οποία συμμετέχει μέσω του «οικουμενικού κινήματος».

Κατά την πλανεμένη πίστη που κληρονόμησε από τους προκατόχους του, οι αιρέσεις είναι εξίσου Εκκλησίες, συγγενείς και μέλη της οικογένειας του Χριστού, και θεωρούνται «συγκληρονόμοι, μέλη του ίδιου σώματος και κοινωνούς της υπόσχεσης του Θεού εν Χριστώ». Αυτό άλλωστε εσφράγισε και στη ψευδοσύνοδο της Κρήτης, 3 χρόνια μετά.

Αχόρταγος εραστής των διαλόγων, οι οποίοι μόνο προδοτικές υπογραφές ορθοδόξων έχουν να επιδείξουν ως καρπούς, παρουσιάζει αυτούς ως μια ευαγγελική υποχρέωση, απαίτηση και όραμα που αν δεν ενεργούνται τότε «αγνοούμε» ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί «τους γύρω μας» και περιορίζουμε έτσι την αόριστη «παγκόσμια αλήθεια». Αν η Ορθοδοξία δεν πραγματοποιεί συνεχώς διαλόγους είναι δείγμα ανεπίτρεπτου φόβου, «θα αποτύχει στην αποστολή της και θα πάψει να είναι η «καθολική» και «οικουμενική» Εκκλησία. Αντίθετα, θα γίνει εσωστρεφής και κλειστή στον εαυτό της, ένα «γκέτο» στο περιθώριο της ιστορίας».

Κατά τα ανωτέρω η Ορθοδοξία πάλι, χρειάζεται την εκκοσμίκευση ώστε «να ερμηνεύεται υπό το φως των υπαρξιακών αναζητήσεων και των αναγκών της ανθρωπότητας σε κάθε δεδομένη ιστορική περίοδο και πολιτισμική περίσταση»…

Και αυτά μόνο στον πρόλογο. Πόσα περισσότερα πλανεμένα υπάρχουν μέσα στις 1000 σελίδες αυτού του εγχειριδίου; Γιατί ενώ βλασφημείται η πίστη μας περί την Εκκλησία, οι ορθόδοξοι σιωπούμε;

Τι έχουμε εδώ; Μία δημοσία, διαρκή, «γυμνή τη κεφαλή» κήρυξη της παναίρεσης του Οικουμενισμού η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί πλέον από κανένα ορθόδοξο πιστό και μάλιστα από όσους εν Βορείω Ελλάδι μνημονεύουν ακόμα τον πατριάρχη αλλά και τον οικουμενιστή μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνάτιο. Ας αναλογιστούμε τι δέον γενέσθαι.

Ο πρόλογος σε μετάφραση (επισημάνσεις με έντονα δικές μας):

«Στην πρόσφατη ιστορία της Εκκλησίας, οι δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα θεωρούνται σίγουρα ως η αυγή της μιας νέας και ελπιδοφόρας περιόδου στις σχέσεις της Εκκλησίας. Οι πρωτοποριακές πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου για συμφιλίωση και συνεργασία – με κρίσιμες εγκυκλίους που δημοσιεύθηκαν το 1902, το 1904 και το 1920 – μαζί με την έκκληση της Παγκόσμιας Ιεραποστολικής Διάσκεψης του Εδιμβούργου για μια κοινή χριστιανική μαρτυρία στον κόσμο (1910), το σχηματισμό της Παγκόσμιας Συμμαχίας για την προώθηση της διεθνούς φιλίας μέσω των Εκκλησιών(1914), καθώς και οι προπαρασκευαστικές διασκέψεις των κινημάτων «Πίστη και Τάξη» και «Ζωή και Εργασία» (1920) σηματοδότησαν αξιέπαινες προσπάθειες να εγκαταλειφθούν πρακτικές του παρελθόντος και να τεθούν τα θεμέλια του οικουμενικού κινήματος. Αυτό το κίνημα έγινε αντιληπτό ως μια προσπάθεια των χριστιανικών Εκκλησιών και πολλών αφοσιωμένων χριστιανών να ξεπεράσουν τις διαμάχες του παρελθόντος και να διακρίνουν σημαντικούς παρονομαστές για την κοινή μαρτυρία των Εκκλησιών και την υπηρεσία προς τον κόσμο, προετοιμάζοντας έτσι τις συνθήκες που θα διευκόλυναν την αποκατάσταση της ενότητάς τους.

Θα πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι παρόλο που ο όρος «Οικουμενική Κίνηση»χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1920, προκειμένου να προσδιοριστεί αυτή η θετική εξέλιξη στις διεκκλησιαστικές σχέσεις, η ιδέα του Οικουμενισμού δεν αποτελεί πρόσφατη εξέλιξη στη ζωή της Εκκλησίας. Αντίθετα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο οικουμενισμός ήταν στο επίκεντρο της ποιμαντικής διακονίας της Εκκλησίας από τους πρώτους αποστολικούς χρόνους. Η Εκκλησία δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό της ως αίρεση ή ομολογία. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό της ως την αληθινή Εκκλησία του Θεού, το Σώμα του Χριστού, τη θεία παρουσία και μαρτυρία στον κόσμο. Είναι αυτή η πραγματικότητα που ορίζει τόσο την αναγκαιότητα όσο και τα όρια της δικής μας συμμετοχής στο οικουμενικό κίνημα.

Από τη μία πλευρά, βέβαια, είναι αλήθεια ότι ο σύγχρονος οικουμενισμός προέκυψε μέσα από τον προτεσταντικό κόσμο, ως το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να παρουσιάσει μια πιο συνεκτική εικόνα του Προτεσταντισμού, επιχειρώντας να επανενώσει το πλήθος των προτεσταντικών ομολογιών στη βάση μιας κοινής εκκλησιολογικής αντίληψης. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, θα ήταν εσφαλμένο να αποδώσουμε την πατρότητα του οικουμενισμού μόνο στον προτεσταντικό και αγγλικανικό κόσμο. Είναι γεγονός ότι η ιστορία του οικουμενικού κινήματος, και ειδικότερα του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών, είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με την Ορθόδοξη Εκκλησία γενικά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο ειδικότερα.

Εξάλλου, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η πρώτη συγκεκριμένη πρόταση για τη δημιουργία μιας «ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ» προήλθε από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η οποία, με τη γνωστή εγκύκλιό της του 1920, υποστήριξε ότι η κοινωνία και η συνεργασία των χριστιανικών Εκκλησιών δεν αποκλείεται από τις δογματικές διαφορές που κατά τα άλλα τις χώριζαν. Όπως τόνισε κάποτε ο W.A. Visser’t Hooft: «Η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης χτύπησε το καμπανάκι της δικής μας συνάθροισης, διότι ήταν από τις πρώτες στη σύγχρονη ιστορία που μας υπενθύμισε με την εγκύκλιό της του 1920 ότι ο κόσμος της Χριστιανοσύνης θα ήταν ανυπάκουος στο θέλημα του Κυρίου και Σωτήρα της αν δεν προσπαθούσε να εκδηλώσει στον κόσμο την ενότητα του λαού του Θεού και του Σώματος του Χριστού». Όπως σημειώθηκε στην εγκύκλιο εκείνη που απευθυνόταν «Προς τις απανταχού Εκκλησίες του Χριστού «: Η αγάπη πρέπει να αναζωπυρωθεί και να ενισχυθεί μεταξύ των Εκκλησιών, ώστε να μη θεωρούν πλέον ο ένας τον άλλον ως άγνωστο ή ξένο, αλλά ως συγγενή και μέλος της οικογένειας του Χριστού, και ως «συγκληρονόμους, μέλη του ίδιου σώματος και κοινωνούς της υπόσχεσης του Θεού εν Χριστώ».

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν πάντοτε πεπεισμένο για την ευρύτερη οικουμενική του ευθύνη στον κόσμο. Αυτή η έντονη αίσθηση της υποχρέωσης και της ηγεσίας ενώπιον των άλλων ανθρώπων και ενώπιον του Θεού έχει εμπνεύσει πολλαπλές πρωτοβουλίες, όπως οι άοκνες προσπάθειες του Πατριαρχείου για την εδραίωση της ενότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας παγκοσμίως, μια προσπάθεια που συχνά ήταν γεμάτη με εθνικές εντάσεις και πολιτικές διαιρέσεις. Πράγματι, η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις οικουμενικές συναντήσεις και ανταλλαγές χρονολογείται τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα με την αλληλογραφία «Άουσγκμπουργκ-Κωνσταντινούπολης», η οποία αποτελείτο από μια σειρά επικοινωνιών μεταξύ λουθηρανών θεολόγων από το Tübingen και του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Β’ από το 1572 έως το 1595. Αν και δεν ήταν διάλογοι με την τυπική έννοια, οι ανταλλαγές αυτές ήταν ωστόσο ενδεικτικές της γενικής φιλοσοφίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε σχέση με άλλες εκκλησίες και άλλες θρησκείες.

Η ίδια φιλοσοφία ενέπνευσε επίσης την κατ’ αρχήν ενθάρρυνσή μας για οικουμενικές συζητήσεις από αρχές του 20ου αιώνα, ενώ παράλληλα έδωσε το έναυσμα και τη βάση για πολλές διμερείς συζητήσεις με άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες. Πέρα από τις ποικίλες συζητήσεις και τις συμφωνημένες δηλώσεις μεταξύ της Ανατολικών Εκκλησιών, οι πιο αποτελεσματικοί και μέχρι σήμερα γόνιμοι από αυτούς τους θεολογικούς διαλόγους έχουν διεξαχθεί με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, την Αγγλικανική Κοινότητα και τη Λουθηρανική Παγκόσμια Ομοσπονδία. Πράγματι, ακόμη και με το κόστος πολλών δυσφημίσεων για «προδοσία» της ευαγγελικής αλήθειας, ποτέ δεν περιορίσαμε αυτές τις δεσμεύσεις μόνο στις διάφορες χριστιανικές ομολογίες. Άλλωστε, στέκοντας, όπως συμβαίνει, στο σταυροδρόμι ηπείρων, πολιτισμών και θρησκευτικών κοινοτήτων, το όραμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου αγκάλιαζε πάντοτε την ιδέα και την ευθύνη να λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ Χριστιανών, Μουσουλμάνων και Εβραίων.

Γιατί συμμετέχουμε στην οικουμενική κίνηση; Η απάντηση είναι απλή: επειδή η αποστολή και το όραμα της Εκκλησίας το απαιτούν. Η Εκκλησία δεν μπορεί να ξεφύγει από την ευθύνη και την ευκαιρία της να «δώσει απάντηση σε όλους, που μας ζητούν να δώσουμε τον λόγο για την ελπίδα που έχουμε – και να το κάνουμε αυτό με ευγένεια και σεβασμό». (Α Πέτρου 3:15) Ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, δεν έχουμε το δικαίωμα να αγνοούμε τον κόσμο γύρω μας- αυτός ο κόσμος απαιτεί την παρουσία και τη φωνή μας όπου μπορεί να ακουστεί, ακριβώς επειδή η Εκκλησία είναι ο θεματοφύλακας μιας παγκόσμιας αλήθειας, την οποία δεν έχουμε το δικαίωμα να περιορίσουμε ή να εγκλείσουμε μέσα στις ζώνες της άνεσής μας. Στην πραγματικότητα, καλούμαστε να διακηρύξουμε την πληρότητα αυτής της αλήθειας ακριβώς εκεί που αισθανόμαστε άβολα.

Για το σκοπό αυτό, λοιπόν, η Ορθοδοξία πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τον κόσμο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν φοβάται τον διάλογο, διότι η αλήθεια δεν φοβάται τον διάλογο. Αντίθετα, αν η Ορθοδοξία είναι κλεισμένη στον εαυτό της…και δεν βρίσκεται σε διάλογο με τους έξω, θα αποτύχει στην αποστολή της και θα πάψει να είναι η «καθολική» και «οικουμενική» Εκκλησία. Αντίθετα, θα γίνει εσωστρεφής και κλειστή στον εαυτό της, ένα «γκέτο» στο περιθώριο της ιστορίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν φοβήθηκαν ποτέ τον διάλογο με τον πνευματικό πολιτισμό της εποχής τους, αντίθετα καλωσόριζαν ακόμη και τον διάλογο με τους ειδωλολάτρες και τους φιλοσόφους. Είναι αυτό το πνεύμα με το οποίο επηρέασαν και μεταμόρφωσαν τον πολιτισμό της εποχής τους και μας πρόσφεραν μια πραγματικά οικουμενική Εκκλησία. Η Ορθοδοξία παραμένει πάντα σύγχρονη και οικουμενική, αρκεί να την προωθούμε με ταπεινότητα και να την ερμηνεύουμε υπό το φως των υπαρξιακών αναζητήσεων και των αναγκών της ανθρωπότητας σε κάθε δεδομένη ιστορική περίοδο και πολιτισμική περίσταση.

Σήμερα, η Ορθοδοξία καλείται να συνεχίσει αυτόν τον διάλογο με τον έξω κόσμο, προκειμένου να προσφέρει μαρτυρία και τη ζωογόνο πνοή της πίστης της. Ωστόσο, αυτός ο διάλογος δεν μπορεί να φτάσει στον έξω κόσμο αν δεν περάσει πρώτα από μέσα από όλους εκείνους που φέρουν το χριστιανικό όνομα. Και έτσι πρώτα πρέπει να συνομιλούμε ως χριστιανοί μεταξύ μας, να επιλύσουμε τις διαφορές μας, ώστε η μαρτυρία μας στον έξω κόσμο να είναι αξιόπιστη. Η προσπάθειά μας για την υπόθεση να ενωθούν όλοι οι χριστιανοί είναι η εντολή του Κυρίου μας, ο οποίος πριν από το πάθος Του προσευχήθηκε στον Πατέρα Του «όλοι [δηλαδή οι μαθητές Του] να είναι ένα, για να πιστέψει ο κόσμος ότι εσύ με απέστειλες». (Ιωάν. 17,21) Δεν είναι δυνατόν ο Κύριος να αγωνιά για την ενότητα των μαθητών Του και εμείς να μένουμε αδιάφοροι για την ενότητα όλων των χριστιανών. Αυτό θα αποτελούσε προδοσία της φιλαυτίας και παράβαση του θελήματός Του.

Για τον λόγο αυτό, χαιρετίζουμε ολόψυχα την έκδοση αυτού του Πανορθοδόξου Εγχειριδίου για τη διδασκαλία του Οικουμενισμού, το οποίο συντάσσεται στο πλαίσιο της προετοιμασίας της 10ης Γενικής Συνέλευσης του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών στο Μπουσάν της Νότιας Κορέας φέτος (σ.σ. το 2013). Είναι η θερμή προσευχή μας ότι ο τόμος αυτός θα αποκαταστήσει και θα αναζωογονήσει το οικουμενικό όραμα μεταξύ των Εκκλησιών μας και ιδιαίτερα μεταξύ της νεότερης γενιάς, η οποία καλείται να να το στηρίξουν και να το επεκτείνουν τα επόμενα χρόνια.

Οικουμενικό Πατριαρχείο, 3 Σεπτεμβρίου 2013

Μετά προσευχών δικός σας,

† BΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ
Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης
και Οικουμενικός Πατριάρχης»Το εγχειρίδιο στο πρωτότυπο :

https://evl.fi/documents/1327140/41251337/Orthodox_Handbook_on_Ecumenism-Watermarked.pdf/3a95c2a2-7ca9-a6fa-cb9b-8325ba2be337

Πηγη