Μνημη αγίου Αμβροσίου, του "των αιρέσεων την πλάνην αδιαλείπτως στηλιτεύοντος".

                     

                                            

Εναι γνωστή, π τν βίο το γίου,  δυναμική του στάση πέναντι στν πανίσχυρο ατοκράτορα Μεγάλο Θεοδόσιο. ταν  ατοκράτορας θέλησε νεσέλθει στν κκλησία,  γιος τν μπόδισε, θυμίζοντάς του τι μ διαταγή του φονεύθηκαν στν Θεσσαλονίκη χιλιάδες νθρωποι!

«Τὸν εὐσεβῆ Βασιλέα, ἡμαρτηκότα ποτέ, ὡς τὸν Δαυΐδ ὁ Νάθαν, παρρησίᾳ ἐλέγξας, Ἀμβρόσιε παμμάκαρ, τοῦτον σαφῶς, ἀφορισμῷ καθυπέβαλες, καὶ μετανοίᾳ παιδεύσας θεοπρεπῶς, συνηρίθμησας τῇ Ποίμνῃ σου» (Ὄρθρος ἑορτῆς).

Ο περισσότεροι μως γνοομε τος γνες του κατ τν αρετικν ρειανν, οποες πραν μεγάλες διαστάσεις, γιατί  αρεση ατ κατάφερε ν ποκτήσει ρκετος παδος στ Μεδιόλανα κα ν εσχωρήσει μέσα στ βασιλικ νάκτορα.

Συγκεκριμένα,  χήρα του Οαλεντινιανο Α΄ δν δίσταζε ν ραδιουργε ναντίον το γίου μβροσίου χοντας ς πειθήνιο ργανο τν γιό της Οαλεντινιαν Β΄. ουστίνη, λοιπόν, ζήτησε ρχικ να μικρ να π τν πίσκοπο μβρόσιο γι ντν χρησιμοποιον ο ρειανοί (τ 385 μ.Χ.), λλ’  γιος ντιστάθηκε λέγοντας: «Στν ατοκράτορα νήκουν τ παλάτια, στν ερέα ο ναοί».

ργότερα πανλθε στ ατημά της γι παραχώρηση Ναο στος αρετικούς· νς Ναο πο βρισκόταν ξω π τν πόλη.  γιος μβρόσιος, θεωρώντας τν παραχώρηση Ναο «καταπρόδοσιν τν καθηκόντων του κα τς ρθοδοξίας», μεινε κα πάλι πτόητος κα κλόνητος. «ταν  σεβς βασιλες χαάβ, πήντησε, ζήτησεν π τν Ναβουθν ν παραδώση ες ατν τν κ πατρικς κληρονομις μπελνα,  Ναβουθν ρνήθη· ρνομαι, προσέθηκε, νπαραδώσω κα γ τν κληρονομίαν το Χριστο, τν κληρονομίαν τν πατέρων μου... “τ το καίσαρος τ καίσαρι κα τ το Θεο τ Θε”».

  λλ’  ατοκράτορας στειλε στρατιτες, γι ν συλλάβουν τν «πειθ κατίθασο πίσκοπο κα ν καταλάβουν δι τς βίας τν ναό.  μβρόσιος μως μεινεν πτόητος· καθ’  ν χρόνον ο στρατιώται περιεκύκλωναν τν ναόν, ατς γαληνιαος ξηκολούθει τ κήρυγμά του, συστήσας ες τ κκλησίασμα, τ τοιμον νπροστατεύση τν πίσκοπόν του, ν μ προβάλη ντίστασιν πρς ποφυγν αματοχυσίας. “Δν λθαμε στν να επε, γι ν πολεμήσουμε, λλ γι νπροσευχηθομε.Θ προσευχηθομε, χωρς ν φοβηθομε”.

»Τοιαύτη μως το  γοητεία, τοιοτον τ θικόν του κρος κα  πιβολή, στε μέρος μν τν στρατιωτν, ταν ντικρυσε τν πίσκοπον, ρνήθη να συμμορφωθπρς τς διαταγς το ατοκράτορος».

 τσι  ατοκράτορας φοβούμενος μι πανά-σταση το λαονακάλεσε τν διαταγήν του.

 γιος χοντας  διος τν μπειρία τς καθαρότητας πο προκαλε στν καρδία τν πιστν  παρουσία σ’ ατν το γίου Πνεύματος, γνώριζε τ ποτελέσματα πο θ εχε  παραχώρηση το μικρο ναο στος ρειανούς, ο ποοι ρνονταν τ ποκεκαλυμμένα δόγματα. Γι’ ατ λοιπν κα ντιστάθηκε θαρραλέα. κόμα κα ταν το σύστησαν ν φύγει πάντησε τι δν συνηθίζει ν γκαταλείπει τ ποίμνιό του. Τέλος  ατοκράτορας ποχώρησε κα  ρθοδοξία περίσχυσε.

•••

Διαβάζοντας τ τροπάρια το σπερινο κα το ρθρου διαπιστώνουμε τι μία π τς προτεραιότητες το γίου ταν  σθεναρς γώνας κατ τν αρετικν. Δν μεινε παθής, δίβουλος  ποχωρητικς ναντι τν αρετικν, πως δυστυχς κάνουν σήμερα (σχεδν στ σύνολό τους)  ο πίσκοποι κα ο γέροντες, λλνημέρωνε τος πιστος γι τν αρεση κα νέτρεπε μ τν μάχαιρα το Πνεύματος τ αρετικ φληναφήματα.

τσι  γιος «ερωσνης, τος πλοις στομομενος, κα θείᾳ δξ τν νον λλαμπμενος, ς μχαιρα πιστν στιλβωμνη τ θρση τν αρσεων, τμητικς συνέκοπτε, τν αρετιζντων δ, κατέκλυζε τς φρνας. θεν τν βλσφημον ρεου γλωσσαλγαν, ναπεμρανε, το Πνεματος δυνμει..., ρεου τν πλνην, πσαν πημαρωσε, τ φγγει τν λγων του».

Σ λλα τροπάρια διαβάζουμε:

«Πανσφοις κα ερος σου δγμασι, τν ρειφρονα, ποδιξας λμην ς ποιμν, π χλην πομανας, ρθοδοξας Πνσοφε, τ λογικ σου πστει θρμματα» κα τσι «τς διανοας τν πιστν καταρδεεις..., πιστος πεστριξας κα πστους πστρεψας». Σ δέ, πάτερ μβρόσιε, δείχθης «κκλησας φωταγωγς κα στλη τν δογμτων, αρσεων τν πλνην, διαλεπτως στηλιτεουσα».

•••

Τέλος, ν σημειώσουμε τι  γιος μβρόσιος συνέταξε κα τν μνον “Σμνομεν, Σ ελογομεν, Σο εχαριστομεν, Κύριε, κα δεόμεθά σου ὁ Θες μν”,  ποος ψάλει γι πρώτη φορ κατ τν βάπτισιν το εροῦ Αγουστίνου.  Πρόκειται γι να μεγαλούργημα λιγόλογον “χωρς φιλολογικστολίδια κα πτωχν ες λέξεις μεγαλοπρεπες, λλ’ ν τ φελεί του ς λλη πτάχρους ρις παντα περιλαμβάνον τ εδη τν προσευχν –ανον, ελογίαν, εχαριστίαν, δέησιν– κα πάσας ξεικονίζον τς στάσεις τς ψυχς νώπιον τοΠοιητο ατς”».

Νά κλείσουμε μ τ Κοντάκιον τς ορτς:

«Θείοις δόγμασι περιαστράπτων, ἀπημαύρωσας Ἀρείου πλάνην, ἱερομύστα καὶ ποιμὴν Ἀμβρόσιε· θαυματουργῶν δὲ δυνάμει τοῦ Πνεύματος, πάθη ποικίλα σαφῶς ἐθεράπευσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».

 

 Πηγή