Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τὸν ὁποῖον τιμοῦμε ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν μιμούμαστε, χρησιμοποιεῖ τὸ γνωστὸ κείμενο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, γιὰ νὰ συνηγορήσει στὴν θέση ὅτι ἀπαιτεῖται ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες ποιμένες.
Καὶ προτρέπει νὰ φεύγουμε ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες, ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχει ἐπίσημα καταδικασθεῖ ἡ αἵρεσή τους, καὶ ἄρα δὲν εἶναι γνωστή στοὺς πολλούς. Δὲν προτρέπει, ὅμως, νὰ φεύγουμε καὶ ἀπὸ τοὺς ποιμένες ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀνέχεται ἀκόμα (παρὰ τὴν ἀκάθαρτη ζωή τους) ἢ γιατὶ δὲν τοὺς γνωρίζει, ἢ γιατὶ δὲν ἔχει στοιχεῖα γιὰ νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ λειτούργημά τους.
Ἀπὸ αὐτοὺς ἂς μὴ φεύγουμε, διότι καὶ εὔκολα διακρίνονται τὰ «κακὰ ἤθη», ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ τὰ διαπράττει, φοβούμενος μὴν ἀποκαλυφθεῖ, φυλάγεται καὶ ἀποφεύγει νὰ τὰ διδάξει. (Πολλὲς φορὲς δέ, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ συγχρόνους ποιμένες μὲ κακὴ συμπεριφορά, γνωστὴ ἀνὰ τὸ Πανελλήνιο, ὄχι μόνο δὲν διδάσκουν δημόσια τὴν κακία τους, ἀλλὰ (γιὰ νὰ τὴν κρύψουν) κατακεραυνώνουν ἐκείνους, ποὺ ἔχουν τὸ ἴδιο μὲ αὐτοὺς πάθος!).
Ἀντίθετα, ὅταν πρόκειται περὶ κακοδόξων αἱρετικῶν (ὅπως οἱ Οἰκουμενιστὲς στὶς ἡμέρες μας), τότε ὁ Ἅγιος διδάσκει νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπ’ αὐτούς. Ἴσως ἔτσι, βοηθήσουμε καὶ ἄλλους νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν αἵρεση, ἀφοῦ ὁ συνειδητὰ κακόδοξος τὴν σπέρνει μὲ πονηρία, παρουσιάζοντάς την, μὲ τὸν τρόπο του, ὡς ὀρθὴ καὶ εὐαγγελικὴ διδασκαλία, καὶ ὡς δόλιος ποὺ εἶναι, δὲν πρόκειται νὰ σταματήσει νὰ τὴν διδάσκει.
Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ
«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε.
Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον
ἀποδώσοντες, ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι, καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ
ὑμῖν τοῦτο.
Τί οὖν φησιν; ἂν πονηρὸς ᾖ, πειθώμεθα; πονηρὸς πῶς
λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φύγε αὐτόν, καὶ
παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος
ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών. Εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου...
Ἔχουσι, φησί, τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ βίου εἰσὶν ἀκαθάρτου.
Ἀλλὰ μὴ τῷ βίῳ, ἀλλὰ τοῖς λόγοις προσέχετε. Τῶν μὲν γὰρ ἠθῶν ἕνεκεν οὐδεὶς ἂν
βλαβείη. Τί δήποτε; ὅτι καὶ δῆλα πᾶσίν ἐστιν, καὶ οὐδὲ αὐτός, κἂν μυριάκις ᾖ
πονηρός, πονηρὰ διδάξει ποτέ.
Πίστεως δὲ ἕνεκεν, οὔτε δῆλόν ἐστι πᾶσιν, ὅ τε πονηρὸς
οὐ παραιτήσεται διδάσκειν.
Ἐπεὶ καὶ τό, Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε, περὶ
βίου ἐστίν, οὐ περὶ πίστεως. Τὸ γοῦν ἐπαγόμενον, τοῦτο δηλοῖ. Τί
βλέπεις, φησίν, τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου,
τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς; Πάντα οὖν ὅσα ἂν λέγωσιν ὑμῖν,
ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε. Ὁρᾷς ὅτι οὐ περὶ δογμάτων ἐστίν,
ἀλλὰ περὶ βίου καὶ ἔργων. Ἀλλὰ ὁ Παῦλος πρότερον συνέστησεν αὐτούς, καὶ τότε
φησίν, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε.
(Ἁγ.
Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ὑπόμνημα Εἰς τὴν Ἐπιστολὴν πρὸς Ἑβραίους, T.L.G., v. 95, p. 441, l. t1).