Το σαράκι της φιλαρχίας ποὺ κατατρώγει τὴν Ἐκκλησία

 φιλαρχία:

Τ χαρακτηριστικ τν νόθων κα παρανόμων ερέων, τν νάξιων δι τν ποστολή τους.



Το δαμάντιου Τσακίρογλου


Στς μέρες τς πικράτησης τς αρέσεως πο ζομε  φιλαρχία ποτελε σως —δίπλα στν ωσφορικ παρση, στν φιλαργυρία κα στν γωϊσμό— τν πι μεγάλη πληγ στν κκλησία μας. Πουθεν λλο κα σ κανέναν λλο χρο  φιλαρχία δν εναι τόσο φοβερ κα καταστροφικὴ μαρτία, πως στν χρο τς κκλησίας. ταν πικρατε, διώχνει π τος πιστος τν γάπη καὶ τν μόνοια, κα μαζ μ ατς τν λήθεια κα τν πίστη. Στν θέση τους νθρονίζεται κάθε εδους σχίσμα, διαίρεση κα κακό, πως τ βιώνουμε σήμερα. Κα πως επε  γιος ουστνος Πόποβιτς:

« κκλησία κυβερνται μ τν γάπη κα μ τν λήθεια.  μεγαλύτερος διακονε μ γάπη τν μικρότερο.  πρεσβύτερος εναι πηρέτης λων, πάντα κατ τ παράδειγμα το παν-τέλειου Κυρίου ησο πο δν ρθε στ γήϊνο κόσμο μας ”διακονηθναι, λλ διακονσαι κα δοναι τν ψυχν ατο λτρον ντ πολλν” (Ματθ. Κ’, 26-28). Ατ διακρίνει τν κκλησία π’ λες τς ργανώσεις το κόσμου. Ατ εναι πο τν κάνει χι ατο το κόσμου κα πο δείχνει τι εναι λη π’ τν λλον κόσμο, π’ τν κόσμο τς θεϊκς γάπης κα τς λήθειας το Χριστο» (π. ουστίνου Πόποβιτς, ρμηνεία τν πιστολν το γίου ωάννου το Θεολόγου, κδόσεις ν Πλ).

 Κύριος επε στος Μαθητές του: «οδατε τι ο ρχοντες τν θνν κατακυριεουσιν ατν κα ο μεγλοι κατεξουσιζουσιν ατν. Οχ οτως σται ν μν, λλ᾿ ς ἐὰν θλ ν μν μγας γενσθαι, σται μν δικονος, κα ς ἐὰν θλ ν μν εναι πρτος, σται μν δολος» (Ματθ. κ΄ 25) κα «μες δ μ κληθτε αββί· ες γρ μν στιν  διδάσκαλος, Χριστός· πάντες δ μες δελφοί στε» (Ματθ. κγ΄ 8).

ντ ατο μως ο σημερινο ταγο κατέστησαν τν κκλησία, κατ τ παπικ πρότυπο, ναν νθρωποκεντρικ κοινωνικ ργανισμό θικο χαρακτρα, μ στιβαρ σύστημα διοικήσεως, στν ποο ρχηγς τς κκλησίας δέν εναι πι  Χριστός, λλ  κάστοτε μαρτωλός, τελς ρασοφόρος νθρωπος, π τν Πατριάρχη μέχρι τν πλ μοναχό, νάλογα τν τομέα πο πικρατε.

τσι  κκλησία δν χει πι ς ποστολ τν σωτηρία κα τν παλλαγ το νθρώπου π τν πεπτωκυα φύση, τ πάθη κα τς μαρτίες του. Ερκε λλη ποστολή: Νά πεκτείνεται σν μία γκόσμια ατοδιοίκητη κα ατόνομη ργάνωση,  ποία εναι ποδεσμευμένη π τος κρατικος νόμους —λλ κα τος διους τος κκλησιαστικούς, . Κανόνες κα τν . Παράδοση— κα  ποία γιὰ ατ τ προνόμια κα τν ξουσία πο πολαμβάνει συνεργάζεται μ τος σχυρος τς γς.

Ο δ ταγο της μ πρωτοπόρους τος Πατριάρχες κα ρχι-πισκόπους κατορθώνουν μ τ κλασσικμέσα ξουσίας, χρμα, ξιώματα, προαγωγές, πόδοση φφικίων κα παρασήμων, διπλωματίες, πειλς κα ψυχολογικς πιβαρύνσεις, ν κβιάζουν συνειδήσεις, ν παραπλανον τος φελες, νὰ ποστομώνουν τος δαες, ν φιμώνουν τος ερισκομένους ν νάγκ, νά πόσχονται εημερία στούς πτωχούς καί στέγους, ν ο διοι κυκλοφορον μ λιμουζνες, μένουν σ πολυτελες κατοικίες (σημάδι ξουσίας κα δύναμης), διεκδικον πρωτοκαθεδρίες σ κδηλώσεις κα στιάσεις,  κα διαφορον παντελς πς θά σταθον νώπιον το Βήματος το Χριστοντας μακρι πό τήν διδασκαλία Του.

Γι τν γιο ωάννη τν Χρυσόστομο  γάπη το πρωτείου ποτελε εδωλολατρεία (ες Ματθ. 65, 4, PG 58, 622), δημιουργε παραισθήσεις κα λλάζει τν σωτερικ κόσμο κα κατ τν Μ. Βασίλειο φιλαρχία δηγε σ μσος κατ τν καλυτέρων κα γενικ κατ σων δν τ ναγνωρίζουν (ες Ψαλμ. 33, 14, PG 29, 385b). Ο φίλαρχοι ρασοφόροι τότε ρνονται τος λλους, ρνονται τν διάλογο, ρνονται τν διόρθωση σ τυχν λάθη τους κα γι’ ατ στ τέλος φτάνουν στ σημεο ν πολεμον τν δια τν κκλησία.

Ατς ο διαπιστώσεις δν περιορίζονται, δυστυχς, μόνο στος οκουμενιστές, ο ποοι πιζητον κα μείβονται μ πρωτεα κα ξουσίες γι τν ποστήριξη τν προγραμμάτων τς παγκοσμίου πολιτικς κα θρησκευτικς ρχς κα ζητον τν νότητα τν «κκλησιν» διεκδικώντας ὁ καθένας γι τν αυτό του τ δικό του κομμάτι π τν πίτα. σχύουν κα γι τος ντιδροντες στν αρεση (μ λίγες δυστυχῶς λαμπρς ξαιρέσεις), ο ποοι διεκδικοντες τν πρώτη θέση στν ντιαιρετικὸ γνα, καταπατον κι ατο τος λόγους το Κυρίου, διασπον, σκανδαλίζουν, διαιρον καὶ ποδυναμώνουν τς ντιδράσεις δυναμώνοντας (πως νομίζουν) παράλληλα τν προσωπική τους αγλη κα θέση. τσι ντ  καθένας π ατος ν «εναι πηρέτης λων, πάντα κατ τὸ παράδειγμα το παντέλειου Κυρίου ησο πο δν ρθε στ γήϊνο κόσμο μας ”διακονηθναι, λλὰ διακονσαι κα δοναι τν ψυχν ατο λτρον ντ πολλν”, προβάλλουν τίτλους κα ξιώματα, οκειοποιονται μπειρίες κα χαρίσματα λλων, πιζητον μορφς παρουσίασης μ μεγάλο ντίκτυπο, θέλουν πρωτοκαθεδρίες, κολακεες τύπου: κορυφ στν παγκόσμια θεολογία, κλεκτς το Θεο νέος Μρκος  Εγενικός, παγκόσμια μορφή, καδημαϊκς δάσκαλος, γιορείτης πατέρας κλπ.

Παράλληλα μως κατηγορον, συκοφαντον, καταδικάζουν σους δν ποτάσσονται διακρίτως στ«πρωτεο» τους. Ατο χουν μεγαλύτερη εθύνη π τος αρετικούς, διότι ποτίθεται τι πολεμον γι τν λήθεια.

Κα γι ν μν κατηγορηθ τι  περβάλλω, ς διαβάσουμε μερικ παραδείγματα γι νὰ καταλάβουμε ποιά τεράστια πόσταση χωρίζει τν κκλησία μας π τος σημερινος τραγικος ντιπροσωπους της, τος μν κα τος δέ.

Γράφει  γιος Γρηγόριος  Θεολόγος γι τν Μ. θανάσιο:

«φο μως  νάρρησις το θανασίου ες τν θρόνον γίνεται μ ατν τν τρόπον, μοια σκεῖ κα τν ρχήν. Δν παίρνει τν θρόνον ες τν κατοχήν του, πως ατο πο ρπάζουν μίαν ξουσίαν  μίαν προσδόκητον κληρονομίαν κα ν΄ ρχίση μέσως ν λαζονεύεται π κανοποίησιν. Ατὴ εναι συμπεριφορ τν νόθων κα παρανόμων ερέων, τν νάξιων δι τν ποστολή τους. Ατο δν χουν προσφέρει τίποτα π πρωτύτερα ες τν ερωσύνην, μήτε χουν ταλαιπωρηθῆ π πρωτύτερα δι τν ρετήν, τν δίαν ραν στόσο ποδεικνύονται μαθητα καὶ διδάσκαλοι τς εσεβείας κα πρωτο ξαγνισθον, ξαγνίζουν. ερόσυλοι χθές, ερες σήμερα, μακρυ π τν κύκλον τν χριστιανν χθς κα σήμερα μυσταγωγο τς πίστεως, παλαιο ες τν κακίαν κα λότελα βρέφη ες τν εσέβειαν.

Τοτο εναι ποτέλεσμα τς νθρωπίνης ενοίας κα χι τς χάριτος το Πνεύματος. Ατο ταν κακοποιήσουν τ πάντα, κακοποιον ες τ τέλος κα τν εσέβειαν. Ες ατος δν πιστοποιε τρόπος τ ξίωμα, λλ τ ξίωμα τν τρόπον, μ ριζικς νατροπς τς φυσικς σειρς. Ο πιὸ πολλο πρέπει ν ποδίδουν τν θυσίαν δι τν αυτόν τους κα χι δι τ γνοήματα τοῦ λαο. Κα πωσδήποτε διαπράττουν τν μίαν π τς δύο μαρτίας πειδ χουν νάγκη οἱ διοι π συγχώρησιν, συγχωρον χωρς μέτρον, στε ν μν ναστέλλεται  κακία κα ν μὴ διαφωτίζεται  λαός,  μ τν τραχύτητα τς ρχς των συγκαλύπτουν τ δικά των σφάλματα.

Τίποτε π ατ κενος. βλεπε πρς τ νω μ τ ργα του, ταν μως ταπεινς ες τ φρόνημα. πλησίαστος ες τν ρετήν, πολ προσιτς μως ν τν συναντήσης. Πράος, χωρς θυμούς, συμπονετικός, γλυκς ες τν λόγον κα γλυκύτερος ες τν τρόπον, γγελικς ες τν μορφήν, γγελικότερος ες τν ψυχήν. Γαλήνιος, ταν πιτιμοσε, παιδαγωγοσε μ τν παινον· κανένα π τ δύο μέσα διορθώσεως δν κατέστρεφε μ τν περβολήν.  πίπληξή του ταν πατρικ κα  παινός του συγκρατημένος.  πιότης δν γίνετο δυναμία μήτε αστηρότης κακίαλλ τ πρτον μενε ες τν πιείκειαν κα τ δεύτερον ες τν φρόνησιν, κατ δύο συνιστοσαν τν χριστιανικν φιλοσοφίαν. λάχιστα χρειάζετο τν ράβδον το ξ ατίας τοῦ λόγου του κα κόμη λιγώτερον τν ποκοπν το πιστο, λόγω τς ράβδου πο κτυποσεν σο χρειάζετο» (Γρηγορίου Θεολόγου, Ες τν Μ. θανάσιον, ργα 6 (Λόγοι), κδ. “Γρηγόριος ὁ Παλαμς”, σ. 51).

 πατρολόγος Στυλιανς Παπαδόπουλος κάνει στν πέροχη βιογραφία το Μ. Βασιλείου « ζωὴ νς Μεγάλου» στν σελ. 234 μία σημαντικ διαπίστωση:

« λαός, ο πιστοί, σοι δν εχαν εδικ εθύνη στν κκλησία, δειχναν τυφλ μπιστοσύνη στὸ Βασίλειο. Κα πς ν μν εχαν, φο ατ τος βοήθησε ν ασθανθον βεβαιότητα γι τν αυτό τους κα τν πίστη τους.  πλς πιστς εναι στ σημεο τοτο πόλυτα ελικρινς κα διαδηλώνει τν εγνωμοσύνη του (σσ.  πλς λας διακρίνει ποιός εναι φίλαρχος κα ποιός ταπεινός: ατς πο τν βοηθάει ν ποκτήσει σιγουρι κα ατοπεποίθηση στν γνα του γι τν πίστη κα χι ατς πο ζητάει πακος σ βάρος κα το πιστο λλ κα τς πίστεως). ντίθετα μ ,τι μπορεῖ ν συμβε μ κάποιον πο χει εθύνη κα εδικ θέση στν κκλησία. Ατς δύσκολα ναγνωρίζει τν πνευματικ βοήθεια... Γι’ ατ εναι δύσκολο νας νθρωπος μ κάποια θέση ν ναγνωρίζει νώτερό του κάποιον πο χει πίσης θέση, λλ προπάντων περισσότερο πνεμα».

Κα στν σελ. 303 τονίζει ποιός εναι πρτος στν κκλησία:

«Τ πρωτεο λοιπόν, στν κκλησία πάρχει, δν θ μποροσε ν μν πάρχει. λλ τ χει ποιος γαπάει περισσότερο τν κκλησία, ποιος παθαίνει γι’ ατν κα ποιος φωτίζεται περισσότερο π τν Θεό. Ατ εναι τ σημάδια το πρωτείου κα ατ εναι τ νόημα του... ν περιορίσουμε τ πρωτεο τς λήθειας σ κάποιο τόπο σ μι πισκοπή περιορίζουμε βλάσφημα τ γιο Πνεμα κα προδίδουμε τν κκλησία.. λλιώτικο πρωτεο στν κκλησία δν πάρχει. Τ πόλοιπα εναι νθρώπινα κατασκευάσματα». (Κι μως κάποιοι πατέρες τὰ περιορίζουν στν π.χ. Κων/πολη, γιον ρος, Γατζέα κλπ.,  σ πρόσωπα πρωτοπρεσβυτέρων ἢ πισκόπων π.χ. Θεσσαλονίκης, Πειραις, Ναυπάκτου κλπ.).

Τ γεροντικό, μς διδάσκει: «Προτιμότερη εναι  πτώση μ ταπεινοφροσύνη, παρ νίκη μὲ περηφάνεια»· κα  πρτος τν εραποστόλων κα νεομαρτύρων γ. Κοσμς  Ατωλός, στς διδαχές του λεγε: «Κα χι μόνο δν εμαι ξιος ν σς διδάξω, λλ μήτε τ ποδάρια σας νφιλήσω. Διότι  καθένας π λόγους σας εναι τιμιώτερος π’ λον τν κόσμον. Πρέπει δ νὰ ξεύρετε κα  εγένειά σας διά λόγου μου, τ ξεύρω, πς λλοι σς λέγουν λλα, μως ν σως κα θέλετε ν μάθετε τν πάσαν λήθειαν, γ σς τν λέγω».

λλ τόσοι κα τόσοι γιοι κα πνευματικο νθρωποι πο δν θέλησαν ξουσίες λλ παρέμειναν πλο μαχητς τς πίστεως ποτασσόμενοι σ λλους, κόμα κα ν τος δικοσαν, δόξασαν καὶ προστάτευσαν τν κκλησία.

Ποιός σύγχρονος ντιοικουμενιστς ερέας, πίσκοπος, πρωτοπρεσβύτερος, πρεσβύτερος, διάκονος, γούμενος, ερομόναχος, μοναχός  –κτς κάποιων λαχίστων λαμπρν ξαιρέσεων–  θυσίασε τς προσωπικές του προσδοκίες κα πιθυμίες στν βωμ τς νότητας γι τν γνα ναντίον τς αρέσεως; Ποιός προέβαλε τ κορμί του γι ατν τν ναί, πλανεμένο, ναί, κατήχητο, ναί, δειλό λλ κα πονεμένο, γκαταλελειμμένο, προδομένο λα το Θεο;

 γνας ατ τν στιγμ φαίνεται ν μένει στάσιμος αρεση προχωράει κα θηριεύει κα οἱ περισσότεροι ρασοφόροι, ζητον πισκοπές, πρωτεα περοχς κα αθεντίας, μφανίζονται σ ΜΜΕ, βγάζουν λόγους, γεμάτους τέχνη κα γνώσεις λλ χωρς πρακτικ ντίκρυσμα. Εσεβολογον καὶ παράλληλα σεβον, μιλον γι τ καθήκοντα τν λλων κα ξεχνον τ δικά τους τρομερὰ καθήκοντα, πολεμον κα παράλληλα συμμαχον, καταδεικνύουν κα παράλληλα κοινωνον, πιζητον μαρτύριο κα παράλληλα τιμές, μιλον γι τν ρθοδοξία κα περιορίζονται στν σφάλεια το κάστοτε κύκλου, θελοτυφλον κα κωφεύουν.

ς ξαναθυμηθομε τώρα στν καιρὸ τς νηστείαςν τυχν τ ξεχάσαμε, κα ς ταπεινωθομε κα ς νανήψουμε:

«Κύριε κα Δέσποτα τς ζως μου, πνεμα ργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, κα ργολογίας μή μοι δς. Πνεμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, πομονς κα γάπης χάρισαί μοι τ σ δούλ. Ναί, Κύριε Βασιλε, δώρησαί μοι το ράν τ μὰ πταίσματα, κα μὴ κατακρίνειν τὸν δελφόν μου, τι ελογητς ε ες τος αἰῶνας τν αώνων. Αμήν».

δαμάντιος Τσακίρογλου