Τοῦ Ἀδαμαντίου
Τσακίρογλου
Ἕνα νέο θέμα -δυστυχῶς μέσα σὲ τόσα ἄλλα- ποὺ ἀπασχολεῖ πιὰ τοὺς ἀνθρώπους
καὶ δὲν ἔχει λάβει (θεολογικά) τὶς σωστὲς διαστάσεις του εἶναι τὸ θέμα τὶς ἐντομοφαγίας.
Κατ’ ἀρχὴν πρέπει νὰ τονίσω ὅτι δὲν εἶμαι οὔτε κατὰ διάνοια ὑπὲρ τῆς ἐντομοφαγίας
καὶ θεωρῶ ὄχι ἀθώα τὴν στιγμὴ εἰσαγωγῆς της στὴν ἤδη περίπλοκη ζωή μας. Ὅμως
διαβάζοντας σχόλια ὅτι ἡ ἐντομοφαγία ἀποτελεῖ σχέδιο ἀντιχριστιανικῶν κύκλων
μέχρι καὶ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ θεώρησα σωστὸ νὰ ἑρευνήσω μὲ τὶς μικρές μου δυνάμεις
θεολογικὰ τὸ θέμα.
Αὐτὰ ποὺ ἀνακάλυψα καὶ ὑπο τὴν προϋπόθεση ὅτι ὅλοι μας ὑπηρετοῦμε καὶ ὑπερασπιζόμαστε τὴν Μία Ἀλήθεια μὲ σπρώχνουν νὰ ρωτήσω σχετικὰ μὲ τὴν ἐντομοφαγία τοὺς θεολογικὰ εἰδικούς: Τοὺς ἐπισκόπους, ἱερεῖς καὶ θεολόγους, ἐλπίζοντας ὅτι πρὸς ὄφελος τοῦ ποιμνίου θὰ ἀπαντήσουν.
Παρακαλῶ τὸν ἀναγνώστη νὰ διαβάσει στὴν ἀρχὴ ὅσες σχετικὲς μὲ τὸ θέμα ἁγιογραφικὲς ἀναφορὲς ἀνακάλυψα, τὰ συμπεράσματα ποὺ βγάζω καὶ μετὰ τὸ ἐρώτημά μου. Στὶς ἀνακαλύψεις μου δὲν θὰ ἀναπτύξω τὴν διαπίστωση, ὅτι οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι ἔτρωγαν καὶ θεωροῦσαν μάλιστα λιχουδιὰ τὶς ἀκρίδες καὶ τὰ τζιτζίκια, ὅπω μᾶς μαρτυρεῖ ὁ Ἀριστοφάνης (“Ανάγυρος”, ἀπόσπασμα 53 «ἤσθιον καὶ τέττιγας καὶ κερκώπας ἀναστομώσεως χάριν») καὶ ὁ Ἀριστοτέλης («τῶν περὶ τὰ ζῶα ἱστοριῶν», {Ε’ – 556b}. «καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἡδίους οἱ ἅρρενες, μετὰ δὲ τὴν ὀχείαν αἱ θήλειαι»). Μάλιστα Ἕλληνες καὶ Ρωμαῖοι ἔτρωγαν σοῦπες ἀπὸ σκαθάρια (κυρώς πασχαλίτσες). Θεολογικὰ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει. Θεολογικὰ σημαντικὸ εἶναι γιὰ ἐμᾶς μόνο τὸ ἑξῆς:
Δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πατερικὴ ἢ ἐκκλησιαστικὴ ἐντολὴ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἢ
Ρωμαίους ποὺ τότε βαπτίσθηκαν νὰ ἀλλάξουν διατροφή.
Ὅμως ἀκόμα πιὸ σημαντικὲς εἶναι οἱ παρακάτω ἁγιογραφικὲς ἀναφορές:
Στὸ θεόπνευστο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «Λευιτικόν» τὸ 3ο βιβλίο
τῆς Πεντατεύχου, διαβάζουμε (11, 22):
«καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτῶν· τὸν βροῦχον καὶ τὰ
ὅμοια αὐτῷ καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ ὀφιομάχην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ
τὴν ἀκρίδα καὶ τὰ ὅμοια αὐτῇ: ἀπὸ
τὶς ἀκρίδες μπορεῖτε νὰ τρῶτε τὰ ἑξῆς εἴδη· Τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια
μὲ αὐτόν, τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια πρὸς αὐτόν, τὸν ὀφιομάχην καὶ τὰ ὅμοια πρὸς
αὐτόν, τὴν κυρίως ἀκρίδα καὶ τὰ ὅμοια πρὸς αὐτήν».
Συμπέρασμα: Θὰ ἔδινε ὁ Θεὸς ἄδεια στὸν λαό Του νὰ τρώει κάτι ἀντίθεο ἢ ἀκάθαρτο
ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀκόμα καὶ τὸν χοῖρο καὶ τὰ θαλασσινά (γαρίδες, μύδια κλπ.) τοῦ
ἀπαγόρεψε; Φυσικὰ ὄχι. Καὶ φυσικὰ σήμερα θὰ ποῦμε, ὅτι αὐτὰ δὲν ἰσχύουν ἀπὸ τὸν
ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ μετά. Γιατὶ ὅμως τὰ ἐπέβαλε τότε ὁ Θεός; Γιατί ὄχι μετὰ
τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου; Τί ἰσχύει;
Γιὰ ὅλα αὐτὰ μᾶς ἀπαντάει ὁ μέγιστος Παῦλος :
«Πρὸ δὲ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα
συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς
ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν» (Γαλ. 3: 24, 25).
Ὁ Νόμος λοιπόν, μᾶς φρουροῦσε καὶ μᾶς προετοίμασε νὰ ποθήσουμε, νὰ δεχθοῦμε τὸν
Χριστὸ καὶ νὰ δικαιωθοῦμε). Ἄρα καὶ ἡ βρώση ἀκριδῶν καὶ ὁμοίων ἐντόμων ἦταν στὰ
πλαίσια τῆς προετοιμασίας καὶ ἐπιτρεπτή. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἡ πληροφορία ὅτι ὁ ἅγ.
Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔτρωγε ἀκρίδες καὶ μέλι, μᾶλλον πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ
κυριολεκτικά.
Τί μᾶς λέει ὅμως ἡ Αγία Γραφὴ γιὰ τὴν βρώση τῶν Χριστιανῶν καὶ τοὺς Κανόνες
της μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας:
«οὐδέν ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν ὃ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι, ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενά
ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον» (Μάρκ. 7, 15). Ὁ Κύριος μᾶς λέει: Τίποτα
ἀπ’ ὅσα εἰσέρχονται ἀπ' ἔξω ὡς τροφὴ στὸν ἄνθρωπον δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπον
βέβηλον καὶ ἀκάθαρτον ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Συμπέρασμα: Τίποτα σημαίνει
τίποτα, ἄρα καὶ ἡ ἐντομοφαγία δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο βέβηλο καὶ ἀκάθαρτο. Πῶς ἀκόμα
διαπιστώνεται αὐτό;
«… ἀνέβη Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι περὶ ὥραν
ἕκτην. ἐγένετο δὲ πρόσπεινος καὶ ἤθελε γεύσασθαι· παρασκευαζόντων δὲ ἐκείνων ἐπέπεσεν
ἐπ᾿ αὐτὸν ἔκστασις, καὶ θεωρεῖ τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον καὶ καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτὸν
σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην, τέσσαρσιν ἀρχαῖς δεδεμένον καὶ καθιέμενον ἐπὶ τῆς
γῆς, ἐν ᾧ ὑπῆρχε πάντα τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ἐγένετο φωνὴ πρὸς αὐτόν· ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον
καὶ φάγε. ὁ δὲ Πέτρος εἶπε· μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κοινὸν
ἢ ἀκάθαρτον. καὶ φωνὴ πάλιν ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτόν· ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε
σὺ μὴ κοίνου» (Πράξεις, 10, 9-15). Συμπέρασμα:
Ἂν ὁ Θεὸς διέλυσε τοὺς δισταγμοὺς τοῦ Πέτρου νὰ φάγει ἀκάθαρτα μὲ τὴν ρήση ὅτι
ὁ Θεὸς καθάρισε τὰ πάντα, καὶ τὰ ἐντομα, πῶς ἐμεῖς μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ
μιασμένες καὶ βέβηλες τροφές;
Αὐτὸ τὸ ἐπιβιώνει πάλι ὁ Παῦλος:
««πᾶν κτίσμα τοῦ Θεοῦ καλόν, καί οὐδέν ἀπόβλητον
μετά εὐχαριστίας λαμβανόμενον (Τιμ. Α΄ δ΄ 4)».» Κάθε
κτίσμα τοῦ Θεοῦ εἶναι καλό καὶ δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται ἀπόβλητον ἀλλὰ νὰ
τρώγεται μὲ εὐχαρίστηση. Στὸ κάθε κτίσμα ἀνήκουν σίγουρα καὶ τὰ ἔντομα.
Μόνο μία ἐξαίρεση ὑπάρχει:
«ἐὰν δέ τις ὑμῖν εἴπῃ, τοῦτο εἰδωλόθυτόν ἐστι,
μὴ ἐσθίετε δι᾿ ἐκεῖνον τὸν μηνύσαντα καὶ τὴν συνείδησιν· τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ καὶ
τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Α’ Κορ. 10, 28). Ἐδῶ παραθέτω τὴν ἐπίσημη μετάφραση
τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων «Εάν όμως σας πη κανείς
“αυτό που παρατίθεται είναι ειδωλόθυτον”, μη το τρώτε, όχι διότι είναι
μολυσμένον, αλλά δι' εκείνον, που σας το κατέστησε γνωστόν και δια την
συνείδησίν του, η οποία είναι επόμενον να τον τύψη εάν φάγη και αυτός και
να εξεγερθή και σκανδαλισθή εναντίον σας, εάν αυτός μεν δεν φάγη, φάγετε όμως
σεις. Παλιν όμως σας επαναλαμβάνω, ότι τα πάντα ανήκουν στον Κυριον,
διότι του Κυρίου είναι η γη και κάθε τι που την γεμίζει».
Συμπέρασμα: Ἄρα τὰ εἰδωλόθυτα καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ σκανδαλισμοῦ τοῦ ἄλλου μᾶς ἐμποδίζουν
νὰ φάμε κάτι, παρότι τὰ πάντα ἀνήκουν στὸν Κύριο καὶ δὲν εἶναι ἀκάθαρτα.
Ἐδῶ λοιπόν, ἐκφράζω τὴν ἐρώτησή μου, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἀντιπροσωπεύω
πολλοὺς καὶ ὅτι πολλοὶ δὲν εἶχαν συνειδητοποιήσει τὶς πηγὲς ποὺ ἀνέφερα.
Ρωτάω πράγματι εἰλικρινὰ καὶ ἄδολα τοὺς ἀπανταχοῦ ἐπισκόπους, ἱερεῖς καὶ
θεολόγους:
Ἐπιτρέπεται ὡς Χριστιανοὶ νὰ τρῶμε ἔντομα; Εἶναι τὰ ἔντομα ἀκάθαρτη τροφή; ὑπάρχει
διαφορὰ μεταξὺ ἐντόμων, δηλ. μποροῦμε π.χ. νὰ τρῶμε ἀκρίδες ἀλλὰ ὄχι σκουλήκια;
ὑπάρχει ἁγιοπατερικὴ πηγὴ ποὺ νὰ μᾶς ἀπαγορεύει αὐτὴ τὴν τροφὴ ἢ Κανόνας ποὺ νὰ
καταδικάζει τὸν φάγοντα;
Ἐλπίζω κάποιος πρὸς ὄφελος ὅλων μας νὰ ἀπαντήσει!
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου