Το σαράκι της φιλαρχίας σε Οικουμενιστές και αντι-Οικουμενιστές ιερωμένους!

Ἡ φιλαρχία:

 


Τὸ χαρακτηριστικὸ τῶν νόθων καὶ παρανόμων ἱερέων, τῶν ἀνάξιων διὰ τὴν ἀποστολή τους

 

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου


    Στὶς ἡμέρες τῆς ἐπικράτησης τῆς αἱρέσεως ποὺ ζοῦμε ἡ φιλαρχία ἀποτελεῖ ἴσως —δίπλα στὴν ἑωσφορικὴ ἔπαρση, στὴν φιλαργυρία καὶ στὸν ἐγωϊσμό— τὴν πιὸ μεγάλη πληγὴ στὴν Ἐκκλησία μας. Πουθενὰ ἀλλοῦ καὶ σὲ κανέναν ἄλλο χῶρο ἡ φιλαρχία δὲν εἶναι τόσο φοβερὴ καὶ καταστροφικὴ ἁμαρτία, ὅπως στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐπικρατεῖ, διώχνει ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὁμόνοια, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὲς τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πίστη. Στὴν θέση τους ἐνθρονίζεται κάθε εἴδους σχίσμα, διαίρεση καὶ κακό, ὅπως τὸ βιώνουμε σήμερα. Καὶ ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς:

«Ἡ Ἐκκλησία κυβερνᾶται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ μὲ τὴν ἀλήθεια. Ὁ μεγαλύτερος διακονεῖ μὲ ἀγάπη τὸν μικρότερο. Ὁ πρεσβύτερος εἶναι ὑπηρέτης ὅλων, πάντα κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ παν-τέλειου Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ δὲν ἦρθε στὸ γήϊνο κόσμο μας ”διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λῦτρον ἀντὶ πολλῶν” (Ματθ. Κ’, 26-28). Αὐτὸ διακρίνει τὴν Ἐκκλησία ἀπ’ ὅλες τὶς ὀργανώσεις τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι ποὺ τὴν κάνει ὄχι αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ποὺ δείχνει ὅτι εἶναι ὅλη ἀπ’ τὸν ἄλλον κόσμο, ἀπ’ τὸν κόσμο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ» (π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἑρμηνεία τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐκδόσεις ἐν Πλῷ).

       Ὁ Κύριος εἶπε στοὺς Μαθητές του: «οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος» (Ματθ. κ΄ 25) καὶ «ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε» (Ματθ. κγ΄ 8).

    Ἀντὶ αὐτοῦ ὅμως οἱ σημερινοὶ ταγοὶ κατέστησαν τὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὸ παπικὸ πρότυπο, ἕναν ἀνθρωποκεντρικὸ κοινωνικὸ ὀργανισμό ἠθικοῦ χαρακτῆρα, μὲ στιβαρὸ σύστημα διοικήσεως, στὸν ὁποῖο ρχηγς τς κκλησίας δέν εναι πι Χριστός, λλ κάστοτε μαρτωλός, τελς ρασοφόρος νθρωπος, π τν Πατριάρχη μέχρι τν πλ μοναχό, νάλογα τν τομέα πο πικρατε.

    Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει πιὰ ὡς ἀποστολὴ τὴν σωτηρία καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν πεπτωκυῖα φύση, τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του. Εὑρῆκε ἄλλη ἀποστολή: Νά ἐπεκτείνεται σὰν μία ἐγκόσμια αὐτοδιοίκητη καὶ αὐτόνομη ὀργάνωση, ἡ ὁποία εἶναι ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τοὺς κρατικοὺς νόμους —ἀλλὰ καὶ τοὺς ἴδους τοὺς ἐκκλησιαστικούς, Ἱ. Κανόνες καὶ Ἱ. Παράδοση— καὶ ἡ ὁποία γιὰ αὐτὰ τὰ προνόμια καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ ἀπολαμβάνει συνεργάζεται μὲ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς.

    Οἱ δὲ ταγοὶ Της μὲ πρωτοπόρους τοὺς Πατριάρχες καὶ ἀρχι-ἐπισκόπους κατορθώνουν μὲ τὰ κλασσικὰ μέσα ἐξουσίας, χρῆμα, ἀξιώματα, προαγωγές, ἀπόδοση ὀφφικίων καὶ παρασήμων, διπλωματίες, ἀπειλὲς καὶ ψυχολογικὲς ἐπιβαρύνσεις, νὰ ἐκβιάζουν συνειδήσεις, νὰ παραπλανοῦν τοὺς ἀφελεῖς, νὰ ἀποστομώνουν τοὺς ἀδαεῖς, νὰ φιμώνουν τοὺς εὑρισκομένους ἐν ἀνάγκῃ, νά ὑπόσχονται εὐημερία στούς πτωχούς καί ἀστέγους, ἐνῶ οἱ ἴδιοι κυκλοφοροῦν μὲ λιμουζῖνες, μένουν σὲ πολυτελεῖς κατοικίες (σημάδι ἐξουσίας καὶ δύναμης), διεκδικοῦν πρωτοκαθεδρίες σὲ ἐκδηλώσεις καὶ ἑστιάσεις, καὶ ἀδιαφοροῦν παντελῶς πῶς θά σταθοῦν ἐνώπιον τοῦ Βήματος τοῦ Χριστοῦ, ὄντας μακριὰ ἀπό τήν διδασκαλία Του.

    Γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ἡ ἀγάπη τοῦ πρωτείου ἀποτελεῖ εἰδωλολατρεία (εἰς Ματθ. 65, 4, PG 58, 622), δημιουργεῖ παραισθήσεις καὶ ἀλλάζει τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο καὶ κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο ἡ φιλαρχία ὁδηγεῖ σὲ μῖσος κατὰ τῶν καλυτέρων καὶ γενικὰ κατὰ ὅσων δὲν τὸ ἀναγνωρίζουν (εἰς Ψαλμ. 33, 14, PG 29, 385b). Οἱ φίλαρχοι ρασοφόροι τότε ἀρνοῦνται τοὺς ἄλλους, ἀρνοῦνται τὸν διάλογο, ἀρνοῦνται τὴν διόρθωση σὲ τυχὸν λάθη τους καὶ γι’ αὐτὸ στὸ τέλος φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ πολεμοῦν τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία.

    Αὐτὲς οἱ διαπιστώσεις δὲν περιορίζονται, δυστυχῶς, μόνο στοὺς οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν καὶ ἀμείβονται μὲ πρωτεῖα καὶ ἐξουσίες γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῶν προγραμμάτων τῆς παγκοσμίου πολιτικῆς καὶ θρησκευτικῆς Ἀρχῆς καὶ ζητοῦν τὴν ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν» διεκδικώντας ὁ καθένας γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸ δικό του κομμάτι ἀπὸ τὴν πίτα. Ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς ἀντιδροῦντες στὴν αἵρεση (μὲ λίγες λαμπρὲς ἐξαιρέσεις), οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦντες τὴν πρώτη θέση στὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα, καταπατοῦν κι αὐτοὶ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, διασποῦν, σκανδαλίζουν, διαιροῦν καὶ ἀποδυναμώνουν τὶς ἀντιδράσεις δυναμώνοντας (ὅπως νομίζουν) παράλληλα τὴν προσωπική τους αἴγλη καὶ θέση. Ἔτσι ἀντὶ ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ «εἶναι ὑπηρέτης ὅλων, πάντα κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ παν-τέλειου Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ δὲν ἦρθε στὸ γήϊνο κόσμο μας ”διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λῦτρον ἀντὶ πολλῶν”, προβάλλουν τίτλους καὶ ἀξιώματα, οἰκειοποιοῦνται ἐμπειρίες καὶ χαρίσματα ἄλλων, ἐπιζητοῦν μορφὲς παρουσίασης μὲ μεγάλο ἀντίκτυπο, θέλουν πρωτοκαθεδρίες, κολακεῖες τύπου: κορυφὴ στὴν παγκόσμια θεολογία, ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, παγκόσμια μορφή, πανεστημιακὸς τιτλοῦχος διδάσκαλος, γέροντας κλπ.

    Παράλληλα ὅμως κατηγοροῦν, συκοφαντοῦν, καταδικάζουν ὅσους δὲν ὑποτάσσονται ἀδιακρίτως στὸ «πρωτεῖο» τους. Αὐτοὶ ἔχουν μεγαλύτερη εὐθύνη ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, διότι ὑποτίθεται ὅτι πολεμοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια.

    Καὶ γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθῶ ὅτι  ὑπερβάλλω, ἂς διαβάσουμε μερικὰ παραδείγματα γιὰ νὰ καταλάβουμε ποιά τεράστια ἀπόσταση χωρίζει τὴν Ἐκκλησία μας ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς τραγικοὺς ἀντιπροσώπους της, καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ.

    Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο:

«Ἀφοῦ ὅμως ἡ ἀνάρρησις τοῦ Ἀθανασίου εἰς τὸν θρόνον γίνεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὅμοια ἀσκεῖ καὶ τὴν ἀρχήν. Δὲν παίρνει τὸν θρόνον εἰς τὴν κατοχήν του, ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἁρπάζουν μίαν ἐξουσίαν ἢ μίαν ἀπροσδόκητον κληρονομίαν καὶ ν΄ ἀρχίση ἀμέσως νὰ ἀλαζονεύεται ἀπὸ ἱκανοποίησιν. Αὐτὴ εἶναι συμπεριφορὰ τῶν νόθων καὶ παρανόμων ἱερέων, τῶν ἀνάξιων διὰ τὴν ἀποστολή τους. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν προσφέρει τίποτα ἀπὸ πρωτύτερα εἰς τὴν ἱερωσύνην, μήτε ἔχουν ταλαιπωρηθῆ ἀπὸ πρωτύτερα διὰ τὴν ἀρετήν, τὴν ἰδίαν ὥραν ὡστόσο ἀποδεικνύονται μαθηταὶ καὶ διδάσκαλοι τῆς εὐσεβείας καὶ πρωτοῦ ἐξαγνισθοῦν, ἐξαγνίζουν. Ἱερόσυλοι χθές, ἱερεῖς σήμερα, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κύκλον τῶν χριστιανῶν χθὲς καὶ σήμερα μυσταγωγοὶ τῆς πίστεως, παλαιοὶ εἰς τὴν κακίαν καὶ ὁλότελα βρέφη εἰς τὴν εὐσέβειαν.

Τοῦτο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρωπίνης εὐνοίας καὶ ὄχι τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος. Αὐτοὶ ὅταν κακοποιήσουν τὰ πάντα, κακοποιοῦν εἰς τὸ τέλος καὶ τὴν εὐσέβειαν. Εἰς αὐτοὺς δὲν πιστοποιεῖ ὁ τρόπος τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ τὸ ἀξίωμα τὸν τρόπον, μὲ ριζικὰς ἀνατροπὰς τῆς φυσικῆς σειρᾶς. Οἱ πιὸ πολλοὶ πρέπει νὰ ἀποδίδουν τὴν θυσίαν διὰ τὸν ἑαυτόν τους καὶ ὄχι διὰ τὰ ἀγνοήματα τοῦ λαοῦ. Καὶ ὁπωσδήποτε διαπράττουν τὴν μίαν ἀπὸ τὰς δύο ἁμαρτίας ἤ, ἐπειδὴ ἔχουν ἀνάγκη οἱ ἴδιοι ἀπὸ συγχώρησιν, συγχωροῦν χωρὶς μέτρον, ὥστε νὰ μὴν ἀναστέλλεται ἡ κακία καὶ νὰ μὴ διαφωτίζεται ὁ λαός, ἢ μὲ τὴν τραχύτητα τῆς ἀρχῆς των συγκαλύπτουν τὰ ἰδικά των σφάλματα.

Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ἐκεῖνος. Ἔβλεπε πρὸς τὰ ἄνω μὲ τὰ ἔργα του, ἦταν ὅμως ταπεινὸς εἰς τὸ φρόνημα. Ἀπλησίαστος εἰς τὴν ἀρετήν, πολὺ προσιτὸς ὅμως νὰ τὸν συναντήσης. Πράος, χωρὶς θυμούς, συμπονετικός, γλυκὺς εἰς τὸν λόγον καὶ γλυκύτερος εἰς τὸν τρόπον, ἀγγελικὸς εἰς τὴν μορφήν, ἀγγελικότερος εἰς τὴν ψυχήν. Γαλήνιος, ὅταν ἐπιτιμοῦσε, ἐπαιδαγωγοῦσε μὲ τὸν ἔπαινον· κανένα ἀπὸ τὰ δύο μέσα διορθώσεως δὲν κατέστρεφε μὲ τὴν ὑπερβολήν. Ἡ ἐπίπληξή του ἦταν πατρικὴ καὶ ὁ ἔπαινός του συγκρατημένος. Ἡ ἠπιότης δὲν ἐγίνετο ἀδυναμία μήτε ἡ αὐστηρότης κακία. Ἀλλὰ τὸ πρῶτον ἔμενε εἰς τὴν ἐπιείκειαν καὶ τὸ δεύτερον εἰς τὴν φρόνησιν, καὶ τὰ δύο συνιστοῦσαν τὴν χριστιανικὴν φιλοσοφίαν. Ἐλάχιστα ἐχρειάζετο τὴν ράβδον τοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ λόγου του καὶ ἀκόμη ὀλιγώτερον τὴν ἀποκοπὴν τοῦ πιστοῦ, λόγω τῆς ράβδου ποὺ ἐκτυποῦσεν ὅσο ἐχρειάζετο» (Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τὸν Μ. Ἀθανάσιον, Ἔργα 6 (Λόγοι), Ἐκδ. “Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”, σ. 51).

    Ὁ πατρολόγος Στυλιανὸς Παπαδόπουλος κάνει στὴν ὑπέροχη βιογραφία τοῦ Μ. Βασιλείου «Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου» στὴν σελ. 234 μία σημαντικὴ διαπίστωση:

«Ὁ λαός, οἱ πιστοί, ὅσοι δὲν εἶχαν εἰδικὴ εὐθύνη στὴν Ἐκκλησία, ἔδειχναν τυφλὴ ἐμπιστοσύνη στὸ Βασίλειο. Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶχαν, ἀφοῦ αὐτὸ τοὺς βοήθησε νὰ αἰσθανθοῦν βεβαιότητα γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν πίστη τους. Ὁ ἁπλὸς πιστὸς εἶναι στὸ σημεῖο τοῦτο ἀπόλυτα εἰλικρινὴς καὶ διαδηλώνει τὴν εὐγνωμοσύνη του (σσ. ὁ ἁπλὸς λαὸς διακρίνει ποιός εἶναι φίλαρχος καὶ ποιός ταπεινός: αὐτὸς ποὺ τὸν βοηθάει νὰ ἀποκτήσει σιγουριὰ καὶ αὐτοπεποίθηση στὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴν πίστη καὶ ὄχι αὐτὸς ποὺ ζητάει ὑπακοὲς σὲ βάρος καὶ τοῦ πιστοῦ ἀλλὰ καὶ τῆς πίστεως). Ἀντίθετα μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ συμβεῖ μὲ κάποιον ποὺ ἔχει εὐθύνη καὶ εἰδικὴ θέση στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸς δύσκολα ἀναγνωρίζει τὴν πνευματικὴ βοήθεια... Γι’ αὐτὸ εἶναι δύσκολο ἕνας ἄνθρωπος μὲ κάποια θέση νὰ ἀναγνωρίζει ἀνώτερό του κάποιον ποὺ ἔχει ἐπίσης θέση, ἀλλὰ προπάντων περισσότερο πνεῦμα».

    Καὶ στὴν σελ. 303 τονίζει ποιός εἶναι πρῶτος στὴν Ἐκκλησία:

«Τὸ πρωτεῖο λοιπόν, στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ὑπάρχει. Ἀλλὰ τὸ ἔχει ὅποιος ἀγαπάει περισσότερο τὴν Ἐκκλησία, ὅποιος παθαίνει γι’ αὐτὴν καὶ ὅποιος φωτίζεται περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὰ εἶναι τὰ σημάδια τοῦ πρωτείου καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ νόημά του... ἂν περιορίσουμε τὸ πρωτεῖο τῆς ἀλήθειας σὲ κάποιο τόπο σὲ μιὰ ἐπισκοπή περιορίζουμε βλάσφημα τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ προδίδουμε τὴν Ἐκκλησία.. Ἀλλιώτικο πρωτεῖο στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα». (Κι ὅμως κάποιοι πατέρες τὰ περιορίζουν στὴν π.χ. Κων/πολη, Ἅγιον Ὄρος, κλπ., ἢ σὲ πρόσωπα πρωτοπρεσβυτέρων ἢ ἐπισκόπων π.χ. Βόλου, Πειραιῶς, Ναυπάκτου κλπ.).

    Τὸ γεροντικό, μᾶς διδάσκει: «Προτιμότερη εἶναι ἡ πτώση μὲ ταπεινοφροσύνη, παρὰ νίκη μὲ ὑπερηφάνεια»· καὶ ὁ πρῶτος τῶν ἱεραποστόλων καὶ νεομαρτύρων ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, στὶς διδαχές του ἔλεγε: «Καὶ ὄχι μόνο δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια σας νὰ φιλήσω. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ λόγους σας εἶναι τιμιώτερος ἀπ’ ὅλον τὸν κόσμον. Πρέπει δὲ νὰ ἠξεύρετε καὶ ἡ εὐγένειά σας διά λόγου μου, τὸ ἠξεύρω, πὼς ἄλλοι σᾶς λέγουν ἄλλα, ὅμως ἂν ἴσως καὶ θέλετε νὰ μάθετε τὴν πάσαν ἀλήθειαν, ἐγὼ σᾶς τὴν λέγω».

    Ἀλλὰ τόσοι καὶ τόσοι Ἅγιοι καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν θέλησαν ἐξουσίες ἀλλὰ παρέμειναν ἁπλοὶ μαχητὲς τῆς πίστεως ὑποτασσόμενοι σὲ ἄλλους, ἀκόμα καὶ ἂν τοὺς ἀδικοῦσαν, δόξασαν καὶ προστάτευσαν τὴν Ἐκκλησία.

    Ποιός σύγχρονος ἱερέας, ἐπίσκοπος, πρωτοπρεσβύτερος, πρεσβύτερος, διάκονος, ἡγούμενος, ἱερομόναχος, μοναχός  –ἐκτὸς κάποιων ἐλαχίστων λαμπρῶν ἐξαιρέσεων–  θυσίασε τὶς προσωπικές του προσδοκίες καὶ ἐπιθυμίες στὸν βωμὸ τῆς ἑνότητας γιὰ τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς αἱρέσεως; Ποιός προέβαλε τὸ κορμί του γιὰ αὐτὸν τὸν ναί, πλανεμένο, ναί, ἀκατήχητο, ναί, δειλ ἀλλὰ καὶ πονεμένο, ἐγκαταλελειμμένο, προδομένο λαὸ τοῦ Θεοῦ;

    Ὁ ἀγῶνας αὐτὴ τὴν στιγμὴ φαίνεται νὰ μένει στάσιμος, ἡ αἵρεση προχωράει καὶ θηριεύει καὶ οἱ περισσότεροι ρασοφόροι, ζητοῦν ἐπισκοπές, πρωτεῖα ὑπεροχῆς καὶ αὐθεντίας, ἐμφανίζονται σὲ ΜΜΕ, βγάζουν λόγους, γεμάτους τέχνη καὶ γνώσεις ἀλλὰ χωρὶς πρακτικὸ ἀντίκρυσμα. Εὐσεβολογοῦν καὶ παράλληλα ἀσεβοῦν, μιλοῦν γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν ἄλλων καὶ ξεχνοῦν τὰ δικά τους τρομερὰ καθήκοντα, πολεμοῦν καὶ παράλληλα συμμαχοῦν, καταδεικνύουν καὶ παράλληλα κοινωνοῦν, ἐπιζητοῦν μαρτύριο καὶ παράλληλα τιμές, μιλοῦν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ περιορίζονται στὴν ἀσφάλεια τοῦ ἑκάστοτε κύκλου, ἐθελοτυφλοῦν καὶ κωφεύουν.

    Ἂς ξαναθυμηθοῦμε, ἂν τυχὸν τ ξεχάσαμε, καὶ ἂς ταπεινωθοῦμε γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας

    Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου