Ὁ ὅρος «ἀπόδοσις» συναντᾶται στὴ λειτουργικὴ γλῶσσα μὲ τὴν ἑξῆς ἔννοια: Μετὰ τὴν πάροδο ὀκτὼ συνήθως ἡμερῶν ἐπανάληψης κάποιας ἑορτῆς, ἡ διάρκεια τῆς ὁποίας παρατείνεται καὶ μετὰ τὴν ἑορτή μέχρι καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἀπόδοσης.
Μὲ ρητὴ διάταξη τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, οἱ μεγάλες Ἰσραηλιτικὲς ἑορτὲς διαρκοῦσαν 8 ἡμέρες. (Ἔξοδος 2/β: 15-19, Λευϊτικὸ 23/κγ: 36-39 καὶ Ἀριθμοὶ 29/κθ: 35). Αὐτὴ τὴν συνήθεια τὴν κληρονόμησε καὶ ἡ Χριστιανικὴ λατρεία. Πρώτη μαρτυρία περὶ παράτασης Χριστιανικῆς γιορτῆς γιὰ οκταήμερο παρέχεται ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο καὶ πρόκειται γιὰ τὰ ἐγκαίνια τῶν βασιλικῶν Τύρου καὶ Ἱεροσολύμων (355). Αὐτὸ ὅμως ἦταν κάποιο ἔκτακτο γεγονός. Πάντως, πολὺ ἐνωρὶς ἐπικρατοῦσε ἡ συνήθεια, (τοὐλάχιστον στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων), νὰ παρατείνεται ὁ ἑορτασμὸς τῶν μεγάλων Χριστιανικῶν ἑορτῶν τοῦ Πάσχα, τῶν Ἐπιφανείων καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, γιὰ ὀκτὼ ἡμέρες.
Κατὰ τὴν μαρτυρία τῆς Αἰθερίας (τέλος Δ΄ αἰῶνα), κατὰ τὶς ὀκτὼ ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα τελοῦντο καθημερινὲς Λειτουργίες. Τὴ Δευτέρα καὶ Τρίτη στὸ Μαρτύριο, τὴν Τετάρτη στὸν Ἐλαιῶνα, τὴν Πέμπτη στὴν Ἀνάσταση, τὴν Παρασκευὴ στὴν Ἁγία Σιῶν, τὸ Σάββατο στὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Κυριακὴ καὶ πάλι στὸ Μαρτύριο. (Itinerarium 39, ἔκδ. H. Pétré, Ethérie, Journal de Voyage, Sources Chrétiennes 21, Paris 1948, σ. 242).
Παρόμοια συνέβαιναν καὶ κατὰ τὶς ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν ἑορτή των Ἐπιφανείων, μὲ Λειτουργίες καὶ τελετὲς στὰ διάφορα προσκυνήματα τῆς ἁγίας Πόλεως, μὲ ἰδιάζουσα λαμπρότητα καὶ Ἐκκλησιαστικὴ πομπή («Ac sic ergo per octo dies haec omnis laetitia et is hornatus celebratur in omnibus locis sanctis», Itinerarium 25, ὅπου καὶ πρίν, σ. 204). Τὰ ἴδια γίνονταν καὶ στὴ Βηθλεὲμ κατ’ αὐτὴ τὴν περίοδο. (Itinerarium 25, ὅπου καὶ πρίν, σ. 206).
Ἡ πράξη τῆς Μητέρας τῶν Ἐκκλησιῶν γρήγορα διαδόθηκε στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση. Ἤδη ἡ Αἰθερία μαρτυρεῖ ὅτι, καὶ στὴν πατρίδα της, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἑορταζόταν τὸ οκταήμερο τοῦ Πάσχα (Itinerarium 25, ὅπου καὶ πρίν, σ. 241). Πράγματι, κατὰ τὸ Missale Mosarabicum, καθορίζεται ἡ διάρκεια τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα σὲ ἑπτὰ ἡμέρες καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος γνωρίζει τὴν πράξη αὐτὴ στὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀφρικῆς. Μάλιστα, τὴν ἀποκαλεῖ «παλιὰ ἐκκλησιαστικὴ συνήθεια» (Epist. 55, PL 33, 204 – 223).
Στὴν Ἀνατολὴ, οἱ ἡμέρες τῆς «Διακαινησίμου» ἑβδομάδος θεωροῦνταν ὡς «μία καὶ ἡ αὐτὴ λαμπροφόρος ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως». Μάλιστα, Ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες καὶ πολιτικοὶ νόμοι (Πενθέκτης κανόνας ΞΣΤ’, Βαλεντινιανοῦ ΙΙ [389]) ἐπέβαλλαν τὴν ἀργία, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ λαὸς νὰ πηγαίνει στοὺς ναούς. Διαρκοῦσε ὅμως ἡ ἑορτὴ αὐτὴ γιὰ σαράντα μέρες, μέχρι τῆς ἀποδόσεώς της, τὴν Τετάρτη πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀναλήψη, κατὰ τὴν ὁποία ψαλλόταν ὅλη ἡ ἀναστάσιμη ἀκολουθία τοῦ Πάσχα. Καὶ ἔτσι «ἀποδιδόταν» ἡ γιορτή.
Ἡ γιορτὴ τῶν Θεοφανείων, ἀκολουθούμενη στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ τὴ σύναξη τοῦ Προδρόμου, διαρκοῦσε (κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο) ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες, ἀποδιδόμενη τὴν 14η Ἰανουαρίου. Στὰ Δυτικὰ λειτουργικὰ βιβλία, βρίσκονται ἴχνη τοῦ οκταήμερου ἑορτασμοῦ μόνο μετὰ τὸν Η’ αἰῶνα, ἐνῶ στὴ Ρώμη μέχρι τοῦ ΙΒ’ αἰῶνα ἡ γιορτὴ διαρκοῦσε τρεῖς μόνο ἡμέρες.
Ἡ ἄλλη μεγάλη παλιὰ γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀκολουθούμενη ἀπὸ τὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἑορτάζεται ὁμοίως ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες, ὁλοκληρώνοντας τὸν κύκλο τῶν κινητῶν ἑορτῶν τοῦ ἔτους, μαζὶ μὲ τὴν Κυριακὴ μνήμης τῶν Ἁγίων Πάντων. Στὴ δύση, στὸ Γελασιανὸ ἤδη εὐχολόγιο (ΣΤ’ αἰῶνας), ἀπαντοῦν «orationes ad vesperas intra octavas pentecostes» ἀλλὰ, ἤδη ἀπὸ τὸν Ε’ αἰῶνα, ἦταν στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση γνωστὸς ὁ οκταήμερος ἑορτασμὸς τῆς ἑορτῆς. Ὁ Ἀμαλάριος μαρτυράει, ὅτι κάθε μία ἀπὸ τίς ἑπτὰ ἡμέρες ποὺ ἀκολουθοῦσαν, ἦταν ἀφιερωμένη πρὸς τιμὴν τῶν ἑπτὰ χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὁλοκληρωνόταν ἡ γιορτὴ κατὰ τὸν γαλλικανικὸ τύπο, τὸ μετὰ ἀπ’ αὐτὴ Σάββατο ἢ τὴν Κυριακή ἢ, τὸ ἀργότερο, μέσῳ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Κατὰ μίμηση τῶν ἑορτῶν αὐτῶν, καὶ οἱ νεότερες δεσποτικὲς καὶ θεομητορικὲς ἑορτὲς ἀκολουθήθηκαν ἀπὸ οκταήμερο ἑορτασμό, ποὺ ὁλοκληρωνόταν μέσῳ ἀπόδοσης. Τὸ μῆκος ὅμως, αὐτοῦ τοῦ μετὰ τὴν ἑορτὴ ἑορτασμοῦ, προσδιορίζεται ἑκάστοτε, εἴτε ἀπὸ τυχὸν ἄλλη γιορτὴ ποὺ ἀκολουθεῖ εἴτε ἀπὸ τὴν σύμπτωση κάποιων ἀπ’ αὐτῶν, στὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου. Ἔτσι, ἡ γιορτή τῶν Γενεσίων τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) ἀποδίδεται τὴν 12η, λόγῳ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταύρου ποὺ πλησιάζει, ἡ ὁποία πάλι ἀποδίδεται κανονικὰ τὴν 21η Σεπτεμβρίου. Ἡ γιορτὴ τῶν Εἰσοδίων διαρκεῖ ἀπὸ τὴν 21η μέχρι τὴν 25η Νοεμβρίου, τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὴν 25η μέχρι τὴν 31η Δεκεμβρίου καὶ τῆς Μεταμορφώσεως ἀπὸ τὴν 6η μέχρι τῆς 13η Αὔγουστου. Ἡ θεομητορικὴ γιορτή της Ὑπαπαντῆς, ἐὰν μὲν συμπέσει στὴν Τεσσαρακοστή, ἀποδίδεται αὐθημερόν, ἐὰν ὅμως προηγηθεῖ ἀπ’ αὐτή, τότε οἱ ἡμέρες τοῦ ἑορτασμοῦ καὶ ἡ ἀπόδοση ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ πόσο κοντὰ εἶναι πρὸς ἐκείνη. Ἡ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀποδίδεται αὐθημερόν, συμπληρωνόμενη στὶς 26, δηλαδὴ στὴ Σύναξη τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ. Σημειωτέον ὅμως, ὅτι ἡ διάρκεια τοῦ ἑορτασμοῦ κάθε μίας ἀπὸ αὐτὲς τὶς γιορτές ποίκιλλε σὲ διάφορες ἐποχὲς καὶ κατὰ τὰ διάφορα Τυπικά. Τὸ Τυπικὸ ἐπὶ παραδείγματι τῆς Εὐεργέτιδος (ΙΑ’ αἰῶνας) τοποθετεῖ τὴν ἀπόδοση τῆς Ὑψώσεως στὶς 15 Σεπτεμβρίου, τῶν Εἰσοδίων στὶς 23 Νοεμβρίου, τῶν Ἐπιφανειῶν στὶς 13 Ἰανουαρίου καὶ τῆς Ὑπαπαντῆς στὶς 6 Φεβρουαρίου. Μεγαλύτερες διακυμάνσεις γνώρισε ἡ διάρκεια τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἀπεδίδετο στὶς 22, στὴ μονή τοῦ Στουδίου στὶς 18, σὲ ἄλλες Κωνσταντινουπολίτικες μονὲς στὶς 23 ἀλλὰ καὶ στὶς 28 Αὐγούστου, ὅπως συνέβαινε καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος «διά τό εἶναι ταύτην (τὴν Θεοτόκον) καὶ γνωρίζεσθαι προστάτιν κατ’ ἐξοχὴν αὐτοῦ». Τέλος, ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β΄ ὁ Παλαιολόγος (1282-1328) ὅρισε νὰ ἑορτάζεται ἡ γιορτὴ αὐτὴ καθ’ ὅλο τὸν Αὔγουστο ἀπὸ 1η μέχρι καὶ τῆς 31η τοῦ μῆνα.
Μὲ ὅμοιο τρόπο, κατὰ τὴ διαμόρφωση τοῦ Πεντηκοσταρίου, οἱ ἐνδιάμεσες σ’ αὐτὸ κινητὲς γιορτὲς ἀκολουθοῦνται ἀπὸ διαφορετικὸ ἀριθμὸ μεθεορτίων ἡμερῶν καὶ ἀποδίδονται στὴν τελευταία μέρα τους.
Κάποιες ἑορτὲς Ἁγίων διατηροῦν ἴχνη παρατάσεως τῆς ἑορτῆς καὶ ἀποδόσεώς τους. Ἔτσι, ἡ ἀκολουθία των Γενεσίων τοῦ Βαπτιστῆ (24 Ἰουνίου) καὶ τῆς ἀποτομῆς τῆς κεφαλῆς τοῦ (29 Αὐγούστου) παρατείνονται καὶ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἡ γιορτὴ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου παρατείνονται ἀπ’ αὐτὴ τῶν Δώδεκα (29/30 Ἰουνίου) καὶ ἡ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀπὸ αὐτὴ τοῦ μάρτυρος Νέστορος (26/ 27 Ὀκτωβρίου). Ἴσως παλαιότερα, κάποιοι Ἅγιοι, τιμώμενοι τοπικὰ, γιορτάζονταν γιὰ περισσότερες ἡμέρες. Γιὰ παράδειγμα, περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ὑπάρχει σαφὴς ἔνδειξη, ὅτι στὴ Θεσσαλονίκη, κατὰ τὸν ΙΔ’ τοὐλάχιστον αἰῶνα, ἀκολουθεῖτο ἀπὸ οκταήμερο ἑορτασμό, ποὺ τελείωνε μὲ ἀπόδοση. Λόγος τοῦ Ἰσιδώρου Θεσσαλονίκης ἐκφωνήθηκε «τὴν καλουμένην οκταήμερον ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» (Β. Λαούρδα, Ἰσιδώρου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, «ὁμιλίαι εἰς τὰς ἑορτὰς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου», Θεσσαλονίκη 1954, σ. 43-55. Παράβαλλε καὶ σ. 32). Ἡ πράξη αὐτὴ διατηρήθηκε καὶ ἀπὸ τοὺς Ἰταλο-Ἕλληνες. Τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου τῆς Κρυπτοφέρρης (ΙΑ’ αἰῶνας) προβλέπει οκταήμερο ἑορτασμὸ γιὰ τοὺς κτίτορες τῆς μονῆς Νεῖλο καὶ Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς πολιούχους τῆς Ρώμης, Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. Προέβλεπε καὶ τριήμερο ἑορτασμὸ τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς μονῆς (17-19 Δεκεμβρίου) καὶ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «οκταήμερον» κατὰ μετάφραση προφανῶς τοῦ λατινικοῦ λειτουργικοῦ ὅρου «octava».
Σύμφωνα μὲ τὸ ἰσχῦον Τυπικὸ, κατὰ τὰ μεθέορτα τῶν ἑορτῶν συμψάλλεται ἡ ἀκολουθία τους, μαζὶ μὲ αὐτὴ τῶν Ἁγίων τῆς κάθε ἡμέρας. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀποδόσεως, ἡ ἀκολουθία τοῦ μὲν Ἁγίου τῆς ἡμέρας μεταφέρεται στὰ ἀπόδειπνα ἢ σὲ ἄλλη ἡμέρα, τῆς δὲ ἀποδιδομένης ἑορτῆς ψάλλεται ὅλη ἡ ἀκολουθία, ἐκτὸς τῶν ἀναγνωσμάτων τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τῆς Λιτῆς, τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ὄρθρου καὶ τοῦ Πολυελέου. Κατὰ τὴν λειτουργία, λέγονται ὁ Ἀπόστολος καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας. Καὶ κατὰ τὴν Κυριακὴ, συμψάλλεται ἡ ἀναστάσιμη μαζὶ μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς γιορτῆς, κατὰ τὶς λεπτομερεῖς διατάξεις τοῦ Τυπικοῦ.
Στὴ Δύση, οἱ γιορτὲς ποὺ παρατείνονταν γιὰ οκταήμερο πολλαπλασιάσθηκαν τόσο, ὥστε ἤδη κατὰ τὸν ΙΔ’ αἰῶνα ἄρχισαν νὰ τὶς διακρίνουν σὲ Μεγάλες καὶ σὲ Μικρές. Ἐπανειλημμένες ἀπόπειρες γιὰ περιορισμό τους δὲν τελεσφόρησαν. Ἔτσι, παρουσιάσθηκε νέα κατηγορία, αὐτὴ τῶν «Προνομιούχων», ἡ ὁποία πάλι ὑποδιαιρέθηκε σὲ ἐπὶ μέρους κατηγορίες. Μέχρι τὸ 1955, ὑπῆρχαν ἑπτὰ οκταήμερα προνομιοῦχα, ἕξι κοινά, πέντε ἁπλὰ καὶ, ἐπὶ πλέον, ὑπῆρχαν αὐτὰ τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ, τοῦ πολιούχου καὶ τοῦ ἐπωνύμου Ἁγίου. Στὴν κατάσταση αὐτὴ, τέθηκε τέρμα μέσῳ τοῦ δεκρέτου τῆς 23ης Μαρτίου 1955 τοῦ Πάπα Πίου ΙΒ’, μέσῳ τοῦ ὁποίου περιορίσθηκαν τὰ οκταήμερα αὐτὰ μόνο στὰ τρία ἀρχαῖα: Χριστουγέννων, Πάσχα καὶ Πεντηκοστῆς.
Βιβλιογραφία
Σ. Εὐστρατιάδου, Τὸ Ἑορτολόγιο τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1937.
Μ. Righetti, Manuale di Storia Jliturgica, IΙ, Milano 1955, β’ ἐκδ. Α.
Μartimὁrt, L’ Eglise en priere. Introduction a la Liturgie, Paris Tournai 1961.