Οἱ διαφόρως φρονοῦντες μέσα στὴν Ἐκκλησία "παύουν νὰ εἶναι μέλη αὐτῆς" καὶ ἡ κοινωνία μαζί τους, ἐφόσον δὲν μετανοοῦν πρέπει νὰ διακόπτεται.

                                                  

Ἐπειδὴ οἱ ἀντιοικουμενιστὲς διαφωνοῦν ὡς πρὸς τὴν άπομάκρυνσή μας ἀπὸ τοὺς παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς πιστεύοντας, ὅτι δὲν πράττουμε ἐκκλησιολογικῶς σωστά, παραθέτουμε τὸ ὑπόμνημα στὴν Πρὸς Τίτον Ἐπιστολὴ τοῦ μακαριστοῦ καὶ ἐγκρίτου καθηγητοῦ Πανεπιστημίου στὸ μάθημα τῆς Κ. Διαθήκης κ. Γαλίτη, στὸ ὁποῖο μᾶς παρουσιάζει τὴν θέση τοῦ ἀποστ. Παύλου καὶ τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴν στάση μας ἀπέναντι στοὺς αἱρετικούς. Ἡ στάση αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτούς, εἴτε αὐτοὶ ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, εἴτε ὄχι.
Ἐξηγεῖ μάλιστα καὶ τοὺς λόγους αὐτῆς τῆς ἀπομακρύνσεως, σημειώνοντας δὲ στὸν σχολιασμὸ τοῦ σχετικοῦ χωρίου καὶ τὸ ἑξῆς: "Τὸ χωρίον δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς τὸ συμπέρασμα τῆς ὅλης ἐπιστολῆς" τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τὸν Τίτον.
Οἱ αἱρέσεις, γράφει ὁ κ. Γαλίτης, διασποῦν τὴν ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐμποδίζουν τοὺς πιστοὺς νὰ ἔχουν "νοῦν" καὶ "φρόνημα" Χριστοῦ, τὸ "αὐτὸ φρονεῖν". Ἄρα στὴν "Ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν αἱρέσεις, ἄνθρωποι μὲ διαφορετικὸ φρόνημα. Οἱ διαφόρως φρονοῦντες ὡς "'ἀνυπότακτοι" (νὰ ποιοί εἶναι οἱ ἀνυπότακτοι)" παύουν νὰ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας", «ἀποσχίζονται ταύτης καὶ τίθενται αὐτομάτως ἐκτὸς αὐτῆς. Οὕτω ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖται “μία”». Ἄρα δὲν ἀποσχίζονται ὅσοι ἀποτειχίζονται, ἀλλὰ ὅσοι ἀκολουθόντες "ἰδίαν γραμμὴν ἢ ἀντιλήψεις μὴ συμφωνούσας πρὸς τὰς τῆς Ἐκκλησίας" καὶ παρὰ τὶς τόσες νουθεσίες ἀπὸ τόσους ἀνθρώπους αἱρετίζουν ἢ ἀν καὶ μὴ αἱρετίζοντες στηρίζουν συνειδητὰ τὴν αἵρεση ἄρα τὴν διαστροφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας, τὴν διάσπαση καὶ τὴν ἑτεροφρονία γιὰ λόγους κοσμικούς, ὅπως ἐξουσία, χρήματα, ἀναγνώριση κλπ.
Ἀπ' ὅλους αὐτοὺς ὁ Παῦλος δὲν συμβουλεύει, δὲν δίνει τὴν δυνατότητα, ἀλλὰ ὅπως λέει ὁ κ. καθηγητὴς "ἐπιτάσσει": "παραιτοῦ" ποὺ ἔχει τὸ νόημα "ἐγκαταλείπω, ἐκβάλλω, ἐκδιώκω, διακοπὴ πάσης μετὰ τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας" καὶ ὄχι παρότι δὲν συμφωνῶ, συνεχίζω νὰ κοινωνῶ.
Ἐπειδὴ ὅμως πιὰ δὲν πείθεται κανείς, παραθέτουμε τὸ τμῆμα αὐτὸ τοῦ βιβλίου ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ 1978 ποὺ ἔχουμε στὰ χέρια μας (σελ. 356-363).

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου