Ποιό ἦταν τελικὰ τὸ πρῶτο βῆμα τοῦ Οικουμενισμοῦ; Τὸ ἑλληνικὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ἡ Βαυαροκρατία.

ναδημοσιεύουμε τὸ ἀκόλουθο, πάλι ἐπίκαιρο ἄρθρο. Σ’ αὐτὸ ὑποστηρίζεται μὲ σοβαρὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα, ὅτι τὰ «πρῶτα βήματα» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὰ ὁποῖα μάλιστα ἔχουν δογματικὲς καὶ Κανονικὲς διαστάσεις καὶ προεκτάσεις, ἀρχίζουν στὴν Βαυαροκρατία, στὴν ὁποία ἀποφασίστηκε καὶ θεσπίστηκε καὶ ἡ Αὐτοκεφαλία καὶ ἡ ὑποδούλωση τῆς Ἐκκλησίας στὸ κράτος, ἡ ὁποία σήμερα τόσο ἔχει ἀλλοιώσει τὴν ἡγεσία της καὶ ἀπὸ ποιμένες τὴν μετέτρεψε σὲ ἀδίστακτους κρατικοὺς ὑπαλλήλους.




Ποιό ἦταν τελικὰ τὸ πρῶτο βῆμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;

Μία μικρὴ μελέτη ὡς πρόταση γιὰ τὴν ἐπίτευξη μίας ἐν ἀληθείᾳ ἑνότητας

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

πόλεμος ἐνάντια στὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι πρωτίστως πόλεμος ἐνάντια στὸν πατέρα της τὸν διάβολο. Ὡς ἐκ τούτου στὴν προκειμένη περίπτωση δὲν πρόκειται γιὰ ἕναν εὔκολο πόλεμο, μιᾶς καὶ ὁ διάβολος, παρόλο ποὺ εἶναι ἀνίσχυρος μπροστὰ στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστιανοῦ, διαθέτει χιλιάδες χρόνια πείρα καὶ παρατηρήσεων καὶ τὰ σχέδιά του εἶναι ἀνάλογα μακροχρόνια. Ἔτσι ἐφευρίσκει συνεχῶς καινούργιους τρόπους ἐπιβολῆς τῶν σκοπῶν του καὶ σπείρει τὴν σύγχυση καὶ τὴν διχόνοια σὲ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ τοῦ ἀντισταθοῦν.

Κατὰ τὴν προσωπική μου γνώμη ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρόπους ἀποτελεῖ τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ πρῶτο βῆμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ ἐπικράτηση τῆς ἄποψης ὅτι ἡ διόρθωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου τὸ 1924, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔγινε, ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο βῆμα πρὸς τὸν Οἰκουμενισμό, ἔχει ἀποδεδειγμένα ὄχι μόνο διχάσει τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ δὲν στέκει καὶ ἱστορικά.

Θέλοντας, λοιπόν, νὰ προσφέρω σ’ αὐτὴν τὴν συζήτηση περὶ πρώτου βήματος, θὰ προσπαθήσω μὲ αὐτὸ τὸ κείμενο νὰ ὑποστηρίξω ὅτι τὸ πρῶτο βῆμα πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ πρωτίστως στὸ ἑλληνικὸ Αὐτοκέφαλο τοῦ 1833 καὶ στὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τοῦ 1902, 1904, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὸ τὸ κείμενο κυρίως τοῦ 1920 μὲ τὴν πρωτόγνωρη γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀναγνώριση τῆς θεωρίας τῶν κλάδων καὶ τῶν αἱρέσεων ὡς «Ἐκκλησίες» καὶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ὅρου «διευρημένη Ἐκκλησία».

Γιὰ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους ἔχουν γραφτεῖ πάρα πολλὰ κείμενα καὶ ἀναλύσεις. Ἐδῶ θὰ τονίσω μόνο τὸ σχετικὸ μὲ τὸ θέμα συμπέρασμα τοῦ π. Πέτρου Χίρς (ΟΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, Ορόσημα στη προ του 1920 πορεία του, ἐδῶ):

«Η εγκύκλιος του 1920 χαιρετίστηκε ως ένα προφητικό και ρηξικέλευθο γεγονός, το οποίο όχι μόνο εισήγαγε τους Ορθοδόξους στην Οικουμενική Κίνηση, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνο για αυτήν την ίδια την Κίνηση... Μάλιστα η εγκύκλιος ήταν κάτι περισσότερο από αναχώρηση: αποτελούσε μια “σημαντική αλλαγή φρονήματος”. Με την εγκύκλιο το Πατριαρχείο δεν άλλαξε απλώς την στάση του έναντι των ετεροδόξων ομολογιών, αλλά άλλαξε και την αντίληψή του για την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία».

Ἡ διαπίστωση αὐτὴ δείχνει μὲ τὸν πιὸ ξεκάθαρο τρόπο, ὅτι πρὶν τὸ 1924 εἶχαν συμβεῖ ρηξικέλευθες ἐξελίξεις, οἱ ὁποῖες κάλλιστα μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς τὸ πρῶτο βῆμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ μάλιστα σὲ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε διόρθωση ἢ ἀλλαγὴ ἡμερολογίου.

Δὲν θὰ βοηθοῦσε αὐτὴ ἡ διαπίστωση στὴν παραμέριση τῶν διαφορῶν καὶ στὸν κοινὸ ἀγῶνα; Τὸ ἐπιχείρημα, πολλῶν ἀλλὰ καὶ τῶν Γ.Ο.Χ, ὅτι αὐτὲς οἱ ἀλλαγὲς δὲν ἦταν γνωστές, δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ, διότι, ὅπως πάλι παραθέτει ὁ π. Πέτρος:

«Πράγματι ήδη από το 1920, από την πρώτη κιόλας συγκέντρωση στην οποία συμμετείχαν ορθόδοξοι εκπρόσωποι, εκείνοι ήταν οι πρώτοι που πρότειναν την συνεργασία για την ιεραποστολή. Εκ μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος από την Αθήνα παρουσίασε ένα πρόγραμμα για την δημιουργία μιας Ομοσπονδίας Εκκλησιών».

Ἄρα ἦταν γνωστὸ τουλάχιστον στὴν Ἐλλάδα σὲ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ταγοὺς καὶ θεολόγους. Αὐτὰ τὰ ὀλίγα περὶ τῶν ἐγκυκλίων.

Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὅμως νὰ προχωρήσω ἀκόμα πιὸ πίσω χρονικά, ἀναζητώντας στὴν κήρυξη τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸ πρῶτο βῆμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Θὰ παραθέσω τὰ πιὸ σημαντικὰ στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ἐξέλιξης, μιᾶς καὶ γιὰ μία λεπτομερὴ θεώρηση θὰ χρειαζόταν ὁλόκληρο βιβλίο.

Ἡ ἀπόσχιση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως διήρκησε 2 δεκαετίες καὶ εἶχε πολλοὺς πρωτεργᾶτες καὶ προδρόμους. Ἕνας ἀπὸ τοὺς προδρόμους αὐτῆς τῆς ἀπόσχισης ἦταν ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής. Ὁ Κοραὴς εἶχε ἐπηρεασθεῖ αἰσθητὰ ἀπὸ τὸ κίνημα τοῦ γαλλικοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τὴν βασικὴ διδασκαλία τῶν προτεσταντικῶν δοξασιῶν. Μὲ τὸ κῦρος ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος ποὺ διέθετε, ἐπεδίωξε μία μεταρρύθμιση γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πιστεύοντας, ὅπως οἱ Προτεστᾶντες, πὼς αὐτὴ εἶχε ἀλλοιωθεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων, καὶ θεωροῦσε ὡς σημαντικὸ ὑπεύθυνο γιὰ αὐτὴν τὴν κατάσταση τὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔλλειψη παιδείας τῶν κληρικῶν. Τὸ 1831 ὁ Κοραὴς ἐκδίδει τὸν «Ἱερατικὸν Συνέκδημον» (καταδικάστηκε τὸ 1839 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο), κείμενο ποὺ προτείνει τὴν μεταρρύθμιση τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὰ προτεσταντικὰ καὶ ἰδιαίτερα τὰ καλβινιστικὰ πρότυπα. Γράφει ὁ Κοραής:

 

 «Τοῦ ἐλευθερωθέντος μέρους τῆς Ἑλλάδος ὁ κλῆρος δὲν χρεωστεῖ νὰ γνωρίζη ὡς ἐκκλησιαστικὸν ἀρχηγὸν τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ἐνόσῳ ἡ Κωνσταντινούπολις μένει μολυσμένη ἀπὸ τὴν καθέδραν τοῦ τυράννου» καὶ προτείνει, «ἀλλὰ νὰ κυβερνᾶται ἀπὸ Σύνοδον ἱερέων, ἐκλεγομένων ἐλευθέρως ἀπὸ ἱερεῖς καὶ κοσμικούς, καθὼς ἔπρασσεν ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ πράσσει μέχρι σήμερον τῶν ὁμοθρήσκων Ρώσων ἡ Ἐκκλησία» (Ἀδαμάντιος Κοραής, «Προλεγόμενα» στὰ Ἀριστοτέλους πολιτικῶν τὰ σωζόμενα, Παρίσι 1821, σ. ρκ΄).

Ἕνας ἄλλος πρόδρομος τῆς ἀπόσχισης ἦταν ὁ στενὸς φίλος τοῦ Κοραῆ, Θεόφιλος Καΐρης (Σάσα Μόσχου-Σακορράφου, «Θεόφιλος Καΐρης. Από τον άμβωνα στη φυλακή», 1973, σελ.58), ὁ ὁποῖος σπουδαγμένος (ὅπως σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές) στὴν Ἑλβετία καὶ στὸ Παρίσι καὶ ἐπηρεασμένος καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση ἵδρυσε μία δική του θὰ λέγαμε θρησκεία, τὴν «Θεοσέβεια», στὴν ὁποία διακρίνονται φανερὲς ἐπιρροὲς ἀπὸ τὸν γαλλικὸ δεϊσμό [βλ. καὶ τὴν καταδικαστικὴ ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Περὶ τῆς νεωστί ἀναφανείσης ἀντιχρίστου διδασκαλίας τοῦ Θεοσεβισμοῦ» στὸ Ιωάννης Αναστασίου, «Μια εγκύκλιος και μία πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τον Θεόφιλο Καΐρη και τους μαθητές του», στο: Πανελλήνιο Συμπόσιο Θεόφιλος Καΐρης (Άνδρος 6-9 Σεπτεμβρίου 1984) Πρακτικά (ἐπιμ. Γιάννης Καράς), ἐκδ.Gutenberg, Aθήνα, 1988, σελ.230 κ.ἑξ]. Ὁ Καΐρης θέλησε νὰ μεταρρυθμίσει τὴν ἐκκλησία προτείνοντας εἰδικῶς σχεδιασμένους ναούς, εἰδικὲς ἑορτές, ἀλλαγὴ τοῦ τελετουργικοῦ, προσαρμοσμένες στοὺς νέους καιροὺς προσευχές, κ.ἄ. (πάλι ἐρωτῶ, μήπως μᾶς θυμίζουν κάτι ὅλα αὐτά;). Παρὰ τὴν καταδίκη του πολλὲς ἰδέες τοῦ Καΐρη διαδόθηκαν καὶ ἐπηρρέασαν πολλοὺς στὴν Ἑλλάδα.

Οἱ προτεσταντίζοντες, λοιπόν, Διαφωτιστὲς ὑπὸ καὶ μετὰ τὸν Ἀδαμάντιο Κοραὴ μὲ τὴν βοήθεια τῶν Βαυαρῶν, ἐφαρμόζοντας τὰ σχέδιά τους, τὰ ὁποῖα βασίστηκαν σὲ ἀπόψεις ποὺ καταδικάστηκαν ἀπὸ τὸ τότε ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο ὡς μὴ ὀρθόδοξες, ἀπέσχισαν τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, λήστεψαν, λεηλάτησαν καὶ ἔκλεισαν τὰ μοναστήρια μὲ τὰ διατάγματα τῆς 25/9/1833 καὶ 25/2/1834 (ἀπὸ τὰ 593 κλείνουν τὰ 412). Φυσικὰ τὰ παπικὰ μοναστήρια παρέμειναν ἄθικτα καὶ πλούσια (Χρ. Γιανναρᾶς, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, 1999, σελ. 274).

Παράλληλα ὁ προτεστάντης Βαυαρὸς ἀντιβασιλέας Μάουρερ σὲ συνεργασία μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη κατάρτισε ἑπταμελὴ ἐπιτροπή, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πανούτσου Νοταρᾶ, τρεῖς Ἀρχιερεῖς, γραμματέα τὸν Φαρμακίδη, τὸν Σκαρλάτο Βυζάντιο, τὸν ὑπουργό «ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν» Σπυρίδωνα Τρικούπη καὶ τὸν Κωνσταντῖνο Σχινᾶ. Αὐτοὶ ἀποφάσισαν μὲ βασιλικὸ διάταγμα τὸν «Καταστατικὸ Χάρτη» ὁ ὁποῖος νομιμοποιεῖ τὴν ἀντικανονικὴ ἵδρυση τῆς «Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος», ἡ ὁποία θὰ ἦταν ἀρχικὰ πενταμελής.

Διοικητικὴ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωριζόταν Ρωμαιοκαθολικὸς Βασιλιὰς Ὄθωνας!

Ἐπίτροπος τοῦ Βασιλιᾶ θὰ παρευρισκόταν σὲ κάθε συνεδρίαση τῆς Διαρκοῦς Συνόδου καὶ χωρὶς τὴν δική του ἔγκριση δὲν ἦταν καμία ἀπόφαση, ἀκόμα καὶ γιὰ θεολογικὰ θέματα δυνατή. Οἱ Ἐπίσκοποι θὰ διορίζονταν ἀπὸ τὸν Βασιλιὰ καὶ ἡ μισθοδοσία τους θὰ γινόταν ἀπὸ τὸ Κράτος (βλ. Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός, «Ελλαδικού Αυτοκεφάλου παραλειπόμενα» μελέτη ιστορικοφιλολογική, εκδ. Δόμος 1989, σσ. 24-25). Πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος ἐκλέχθηκε ὁ ὡς τότε Ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξᾶς.

Ἡ Ἐκκλησία μετατρέπεται δηλ. τὸ 1833, μὲ τὴν ἐπισημοποίηση τῆς «Διακηρύξεως» ἀπὸ τὸν Ὄθωνα, σὲ ἐθνικὸ καὶ δημόσιο θεσμὸ καὶ ὑποτάσσεται σὲ κοσμικὰ κέντρα ἐξουσίας, στὴν προκειμένη περίπτωση στὸ ἀπὸ τοὺς μὴ ὀρθόδοξους Βαυαροὺς διοικούμενο Βασίλειο τῆς Ἑλλάδος. Κεφαλὴ τῆς Ἱ. Συνόδου θεωρεῖται πιὰ ἕνας αἱρετικός, ὁ Παπικὸς Ὄθωνας(!!!), τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ μνημονεύουν οἱ Ἱερεῖς. Ἀνάλογα διορίζεται πενταμελὴς Ἱερὰ Σύνοδο μὲ ἐπιρροὴ καὶ ἐπίδραση τῶν λαϊκῶν κατὰ τὰ προτεσταντικὰ πρότυπα. Κατὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο

«Οἱ συντάκται τοῦ διατάγματος (τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας)... ἐταπείνωσαν τὴν Ἐκκλησίαν, μετασχηματίσαντες αὐτὴν εἰς ἁπλοῦν σωματεῖον, κινούμενον κατὰ τὰς διαταγὰς κοσμικοῦ κυριάρχου» (Γιανναρᾶς, α.α.Ο. σελ. 270, ὑποσημ. 16).

Ἡ Ἐκκλησία ἀποσχίστηκε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, στὸ ὁποῖο ἀνῆκε ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα, μιᾶς καὶ οἱ λάτρεις τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας δὲν ἤθελαν καμία σχέση μὲ τὴν Κων/πολη καὶ τὸ «Βυζάντιο». Τότε διέκοψαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες (σσ. ἐν ἀντιθέσῃ μὲ τὴν στάση τους στὸ μετέπειτα ἡμερολογιακὸ ζήτημα) κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὴν Ἑλλάδα. Ἕνα στὴν πραγματικότητα σχῖσμα δημιουργήθηκε, ἂν καὶ τὸ Πατριαρχεῖο τότε ἀπὸ ἀγάπη ποτὲ δὲν τὸ κατονόμασε ἔτσι, ποὺ διήρκησε δύο δεκαετίες καὶ γιατρεύτηκε μόλις τὸ 1850 μὲ τὸν γνωστὸ «Τόμο» μέσῳ τῆς ἀγάπης καὶ οἰκονομίας τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν.

Ὁ νεωτεριστὴς Θεόκλητος Φαρμακίδης μὲ τὴν συνεργασία τοῦ Βαυαροῦ Μάουρερ ὀργάνωσε δηλαδὴ ἀντικανονικῶς «ἐκκλησιαστικό πραξικόπημα», μία συνειδητὴ ἀποκοπὴ τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν τότε ὀρθόδοξο κόσμο. Καμία ἐθνοσυνέλευση δὲν εἶχε ἐπιδιώξει μία τέτοια ἀπόφαση καὶ ὁ ἁπλὸς λαὸς ἦταν στὸ σύνολό του ἐναντίον της (βλ. Ἰωάννης Πετρόπουλος, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), Αθήνα, 1985, σελ. 259). Ἡ Γ΄ Ἐθνικὴ Συνέλευση τῆς Τροιζήνας (1827) εἶχε διακηρύξει (ἄρθρο ΚΓ΄): «Ἐπειδὴ πάντες ἡμεῖς, ἐξαιρέτως δὲ οἱ τοῦ κλήρου τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, οὐκ ἐγνωρίσαμεν ἄλλην μητέρα, εἰμὴ τὴν Μεγάλην Ἐκκλησίαν, οὔτε ἄλλον Κυριάρχην, εἰμὴ τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως... διὰ τοῦτο οὐκ ἐφεῖται ἡμῖν ἀποσπασθῆναι ἀπ’ αὐτῆς καὶ ἀποσκιρτῆσαι, μηδὲν σχίσμα ἢ διαίρεσιν ἐμποιοῦντες εἰς τὴν πνευματικὴν ἡμῶν ἑνότητα καὶ Ἐκκλησιαστικὴν κοινωνία» (Ἀνδρέου Μαμοῦκα, Ta Kata ten anagennesin tes Ellados ... (Die auf Griechenlands Wiedergeburt bezüglichen Actenstücke, oder Sammlung von Constitutionen, Gesetzen ... von 1821 bis Ende 1832, σελ. 150).

Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Αὐτοκεφάλου θεωροῦσαν ὡς ἀντιπάλους τῆς ὀρθοδόξου πίστεως «όχι τόσο τους μουσουλμάνους, όσο τους δυτικούς, καθολικούς και προτεστάντες» (Παρασκευὰς Ματάλας, «Έθνος και Ορθοδοξία, οι περιπέτειες μίας σχέσης», 2η ἔκδ., Ἡράκλειο 2003, σελ. 51). Αὐτὸ σημαίνει οἱ δυτικόφιλοι ὑπέρμαχοι τοῦ Αὐτοκεφάλου θεωροῦσαν τὸ ἀντίθετο, πρᾶγμα ποὺ διαφαίνεται καὶ στὴν διαμάχη τῶν δύο ἀντιμαχομένων παρατάξεων στὸ ζήτημα τοῦ οἰκουμενικοῦ ἢ ἑλληνικοῦ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας (βλ. Μ. Ρενιέρη, Φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας, Ἀθήνα, 1841), τῆς μετάφρασης τῆς Ἁγίας Γραφῆς (βλ. τὴν μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀπὸ τὸν Νεόφυτο Βάμβα, ἔκδοση τῆς προτεσταντικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρίας), τῆς θεολογίας στὰ πανεπιστήμια, τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν(!) (βλ. «Η ονομασία του εν λόγω μαθήματος: «μάθημα των Θρησκευτικών» ΑΠΟΤΕΛΕΙ αντιγραφή του αντίστοιχου στο Βαυαρικό Πρόγραμμα μαθήματος (Religionsunterricht), το οποίο επιβλήθηκε στην περίοδο της Βαυαροκρατίας, όταν, αφού ελληνικά χέρια δολοφόνησαν τον γνήσιο Εθνάρχη Ιωάννη Καποδίστρια, η Ελλάδα βρέθηκε υπό ξένη επιτροπεία, η οποία, δυστυχώς, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα» στὸ Ιωαν. Κογκούλης, Ανοιχτή επιστολή για το καλούμενο μαθημα των θρησκευτικων, το μαθημα παιδειας και ελληνορθόδοξης κληρονομιάς) τῶν προτεσταντῶν «μισσιονάριων», τῆς μισθοδοσίας τῶν κληρικῶν, τῶν μικτῶν γάμων, τὶς κηδεῖες τῶν ἑτεροδόξων (Θ. Φαρμακίδης, «Ἀπολογία» (β΄ ἔκδοση «ἀμετάβλητος»), Ἀθήνα 1840, σελ. 68-69). Ποιός μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ, ὅτι δὲν διακρίνει ὁμοιότητες μὲ τὶς σημερινὲς διαμάχες; Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ θέματα δὲν ταλανίζουν καὶ σήμερα τὴν Ἐκκλησία;

Παραδόξως ἡ ἐπίσημη ἱστοσελίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περιγράφοντας τὴν ἱστορία τῆς Αὐτοκεφαλίας της δὲν ἀναφέρει τίποτα ἀπὸ τὰ παραπάνω καὶ ἀφιερώνει μόνο 4 γραμμές (!) (ἐδῶ) .

Καὶ ὅμως ὁ Καταστατικὸς χάρτης τῶν Βαυαρῶν ποὺ ψηφίσθηκε στὶς 23 Ἰουλίου 1833 ἰσχύει μέχρι σήμερα μὲ μία δίχρονη διακοπὴ τὸ 1923 ἐπὶ κυβέρνηση Πλαστήρα (τὸν χάρτη ἐπανέφερε τὸ 1925 ὁ Θ. Πάγκαλος)!

Αὐτὸ τὸ ἀντικανονικὸ καὶ ἀντιεκκλησιαστικὸ σχίσμα, τὸ ὁποῖο, τὸ τονίζω ἔλαβε μέρος ἐπὶ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, ἀνεξαρτήτως ἂν μετὰ ἀναγνωρίσθηκε ὡς κανονικό, ἦταν ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀπαξίωσης τῶν μοναστηριῶν, τῆς καρδιᾶς τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴν Ἑλλάδα καὶ τῆς ἀπαξίωσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης μέσῳ δυτικόφερτων ἰδεοληψιῶν καὶ αἱρετικῶν δογμάτων. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὑποβαθμίστηκε σταδιακά, ἔχασε τὴν ἑνότητά του μὲ σημαντικὰ μέρη τοῦ ποιμνίου του καὶ ὑποτάχθηκε στὴν εὔνοια τῶν ἰσχυρῶν καὶ τῶν αἱρέσεων, μὲ τὰ γνωστὰ σήμερα ἀποτελέσματα. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βλέπουμε ἔντονα πιὰ τὴν ἀνάμειξη διεθνῶν καὶ κρατικῶν κέντρων ἐξουσίας (εἴτε αὐτὰ λέγονται Ρωσία ἢ Ἀγγλία ἢ Γαλλία ἢ Η.Π.Α.) σὲ θέματα πίστεως καὶ ἑνότητας τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ διάβολος εἶχε καταφέρει νὰ διχάσει, νὰ ἀμφισβητήσει, νὰ ἀλλάξει καὶ ἔτσι νὰ βάλει τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ὑποταγὴ αὐτὴ τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν στὰ σχέδια του, τοὐτέστιν στὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἕνα παράδειγμα γιὰ τὰ παραπάνω συμπεράσματα ἀποτελεῖ ἡ προσωπικότητα τοῦ Ἀλέξανδρου Λυκούργου, ἀπὸ τὸ 1866 ἀρχιεπίσκοπος Σύρου, Μήλου καὶ Τήνου, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ τὶς κορυφαῖες ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς στὴν Ἑλλάδα τοῦ 19ου αἰώνα. Σπουδαγμένος στὴν Γερμανία (μᾶς θυμίζει κάτι αὐτό;) καὶ διατηρώντας σχέσεις ἀκόμα καὶ μὲ τὸν πρωθυπουργὸ τῆς Ἀγγλίας Γλάδστωνα, ἀνέλαβε τὸν ρόλο συμβούλου καὶ ὑποστηρικτὴ τοῦ Πατριαρχείου στὸ ζήτημα τοῦ Βουλγαρικοῦ σχίσματος καὶ ἐναντίον τῆς Ρωσίας καὶ τοῦ Πανσλαβισμοῦ ποὺ αὐτὴ προωθοῦσε, ἐνῶ παράλληλα διατηροῦσε στενὲς σχέσεις μὲ τὴν Ἀγγλία καὶ τὴν Γαλλία. Στὴν προσπάθεια του αὐτὴ στράφηκε τόσο πολὺ πρὸς τὴν Δύση, ὥστε ἐπεδίωξε μία ἕνωση μὲ τοὺς Παλαιοκαθολικοὺς καὶ Ἀγγλικανοὺς μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο. Ὅταν σὲ συζήτηση ποὺ εἶχε στὴν Κων/πολη μὲ τὸν τραπεζίτη Γ. Ζαρίφη, ὁ παρευρισκόμενος πρέσβης καὶ πρώην ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος Ἀλέξανδρος Ραγκαβής (ἔγραψε μὲ τὸ ψευδώνυμο Νεολογίδης καὶ τὴν πολιτικὴ κωμωδία «τοῦ Κουτρούλη ὁ γάμος») τοῦ εἶπε, ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνει ὅμως σταθερὸς στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὁ Λυκοῦργος δυσανασχέτησε μὲ αὐτὴν τὴν ἄποψη (Ματάλας, Έθνος και Ορθοδοξία . σελ. 314).

Παρατηρεῖ ὁ Ματάλας (σελ. 315):

«Οι δυτικόφιλες φωνές για προσέγγιση, ή και ένωση ακόμα, με τους παλαιοκαθολικούς ή τους αγγλικανούς είναι, κατά κανόνα, και φωνές υπέρ μιας πολιτικής και θρησκευτικής ρήξης, όχι μόνο με τους Βούλγαρους, αλλά και με όλο τον σλαβισμό, δηλαδή με την ορθόδοξη Ρωσία» (πόσο γνωστὰ μᾶς φαίνονται ὅλα αὐτὰ σήμερα!).

Τὸ 1870 ὁ καθηγητὴς τῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης Νικηφόρος Γλυκᾶς, μιλάει σὲ ἐκδήλωση χρησιμοποιώντας «θεωρίες ὑπὲρ τῆς ἐφικτῆς ἑνώσεως τῶν Διαμαρτυρομένων μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Ἀλ. Ραγκαβής, Ἀπομνημονεύματα, Ἀθήνα, 1898-1930, τόμ. Γ΄ σελ. 485). Καὶ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1872 τελεῖται τὴν Δευτέρα τοῦ Πάσχα ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Καισαρείας Εὐστάθιο Κλεόβουλο μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Πατριάρχη Ἀνθίμου πρὸς τιμὴν τοῦ Λυκούργου καὶ τῆς ἀνάρρωσης τοῦ διαδόχου τοῦ ἀγγλικοῦ θρόνου δοξολογία μὲ πολυχρόνια γιὰ τὴν βασίλισσα Βικτώρια(!) καὶ εὐχὲς γιὰ ἕναν «ἀρραβῶνα τῆς ἑνότητος» μεταξὺ Ἀγγλικανῶν καὶ Ὀρθοδόξων (Ματάλας, σελ. 316).

Σὲ αὐτήν, λοιπόν, τὴν ἵδρυση Αὐτοκεφαλίας βλέπουμε τὸ παράδειγμα μετέπειτα σχισμάτων (π.χ. τοῦ Βουλγαρικοῦ καὶ γιατὶ ὄχι καὶ τοῦ σημερινοῦ τῆς Οὐκρανίας), τὴν ἐμφάνιση πρωτόγνωρων γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία φαινομένων καὶ πρακτικῶν, τὴν στροφὴ πρὸς τὴν Δύση μὲ ὅτι αὐτὸ συνεπάγεται, τὴν ὑποταγὴ τοῦ κατώτερου κλήρου στὸ κράτος καὶ στὸν μισθὸ ποὺ αὐτὸς μέσῳ τοῦ Ἐπισκόπου παρέχει, τὴν ὑποταγὴ τῶν Ἐπισκόπων στὸ κράτος ἀντὶ στὸν Χριστό, μὲ τὰ γνωστὰ σήμερα ἀποτελέσματα, τὴν ὑποταγὴ τῶν μοναστηριῶν στὶς χρηματικὲς ἐπιδοτήσεις, τὴν ὑποταγὴ τῆς χριστιανικῆς παιδείας στὰ κρατικὰ καὶ μέσῳ αὐτοῦ παγκόσμια συμφέροντα. Ἀκόμα καὶ τὸ σχέδιο ἀλλαγῆς (ὄχι διόρθωσης ὅπως σήμερα) τοῦ ἡμερολογίου μποροῦμε ἐκεῖ νὰ πρωτοδιακρίνουμε, ἀφοῦ αὐτὴ ἀποτελοῦσε σχέδιο τοῦ Κοραῆ καὶ τοῦ Καΐρη.

Γιὰ ἐπαναφορὰ ὅμως στὴν κατάσταση (δηλ. στὴν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου)  ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ποὺ καταλύθηκαν σχεδὸν τὰ πάντα καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία εἶχε ὡς ἐπίσημο ἀρχηγὸ ἕναν μὴ ὀρθόδοξο, ἕναν αἱρετικὸ βασιλιά, τὸν Ὄθωνα, δὲν ἀκούσαμε ποτὲ νὰ ἀπαιτεῖται, ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, ἀπὸ κανέναν (οὔτε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, οὔτε ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἐπικράτεια, οὔτε ἀπὸ τοὺς «παραδοσιακοὺς» ἐρευνητὲς ρασοφόρους, οὔτε ἀπὸ τοὺς Γ.Ο.Χ.). Καὶ ἂς μὴν χρησιμοποιήσουμε τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι τώρα τὸ Πατριαρχεῖο εἶναι οἰκουμενιστικό, διότι πρὶν 120 χρόνια δὲν ἦταν, ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν ζητήθηκε ἡ ἐπανένωση, καὶ τὸ 1910 δὲν ἦταν, ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν ζητήθηκε ἡ ἐπανένωση· κι ὅλα αὐτὰ παρόλο ποὺ ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος ἔγινε ἀντικανονικά, μὲ αἱρετικὰ κίνητρα καὶ διέσπασε τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν συνέχεια τῆς Παράδοσης.

Ἄν θέλουμε, λοιπόν, νὰ ἀνακαλύψουμε ἕνα πρῶτο βῆμα, τότε ἡ ἵδρυση τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διεκδικεῖ σοβαρὲς πιθανότητες νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς τέτοιο. Καὶ θὰ μποροῦσε νὰ συνεισφέρει σὲ μία πραγματικὴ ἑνότητα, ἀφοῦ αὐτὴ ἔλαβε μέρος σὲ ἐποχὴ ἐπικρατήσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ, ποὺ σημαίνει, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα παραδείγματα, ὅτι τὸ ἡμερολόγιο δὲν σώζει, οὔτε προφυλάσσει ἀπὸ λάθη καὶ ἀντικανονικὲς πρακτικές καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἀποτελεῖ αἰτία διχόνοιας.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου