Σχετικῶς μέ τό ἀνακύψαν ζήτημα τοῦ κύρους, τῆς ἰσχύος τῶν ἐπιτιμίων τά ὁποῖα ἐπιβάλλουν ἐναντίον Ὀρθοδόξων Κληρικῶν ἤ λαϊκῶν αἱρετίζοντες Ἐπίσκοποι ἤ ἄλλοι ἀνώτεροι Κληρικοί (αἱρετίζοντες, ὡς μή εἰσέτι ἐκκλησιαστικῶς καταδικασμένοι, ἀλλά κηρύσσοντες καί προωθοῦντες αἵρεση) σημειώνουμε τά ἑξῆς. 

Ἡ ἐπιβολή ἐπιτιμίου (ποινῆς) κατά τοῦ Ὀρθοδόξου τοῦ ἀντιδρῶντος στήν αἵρεση ἐκ μέρους τοῦ αἱρετίζοντος προϊσταμένου του, συνήθως ἑνός Ἐπισκόπου (Μητροπολίτου, Ἀρχιεπισκόπου, Πατριάρχου), ἀκόμη καί ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἀντίδραση ἔχει τήν μορφή διακοπῆς κοινωνίας καί μνημονεύσεως τοῦ αἱρετίζοντος ἐκ μέρους τοῦ Ὀρθοδόξου, ἐπιβεβαιώνει καί τεκμηριώνει τήν αἱρετική ἰδιότητα τοῦ προϊσταμένου· ἡ ἐπιδιωκόμενη τιμωρία ἐπιβεβαιώνει οὐσιωδῶς τήν μομφή ἐπί αἱρέσει κατά τοῦ προϊσταμένου, βάσει τῆς ὁποίας ὁ Ὀρθόδοξος ὑφιστάμενος ἀντέστη στόν αἱρετίζοντα ἤ προέβη ἀκόμη καί σέ διακοπή κοινωνίας καί μνημονεύσεώς του (σέ ἱ. ἀποτείχιση, δηλαδή) – συμφώνως πρός τά προβλεπόμενα ἀπό τούς 31ο Ἀποστολικό Κανόνα καί 15ο τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. 

Ἡ παραπάνω ἐπιβεβαίωση συνίσταται στό ὅτι ὁ αἱρετίζων προϊστάμενος, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει τήν ποινή κατά τοῦ Ὀρθοδόξου, (α) οὔτε προσκαλεῖ τόν ὑφιστάμενό του, ὁ ὁποῖος διαμαρτύρεται ἤ ἀποτειχίζεται γιά τήν αἵρεση, ὥστε νά διευκρινισθοῦν καί ἀποσαφηνισθοῦν οἱ ἐπίμαχες θεολογικές θέσεις τοῦ ἰδίου τοῦ προϊσταμένου (βάσει τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος1 ), (β) οὔτε ἀποκηρύσσει δημοσίως τήν αἵρεση γιά τήν ὁποία κατηγορήθηκε, ὥστε νά ἀποσείσει ἀφ’ ἑαυτοῦ πᾶσα ὑπόνοια αἱρέσεως καί ἐπανορθώσει τήν ἀφορμή τοῦ σκανδαλισμοῦ, (γ) οὔτε ἐπαινεῖ τούς ἀντιδράσαντας κατά τῆς ἀναφανείσης αἱρέσεως, συμφώνως πρός τήν διακέλευση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας, ὅτι δηλαδή οἱ Ὀρθόδοξοι πρέπει νά τιμοῦν τούς ἀποτειχισθέντες Ὀρθοδόξους ὡς προξένους ἑνότητος καί ἀσφαλείας τῆς Ἐκκλησίας («τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» διότι «οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι»)· τέτοιος ἔπαινος φαίνεται καί στά γραπτά τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ἐπῄνεσε τήν καλή πρόθεση τῶν Μοναχῶν πού ἀποτειχίστηκαν ἀπό τόν πατέρα του Ἐπίσκοπο Γρηγόριο (ἐπί ὑποψίᾳ αἱρέσεως), μολονότι ἔψεξε τήν ταχύτητα καί ὑπερβολή τῆς ἀντιδράσεώς τους2 . 

Ἡ ἐπιβληθεῖσα, ὅμως, ἀπό τόν αἱρετίζοντα προϊστάμενο ποινή ἔναντι τοῦ Ὀρθοδόξου ὑφισταμένου του, ἀντιδρῶντος ἀκόμη καί διά τῆς ἱ. ἀποτειχίσεως, ἔχει κῦρος καί ἰσχύ μεταξύτῶν Ὀρθοδόξων; Ἐννοεῖται, βεβαίως, ὅτι οἱαδήποτε ποινή αἱρετικοῦ κληρικοῦ, ἤδη ἀποκεκομμένου ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας (ἤδη καταδικασμένου), δέν ἔχει οὐδεμία ἰσχύ ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἀφοῦ ἡ κοινωνία πρός αὐτούς, ἀκόμη καί ὡς συμπροσευχή, τιμωρεῖται ἀπό τούς ἱ. Κανόνες (λ.χ. 10ο Ἀποστολικό Κανόνα καί πολλούς ἄλλους), ἡ δέ μαρτυρία τῶν αἱρετικῶν στό ἐκκλησιαστικό δικαστήριο ἐναντίον Ὀρθοδόξων Κληρικῶν ἤ λαϊκῶν δέν γίνεται δεκτή (βάσει τῶν ἱ. Κανόνων 75ου Ἀποστολικοῦ, 6ου τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καί 129ου [ἤτοι 138ου] τῆς Καρθαγένης). 

Ἐν πρώτοις, εἶναι χαρακτηριστικός ὁ 3 ος ἱ. Κανών τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος προφυλάσσει τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές ποινές (καί τήν συναφῆ ἀπομόνωση) πού θά ἐπέβαλλαν οἱ αἱρετίζοντες ὀπαδοί τοῦ καταδικασθέντος ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου· εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι ὁ ἱ. Κανών κηρύσσει τό ἄκυρον (τήν ἀκυρότητα) τόσο τῶν ποινῶν ὅσο καί ὁποιασδήποτε ἄλλης ἐκκλησιαστικῆς ἐνεργείας ὄχι μόνον ἐκείνων τῶν αἱρετιζόντων οἱ ὁποῖοι ἤδη «ἀπέστησαν» ἀπό τήν Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά καί ἐκείνων οἱ ὁποῖοι «ἀφίστανται» ἀπό αὐτήν· συνεπῶς, ὁ Κανών ἔχει καί προληπτική ἰσχύ ἔναντι τῶν μελλοντικῶν ἀποστατῶν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, χάριν ὅσων Ὀρθοδόξων ἐνδεχομένως θά ἐδιώκοντο ἀπό τούς αἱρετίζοντες, τυπικῶς προϊσταμένους των: 

«Ἄν κάποιοι Κληρικοί, λοιπόν, ἀπό κάθε πόλη ἤ περιοχή, ἐπειδή φρονοῦν ὀρθά, ἐμποδίσθηκαν ἀπό τήν Ἱερωσύνη ἐκ μέρους τοῦ Νεστορίου καί ὅσων εἶναι μέ αὐτόν, ἀποδώσαμε δικαιοσύνη, ὥστε καί αὐτοί νά λάβουν πάλι τόν δικό τους [ἱερατικό] βαθμό. Καί γενικῶς προστάσσομεν οἱ Κληρικοί πού ἔχουν τό ἴδιο φρόνημα μέ τήν Ὀρθόδοξη καί Οἰκουμενική Σύνοδο νά μή ὑπόκεινται καθόλου μέ κανένα τρόπο στούς Ἐπισκόπους πού ἀποστάτησαν ἤ ἀποστατοῦν» 3 . 

Ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ ὁποῖος συνιστᾷ σπουδαία θεολογική «πηγή» ἐπιφανεστάτων θεολόγων Πατέρων, ὡς τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πολύ χαρακτηριστικῶς στό ἔργο του «Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας» βεβαιώνει, ὅτι ὁ Θεός δέν πραγματοποιεῖ τίς κακῶς καί παρά τό θεῖον θέλημα γενόμενες προσευχές τοῦ Ἐπισκόπου, οὔτε ἐπικυρώνει τά παρομοίως ἄδικα, ἐξ ἐμπαθείας, ἐπιτίμια τοῦ Ἐπισκόπου: «Μέ τόν τρόπο αὐτό [πού προελέχθη] οἱ Ἱεράρχες ἔχουν καί τίς δυνάμεις τῶν ἀφορισμῶν, δηλαδή ὡς φανερωτές τῶν θείων δικαιωμάτων· ὄχι ἐπειδή, ἄς τό ποῦμε κατ’ εὐφημισμόν, ἡ πάνσοφη Θεαρχία [ὁ Θεός] ἀκολουθεῖ ὡς ὑπηρέτρια στίς παράλογες ὁρμές τους, ἀλλά ἐπειδή αὐτοί ἀφορίζουν ἐπαξίως ἐκείνους πού ὁ Θεός ἔχει κρίνει, καθώς τό τελεταρχικόν Πνεῦμα τούς ὑποκινεῖ [τούς Ἱεράρχες] προφητικῶς […] 

Λοιπόν οἱ ἔνθεοι Ἱεράρχες ἔτσι πρέπει νά χρησιμοποιοῦν καί τούς ἀφορισμούς καί ὅλες τίς ἱεραρχικές δυνάμεις, ὅπως τυχόν τούς ὑποκινήσει ἡ τελετάρχις Θεαρχία [ὁ Θεός]· καί οἱ ὑπόλοιποι ἔτσι πρέπει νά δίδουν προσοχή στούς Ἱεράρχες, σέ ὅσα ἐνεργοῦν μέ τόν τρόπο τῆς Ἱεραρχίας, ὡς νά ἔχουν παρακινηθεῖ ἀπό τόν Θεό· διότι λέγει “Ὅποιος ἀθετεῖ ἐσᾶς, Ἐμέ ἀθετεῖ”» 4 . Κατά συνέπεια, οὔτε ὁ Θεός «ἐνεργοποιεῖ» τίς ἄδικες, ἐξ ἐμπαθείας, ἐνέργειες τῶν Ἐπισκόπων, οὔτε ὀφείλεται σέ αὐτές ὑπακοή· πόσο λοιπόν περισσότερο ἰσχύουν αὐτά, ὅταν ὑπάρχει θρασεῖα καί δημοσία, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», παρέκκλιση τοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, δηλαδή αἵρεση ! 

Τήν ἴδια ἀκριβῶς στάση υἱοθετεῖ ἑρμηνεύοντας τόν Ἅγιο Διονύσιο καί ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής: «Σημείωσε ὅτι, ἐάν ὁ Ἱεράρχης ἀφορίσει ἀσχέτως πρός τόν σκοπό τοῦ Θεοῦ, δέν τόν ἀκολουθεῖ ἡ θεία ἀπόφαση· διότι αὐτά ὀφείλει [ὁ Ἱεράρχης] νά τά ἐφαρμόζει σύμφωνα μέ τήν θεϊκή κρίση καί ὄχι λόγῳ τοῦ δικοῦ του θελήματος» 5 . Εἶναι χαρακτηριστική καί ἡ δημοφιλής ἑρμηνεία τήν ὁποίαν παραθέτει συμπαθῶν ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών (τοῦ 12ου αἰ.), ἐπιφανής καί ἔγκριτος κανονολόγος, μέ ἀφορμή τόν 29ο (ἤτοι 37ο ) Κανόνα τῆς Καρθαγένης· ἡ ὁποία ἑρμηνεία ἐπισημαίνει ὅτι ὁ τιμωρούμενος ἀπό Ἐπίσκοπο Κληρικός ἤ λαϊκός ὀφείλει μέν νά τηρεῖ τήν ποινή ἀκοινωνησίας (ἀφορισμό) πού τοῦ ἔχει ἐπιβληθεῖ μέχρι νά ἐκδικασθεῖ, ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἡ ποινή ἄδικη· ἄν ὅμως ὁ ἀφορισμός δέν ἔχει ἐπιβληθεῖ γιά προβλεπόμενα ἀδικήματα, ἀλλά μόνον ὡς ἐκδίκηση ἀπό μέρους τοῦ παρανομοῦντος Ἐπισκόπου, τότε δέν πρέπει νά λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν. 

Ἄς προσεχθεῖ, ὅτι ἡ ἑρμηνευτική αὐτή προσέγγιση κάνει λόγο γιά τόν κίνδυνο πού θά διέτρεχε ἡ δογματική Πίστη, ἡ εὐσέβεια, ἐάν οἱ Ἐπίσκοποι ἀπέλαυαν τέτοιας ἐξουσίας καί ἀσυδοσίας: «… ἄν μέν ἕνεκα αἰτιῶν πού προβλέπονται ἀπό τά παραπάνω κεφάλαια ἀφορισθεῖ κάποιος κληρικός, ὀφείλει νά τηρήσει τόν ἀφορισμό, ὅπως καί ἄν ἐπιβλήθηκε, καί νά μή τόν καταφρονεῖ μέχρις ὅτου ἐξετασθεῖ ἡ αἰτία του. Ἄν ὅμως γιά ἄλλη αἰτία, καί χωρίς συσχετισμό πρός τίς παραπάνω ἀναφερόμενες, ἀφορίσει ὁ Ἐπίσκοπος Κληρικό ἤ λαϊκό, διότι λ.χ. δέν ἐξεγείρεται ἐναντίον τοῦ πολιτικοῦ ἄρχοντος ἤ διότι δέν δίδει στόν Ἐπίσκοπο κάποιο δικό του πρᾶγμα ἤ διότι δέν συμφωνεῖ μέ τό ἄδικο ἤ τολμηρό θέλημα τοῦ Ἐπισκόπου, τότε ὁ ἀφορισμένος μπορεῖ, χωρίς κανένα κίνδυνο, νά περιφρονήσει τόν ἀφορισμό, καί μᾶλλον θά ἀφορισθεῖ ἐκεῖνος πού ἀφόρισε. 

Διότι, ἐάν ἀφ’ ἑνός ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει τό δικαίωμα νά ἀφορίζει εὐκαίρως ἤ ἀκαίρως κληρικούς καί λαϊκούς καί ἀφ’ ἑτέρου οἱ ἀφοριζόμενοι ἔχουν τήν ὑποχρέωση νά φυλάττουν τόν ἀφορισμό, τότε οἱ Ἐπίσκοποι θά μεταβληθοῦν σέ τυράννους καί θά κατακυριεύσουν τά πάντα καί κανένας δέν θά τολμᾷ νά ἀντιλέγει σέ αὐτούς, ἀπό τόν φόβο τοῦ ἀφορισμοῦ. Ἴσως μάλιστα νά χορέψουν καί θριαμβευτικά αὐτοί ἐπάνω στήν {ἴδια τήν} εὐσέβεια, καί ἔτσι θά γίνουν οἱ ἱεροί Κανόνες αἰτία πολλῶν κακῶν,πρᾶγμα ἄτοπο. 

Πρόσεχε δέ καί τόν παρόντα Κανόνα {29ο τῆς ἐν Καρθαγένῃ}, ὁ ὁποῖος λέγει, ὅτι τότε πρέπει νά τηρεῖται ὁ ἀφορισμός, ὅταν ἐπιβληθεῖ γιά ραθυμία, δηλαδή γιά ἁμάρτημα πού τό προβλέπουν καί τό τιμωροῦν οἱ Κανόνες»6 . Καί ἐνῷ αὐτά, λοιπόν, εἶναι φανερά γιά τίς λοιπές παρανομίες, ὅσες δέν σχετίζονται μέ τίς αἱρέσεις, ἀλλά μέ τίς ἐμπαθεῖς ἐνέργειες τῶν Ἐπισκόπων (κατά τόν Ἅγιο Διονύσιο, τόν Ὅσιο Μάξιμο καί τόν Βαλσαμῶνα), ἡ πρακτική τῶν Ἁγίων Πατέρων στόν ἀγῶνά τους κατά τῶν αἱρέσεων, βεβαιώνει, ὅτι θεωρεῖται δεδομένη ἡ ἀνυποληψία καί ἀνυπακοή τῶν Ὀρθοδόξων πρός τίς ἐναντίον τους ποινές τῶν αἱρετιζόντων ὑψηλῶν Κληρικῶν. Θά ἦταν ἁπλῶς ἀδιανόητη, προσκρούουσα στήν κοινή λογική, ἡ ἀπόδοση ἱεροκανονικῆς ἰσχύος καί ἡ ὑπακοή σέ ποινές τέτοιου εἴδους, οἱ ὁποῖες θά εἶχαν σκοπό νά κατασιγάσουν τίς ὀρθόδοξες ἀντιδράσεις καί νά ἀδρανοποιήσουν τούς Ὀρθοδόξους Κληρικούς, ὥστε νά ἐπικρατήσουν αἱρετικές σύνοδοι καί ἐπίσκοποι! Θά φαίνονταν οἱ ἱ. Κανόνες ὡς στηρίγματα τῆς αἱρετικῆς λαίλαπος, πρᾶγμα παράλογο. 

Ἐξ ὅλων τῶν ἱστορικῶν παραδειγμάτων, ἐπί Μ. Ἀθανασίου, ἱ. Χρυσοστόμου καί ἄλλων Ὀρθοδόξων Πατέρων, ἐπιλέγουμε ὡς πολύ εὔγλωττο τό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ· ὅταν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας, μετά τίς Α΄ καί Β΄ Ἡσυχαστικές Συνόδους (τοῦ θέρους τοῦ 1341) ἐστράφη κατά τῆς Ὀρθοδοξίας καί προσπάθησε νά μετριάσει τίς κατά τοῦ Βαρλααμισμοῦ ἐντυπώσεις, στρεφόμενος καί κατά τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τόν ὁποῖον ἀφόρισε, ἐξέδωσε «Πατριαρχικόν Γράμμα», στό ὁποῖο ἐπιτίθεται στόν Ἅγιο Γρηγόριο μεταξύ ἄλλων, διότι «ὁ μέν ἀρχηγός καί προστάτης τῶν βλασφημιῶν Παλαμᾶς, ἀφοῦ ἐξ ἴσου κατακρίθηκε καί αὐτός καί ἡ ὀργάνωσή του (διότι οὔτε ὑποχώρησε στήν ἀντίδρασή του οὔτε μείωσε καθόλου τήν παράλογη φλυαρία του) κηρύσσεται ἀπόβλητος καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τήν Ἱερωσύνη […] Γίνεται λοιπόν μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ παύση καί ἀργία τους, μολονότι, χωρίς καθόλου νά ὑπολογίσουν τήν ἐπιτίμηση, προσκολλήθηκαν στήν Ἱερωσύνη, τελώντας μέ τόλμη τίς μυστικές Θυσίες ἐν κρυπτῷ» 7 . 

Ἡ περιφρόνηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου κατῶν ὁμοφρόνων Ὀρθοδόξων κατά τῆς πατριαρχικῆς καθαιρέσεως καί τοῦ ἀφορισμοῦ, ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος στήν «ἀναίρεση» πού συνέταξε κατά τοῦ πατριαρχικοῦ γράμματος τοῦ αἱρετίζοντος Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, σημειώνει: «Ἀλλά βέβαια ἐνῷ αὐτός [ὁ Καλέκας] προτιμᾷ νά κάνει ἔτσι λατρευτικές συνάξεις πού ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια, ἔπειτα ἐμᾶς, ἐπειδή μαζί του δέν θέλουμε νά κάνουμε συνάξεις ἤ νά συμμετέχουμε προσκαλούμενοι, μᾶς ὀνομάζει ξένους καί ἀλλοτρίους τῆς Ἐκκλησίας» 8 . Καί μόνον ἀπό τά παραπάνω λίγα δείγματα τῆς κατά καιρούς ἐκδηλωθείσης ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως περί τῶν ἐπιτιμίων πού ἐπιβάλλονται ἀπό αἱρετίζοντες, μή ὀρθοδόξως καταδικασμένους, Κληρικούς σέ ἄλλους Κληρικούς καί λαϊκούς, Ὀρθοδόξους, χάριν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἐπιτιμίων ἀδίκων, καθίσταται φανερό, ὅτι ὀρθοδόξως ἀντιμετωπίζονται τά ἐπιτίμια αὐτά ὡς παντελῶς ἀνυπόστατα.

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

1. Ὅπως ὁρίζει ὁ ἱ. Κανών αὐτός γιά Κληρικούς οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν κοινωνία πρός τόν Ἐπίσκοπό τους ὄχι γιά λόγους εὐσεβεἰας καί δικαιοσύνης, ὅτι πρέπει μέν νά καθαιροῦνται, ἀλλά: «[…] Ταῦτα δέ μετά μίαν καί δευτέραν καί τρίτην παράκλησιν τοῦ Ἐπισκόπου γινέσθω». 2. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος ΣΤ΄(Εἰρηνικός Α΄, ἐπί τῇ ἑνώσει τῶν Μοναζόντων) 11, PG 35, 736A.B: «[…] οὐχ ὡς ἐχθρούς ἀπεστράφημεν, ἀλλ’ ὡς ἀδελφούς περιεπτυξάμεθα μικρόν ὑπέρ κλήρου πατρικοῦ στασιάσαντος ἀδελφικῶς, ἀλλ’ οὐ πονηρῶς· καί τῆς μέν ἔχθρας οὐκ ἐπῃνέσαμεν, τοῦ ζήλου δέ ἀπεδεξάμεθα· κρείσσων γάρ ἐμπαθοῦς ὁμονοίας ἡ ὑπέρ εὐσεβείας διάστασις».

3. «Εἰ δέ τινες τῶν ἐν ἑκάστῃ πόλει ἤ χώρᾳ κληρικῶν ὑπό Νεστορίου καί τῶν σύν αὐτῷ ὄντων τῆς Ἱερωσύνης ἐκωλύθησαν διά τό ὀρθῶς φρονεῖν, ἐδικαιώσαμεν καί τούτους τόν ἴδιον ἀπολαβεῖν βαθμόν. Κοινῶς δέ τούς τῇ ὀρθοδόξῳ καί οἰκουμενικῇ Συνόδῳ συμφρονοῦντας κληρικούς κελεύομεν τοῖς ἀποστατήσασιν ἤ ἀφισταμένοις Ἐπισκόποις μηδ’ ὅλως ὑποκεῖσθαι κατά μηδένα τρόπον».

4. ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 7, 3, 3 (Θεωρία), 7· PG 3, 564B.D: «Οὕτω καί τάς ἀφοριστικάς ἔχουσιν οἱ ἱεράρχαι δυνάμεις, ὡς ἐκφαντορικοί τῶν θείων δικαιωμάτων, οὐχ ὡς ταῖς αὐτῶν ἀλόγοις ὁρμαῖς τῆς πανσόφου θεαρχίας, εὐφήμως εἰπεῖν, ὑπηρετικῶς ἑπομένης, ἀλλ’ ὡς αὐτῶν ὑποφητικῶς ὑποκινοῦντι τῷ τελεταρχικῶ Πνεύματι τούς κεκριμένους Θεῷ κατ’ ἀξίαν ἀφοριζόντων […] Τούς μέν οὖν ἐνθέους ἱεράρχας οὕτω καί τοῖς ἀφορισμοῖς καί πάσαις ταῖς ἱεραρχικαῖς δυνάμεσι χρηστέον, ὅπως ἄν ἡ τελετάρχις αὐτούς θεαρχία κινήσοι· τούς δέ ἄλλους οὕτω τοῖς ἱεράρχαις, ἐν οἷς ἄν δρῶσιν ἱεραρχικῶς, προσεκτέον, ὡς ὑπό Θεοῦ κεκινημένοις. “ Ὁ ἀθετῶν γάρ ὑμᾶς”, φησίν, “ἐμέ ἀθετεῖ”». 5. ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Εἰς τό περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 7, 7· PG 4, 181B: «Σημείωσαι ὅτι, ἐάν παρά τόν σκοπόν τοῦ Θεοῦ ἀφορίσῃ ὁ ἱεράρχης, οὐχ ἕπεται αὐτῷ τό θεῖον κρῖμα· κατά γάρ θείαν κρίσιν καί οὐ διά θέλημα ἴδιον ταῦτα ὀφείλει ἐπιφέρειν» .

6. Γ. ΡΑΛΛΗΣ – Μ. ΠΟΤΛΗΣ, Οἱ θεῖοι καί ἱεροί Κανόνες, τόμ. Γ΄, Ἀθήνῃσιν 1853, σελ. 380ἑξ.: «… ἐάν μέν ἐξ αἰτιῶν δηλουμένων ἐν τοῖς διαληφθεῖσι κεφαλαίοις ἀφορισθῇ παρά ἐπισκόπου κληρικός ἤ λαϊκός, ὀφείλει φυλάττειν τόν ἀφορισμόν, κἄν ὅπως ἄν καί ἐπηνέχθη, καί μή καταφρονεῖν αὐτοῦ, μέχρις ἄν δοκιμασθῇ ἡ τούτου αἰτία· εἰ δέ διά τι ἕτερον ἀμετόχως οὗτως ἀφορίσῃ ἐπίσκοπος λαϊκόν ἤ κληρικόν, τυχόν ὅτι οὐ στασιάζει κατά τοῦ οἰκείου πραίτορος, ὅτι οὐ δίδωσιν αὐτῷ πρᾶγμά τι οἰκεῖον, ἤ ὅτι οὐ συναινεῖ τῷ ἀδίκῳ ἤ τολμηρῷ τούτου θελήματι, ἀκινδύνως καταφρονήσει τοῦ ἀφορισμοῦ, καί μᾶλλον ὁ ἀφορίσας κολασθήσεται. Εἰ γάρ δοθῇ, εὐκαίρως ἤ ἀκαίρως, ἔχειν ἐπ’ ἀδείας τόν ἐπίσκοπον ἀφορίζειν λαϊκούς τε καί κληρικούς, καί ἔχειν πρός ἀνάγκης τούς ἀφοριζομένους φυλάττειν τόν ἀφορισμόν, κατατολμήσουσι τυραννίδος οἱ ἐπίσκοποι καί παντός πράγματος κατακυριεύσουσι καί οὐδείς ἔσται ὁ ἀντιπίπτων αὐτοῖς διά τόν φόβον τοῦ ἀφορισμοῦ· ἴσως δέ καί τῆς εὐσεβείας αὐτῆς κατορχήσονται, καί πολλῶν κακῶν παραίτιοι οἱ θεῖοι Κανόνες γενήσονται, ὅπερ ἄτοπον. Ὅρα γάρ μοι καί τόν παρόντα Κανόνα λέγοντα, τότε ὀφείλειν τόν ἀφορισμόν φυλάττεσθαι, ὅταν διά ραθυμίαν ἐπενεχθῇ, ἤγουν δι’ ἁμάρτημα ἐπεγνωσμένον πάντως τοῖς Κανόσι». Ἡ μετάφραση τοῦ κειμένου ἀπό τό Ἀρχιμ. ΕΠΙΦ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Περί τινα “ἀκανόνιστον” ἀφορισμόν», Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τόμ. Α΄, ἐν Ἀθήναις 1986, σελ. 163ἑξ. 7. ΙΩ. ΚΑΛΕΚΑΣ, Πατριαρχικόν Γράμμα, PG 150, 880D: «Ὁ δέ γε ἀρχηγός καί προστάτης τῶν βλασφημιῶν Παλαμᾶς, τά ἴσα καί αὐτός μετά τῆς ἑταιρείας αὐτοῦ καταψηφισθείς (οὔτε γάρ τῆς ἐνστάσεως ἐνεδίδου, οὔθ΄ ὁπωσοῦν καθυφίει τῆς ἀλόγου ἀδολεσχίας), ἐκκήρυκτος καί Ἐκκλησίας Θεοῦ καί ἱερωσύνης γίνεται […] Γίνεται μέν οὕτως ἡ τούτων ἐπίσχεσις καί ἀργία, εἰ καί, μηδέν ἡγησάμενοι τήν ἐπιτίμησιν, ἀντείχοντο τῆς ἱερωσύνης, τολμηρῶς ἀναφέροντες τάς μυστικάς θυσίας ἐν ἀποκρύφῳ».

8. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὅτι τό πατριαρχικόν κατ’ αὐτοῦ γράμμα ψεῦδός ἐστιν αὐτόχρημα (ἤτοι Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα), 31, ἐκδ. Χρήστου 2, 611· ΕΠΕ 3, 576: «Ἀλλά γάρ οὕτω συνάγειν αἰρούμενος εἰς ἀπώλειαν οὗτος, εἶθ’ ἡμᾶς ὡς μή συνάγειν ἤ συνάγεσθαι μετ’ αὐτοῦ βουλομένους, ξένους ὀνομάζει καί ἀλλοτρίους τῆς Ἐκκλησίας».

Πηγή