Τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου
Πρὶν ἀρχίσω πρέπει νὰ τονιστεῖ, ὅσο πιὸ ξεκάθαρα γίνεται, ὁ καθοδηγητικὸς
ρόλος τῶν ἱερωμένων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ οἱ ἀγῶνες ποὺ ἀνέκαθεν ἔδιναν
γιὰ τὴν Πίστη. Ὅμως ὑπάρχει μία προφητεία, ποὺ τὴν γνωρίζουν ὅλοι, λαϊκοὶ καὶ
κληρικοί, καὶ ἀνήκει στὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία στὰ ἔσχατα
χρόνια «οἱ κληρικοὶ θὰ γίνουν οἱ χειρότεροι καὶ οἱ ἀσεβέστεροι ὅλων»! Καὶ
αὐτὴ ἡ προφητεία διαπιστώνουμε μὲ ὀδύνη ὅτι πραγματώνεται σήμερα. Σήμερα
βιώνουμε μία (θὰ ἔλεγε κανείς) πανδημία προδοσίας, προδοσίας λαϊκῶν ἀλλὰ καὶ
κληρικῶν.
Μία προδοσία ποὺ ἦταν προδιεγραμμένη ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ ἱερατικὸ σῶμα
διαβρώθηκε ἀπὸ τὴν ὕπουλη δράση τῆς Μασονίας, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (καὶ Παπισμοῦ) καὶ
τὴν ἐκκοσμίκευση ποὺ εἰσέβαλε ἀνεμπόδιστη καὶ παρὰ τὶς τόσες προειδοποιήσεις ἀγίων
ἀνθρώπων στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὴν ἠθικὴ κατάσταση τῶν κληρικῶν, ἀφοῦ
δυστυχῶς τὰ ὀρθὰ κριτήρια ἐκλογῆς τους ἀγνοήθηκαν καὶ τὴν θέση τους πῆραν ἄλλα.
Κι ἂν οἱ ὁδηγοί (οἱ ἱερεῖς) εἶναι τυφλοὶ τότε καὶ οἱ ὁδηγούμενοι (οἱ λαϊκοί) θὰ
πέσουν μαζί τους στὸν βόθυνο, ὅπως μᾶς διαβεβαίωσε ὁ Κύριος (Ματθ. 15, 14).
Πρὶν ὅμως ἀπαντηθοῦν τὰ περὶ ἱεροκατηγορίας ποὺ ἰσχυρίζονται κάποιοι
κληρικοί, πρέπει πρῶτα νὰ ἐξετασθεῖ ποιὰ εἶναι πράγματι ἡ σχέση καὶ ὁ ρόλος
κληρικῶν καὶ λαϊκῶν στὴν Ἐκκλησία.
Στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ διαίρεση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας σὲ δύο τάξεις, τῶν κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν, δὲν σημαίνει μία διαφορὰ οὐσίας, ἀλλὰ μία λειτουργικὴ διαφορά, ὅπως συμβαίνει σὲ κάθε ζωντανὸ ὀργανισμό. Τὴν διαφορὰ ἢ ἀλλιῶς διάκριση αὐτὴ τὴν ἐπέβαλε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα (βλ. Ἱερωνύμου Κοτσώνη, Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν «Ἡ θέσις τῶν λαϊκῶν ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ», Ἀθήνα 1956, σελ. 15).
Οἱ λαϊκοὶ κατέχουν τὴν λεγομένη
γενικὴ ἱερωσύνη μέσῳ τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος καὶ καλοῦνται βασίλειον ἱεράτευμα
(Α’ Πέτρ. β’, 9) καὶ οἱ ἱερεῖς κατέχουν καὶ τὴν γενικὴ καὶ τὴν εἰδικὴ ἢ ἱερατικὴ
ἱεροσύνη (Α’ Πέτρ. β’, 5). Ἔτσι ὁ λαὸς τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζεται λαὸς ἱερέων καὶ
βασιλέων. Ἐδῶ πρέπει νὰ τονιστεῖ ἰδιαίτερα, ὅτι ὅλοι μετέχουν ὑπὸ καὶ ὅλοι
φωτίζονται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως μᾶς φανέρωσε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (Πραξ.
4, 31). Καὶ ἀνάλογα τὰ χαρίσματα ποὺ δωρήθηκαν στὸν καθένα, ἔχει ὁ καθένας καὶ
τὴν θέση του στὴν Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Παῦλος (Α΄Κορ. 1, 4-6 καὶ 29-31):
Ἄλλοι εἶναι ἀπόστολοι, ἄλλοι ἱερεῖς, ἄλλοι διδάσκαλοι, ἄλλοι προφῆτες κλπ. «καθάπερ
γάρ ἐν ἑνί σώματι μέλη πολλά ἔχομεν, τά δέ μέλη πάντα οὐ τήν αὐτήν ἔχει πρᾶξιν,
οὕτως οἱ πολλοί ἕν σῶμα ἐσμέν ἐν Χριστῷ... ἔχοντες χαρίσματα κατά τήν χάριν τήν
δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα» (Ρωμ. 12, 4-6).
Στὸ σῶμα αὐτὸ οἱ λαϊκοὶ δὲν ἀντικαθιστοῦν τοὺς κληρικούς «ἡμεῖς οἱ λαϊκοὶ
δὲν εἴμεθα καὶ κληρικοί» (Τερτυλλιανός, De pudicitia, 7)), ὅπως κάνουν οἱ Προτεστάντες, οὔτε ὅμως οἱ
κληρικοὶ ἀντικαθιστοῦν τὴν κεφαλή, τὸν Χριστό, π.χ. μὲ ἕναν ἐπίσκοπο ἢ μὲ ἔναν ἱερέα,
δεκδικώντας τὸ ἀλάθητο καὶ ἀπυρόβλητο, ὅπως κάνουν οἱ Παπικοί ἢ οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστές.
Στὴν Ὀρθοδοξία ὡς λαϊκοὶ χαρακτηρίζονται κυριολεκτικὰ ὅλοι οἱ πιστοὶ στὴν Ἐκκλησία:
«Πράγματι, λαϊκός είναι κάθε χριστιανός, κάθε βαπτισμένος, κάθε μέλος
τής Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική κοινότητα, ο Λαός-Σώμα Χριστού, αποτελεί την
θεμελιώδη πραγματικότητα, το έδαφος όπου κάθε εκκλησιαστικό λειτούργημα
φυτρώνει. Εάν λοιπόν η Σάρκωση και η Ανάσταση από το ένα μέρος, η
Πεντηκοστή δε από το άλλο έχουν θεμελιώσει την Εκκλησία, τα μυστήρια του
βαπτίσματος και του Χρίσματος την σχηματίζουν αδιάλειπτα μέσα στο χρόνο. Το
μυστήριο της ιερωσύνης εξ άλλου την οργανώνει... Οι κληρικοί λοιπόν είναι
επίσης μέλη του Λαού-Σώματος, είναι στην πλήρη σημασία της λέξης, και αυτοί
πρωτίστως λαϊκοί (σσ. πρέπει νὰ τονιστεῖ, ὅτι ἐδῶ ὁ ὅρος λαϊκός χρησιμοποιεῖται
ὄχι μὲ ἱεραρχικὴ ἔννοια, ἀλλὰ ὡς ὑπενθύμιση ὅτι ὅλοι εἴμαστε λαὸς τοῦ Θεοῦ)» («Βασίλειον
ιεράτευμα», Μελέτη επί του προβλήματος του λαϊκού στοιχείου, Παναγιώτου Νέλλα,
Σύναξη 83, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2002, σελ. 48-60).
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὴν Θεία Λειτουργία:
«Πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν τῇ προσευχῇ
ἅμα συνέρχεσθε· μία δέησις ἔστω κοινή, εἰς νοῦς, μία ἐλπίς, ἐν ἀγάπῃ, ἐν
πίστει τῇ ἀμώμῳ, τῇ εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, οὗ ἄμεινον οὐδέν ἐστι. Πάντες ὡς
εἷς, εἰς τὸν ναὸν Θεοῦ συντρέχετε, ὡς ἐπὶ ἓν θυσιαστήριον, ἐπὶ ἓνα Ἰησοῦν
Χριστόν, τὸν ἀρχιερέα τοῦ ἀγεννήτου Θεοῦ» Ἅγ. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Πρὸς
Μαγνησίους, 7, 1-2). Δὲν ἰσχύει λοιπόν, αὐτὸ ποὺ πολλοὶ κακῶς ἰσχυρίζονται, ὅτι
τάχα οἱ λαϊκοὶ δὲν μνημονεύουν στὴν Θεία Λειτουργία, διότι τάχα αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο
μόνο τῶν ἱερέων καὶ γι’ αὐτὸ τάχα δὲν μποροῦν νὰ διακόψουν τὴν μνημόνευση καὶ
κοινωνία μὲ τὸν αἱρετίζοντα ἐπίσκοπό τους.
Στὴν Ὀρθοδοξία, λοιπόν (πρέπει νὰ ξανατονιστεῖ), ἡ Ἐκκλησία
δὲν εἶναι οὔτε ἱεροκρατική, ὅπως ὁ Παπισμός, οὔτε λαϊκοκρατική, ὅπως ὁ
Προτεσταντισμός, ἀλλὰ ἱεραρχική. Ἂν καὶ ὅλοι εἶναι ὡς μέλη λαϊκοί, λαὸς τοῦ
Θεοῦ, ὑπάρχει μία ἱεραρχική διαφορὰ μεταξὺ ποιμένων καὶ
ποιμαινομένων, διαφορὰ ἡ ὁποία καθορίζεται ἀπὸ τὸν ρόλο καὶ τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχει
τὸ κάθε μέλος. Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ποιμαντικὴ θέση καὶ εὐθύνη τῶν κληρικῶν,
καθὼς καὶ τὴν ὕψιστη τιμὴ ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει καὶ ἐπιβάλλει, ἀναγνωρίζει ὅμως
καὶ τὶς φοβερὲς ὑποχρεώσεις τους, ποὺ ἂν δὲν τηρηθοῦν, τότε ἡ σχέση λαϊκῶν καὶ
κληρικῶν κλονίζεται.
Τὸν ρόλο τὰ καθήκοντα καὶ τὴν εὐθύνη τῶν ποιμένων, ἱερέων
καὶ Ἐπισκόπων ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἁγιαστικὸ μέρος, τὴν τέλεση τῶν Μυστηρίων καὶ τῶν Ἀκολουθιῶν
ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς Α’ και Β’ ἐπιστολές του πρὸς Τιμόθεον καὶ στὴν
ἐπιστολή του πρὸς Τίτον, στὶς ὁποῖες ὑποδεικνύει τὰ ἀδιάλειπτα καὶ ἀδιαπραγμάτευτα
καθήκοντα τῶν ποιμένων: Ὁ ποιμένας πρέπει νὰ ἔχει
καθαρὴ πίστη καὶ νὰ εἶναι ἀκλόνητος τύπος τῆς ἀρετῆς. Νὰ γνωρίζει καὶ νὰ
διδάσκει μὲ ἀκρίβεια τὸν νόμο, τὸν λόγο καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τηρώντας, πρῶτος
αὐτός, αὐτὰ ποὺ διδάσκει. Νὰ νουθετεῖ, νὰ στηρίζει τοὺς ἀδύναμους, νὰ σηκώνει αὐτούς,
ποὺ ἔχουν πέσει, νὰ δείχνει τὸν δρόμο σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔχασαν. Νὰ εἶναι μαχητὴς
καὶ φρουρὸς ἀκοίμητος τοῦ ποιμνίου του, γιατί ἂν δὲν εἶναι, ἀντὶ νὰ ὠφελοῦνται
οἱ Χριστιανοί θὰ σκανδαλίζονται ὰπὸ αὐτὸν καὶ θὰ βλάπτονται πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς
ἐχθροὺς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ
αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μικρὸ ποίμνιο δὲν θὰ ἀκολουθήσει, ἀλλὰ πρῶτα θὰ ἀνακηρύξει
δημόσια καὶ ἂν δὲν μετανοήσει, θὰ ἀποκηρύξει αὐτὸν τὸν ποιμένα ὡς μισθωτὸ καὶ
ληστή. Αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ ἱεροκατηγορία.
Γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο (καὶ τὴν Σύνοδο) μάλιστα ἀπαιτεῖται,
μὴ λογαριάζοντας τὸ κόστος καὶ τὴν κούραση, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση τῶν ἄλλων ἱερῶν
του καθηκόντων, νὰ ἐπαγρυπνεῖ καὶ νὰ καταβάλλει πάντοτε κάθε δυνατὴ προσπάθεια,
ὥστε νὰ μὴν εἰσέλθει στὴν Ἐκκλησία ἀνάξιος καὶ περισσότερο ξένος αἱρετικός,
Διάκονος ἢ Ἱερέας καὶ πολὺ περισσότερο, Ἀρχιερέας, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἔχει ὀρθὴ
πίστη, χριστιανικὴ διαγωγὴ καὶ βίο, ποὺ θὰ σκανδαλίζει, ἀλλὰ καὶ θὰ αἱρετίζει
καὶ θὰ διαστρέφει μὲ ψεύδη καὶ μὲ πλάνες τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’αὐτὸ διατάζουν οἱ
Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων:
«Ἀκούσατε, οἱ ἐπίσκοποι, καὶ ἀκούσατε, οἱ
λαϊκοί, ὥς φησιν ὁ Θεός· «Κρινῶ κριὸν πρὸς κριὸν καὶ πρόβατον πρὸς πρόβατον»,
καὶ πρὸς τοὺς ποιμένας λέγει· Κριθήσεσθε ἕνεκεν τῆς ἀπειρίας αὑτῶν καὶ τῆς εἰς
τὰ πρόβατα διαφθορᾶς, τοῦτ' ἔστιν ἐπίσκοπον πρὸς ἐπίσκοπον κρινῶ καὶ λαϊκὸν
πρὸς λαϊκὸν καὶ ἄρχοντα πρὸς ἄρχοντα. Λογικὰ γὰρ τὰ
πρόβατα καὶ οἱ κριοὶ οὗτοι, ἀλλ' οὐκ ἄλογα, ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός· ἐγὼ
πρόβατόν εἰμι καὶ οὐ ποιμήν. Ὥσπερ δὲ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν
πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθοράν, οὕτως τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ ἀκολουθοῦν
πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό. ∆ιὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθοροποιῶν
ποιμένων» (Διαταγ. Ἀποστ. 2,19).
Προτοῦ ὅμως φύγεις ἀπὸ τὸν φθοροποιὸ ποιμένα, πρέπει
νὰ τὸν καταγγείλεις, πρέπει να ἀναφέρεις τὸν λόγο ποὺ τὸν θεωρεῖς φθοροποιό, ὥστε
κι αὐτὸς νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι πιστοὶ νὰ προφυλαχθοῦν.
Ἄρα αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ κατηγορία. Οἱ ἱερεῖς σὲ θέματα Πίστεως, διδασκαλίας καὶ εὐσεβείας
δὲν εἶναι στὸ ἀπυρόβλητο, οὔτε τοὺς προφυλάσσει τὸ ράσο, ὅταν αὐτοὶ ἐξ αἰτίας τῶν
παθῶν τους τὸ χρησιμοποιοῦν ὡς πρόσχημα γιὰ νὰ κακοδιδασκαλοῦν.
Ὁ ἱερὸς Χρυσοστομος ἀναφέρει ἕνα πρὸς ἕνα αὐτὰ τὰ
πάθη ποὺ ὁδηγοῦν τὸν ἰερέα στὰ λάθη σὲ θέματα εὐσεβείας καὶ δόγματος:
«η. Ο ιερέας πολλές φορές πέφτει στην
αμαρτία, όταν... δεν εἰναι γενναίος...
θ. Καταλαμβάνεται από
κενοδοξία και από σχετικά με αυτή δεινά.
Και πρώτος από όλους τους
κινδύνους προβάλλει ο σκόπελος της κενοδοξίας, ο οποίος είναι φοβερότερος
και από τις Σειρήνες της μυθολογίας. Από το νησί αυτών πολλοί κατάφεραν να
διαπλεύσουν και να διαφύγουν σώοι, εγώ όμως θεωρώ τον σκόπελο της κενοδοξίας
τόσο φοβερό, ώστε ακόμη και τώρα που κανένας λόγος δεν με ωθεί προς το
καταστροφικό αυτό βάραθρο αισθάνομαι ότι δεν είμαι απολύτως απηλλαγμένος από το
κακό αυτό. Πόσο μάλλον αν μου ανέθετε κάποιος την πνευματική επιστασία των
πιστών· θα ήταν σαν να μου έδενε πίσω τα χέρια και να με παρέδιδε στα θηρία
που κατοικούν στον σκόπελο της κενοδοξίας, για να με κατασπαράσσουν καθημερινά.
Και ποια είναι αυτά τα θηρία; Ο θυμός, η αθυμία, ο
φθόνος, η έριδα, οι διαβολές, οι κατηγορίες, το ψεύδος, η υποκρισία, οι
επιβουλές, η οργή κατά των αθώων, ευχαρίστηση για τις ασχημοσύνες των
λειτουργών, λύπη για την ευημερία τους, επιζήτηση επαίνων, πόθος για τη δόξα
(αυτό μάλιστα είναι το καταστρεπτικότερο για την ανθρώπινη ψυχή), διδασκαλίες
σχετικές με τη σωματική απόλαυση, δουλικές κολακείες, ασελγείς ερωτικές
πράξεις, καταφρόνηση των πτωχών, εξυπηρέτηση των πλουσίων, αλόγιστες και
επιβλαβείς τιμές, χάρες που αποβαίνουν επικίνδυνες τόσο για τους παρέχοντες,
όσο και για τους δεχομένους αυτές, δουλοπρεπής φόβος, αναίρεση της
ειλικρίνειας, επίδειξη ψευδούς και υποκριτικής ταπεινοφροσύνης, απουσία κριτικής, η οποία ασκείται
υπέρμετρα μεν στους ταπεινούς, απουσιάζει δε παντελώς ενώπιον των εχόντων την
εξουσία
ι. Δεν είναι η ιερωσύνη αιτία
αυτών των δεινών, αλλά η δική μας ραθυμία.
Και ας μη νομίση κάποιος ότι
όλους τους κληρικούς τους υποβάλλω στις ανωτέρω κατηγορίες, διότι
υπάρχουν πολλοί οι οποίοι ξέφυγαν από τα δίχτυα αυτά και είναι μάλιστα
περισσότεροι από τους παγιδευθέντες. Βέβαια, εγώ δεν φθάνω σε σημείο
παραφροσύνης, ώστε να θεωρήσω υπεύθυνη την ιερωσύνη για όλα αυτά τα κακά!
Δεν ευθύνεται ο σίδηρος για τους φόνους, ούτε το κρασί για τη μέθη, ούτε η
δύναμη για την υβριστική συμπεριφορά. Για τα προαναφερθέντα δεινά ευθύνονται
εκείνοι οι οποίοι δεν
χρησιμοποιούν ορθά τις χορηγούμενες από τον Θεό δωρεές· αυτούς θεωρούν υπαίτιους
και τιμωρούν οι νουνεχείς. Έτσι και η ιερωσύνη δικαίως θα μας
εγκαλέση, όταν δεν τη μεταχειριζόμεθα ορθά. Πράγματι, δεν είναι η ιερωσύνη
υπαίτια για τα ανωτέρω κακά, αλλά εμείς, οι οποίοι,
όσον βέβαια αφορά σ᾿ εμάς, τη μολύναμε με τόσες αναισχυντίες, βάζοντας στις
τάξεις του κλήρου τυχαίους ανθρώπους. Οι τελευταίοι, μη γνωρίζοντες
καλά ούτε και τον δικό τους ψυχικό κόσμο και αφού συνειδητοποιήσουν καλά το
ύψος της ιερατικής αποστολής, εν τούτοις δέχονται πρόθυμα το παραχωρούμενο
αξίωμα, όταν όμως έρχεται η στιγμή να ασκήσουν τα καθήκοντά τους σκοτίζονται
από την απειρία τους και επιφέρουν μύρια κακά στο εμπιστευμένο σ᾿ αυτούς
ποίμνιο» (ἐδῶ).
Ἱεροκατηγορεῖ ὁ Χρυσόστομος; Ὁ μὴ γένοιτο! Ξεπέρασε
τὰ ὅρια ὁ Χρυσόστομος; Ἂν εἶναι δυνατόν. Κι ὅμως λέει αὐτὰ ποὺ σήμερα πολλοὶ
λαϊκοὶ τονίζουν, μιμούμενοι τὸν Ἅγιο. Ὅταν οἱ ἱερεῖς παραφέρονται καὶ ξεχνοῦν ἠ
κακομεταχειρίζονται τὸ ἀξίωμα τους «αυτούς θεωρούν υπαίτιους και τιμωρούν οι νουνεχείς».
Δὲν κατηγοροῦν τὴν ἱερωσύνη οἱ λαϊκοί, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ τὴν κακομεταχειρίζονται
καὶ φθοροποιοῦν κι ἄλλους.
Ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὁ θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ,
ὅτι ναὶ μὲν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– δὲν διδάσκει τὴν Πίστη βάσει ἐξουσιοδοτήσεως
τοῦ ποιμνίου του, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ λέει ὅ,τιδήποτε θέλει, διότι «μέσα στὴν
Ἐκκλησία, ”προσωπικὲς γνῶμες” δὲν πρέπει οὔτε και μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν».
«... ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– πρέπει ν΄ ἀγκαλιάσῃ μέσα του ὅλη του
τὴν Ἐκκλησία· πρέπει νὰ ἐκδηλώσῃ, νὰ φανερώσῃ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν πίστι της. Δὲν
πρέπει νὰ ὁμιλῇ ἀφ' ἑαυτοῦ ἀλλὰ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, «ex consensu
ecclesiae»[...] Τὴν πλήρη ἱκανότητα νὰ διδάσκῃ δὲν τὴν ἔχει λάβει ὁ Ἐπίσκοπος
–καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς
διαδοχῆς. Ἀλλ' ἡ πλήρης αὐτὴ ἱκανότης, ποὺ ἔχει δοθῇ σ' αὐτόν, εἶναι ἱκανότης
τοῦ νὰ φέρῃ τὴν μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Περιορίζεται ἀπὸ
τὴν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως, σὲ ἐρωτήματα περὶ πίστεως, ὁ λαὸς πρέπει νὰ
κρίνῃ ἀνάλογα μὲ τὴ διδασκαλία του. Τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νὰ ἰσχύῃ, ὅταν
ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ξεφεύγῃ ἀπὸ τὸ καθολικὸ πρότυπο, ὁπότε ὁ λαὸς
ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν κατηγορήσῃ ἀκόμη καὶ νὰ τὸν καθαιρέσῃ» (π.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 1973, σελ. 208).
Ἀλλὰ καὶ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου καθὼς «καὶ τῆς
κοινωνικῆς καὶ φιλανθρωπικῆς καὶ πάσης ἄλλης ἐνεργείας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ὅλης
ἐν γένει ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μέχρι τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας» (Ἰ. Καρμίρης)
πρέπει νὰ μετέχει ὁ λαϊκός. Τὸ κύριο ὅμως μέλημα καὶ εὐθύνη τοῦ λαϊκοῦ,
παράλληλα μὲ τὴν προσωπική του μετάνοια, τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν σωτηρία του καὶ τὴν
διακονία στὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ εἶναι ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως:
«...ἐμφαίνεται σαφέστατα, ὅτι οἱ
λαϊκοί κέκληνται οὐ μόνον νά μεριμνῶσι περί τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων, ἀλλά
καί νά συμβάλλωσιν εἰς τήν συμφώνως τοῖς κανόσι διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι
δέ χαρακτηριστικόν, ὅτι εἰς κρισίμους διά τόν βίον τῆς Ἐκκλησίας στιγμάς, ὅτε
ἀνάξιοι κληρικοί ἀνέτρεπον τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας, οὕς ἀκριβῶς ἐκλήθησαν νά
προστατεύσουν καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, οἵτινες διέσωσαν τό
κινδυνεῦον σκάφος τῆς Ἐκκλησίας... (σσ. γιὰ τοὺς σημερινοὺς ποιμένες αὐτὸ
δὲν ἰσχύει πιά, καθὼς ὁ λαϊκὸς ὑπάρχει μόνο γιὰ νὰ σιωπᾶ, νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ἀκολουθεῖ).
Δέν εἶναι δέ συνεπῶς παράδοξον τό γεγονός, καθ΄ ὅ ὁ μέγας Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος
εἰς τό ὑπέροχον ποίμνιόν του διεκήρυσσεν, ὅτι “χωρίς ὑμῶν οὐδέν ἐργάσομαι”»
(Κ. Μουρατίδης, Ἡ οὐσία καὶ τὸ
πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθῆναι
1958, σελ. 219).
Δὲν ἀποτελεῖ λοιπόν, ἱεροκατηγορία, ἡ ἐπισήμανση ἀπὸ
τοὺς πιστοὺς τῶν λαθῶν τῶν κληρικῶν σὲ θέματα Πίστεως καὶ εὐσεβείας, ἀλλὰ καθῆκον
καὶ ἐπίγνωση τοῦ ρόλου του. Λάθη φυσικὰ συμβαίνουν στὸν τρόπο ἔκφρασης καὶ γραφῆς
(ἂν καὶ πολλοὶ κληρικοὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐκφράζονται καὶ βλέπουν τὰ πράγματα οδηγοῦν
τὸν πιστὸ σ’ αὐτὰ τὰ λάθη) ἀπὸ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ὡς γράφων εἶμαι ὁ πρῶτος ποὺ
τὸ παραδέχεται καὶ ζητάω γι’ αὐτὸ συγνώμη. Ἀλλὰ ὁ σκοπός παραμένει ὀρθὸς καὶ
σίγουρα δὲν προέρχεται ἀπὸ διάθεση ἱεροκατηγορίας. Καὶ ὅπως εἶχε πεῖ ὁ μακαριστὸς
θεολόγος Παναγιώτης Σημάτης:
«Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα κατανοεῖ κανεὶς ὅτι στὴν ἐποχή
μας, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή, ἀφοῦ τὴν ὑπεράσπιση τῆς πίστεως ἔχουν ἀπεμπολήσει
οἱ ἱερωμένοι καὶ οἱ μοναχοί (παρὰ τὶς ἐξαιρέσεις), τὸ βάρος τοῦ ἀγῶνος πέφτει σὲ
μεγαλύτερο βαθμὸ στοὺς λαϊκούς, ὡς πρὸς ἕνα κυρίως σημεῖο· διότι, ναὶ μὲν οἱ
λαϊκοὶ ἔχουν τὶς οἰκογενειακὲς φροντίδες καὶ τόσα ἄλλα κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ
προβλήματα, ἀλλὰ τουλάχιστον αὐτὰ δὲν ἐξαρτῶνται ἀκόμα ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους
τους Ἐπισκόπους, αὐτοὺς ποὺ κατὰ τὸν Ἅγιο „θὰ γίνουν οἱ χειρότεροι καὶ οἱ ἀσεβέστεροι
τῶν ὅλων“»! Πρέπει ὅμως κι οἱ λαϊκοὶ πιστοὶ μὲ τὸν ἔλεγχό τους νὰ ἔχουν
σκοπό, ὄχι νὰ καταδικάζουν, ἀλλὰ νὰ στηρίζουν. Τεκμηριωμένος ἔλεγχος δὲν σημαίνει
καταδίκη καὶ προπάντων δὲν σημαίνει ὅτι ὅλοι εἶναι αἱρετικοὶ καὶ ἀσεβεῖς.
Πρὸ πάντων πρέπει μὲ τὸν ἔλεγχό μας ναὶ μὲν νὰ
καυτηριάσουμε τοὺς ξεφεύγοντες. ἀλλὰ καὶ νὰ δώσουμε δύναμη καὶ ἐλπίδα σὲ ὅσους εἰλικρινεῖς ἱερεῖς συμφωνοῦν γιὰ τὴν ἀνάγκη
ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ παραδέχονται (δὲν ἐπιδεικνύουν δηλαδὴ δημοσίως
ἑαυτοὺς ὡς τοὺς μεγάλους ἀγωνιστές, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα δειλιάζουν καὶ
μάλιστα στὸ τέλος κατηγοροῦν, ὅσους κάνουν, ὅ,τι οἱ ἴδιοι δὲν κάνουν) ὅτι δὲν τὸ
τολμοῦν, γιατὶ ὁ φόβος τῆς τιμωρίας, τῆς μεταθέσεως, τῆς μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο
καρατομήσεώς τους ἀπὸ τὸν κυρίαρχο Δεσπότη τοὺς παραλύει, μιᾶς καὶ εἶναι
δύσκολο σήμερα νὰ ξεπεράσει κανεὶς τὶς οἰκονομικὲς δυσκολίες ποὺ θὰ δημιουργοῦσε
γιὰ τὶς ἱερατικὲς οἰκογένειες ἕνας τέτοιος διωγμός.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου