Χωρισμόν, σεβασμιώτατοι!
† Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ἡ Ἐκκλησία ὑποτάχθηκε στὸ κράτος. Ἡ ὑποταγὴ ὅμως αὐτὴ
καὶ ἡ προσκόλλησι στὸ ἅρμα τοῦ κράτους ἀποτελεῖ προδοσία τῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιὰ
τὴν ὁποία εὐθύνεται ἡ Ἱεραρχία».
σσ. Αὐτὰ κήρυττε ὁ μακαριστὸς Αὐγουστῖνος Καντιώτης πρὶν ἀκόμα συνειδητοποιηθεῖ πλήρως ὅτι πίσω ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς διεργασίες ποὺ οἱ ἀντίθεες δυνάμεις κινοῦσαν, κρυβόταν ἐπιμελῶς ὁ Οἰκουμενισμός, μὲ ὄχημα τὸν ὁποῖο ναρκοθετοῦσαν τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο καὶ ἅλωναν τὰ ὑψηλὰ κλιμάκια τοῦ κλήρου.
Καὶ τώρα, ποὺ ὁ Οἰκουμενισμὸς κατέστη ἐμφανέστατος, τώρα δυστυχῶς, ἡ
Ἱεραρχία καὶ τὰ μέλη της παραδόθηκαν παντελῶς στὸν Καίσαρα, «ἔτι καὶ ἔτι»
προδίδουν Συνοδικὰ τὴν Πίστη, καὶ ἀσφαλῶς τρέμουν ἕνα χωρισμὸ ἀπὸ τὸ κράτος,
ἀφοῦ μὲ τὸν χωρισμὸ θὰ χάσουν ὅσα κοσμικὰ προνόμια τοὺς ἀπέμειναν.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ
προδοσία καὶ ἡ ἀλλοίωση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, κι ὁ ἐξ-Οἰκουμενισμὸς τοῦ
σώματος τοῦ Χριστοῦ συνεχίζεται ταχύτατα μὲ τὴν «σφραγίδα» τῆς Ἱεραρχίας!
Χωρισμόν, σεβασμιώτατοι!
† Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Καντιώτου
Στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως πολὺς λόγος γίνεται γιὰ μία ἐξαίσια γυναῖκα, ποὺ ἔνδυμά της ἔχει τὸν ἥλιο, ὑποπόδιο τὴ σελήνη καὶ τὴν κεφαλή της στεφανώνουν δώδεκα ἀστέρια. Ποιά εἶνε ἡ γυναίκα αὐτή, ποὺ ἐμφανίζεται ὡς «σημεῖον μέγα» (Ἀπ. 12,1); Ἡ γυναίκα αὐτὴ εἰκονίζει τὴν Ἐκκλησία. Ἥλιος της εἶνε ὁ Χριστὸς καὶ ἀστέρια της οἱ δώδεκα ἀπόστολοι καὶ οἱ διάδοχοί τους ἅγιοι πατέρες καὶ διδάσκαλοι.
Κάτω ἀπ᾽ τὸ φῶς τους ζῇ, κινεῖται, ἐλέγχει, πολεμᾷ, νικᾷ, καταπατεῖ τὶς πλάνες καὶ αἱρέσεις, τὴν ἐξουσία τοῦ σκότους, καὶ λαλεῖ μὲ παρρησία τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν τοῦ κόσμου. Αὐτὴ εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ἡλιοστόλιστη καὶ ἀστεροστεφανωμένη γυναίκα τῆς Ἀποκαλυψεως, ποὺ εἶνε «ὅλη καλὴ καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῇ» (ᾎσμ. 4,7).
Ἀλλὰ ἡ γυναίκα αὐτή, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ ὑπέστη δοκιμασίες καὶ βαπτίστηκεσὲ λίμνη δακρύων καὶ αἵματος, αὐτὴ ποὺ ἕναν ἔρωτα ἤξερε, τὸν θεῖο ἔρωτα πρὸς τὸν Νυμφίο Χριστό,
ξαφνικὰ ἀφήνει τὴν πρώτη της ἀγάπη, ἐρωτοτροπεῖ μὲ τὸν κόσμο, ἔρχεται σὲ ἔνοχηἐπαφὴ καὶ στενὴ σχέσι μὲ τὰ κοσμικὰ συστήματα, κολακεύει καὶ κολακεύεται ἀπ᾽ αὐτά, δέχεται χάδια καὶ ἐπιρροές τους, καὶ νὰ τώρα αὐτή, ποὺ πετοῦσε ἄπιαστη πάνω στὰ φτερὰ τοῦ μεγάλου ἀετοῦ, συλλαμβάνεται, αἰχμαλωτίζεται καὶ τὴν καθίζουν πάνω στὴ ῥάχη ἑνὸς ἀπαισίου τέρατος, ποὺ τὴν σέρνει καὶ τὴν ὁδηγεῖ ὅπου αὐτὸ θέλει. Ἀλλοίμονο! Ὅσο λαμπρὸ ἦταν τὸ πρῶτο θέαμα τῆς ἐλευθέρας Ἐκκλησίας, τόσο οἰκτρὸ εἶνε τὸ δεύτερο θέαμα τῆς δούλης Ἐκκλησίας.
«Καὶ εἶδον γυναῖκα καθημένην ἐπὶ τὸ θηρίον τὸ κόκκινον, γέμον ὀνόματα βλασφημίας, ἔχον κεφαλὰς ἑπτὰ καὶ κέρατα δέκα» (Ἀπ. 17,3). Διότι ποιά εἶνε αὐτὴ ποὺ κάθεται πάνω στὸ κόκκινο θηρίο; Ἂν τὸ θηρίο εἰκονίζῃ τὴν ἀντίθεη κοσμικὴ ἐξουσία, ἡ ὁποία διὰ μέσου τῶν αἰώνων βλαστάνει συνεχῶς κεφάλια καὶ κέρατα ποὺ χτυποῦν τὸν Χριστιανισμό, τότε ἡγυναίκα ποὺ κάθεται πάνω του δὲν εἶ νε ἄλλη παρὰ ἡ ἐκκλησία ἐκείνη πού, γιὰ ν᾽ ἀποφεύγῃ ἐνοχλήσεις καὶ ν᾽ ἀπολαμβάνῃ ἐγκόσμια ἀγαθά, προτίμησε, αὐτὴ ἡ κυρία, νὰ συζευχθῇ καὶ νὰ ἑνώσῃ τὴν τύχη της μὲ τὸ θηρίο. Τί ἀλλόκοτο θέαμα, γυναίκα καὶ θηρίο, μόσχος καὶ ὄνος κάτω ἀπ᾽ τὸν ἴδιο ζυγό!
Ἀλλὰ ἡ ἐκκλησία αὐτὴ ἀπὸ τούτη τὴ συμμαχία μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἔχασε τὴν ἐλευθερία της, τὴν αὐτονομία καὶ αὐτοτέλειά της. Κάθισε μὲν ἀπολαυστικὰ καὶ λικνίσθηκε πάνω στὴ ῥάχη τοῦ θηρίου, ἀλλά, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κυβερνᾷ, τὴν κυβερνᾷ αὐτό, καὶ περιφέρεται στοὺς δρόμους τοῦ κόσμου σὰν μία μισθωτὴ πόρνη, θρησκευτικὴ πόρνη, ποὺ ἐμπορεύεται τὸν Χριστό· ἀναγκάζεται νὰ κερνᾷ τὰ πλήθη ἀπὸ τὸ χρυσὸ ποτήρι ποὺ τῆς ἔδωσαν, κερνᾷ ὄχι τὸν καθαρὸ οἶνο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλὰ κρασὶ νοθευμένο, διδάγματα διαφορετικά, ξένα πρὸς τὸ γνήσιο πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὤ συμφορά! ἡ ἐλευθέρα κατήντησε δούλη, ποὺ τὴ βλέπουν οἱ ἄθεοι καὶ γελοῦν. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἐκκλησία ποὺ ἐκκοσμικεύθηκε καὶ κρατικοποιήθηκε.
* * *
Φαίνεται ὑπερβολικὴ ἡ παρομοίωσι τῆς Ἐκκλησίας μὲ πόρνη; Ἀλλὰ οἱ ἀποδείξεις εἶνε πρόχειρες. Δὲν θὰ ἐπιμείνουμε μιλώντας γιὰ ἐκκλησίες τῶν χωρῶν τοῦ σιδηροῦ παραπετάσματος, ποὺ χωρὶς ἀμφιβολία κάθονταν πάνω στὸ κόκκινο θηρίο καὶ μιλοῦσαν κατὰ τὶς ἐπιταγές του.
Νά ἡ δική μας ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ποὺ λέμε ὅτι ζῇ μέσα σ᾽ ἕνα φιλελεύθερο δημοκρατικὸ πολίτευμα. Αὐτὴ προσέφερε θυσίες γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἔθνους καὶ τὴ δημιουργία τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, ἀλλὰ τὸ κράτος τί ἔκανε σ᾽ αὐτήν; Τὴν ὕψωσε μὲν τιμῆς ἕνεκεν(!) πάνω στὴ ῥάχη του (βλέπε τὰ δύο πρῶτα διακοσμητικὰ ἄρθρα τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος) ἀνακηρύσσοντάς την αὐτοκέφαλη καὶ ἀνεξάρτητη, στὴν πραγματικότητα ὅμως τὴν ἐξουθένωσε καὶ τὴν ὑπέταξε τελείως. Καὶ πρὸς ἀπόδειξιν αὐτοῦ ἐρωτῶ· Ποιά εἶνε ἡ ἀρχὴ ποὺ νομοθετεῖ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος; τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο διὰ τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας; Ὄχι. Ἀλλὰ τὸκράτος, οἱ κεφαλὲς καὶ τὰ κέρατά του, τὰ διάφορα ὑπουργεῖα καὶ οἱ ὑπηρεσίες. Καὶ τί παρακαλῶ νομοθετεῖ; ψηφίζει νόμους σύμφωνα μὲ τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς ἱ. κανόνες τῆς Ἐκκλησίας; Δυστυχῶς τὸ Ἑλληνικὸ κράτος ἀπὸ τὴν σύστασί του μέχρι σήμερα ψήφισε καὶ ψηφίζει νόμους καὶ διατάγματα ποὺ καταπατοῦν τὶς ἀρχὲς τῆς Ἐκκλησίας.
Ν᾽ ἀναφέρουμε παραδείγματα; Νά μερικὰ ἀπὸ τὰ πολλά, τὰ σπουδαιότερα.
Ὡς πρὸς τὸ μυστήριο τοῦ γάμου, τὸ 1920 ψήφισε τὸ νόμο περὶ διαζυγίων μὲ τὴ διάταξι περὶ τοῦ ἀσυμβιβάστου τῶν χαρακτήρων, ποὺ ἀθετεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «Ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι» (Ματθ. 5,32) καὶ διέλυσε μυριάδες γάμους.
Μὲ ἄλλο νόμο, ἐν ἀγνοίᾳ καὶ χωρὶς τὴ συναίνεσι τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, μείωσε τὰ κωλύματα τοῦ γάμου, καὶ γέμισε ἡ Ἑλλάδα παράνομα συνοικέσια ποὺ εὐλογοῦν οἱ κληρικοί.
Ὡς πρὸς τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, τὸ κράτος ῥύθμισε ἔτσι τὰ πράγματα ὥστε σήμερα, ἂν ζοῦσε καὶ ἕνας θαυματουργὸς ἅγιος Σπυρίδων ἢ ἅγιος Νικόλαος, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν κληρικοί, διότι θὰ τοὺς ἔλειπαν τὰ «χαρτιά». Ἔτσι ὁ νόμος τοῦ κράτους δεσμεύει τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Λέγοντας αὐτὸ δὲν ἀπορρίπτουμε τὴ θεωρητικὴ μόρφωσι ποὺ προσφέρουν οἱ ἱερατικὲς καὶ θεολογικὲς σχολές,ἀλλὰ θέλουμε νὰ τονίσουμε, ὅτι πάνω ἀπὸ τὸ νοῦ εἶνε ἡ καρδιά, πάνω ἀπὸ τὴ θεωρία εἶνε ἡ πρᾶξις, πάνω ἀπὸ τὴ γνῶσι ποὺ «φυσιοῖ» εἶνε ἡ ἀγάπη ποὺ «οἰκοδομεῖ» (Α΄ Κορ. 8,1).
Ὡς πρὸς τὴν τοποθέτησι τῶν ἀρχιερέων, ἐνῷ αὐτοὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς χειροτονίας τους εἶνε κανονικοὶ ἐπίσκοποι τοῦ ποιμνίου τους, ἐν τούτοις δὲν μποροῦν νὰ ἐγκατασταθοῦν στὴ μητρόπολί τους μέχρι νὰ ἐκδοθῇ τὸ σχετικὸ διάταγμα,λὲς καὶ πρόκειται γιὰ κρατικοὺς ὑπαλλήλους.
Ἀλλὰ τί νὰ ποῦμε γιὰ τοὺς ὅρκους ποὺ ἐπιβάλλει τὸ κράτος καὶ γιὰ τὶς εὐτελέστερες ὑποθέσεις ἐπὶ καταπατήσει τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως» (Ματθ. 5,34);
Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὴν καταπάτησι τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς ἐπιβάλλοντας ν᾽ ἀνοίγουν καταστήματα καὶ ἀναγκάζοντας ὑπαλλήλους νὰ ἐργάζωνται ἐν ὥρᾳ θείας λατρείας;
Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ποὺ μόλις καὶ μετὰ βίας βρίσκει θέσι στὰ δημόσια σχολεῖα;
Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὴν θρησκευτικὴ ὑπηρεσία στὸ στρατό, ποὺ τάσσεται ἀπὸ τὶς τελευταῖες καὶ τὰ ὄργανά της, οἱ στρατιωτικοὶ ἱερεῖς, ὑφίστανται ἐξευτελισμούς, ἀφοῦ ἐξαρτῶνται ὄχι ἀπὸ διαταγὲςτῆς ἐκκλησίας ἀλλ᾽ ἀπὸ διαταγὲς βαθμοφόρων ποὺ ἔχουν ἄγνοια καὶ βασικῶν στοιχείωντῆς πίστεως;
Τί νὰ ποῦμε πλέον καὶ περὶ σεβασμοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, τὴν ὁποία τὸ κράτος ἐπὶ ἕνα καὶ πλέον αἰῶνα νομοθετικῶς ἁρπάζει ὄχι ὑπὲρ τοῦ φτωχοῦ λαοῦ μας ἀλλὰ κυρίως ὑπὲρ ἐπιτηδείων ἐκμεταλλευτῶν φίλων τοῦ κόμματος; Ὑπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα.
Ἀλλ᾽ ἂς τελειώνουμε ἀναφέροντας ἕνα ἀκόμη παράδειγμα.
Τὸ κράτος, ἐπεμβαίνοντας ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ στὰ πνευματικά, φρόντισε καὶ ἀφώπλισε τοὺς ἀρχιερεῖς ἀπὸ τὸ ἔσχατο ὅπλο τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ἀφορισμό, τὴν διαγραφὴ δηλαδὴ ἀπὸ τὸ μητρῷο τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνων ποὺ ζοῦν σκανδαλώδη ζωὴ καταπατώντας Εὐαγγέλια, Πηδάλια, νόμους καὶ ἱ. κανόνες. Ἀπαιτεῖται καὶ γι᾽ αὐτὸ προηγουμένως ἔγκρισι τοῦ κράτους. Φαντάζεστε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ παρακαλῇ τὸ Νέρωνα νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ἄδεια γιὰ ν᾽ ἀφορίσῃ τὸν αἱμομίκτη τῆς Κορίνθου (βλ. Α΄ Κορ. 5,1-5);
*
* *
Τὸ κράτος λοιπὸν «ἀντινομοθετεῖ τῷ αἰωνίῳ νομοθέτῃ Χριστῷ», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Καὶ ἐρωτοῦμε· ποιά
ἡ ἀντίδρασις καὶ διαμαρτυρία τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας κατὰ τῶν νομοθετημάτων αὐτῶν; Ἀλλ᾽ ἂς ἀφήσουμε τὸν σοφὸ καθηγητὴ Ἀνδροῦτσο νὰ μᾶς τὸ πῇ. «Διαμαρτυρήθηκε μέν», λέει, «κατὰ τοῦ νόμου (περὶ διαζυγίων) ὁ τότε μητροπολίτης Ἀθηνῶν, γιὰ νὰ ὑποκύψῃ ὅμως ταπεινούμενος πρὸ τοῦ ὑπουργοῦ κατὰ τὴν συνηθισμένη ἄλλωστε μέθοδο, μὲ τὴν ὁποία ἀπὸ τὸ 1833 διαμαρτύρονται οἱ Ἕλληνες ἱεράρχαι ὅταν ἐκδίδεται κάποιος ἀντικανονικὸς νόμος. Στὴν ἀρχὴ διαμαρτυρίες καὶ ἀπειλὲς ὅτι “θὰ κάνουν καὶ θὰ δείξουν”, μὰ μόλις ὁ ὑπουργὸς τρίξῃ τὰ δόντια ἢ ἀποζημιωθοῦν καὶ πετύχουν κάτι προσωπικό, μαζεύονται καὶ ὀπισθοχωροῦν» (βλ. Χ. Ἀνδρούτσου, Σύστημα Ἠθικῆς, σ. 303, μτφρ.).
Ἡ Ἐκκλησία ὑποτάχθηκε στὸ κράτος. Ἡ ὑποταγὴ ὅμως αὐτὴ καὶ ἡ προσκόλλησι στὸ ἅρμα τοῦ κράτους ἀποτελεῖ προδοσία τῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιὰ τὴν ὁποία εὐθύνεται ἡ Ἱεραρχία.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος