Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια τῆς ἀλήθειας πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε πὼς ὁ Θεὸς μπορεῖ καὶ νὰ εἶναι ἀπών. Αὐτὴ ἡ ἀπουσία φυσικὰ εἶναι ὑποκειμενική, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι πάντα παρὼν γιὰ τὸν καθένα μας. Μπορεῖ ἐν τούτοις νὰ μείνει ἀόρατος καὶ δυσνόητος, νὰ μᾶς διαφεύγει. Ὅταν ὁ Θεὸς δὲ μᾶς προσφέρεται, ὅταν δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε τὴν παρουσία Του, τότε πρέπει νὰ βροῦμε τὴ δύναμη νὰ περιμένουμε μὲ δέος καὶ σεβασμό.
Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλο ἕνα στοιχεῖο σ’ αὐτὴ τὴν ὑποκειμενικὴ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Μιὰ σχέση τότε μόνο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὴ ὅταν συντελεῖται σὲ κλίμα ἀμοιβαίας ἐλευθερίας.
Συχνὰ νοιώθουμε πὼς δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀρχίσουμε νὰ προσευχόμαστε, γιὰ νὰ ὑποχρεώσουμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς φανερωθεῖ· νὰ Τὸν ἀναγκάσουμε νὰ μᾶς ἀκούσει, νὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ νιώσουμε τὴν παρουσία Του, νὰ μᾶς βεβαιώσει ὅτι μᾶς ἀκούει. Ἂν ἦταν ἔτσι, ἡ σχέση δὲ θὰ ἦταν ἐλεύθερη, θὰ ἦταν μηχανική, δὲ θὰ εἶχε χαρὰ καὶ αὐθορμητισμό. Θὰ προϋπέθετε ἐπιπλέον ὅτι βρισκόμαστε πάντοτε στὴν κατάλληλη φόρμα νὰ δοῦμε τὸ Θεό.
Ὁ Ἀλφόνσος Σατωμπριὰν σὲ ἕνα σημαντικὸ βιβλίο του περὶ προσευχῆς μὲ τίτλο La Réponse du Seigneur (Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου), μᾶς λέει πὼς ἡ αἰσθητῆ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ προέρχεται συνήθως ἀπὸ τὴ δική μας τύφλωση. Θὰ ἤθελα νὰ ἐξηγήσω αὐτὴ τὴ φράση μὲ ἕνα παράδειγμα.
Ἦρθε μιὰ μέρα νὰ μὲ δεῖ κάποιος, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔψαχνε νὰ βρεῖ τὸν Θεὸ ἐπὶ χρόνια. Μοῦ εἶπε κλαίγοντας: «Πάτερ, δὲν μπορῶ νὰ ζήσω χωρὶς τὸν Θεό. Δεῖξε μου τὸν Θεό!». Τοῦ ἀπάντησα πὼς δὲν ἤμουν σὲ θέση νὰ τοῦ Τὸν δείξω, ὅμως δὲ νομίζω πὼς καὶ ὁ ἴδιος ἦταν σὲ κατάσταση νὰ Τὸν βρεῖ ἔτσι κι ἀλλιῶς. Ἀπορημένος μὲ ρώτησε γιατί. Καὶ ἐγὼ τότε τοῦ ἔθεσα ἕνα ἐρώτημα ποὺ συχνὰ θέτω σὲ ὅσους ἔρχονται νὰ μὲ συμβουλευτοῦν: «Ὑπάρχει κάποιο χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ μιλάει στὴν καρδιά σου -τὸ πιὸ πολύτιμο χωρίο ποὺ ἔχεις βρεῖ;». «Ναί -μοῦ ἀπάντησε-, ἡ ἱστορία της πόρνης στὸ 8ο κεφάλαιο τοῦ Ἰωάννη». Τὸν ξαναρώτησα: «Ποῦ τοποθετεῖς τὸν ἑαυτό σου σὲ αὐτὴ τὴν ἱστορία; αἰσθάνεσαι σὰν νὰ εἶσαι ἡ γυναῖκα ποὺ ἔχει συνειδητοποιήσει τὸ ἁμάρτημά της καὶ βρίσκεται ἐνώπιον τῆς κρίσης τῶν ἀνθρώπων, ἐν γνώσει τῆς ὅτι ἡ κρίση τους θὰ εἶναι ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου γιὰ αὐτήν; Ἢ ταυτίζεσαι μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ τὰ καταλαβαίνει ὅλα καὶ θὰ τὴ συγχωρήσει, δίνοντάς της ἔτσι τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσει ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς μιὰ νέα ζωή; Ἢ σὰν τοὺς Ἀποστόλους, περιμένεις καὶ ἐλπίζεις σὲ κάποια ἀπάντηση ποὺ θὰ εἶναι ἀπαλλακτική; Μήπως εἶσαι ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος, ἕνας ἀπὸ τοὺς γέροντες ποὺ γνώριζαν ὅτι οἱ ἴδιοι δὲν ἦταν ἀναμάρτητοι, καὶ γι’ αὐτὸ ἀποσύρθηκαν πρῶτοι ἀπὸ τὸ λιθοβολισμό; Ἢ ἀπὸ τοὺς νεότερους ποὺ κάποια στιγμὴ συνειδητοποίησαν ὅτι καὶ αὐτοὶ δὲν ἦταν ἀναμάρτητοι καὶ πέταξαν κατὰ μέρος τὶς πέτρες τοῦ λιθοβολισμοῦ; Ἐσὺ μὲ ποιόν ταυτίζεσαι μέσα σὲ αὐτὴ τὴ δραματικὴ σκηνή;
Σκέφτηκε γιὰ λίγο καὶ μετὰ μοῦ ἀπάντησε: «Εἶμαι ὁ μόνος Ἰουδαῖος ποὺ δὲ θὰ ἔφευγα χωρὶς νὰ λιθοβολήσω τὴ γυναῖκα». «Νά, λοιπόν», τοῦ εἶπα, «ἔχεις τὴν ἀπάντησή σου. Δὲν μπορεῖς νὰ δεῖς τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος γιὰ σένα εἶναι ἕνας τέλειος ἄγνωστος».
Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ, ἀλήθεια, κάποια ὁμοιότητα μὲ ὅσα ὁ καθένας μας ἔχει γνωρίσει; Δὲν ὑπάρχει μέσα στὸν καθένα μας μιὰ ἀντίσταση κατὰ τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ; Ζητῶντας Τὸν δὲ ζητοῦμε στὴν πραγματικότητα ἕνα Θεὸ ὅμοιο μὲ μᾶς, ἕνα Θεὸ ποὺ νὰ μᾶς βολεύει; Καὶ δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀπορρίψουμε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ μόλις τὸν βροῦμε;
Εἴμαστε προετοιμασμένοι νὰ βροῦμε τὸ Θεὸ ὅπως εἶναι, ἀκόμα καὶ ἂν ἡ συνάντηση καταλήξει σὲ καταδίκη μας καὶ ἡ ἀνατροπὴ ὅλων τῶν ἀξιῶν ποὺ μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἴχαμε σὲ ὑπόληψη; Μήπως ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ ζωή μας καὶ ἀπὸ τὶς προσευχές μας δὲν ὀφείλεται συχνὰ στὸ γεγονὸς ὅτι ἐμφανιζόμαστε σὰν ἄγνωστοι συχνὰ σὲ Αὐτόν, ποὺ ἂν κάποτε βρισκόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μαζὶ του δὲ θὰ Τὸν προσέχαμε ἢ δὲ θὰ Τὸν ἀναγνωρίζαμε; Κάτι τέτοιο δὲ συνέβαινε καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς περπατοῦσε στοὺς δρόμους τῆς Ἰουδαίας καὶ τῆς Γαλιλαίας; Πόσοι ἀπὸ τοὺς σύγχρονούς Του δὲν Τὸν συνάντησαν, δὲν πέρασαν ἀπὸ δίπλα Του χωρὶς νὰ Τὸν γνωρίσουν ἢ ἀκόμα νὰ ὑποπτευθοῦν ὅτι εἶχε κάτι ξεχωριστὸ ἐπάνω Του; Κάπως ἔτσι δὲν Τὸν εἶδαν τὰ πλήθη στὸ δρόμο πρὸς τὸν Γολγοθᾶ; Σὰν ἕναν ἐγκληματία, σὰν κάποιο ποὺ εἶχε ταράξει τὴ δημόσια τάξη καὶ τίποτε ἄλλο; Κάπως ἔτσι δὲ σκεπτόμαστε τὸν Θεό, ἀκόμα καὶ εἴμαστε σὲ θέση νὰ νιώσουμε κάπως τὴν παρουσία Του; Καὶ μήπως δὲν τὸν ἀποφεύγουμε γιατί καταλαβαίνουμε πὼς θὰ ταράξει καὶ τὶς δικές μας ζωές, θὰ κλονίσει τὶς ἀξίες μας;
Μὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες δὲν μποροῦμε νὰ περιμένουμε νὰ Τὸν συναντήσουμε στὴν προσευχή μας. Γιὰ νὰ τὸ θέσω πιὸ ὠμά, θὰ ἔπρεπε νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ ποὺ δὲν μᾶς παρουσιάζεται σὲ κάτι τέτοιες στιγμές, ποὺ δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι, ἀφοῦ Τὸν ἀμφισβητοῦμε ὄχι ὅπως ὁ Ἰώβ, ἀλλὰ ὅπως ὁ κακὸς ληστὴς στὸ σταυρό. Μιὰ τέτοια συνάντηση θὰ ἦταν δικαστήριο καὶ καταδίκη γιά μας. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ κατανοοῦμε αὐτή Του τὴν ἀπουσία καὶ νὰ κρίνουμε τοὺς ἑαυτούς μας, μιὰ καὶ δὲ μᾶς κρίνει ὁ Θεός.
Ἄλλη μιὰ ἱστορία θὰ μᾶς ἑρμηνεύσει μιὰ ἄλλη πλευρὰ τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Πρὶν λίγα χρόνια μιὰ νέα κοπέλα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια μοῦ ἔγραφε: «Πόσο εὐγνώμων εἶμαι στὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἀρρώστια μου. Καθὼς ἀδυνατίζει τὸ σῶμα μου, τὸ νιώθω νὰ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ διάφανο στὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ». Τῆς ἀπάντησα: «Νὰ εὐχαριστεῖς τὸ Θεὸ γι’ αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔχει δώσει, ἀλλὰ μὴν περιμένεις νὰ κρατήσει αὐτὴ ἡ κατάσταση. Θὰ ἔρθει ἡ ὥρα ποὺ αὐτὸ τὸ ἀδυνάτισμα τοῦ κορμιοῦ σου θὰ πάψει νὰ σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι πνευματική. Καὶ τότε θὰ πρέπει νὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὴ Χάρη καὶ μόνο».
Λίγους μῆνες ἀργότερα μοῦ ξανάγραψε: «Ἔχω τόσο ἐξασθενήσει, ποὺ δὲν ἔχω πιὰ τὴ δύναμη νὰ τρέξω νὰ ἀκουμπήσω στὸ Θεό. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει εἶναι νὰ σιωπῶ, νὰ παραδίδω τὸν ἑαυτό μου ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἔρθει πρὸς ἐμένα». Καὶ πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία: «Προσευχηθεῖτε στὸ Θεὸ νὰ μοῦ χαρίσει τὸ κουράγιο νὰ μὴν προσπαθήσω ποτὲ νὰ κατασκευάσω μιὰ ψεύτικη παρουσία γιὰ νὰ γεμίσω τὸ τρομερὸ κενὸ ποὺ ἀφήνει ἡ ἀπουσία Του».
Νομίζω πὼς οἱ δύο αὐτὲς ἱστορίες δὲν χρειάζονται σχόλια. Εἶναι βασικὸ νὰ στηριζόμαστε στὸν Θεό. Δὲν πρέπει νὰ στηριζόμαστε στὶς δικές μας δυνάμεις, οὔτε πάλι νὰ στηριζόμαστε στὶς ἀδυναμίες μας. Μιὰ συνάντηση μὲ τὸ Θεὸ εἶναι μιὰ πράξη ἐλευθερίας στὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔχει τὸν ἔλεγχο. Καὶ μόνο ὅταν εἴμαστε ταπεινοί, καὶ συγχρόνως ἀρχίζουμε νὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεό, εἶναι ποὺ μποροῦμε νὰ ὑπομένουμε ἢ ἀκόμα καὶ νὰ ἐπωφελούμαστε ἀπὸ τὴν ἀπουσία Του.