Ἅγιοι, μοναχοὶ καὶ αὐτοκράτορες

Κάλλιστος Γουέαρ, Ἐπίσκοπος Διοκλείας

Δὲν εἶναι χωρὶς λόγο ποὺ τὸ Βυζάντιο ἀποκλήθηκε «εἰκόνα τῆς οὐράνιας Ἱερουσαλήμ». Ἡ θρησκεία βρισκόταν σὲ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς τοῦ Βυζαντίου. Οἱ γιορτὲς τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα ἦσαν θρησκευτικὰ πανηγύρια· οἱ ἀγῶνες ποὺ παρακολουθοῦσε στὸν Ἱππόδρομο ἄρχιζαν μὲ ὕμνους· στὰ ἐμπορικά του συμβόλαια ἐπικαλεῖτο τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ἔβαζε σ’ αὐτὰ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Σήμερα, σὲ μιὰ ἀθεολόγητη ἐποχή, εἶναι ἀδύνατο νὰ καταλάβουμε πόσο τρομερὸ ἐνδιαφέρον ἔδειχνε ἡ κάθε κοινωνικὴ τάξη, οἱ λαϊκοὶ καὶ οἱ κληρικοί, οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ ἀγράμματοι, ἀλλὰ συνάμα οἱ αὐλικοὶ καὶ οἱ λόγιοι, γιὰ τὰ θρησκευτικὰ ζητήματα.

Ὁ Βυζαντινὸς ἐπίσκοπος δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ ἀπόμακρη μορφὴ ποὺ παρακολουθοῦσε ἀφ’ ὑψηλοῦ τὶς συνόδους· ἦταν σὲ πολλὲς περιπτώσεις καὶ ὁ ἀληθινὸς πατέρας γιὰ τὸν λαό του, ἕνας φίλος καὶ προστάτης, στὸν ὁποῖο ὁ κόσμος στρεφόταν μὲ ἐμπιστοσύνη, ὅταν βρισκόταν σὲ ἀνάγκη. Τὴν μέριμνα γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ καταπιεσμένους ποὺ ἔδειχνε ὁ ἁγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος τὴν βρίσκουμε καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους. Ὁ ἁγ. «Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (πέθανε τὸ 619), παραδείγματος χάριν, ἀφιέρωνε ὅλον τὸν πλοῦτο τῆς ἐπισκοπῆς του γιὰ νὰ βοηθεῖ ἐκείνους ποὺ ὀνόμαζε «ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφές μου» τοὺς φτωχούς. Ὅταν στέρεψαν οἱ δικοί του πόροι, ἔκανε ἔκκληση στοὺς ἄλλους: «Συνήθιζε νὰ λέει», ὅπως μᾶς τὸ διέσωσε κάποιος σύγχρονός του, «πὼς ἂν κάποιος, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ κάνει ἀπὸ ἔχθρα, γύμνωνε κάποιον πλούσιο ἀπὸ τὰ πλούτη του, γιὰ νὰ τὰ δώσει στοὺς φτωχούς, δὲν θὰ ἔκανε κακό». «Αὐτοὺς ποὺ ἐσὺ ὀνομάζεις φτωχοὺς καὶ ζητιάνους», ἔλεγε ὁ ἁγ. Ἰωάννης, «ἐγώ τοὺς ἀποκαλῶ κυρίους καὶ βοηθούς μου. Γιατί αὐτοί, καὶ μόνον αὐτοί, μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν πραγματικὰ νὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ἡ Ἐκκλησία στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία δὲν παρέβλεπε τὶς κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις της, καὶ μιὰ ἀπὸ τὶς κύριες λειτουργίες της ἦταν τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο.

Ὁ Μοναχισμὸς ἔπαιζε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὴν θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ Βυζαντίου, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλη Ὀρθόδοξη χώρα. Πολὺ σωστὰ ἔχει εἰπωθεῖ πὼς «ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ διεισδύσει κάποιος στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα εἶναι μέσῳ τοῦ Μοναχισμοῦ». «Μεγάλος πλοῦτος μορφῶν πνευματικῆς ζωῆς βρίσκεται μέσα στὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ὁ Μοναχισμὸς παραμένει ἡ κλασικότερη μορφὴ ἀπ’ ὅλες». Ἡ μοναχικὴ ζωὴ ὡς καθορισμένος θεσμὸς ἐμφανίστηκε κατ’ ἀρχὰς στὴν Αἴγυπτο καὶ στὴν Συρία τὸν τέταρτο αἰῶνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπεκτάθηκε ραγδαία σὲ ὁλόκληρη τὴν Χριστιανοσύνη. Δὲν εἶναι σύμπτωση τὸ ὅτι ὁ Μοναχισμὸς ἀναπτύχθηκε ἀμέσως μετὰ τὴν μεταστροφὴ τοῦ Κωνσταντίνου, ὅταν δηλαδὴ ἔπαυσαν οἱ διωγμοὶ καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἔγινε τῆς μόδας. Οἱ μοναχοί, μὲ τὴν αὐστηρή τους ζωή, ἔγιναν μάρτυρες σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑφίστατο πλέον τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος· ἀποτελοῦσαν τὸ ἀντίβαρο σ’ ἕναν κατεστημένο Χριστιανισμό. Οἱ ἄνθρωποι στὴν Βυζαντινὴ κοινωνία κινδύνευαν νὰ ξεχάσουν, πὼς τὸ Βυζάντιο ἦταν μιὰ εἰκόνα καὶ ἕνα σύμβολο, καὶ ὄχι μιὰ πραγματικότητα· διέτρεχαν τὸν κίνδυνο νὰ ταυτίσουν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μ’ ἕνα ἐπίγειο βασίλειο. Οἱ μοναχοί, ἀποσυρόμενοι στὴν ἔρημο, ἐκπλήρωναν ἕνα προφητικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ λειτούργημα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπενθύμιζαν στοὺς χριστιανοὺς, πὼς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.

Ὁ Μοναχισμὸς ἔλαβε τρεῖς κυρίες μορφές, ποὺ εἶχαν καὶ οἱ τρεῖς ἐμφανιστεῖ στὴν Αἴγυπτο ἤδη ἀπὸ τὸ 350 μ.Χ. καὶ παραμένουν ἐν ἰσχύι μέχρι σήμερα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κατ’ ἀρχὴν εἶναι οἱ ἐρημῖτες, ἀσκητὲς ποὺ ζοῦν μόνοι τους σὲ καλύβες ἢ σπηλιές, ἀκόμη καὶ σὲ τάφους, στὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων καὶ στὴν κορυφὴ στύλων. Τὸ μέγα πρότυπο τῆς ἑρμητικῆς ζωῆς εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ἴδιου τοῦ Μοναχισμοῦ, ὁ ἁγ. Ἀντώνιος τῆς Αἰγύπτου (251-356). Μετὰ ἔρχεται ἡ κοινοβιακὴ ζωή, στὴν ὁποία οἱ μοναχοὶ μένουν μαζὶ ὑπὸ κοινὸ κανόνα, σὲ ἕνα καθιδρυμένο μοναστήρι. Ἐδῶ πρωτοπόρος ὑπῆρξε ὁ ἁγ. Παχώμιος τῆς Αἰγύπτου (286-346). Συντάκτης τοῦ κανόνα, τὸν ὁποῖο ἀργότερα χρησιμοποίησε ὁ ἁγ. Βενέδικτος στὴν Δύση. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ τὰ ἀσκητικὰ του γραπτὰ ἐπηρέασαν ἀποφασιστικὰ τὸν ἀνατολικὸ Μοναχισμό, ἦταν σφοδρὸς ὑπέρμαχος τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, ἂν καὶ ἐπηρεάστηκε μᾶλλον περισσότερο ἀπὸ τὰ Συριακὰ παρὰ τὰ Παχωμιανὰ μοναστήρια ποὺ ἐπισκέφτηκε. Προσέδωσε μιὰ κοινωνικὴ ἔμφαση στὸν Μοναχισμό, παρακινῶντας τὰ μοναστήρια νὰ φροντίζουν γιὰ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς φτωχούς, ἱδρύοντας νοσοκομεῖα καὶ ὀρφανοτροφεῖα, καὶ νὰ ἐργάζονται ἄμεσα γιὰ τὸ καλὸ ὁλόκληρης τῆς κοινωνίας. Ἐν γένει, ὅμως, τὸν ἀνατολικὸ Μοναχισμὸ τὸν ἀπασχολεῖ πολὺ λιγότερο ἡ δράση ἀπ’ ὅ,τι τὸν δυτικό. Στὴν Ὀρθοδοξία, τὸ πρωταρχικὸ καθῆκον ἑνὸς μοναχοῦ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς προσευχῆς καὶ μέσῳ αὐτῆς μπορεῖ νὰ διακονεῖ τοὺς ἄλλους. Δὲν ἐνδιαφέρει τόσο πολὺ τί κάνει ἕνας μοναχὸς, ὅσο τὸ τί εἶναι. Τελικὰ, ὑπάρχει μία μορφὴ μοναχικῆς ζωῆς μεταξὺ τῶν δύο πρώτων, μιὰ ἡμι-ερημητικὴ ζωή, «ἕνας μέσος δρόμος», ὅπου ἀντὶ τῆς μιᾶς πολὺ ὀργανωμένης κοινότητας ὑπάρχει ἕνα σύνολο μικρῶν οἰκημάτων μὲ χαλαρὴ σύνδεση μεταξύ τους, ὅπου τὸ κάθε οἴκημα περιλαμβάνει περίπου δύο ἕως ἕξι μέλη, τὰ ὁποῖα ζοῦν μαζὶ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς γέροντα. Τὰ μεγάλα κέντρα της ἡμι-ερημιτικὴς ζωῆς στὴν Αἴγυπτο ἦταν ἡ Νιτρία καὶ ἡ Σκήτις, τὰ ὁποῖα μὲ τὸ τέλος τοῦ τέταρτου αἰῶνα εἶχαν δημιουργήσει πολλοὺς φημισμένους μοναχούς -τὸν Ἄμμωνα, ἱδρυτή της Νιτρίας, τὸν Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο καὶ τὸν Μακάριο Ἀλεξανδρείας, τον Εὐάγριο Ποντικὸ καὶ τὸν Ἀρσένιο τὸν Μεγάλο. (Αὐτὸ τὸ ἡμι-ερημιτικὸ σύστημα δὲν ἀπαντᾶται μόνο στὴν Ἀνατολή ἀλλὰ καὶ στὴν ἀκρότατη Δύση, στὸν Κελτικὸ Χριστιανισμό.) Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ, ἡ μοναχικὴ ζωὴ θεωρήθηκε σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση ὡς μιὰ κλήση γιὰ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ ὑπῆρχαν ἀναρίθμητα γυναικεῖα μοναστήρια.

Λόγῳ αὐτῶν τῶν μοναστηριῶν, ἡ Αἴγυπτος τοῦ τέταρτου αἰῶνα θεωρεῖτο ὡς μιὰ δεύτερη Ἁγία Γῆ καὶ αὐτοὶ ποὺ ταξίδευαν στὴν Ἱερουσαλὴμ θεωροῦσαν, πὼς τὸ προσκύνημά τους δὲν θὰ ὁλοκληρωνόταν, ἂν δὲν περιλάμβανε καὶ τὰ ἀσκητήρια τοῦ Νείλου. Τὸν πέμπτο καὶ ἕκτο αἰῶνα, τὰ σκῆπτρα στὸ μοναστικὸ κίνημα τα πῆρε ἡ Παλαιστίνη, μὲ τὸν ἁγ. Εὐθύμιο τὸν Μεγάλο (πέθανε τὸ 473) καὶ τὸν μαθητή του ἁγ. Σάββα (πέθανε τὸ 532). Τὸ μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ὁ ἁγ. Σάββας στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνη ἔχει μιὰ ἀδιάλειπτη ἱστορία μέχρι σήμερα· σ’ αὐτὴν τὴν κοινότητα ἀνῆκε ὁ ἁγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ἡ Μονή τῆς ἁγ. Αἰκατερίνης τοῦ ὅρους Σινᾶ, ἱδρυμένη ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ (βασίλεψε 527-565), ἔχει σχεδὸν τὴν ἴδια ἀδιάλειπτη ἱστορία. Ὅταν ἡ Παλαιστίνη καὶ τὸ Σινᾶ ἔπεσαν στὰ χέρια τῶν Ἀράβων, τὰ σκῆπτρα τοῦ Μοναχισμοῦ πέρασαν, τὸν ἔνατο αἰῶνα, στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, στὴν Μονή τοῦ Στουδίου, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ ἁγ. Θεόδωρος, ποὺ ἔγινε Ἡγούμενος ἐκεῖ τὸ 799, ἐπανενεργοποίησε τὴν κοινότητα, ἀναθεώρησε τὸν κανονισμό της καὶ ἔτσι προσήλκυσε μεγάλο πλῆθος μοναχῶν.

Ἀπὸ τὸν δέκατο αἰῶνα, ὁ Ἄθωνας ἔγινε τὸ κύριο κέντρο τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ. Ὁ Ἄθωνας εἶναι μιὰ βραχώδης χερσόνησος στὴν Βόρεια Ἑλλάδα, ποὺ εἰσχωρεῖ στὸ Αἰγαῖο καὶ καταλήγει σὲ μιὰ κορυφὴ ὕψους περίπου 2000 μ. Γνωστὸς ὡς «Ἅγιον Ὅρος», ὁ Ἄθωνας περιλαμβάνει εἴκοσι «κυρίαρχες» μονὲς καὶ ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ μικρότερων κτισμάτων καθὼς καὶ ἐρημητήρια. Ὁλόκληρη ἡ χερσόνησος εἶναι ἀφιερωμένη ἐξ ὁλοκλήρου στὴν μοναστικὴ διαβίωση καὶ τὴν ἐποχὴ τῆς μεγάλης του ἀκμῆς λέγεται, πὼς περιλάμβανε γύρω στοὺς σαράντα χιλιάδες μοναχούς. Ἡ Μεγίστη Λαύρα, ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς εἴκοσι κυρίαρχες μονές, ἔχει ἡ ἴδια ἀναδείξει 20 πατριάρχες καὶ 144 ἐπισκόπους: αὐτὸ δίνει κάποια ἰδέα γιὰ τὴν σημασία ποὺ ἔχει ὁ Ἄθωνας στὴν Ὀρθόδοξη ἱστορία.

Δὲν ὑπάρχουν «Τάξεις» στὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό. Στὴν Δύση, ὁ μοναχὸς ἀνήκει στοὺς Καρθουσιανούς, στοὺς Σιστερσιανοὺς ἢ σὲ κάποια ἄλλη Τάξη· στὴν Ἀνατολὴ, εἶναι ἁπλῶς μέλος μιᾶς μεγάλης ἀδελφότητας, ποὺ περιλαμβάνει ὅλους τοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχές, σὲ ὁποιοδήποτε μοναστήρι κι ἂν ἀνήκει ὁ καθένας ἢ ἡ καθεμία. Δυτικοὶ συγγραφεῖς μερικὲς φορὲς ἀποκαλοῦν τοὺς Ὀρθόδοξους μοναχοὺς «Βασιλειανοὺς μοναχοὺς» ἢ «μοναχοὺς τῆς Βασιλείου Τάξεως» ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό. Ὁ ἁγ. Βασίλειος εἶναι μιὰ σπουδαία μορφὴ στὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό ἀλλὰ δὲν ἵδρυσε κάποια Τάξη καὶ, παρ’ ὅλο ποὺ δύο ἔργα του εἶναι γνωστὰ ὡς Ἐκτενεῖς Κανόνες καὶ Βραχεῖς Κανόνες, δὲν μποροῦν καθόλου νὰ συγκριθοῦν μὲ τὸν Κανόνα τοῦ ἁγ. Βενεδίκτου.

Μιὰ χαρακτηριστικὴ μορφὴ τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ εἶναι ὁ «γέροντας» (στὰ ρωσικὰ στάρετς, πλήθ. στάρτσι). Ὁ γέροντας εἶναι ἕνας μοναχὸς μὲ πνευματικὴ διάκριση καὶ σοφία, τὸν ὁποῖον οἱ ἄλλοι, εἴτε μοναχοὶ εἴτε κοσμικοὶ, τὸν ἀποδέχονται ὡς πνευματικό τους καθοδηγητή. Μερικὲς φορὲς εἶναι ἱερέας ἀλλὰ συνήθως εἶναι ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς· δὲν ἔχει λάβει καμιὰ εἰδικὴ χειροτονία ἢ τοποθέτηση γιὰ τὸ ἔργο τοῦ γέροντα, ἀλλὰ καθοδηγεῖται σ’ αὐτὸ ὑπὸ τὴν ἄμεση ἐπίνευση τοῦ ἁγ. Πνεύματος. Σ’ αὐτὸ τὸ λειτούργημα, μποροῦν νὰ προσκληθοῦν ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἐπειδὴ εἶναι γνωστὸ, πὼς στὴν Ὀρθοδοξία ὑπάρχουν «πνευματικὲς μητέρες» ὅπως καὶ «πνευματικοὶ πατέρες». Ὁ γέροντας διακρίνει μ’ ἕναν συγκεκριμένο καὶ πρακτικὸ τρόπο, ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται νὰ τὸν συμβουλευτεῖ: αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδιαίτερο χάρισμα τοῦ γέροντα. Ὁ ἀρχαιότερος καὶ γνωστότερος γέροντας ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Τὸ πρῶτο μέρος τῆς ζωῆς του, ἀπὸ τὰ δέκα ὀκτὼ μέχρι τα πενῆντα πέντε του, τὸ πέρασε σὲ ἀπομόνωση καὶ ἀναχώρηση. Κατόπιν, παρ’ ὅλο ποὺ συνέχισε νὰ ζεῖ στὴν ἔρημο, ἐγκατέλειψε τὴ ζωὴ τῆς πλήρους ἀπομόνωσης καὶ ἄρχισε νὰ δέχεται ἐπισκέπτες. Γύρω του μαζεύτηκαν ἀρκετοὶ μαθητές του καὶ, πέρα ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς μαθητές του, ὑπῆρχε ἕνας πολὺ εὐρύτερος κύκλος ἀνθρώπων, ποὺ ἔρχονταν συχνὰ ἀπὸ μακρινὰ μέρη, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευτοῦν· ἦταν τέτοιο τὸ ρεῦμα τῶν προσκυνητῶν, ὥστε, σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, ἔγινε ὁ γιατρὸς ὅλης τῆς Αἰγύπτου. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶχε πολλοὺς διαδόχους καὶ στοὺς περισσότερους βρίσκουμε τὴν ἴδια σειρὰ ἐξωτερικῶν γεγονότων, τὴν ἀπόσυρση μὲ σκοπὸ τὴν ἐπάνοδο. Ὁ μοναχὸς πρέπει πρῶτα νὰ ἀποσυρθεῖ καὶ νὰ μάθει στὴν ἡσυχία τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό του. Κατόπιν, μετὰ τὴν μακρὰ καὶ ἔντονη προετοιμασία στὴν ἀπομόνωση, ἔχοντας ἀποκτήσει τὸ χάρισμα τῆς διάκρισης, τὸ τόσο ἀναγκαῖο γιὰ ἕνα γέροντα, μπορεῖ νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του καὶ νὰ δεχτεῖ τὸν κόσμο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχε πρὶν ἀπομακρυνθεῖ.

Στὴν καρδιὰ τοῦ χριστιανικοῦ πολιτεύματος τοῦ Βυζαντίου βρισκόταν ὁ Αὐτοκράτορας, ποὺ δὲν ἦταν ἕνας συνηθισμένος κυβερνήτης ἀλλὰ ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ πάνω στὴν γῆ. Ἂν τὸ Βυζάντιο ἦταν ἡ εἰκόνα τῆς οὐράνιας Ἱερουσαλήμ, τότε ἡ ἐπίγεια μοναρχία τοῦ Αὐτοκράτορα ἦταν ἡ εἰκόνα τῆς μοναρχίας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴν γῆ· στὴν ἐκκλησία οἱ ἄνθρωποι προσκυνοῦσαν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ παλάτι προσέπεφταν μπροστὰ στὴν ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸν Αὐτοκράτορα. Τὸ πολυδαίδαλο παλάτι, ἡ Αὐλὴ μὲ τὸ ἐκλεπτυσμένο τελετουργικό, ἡ αἴθουσα τοῦ θρόνου, ὅπου μηχανικὰ λιοντάρια βρυχιούνταν καὶ μουσικὰ πτηνὰ τραγουδοῦσαν: ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα ἦσαν σχεδιασμένα γιὰ νὰ φανερώνουν τὴν ἰδιότητα τοῦ Αὐτοκράτορα ὡς ἐκπροσώπου τοῦ Θεοῦ. «Μ’ αὐτά τα μέσα», ἔγραφε ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, «προβάλλουμε τὴν ἁρμονικὴ κίνηση τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ μέσα στὸ σύμπαν, ἐνῷ ἡ αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία διακρατεῖται κατ’ ἀναλογία καὶ τάξη». Ὁ Αὐτοκράτορας κατεῖχε μιὰ εἰδικὴ θέση στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας: δὲν μποροῦσε φυσικὰ νὰ τελέσει τὴν θεία Εὐχαριστία ἀλλὰ κοινωνοῦσε μὲ «τὸν τρόπο τῶν ἱερέων», -λαμβάνοντας στὰ χέρια του τὸν καθαγιασμένο ἄρτο καὶ πίνοντας ἀπὸ τὸ ποτήριο ἀντὶ νὰ κοινωνήσει μὲ τὸ κοχλιάριο-, κήρυσσε καὶ σὲ ὁρισμένες γιορτὲς μάλιστα θυμιάτιζε τὴν ἁγία Τράπεζα. Τὰ ἄμφια, ποὺ φοροῦν τώρα οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, ἦσαν ἡ στολὴ ποὺ κάποτε φοροῦσε ὁ Αὐτοκράτορας στὴν ἐκκλησία.

Ἡ ζωὴ τοῦ Βυζαντίου ἀποτελοῦσε ἕνα ἑνιαῖο ὅλο καὶ δὲν ὑπῆρχε καμία σαφὴς διαχωριστικὴ γραμμὴ μεταξὺ τοῦ θρησκευτικοῦ καὶ τοῦ κοσμικοῦ, μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας: καὶ οἱ δύο θεωροῦνταν ὡς τμήματα ἑνὸς μόνου ὀργανισμοῦ. Γι’ αὐτὸ, ἦταν ἀναπόφευκτο ὁ Αὐτοκράτορας νὰ παίζει ἕναν τέτοιο ἐνεργητικὸ ρόλο στὶς ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ κατηγορήσει ταυτόχρονα τὸ Βυζάντιο γιὰ Καισαροπαπισμό, γιὰ ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν Πολιτεία. Ἂν καὶ Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία σχημάτιζαν ἕνα ὀργανικὸ σύνολο, ὅμως μέσα σ’ αὐτὸν τὸν ὀργανισμὸ ὑπῆρχαν δύο διακεκριμένα στοιχεῖα, ἡ ἱερωσύνη (sacerdotium) καὶ ἡ αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία (imperium)· ἂν καὶ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ συνεργάζονταν στενά, τὸ καθένα βρισκόταν στὴν δική του σφαῖρα αὐτονομίας. Μεταξύ τους ὑπῆρχε μία «συμφωνία» ἢ «ἁρμονία» καὶ κανένα στοιχεῖο δὲν ἐξασκοῦσε ἀπόλυτο ἔλεγχο πάνω στὸ ἄλλο.

Αὐτὴ εἶναι ἡ πρακτικὴ ποὺ ἐνσωματώθηκε ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ στὸν μεγάλο νομικὸ κώδικα τοῦ Βυζαντίου (βλ. τὴν ἕκτη Νεαρὰ) καὶ ἐπαναλήφθηκε σὲ τόσα ἄλλα Βυζαντινὰ κείμενα. Ἂς πάρουμε γιὰ παράδειγμα τὰ λόγια τοῦ Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τσιμισκή: «Ἀναγνωρίζω δύο ἀρχές, τὴν ἰερωσυνη καὶ τὴν αὐτοκρατορία· ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου ἐμπιστεύτηκε στὴν πρώτη τὴν φροντίδα τῶν ψυχῶν καὶ στὴν δεύτερη τὸν ἔλεγχο τῶν σωμάτων. Καμιὰ ἀπὸ τὶς δύο ἀρχὲς δὲν πρέπει νὰ προσβληθεῖ, γιὰ νὰ μπορεῖ ἔτσι ὁ κόσμος νὰ ἀπολαμβάνει τὴν εὐημερία». Ἦταν λοιπὸν καθῆκον τοῦ Αὐτοκράτορα νὰ συγκαλεῖ συνόδους καὶ νὰ θέτει σὲ ἐφαρμογὴ τὶς ἀποφάσεις τους, τὸ νὰ ὑπαγορεύει ὅμως τὸ περιεχόμενο αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων βρισκόταν πέρα ἀπὸ τὶς δυνάμεις του: μόνο οἱ ἐπίσκοποι, οἱ συγκεντρωμένοι ἐν συνόδῳ, μποροῦσαν νὰ ἀποφασίσουν, ποιά ἦταν ἡ ἀληθινὴ πίστη. Οἱ ἐπίσκοποι ἀναδεικνύονταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς διδάσκαλοι τῆς πίστεως, ἐνῷ ὁ Αὐτοκράτορας ἦταν προστάτης τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὄχι διερμηνευτῆς της. Αὐτὴ ἦταν ἡ θεωρία καὶ αὐτὴ ἦταν, ἐπίσης, ἡ πράξη κατὰ μεγάλο μέρος. Ὁμολογουμένως, ὑπῆρξαν πολλὲς περιπτώσεις, ποὺ ὁ Αὐτοκράτορας ἀναμείχτηκε ἄνευ ἐγγυήσεων στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα· ὅταν ὅμως ἀνέκυπτε ἕνα σοβαρὸ ζήτημα ἀρχῶν  (principle), τότε οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς γρήγορα ἔδειχναν πὼς διέθεταν τὴν δική τους θέληση. Ἡ Εἰκονομαχία, παραδείγματος χάριν, ὑποστηρίχτηκε ἀπὸ μία σειρὰ Αὐτοκράτορες, ὅμως παρ’ ὅλα αὐτὰ ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Στὴν Βυζαντινὴ ἱστορία, Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία ἦσαν στενὰ συνδεδεμένες, καμιὰ ὅμως δὲν ἦταν ὑποταγμένη στὴν ἄλλη.

Ὑπάρχουν πολλοὶ σήμερα, καὶ ὄχι μόνο ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ ἀσκοῦν ὀξεία κριτικὴ στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία καὶ στὴν ἰδέα τῆς Χριστιανικῆς κοινωνίας ποὺ αὐτὴ ἐκπροσωποῦσε. Εἶχαν ὅμως οἱ Βυζαντινοὶ ἐντελῶς ἄδικο; Πίστευαν πὼς ὁ Χριστός, ποὺ ἔζησε ὡς ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ, εἶχε λυτρώσει κάθε πτυχὴ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ ὑποστήριζαν πὼς κατέστη ἔτσι δυνατὸ νὰ βαπτίζονται ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ ὁλόκληρο τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ὀργάνωση τῆς κοινωνίας. Ἔτσι, ἀγωνίστηκαν νὰ δημιουργήσουν ἕνα ἐντελῶς Χριστιανικὸ Πολίτευμα ὡς πρὸς τὶς ἀρχὲς (principles) τῆς διακυβέρνησης καὶ ὡς πρὸς τὴν καθημερινὴ ζωή. Τὸ Βυζάντιο στὴν πραγματικότητα δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπὸ μιὰ προσπάθεια νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς καὶ νὰ μποῦν σὲ πράξη οἱ πλήρεις συνέπειες τῆς Σάρκωσης. Βεβαίως, ἡ προσπάθεια αὐτὴ εἶχε τοὺς κινδύνους της: συγκεκριμένα, οἱ Βυζαντινοὶ συχνὰ ἔπεσαν στὸ λάθος νὰ ταυτίσουν τὸ ἐπίγειο βασίλειο τοῦ Βυζαντίου μὲ τὴν Βασίλεια τοῦ Θεοῦ, τοὺς Ἕλληνες ἢ μᾶλλον τοὺς «Ρωμαίους», σύμφωνα μὲ τὸν ὅρο, ποὺ οἱ ἴδιοι χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ περιγράφουν τοὺς ἑαυτούς τους, μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως τὸ Βυζάντιο δὲν ἤρθη πολλὲς φορὲς στὸ ὕψος τῶν στόχων ποὺ εἶχε θέσει στὸν ἑαυτό του καὶ ἡ ἀποτυχία του ἦταν συχνὰ ἀξιοθρήνητη καὶ καταστροφική. Οἱ ἱστορίες γιὰ τὴ διπλοπροσωπία τοῦ Βυζαντίου, τὴν βιαιότητα καὶ τὴν ἀπανθρωπιὰ εἶναι τόσο γνωστὲς ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ τὶς ἐπαναλάβουμε ἐδῶ. Εἶναι ἀληθινές – ἀλλὰ εἶναι μέρος τῆς ἀλήθειας. Πίσω ὅμως ἀπ’ ὅλες τὶς ἐλλείψεις τοῦ Βυζαντίου, μποροῦμε πάντοτε νὰ διακρίνουμε τὸ μεγάλο δρᾶμα ποὺ ἐνέπνεε τοὺς Βυζαντινούς: νὰ ἐγκαθιδρύσουν ἐδῶ πάνω στὴν γῆ μιὰ ζωντανὴ εἰκόνα τῆς ἐπουράνιας πολιτείας τοῦ Θεοῦ.