Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ


                

Μακαριστός π. Ἀνανίας Κουστένης

Γιὰ νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ ἕναν ἅγιο καὶ μάλιστα γιὰ τὸν ἅγιο Γέροντα Πορφύριο, τὸν στάρετς τῶν Ἀθηνῶν καὶ ὄχι μόνο, πρέπει νὰ εἶναι τοῦ ἰδίου διαμετρήματος μ’ ἐκεῖνον. Πρέπει νὰ εἶναι τουλάχιστον ἅγιος. Γιατὶ τοὺς ἁγίους μόνο ὁ Θεὸς τοὺς ξέρει ἀπόλυτα καὶ οἱ ἅγιοι ἀρκετά. Ἐμεῖς τοὺς αἰσθανόμαστε. Αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία τους, τὴν ἀγάπη τους, τὴν προσευχή τους, τὰ θαύματά τους σὲ μᾶς καὶ ὅ,τι ἄλλο. Κι ὅταν μιλᾶμε γι’ αὐτούς, μιλᾶμε μ’ ἕναν ἀδέξιο τρόπο. Τὰ λεγόμενά μας εἶναι ἀδέξια ψελλίσματα γι’ αὐτούς. Ἐκεῖνοι, ὅμως, χαίρονται, ἔστω καὶ ἔτσι. Οἱ ἅγιοι χαίρονται, ὅταν ἀσπαζόμεθα καὶ προσκυνοῦμε τιμητικὰ τὴν εἰκόνα τους. Ὅταν τοὺς βάνομε κεράκι. Ὅταν λέμε τὸ ὄνομά τους ἢ τὸ ἀπολυτίκιό τους. Γιατὶ τότε κι αὐτοὶ λένε τὸ δικό μας ὄνομα στὸν Θεό.
Εἴμαστε τυχεροὶ κι εὐλογημένοι, ποὺ στοὺς δύσκολους καιροὺς ποὺ περνᾶμε καὶ διαβαίνομε μᾶς ἔστειλε ὁ Θεὸς πολλοὺς ἁγίους κι ἀνάμεσά τους τὸν ἅγιο Πορφύριο.
Ὁ παππούλης, ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἀκόμη, εἶχε κάτω ἀπ’ τὸ μαξιλαράκι του μιὰ εἰκονίτσα τῆς Παναγίτσας. Τὸ σήκωνε κάθε βράδυ, τὴν ἔπαιρνε, τὴν ἔπαιρνε ἀγκαλιά, τὴ φιλοῦσε, τὴν ἀσπαζότανε, σταυρωνότανε, καὶ τὴν ἔβαζε πάλι στὴ θέση της καὶ τῆς ἔλεγε νὰ φυλάει ὅλο τὸν κόσμο καὶ τελευταῖα ἐκεῖνον.
Πολυκλινική. Ἐκεῖ ποὺ ὁ Γέροντας ἔκανε τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γερασίμου Ἅγιον Ὄρος τῶν Ἀθηνῶν. 33 ὁλόκληρα χρόνια ἐκεῖ ὁ Γέροντας ἀσκήθηκε σκληρά, καὶ ἀποτελοῦσε τὴν προστασία καὶ τὴν ἀσπίδα καὶ τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ κόσμου ὅλου. Γιατί τό ’πα αὐτό; Μοῦ ’χε πεῖ κάτι πολὺ συγκλονιστικό, ὅταν ζοῦσε. «Ἤμουνα», λέει, «στὴν ἐκκλησία. Καὶ καταλάβαινα ὅτι στὴν πλατεῖα τῆς Ὁμονοίας» ―ὅπως ἦταν τότε, ὄχι ὅπως εἶναι τώρα― «κάποιος εἶχε μεγάλη δυσκολία. Ἦταν γυναῖκα. Χρειαζόταν βοήθεια. Κινδύνευε νὰ πεθάνει. Καὶ τί κάνω; Ἀφήνω τὴ δουλειά μου καὶ τρέχω στὴν Ὁμόνοια.
Πράγματι, πάνω σ’ ἕνα παγκάκι, ἦταν μιὰ νεαρὰ ἡμιλιπόθυμη. Πῆγα, μόλις μὲ εἶδε, ἤθελε νὰ σηκωθεῖ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Τὴν καθησύχασα, τῆς μίλησα, μοῦ ’πε μερικὰ ἀπὸ τὰ δικά της, τὴ συνέφερα, καὶ ὕστερα τὴν πῆρα ἀπ’ τὸ χεράκι καὶ τὴν πῆγα στὴν Πολυκλινική. Στὸν Ἅγιο Γεράσιμο. Καὶ λέω στὴ νεωκόρο, ἦταν Δεκαπενταύγουστος, νηστεία τῆς Παναγίτσας, λέω, λοιπόν, "Πάρε τὴν κοπέλα, νὰ τὴν πᾶς στὸ σπίτι σου, ν’ ἀλλάξει, νὰ ξεκουραστεῖ, πάρε κι ἕνα κοτόπουλο ἀπέξω, νὰ φάει. Γιατὶ ἔχει πολλὲς μέρες νὰ φάει καὶ δὲν μπορεῖ ν’ ἀντέξει. Νὰ φᾶς κι ἐσύ, ὅμως, γιατὶ ντρέπεται μόνη της νὰ φάει."» ―Μοῦ θυμίζει τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα, μὲ τὴν κόρη του καὶ τὸν ξένο. Λοιπόν. «"Μά", λέει, "παππούλη, εἶναι Δεκαπενταύγουστος." "Ἐγὼ σοῦ εἶπα νὰ φᾶς. Νὰ τῆς κάνεις παρέα, γιατὶ ντρέπεται. Δὲν σοῦ εἶπα νὰ καταλύσεις. Σοῦ ’πα νὰ κάνεις ἀγάπη, γιὰ τὴν ψυχούλα. Νὰ τὴ βοηθήσομε. Ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς. Καὶ θὰ κολλήσομε τώρα ἐκεῖ;"» ―Ὄχι ὅτι δὲν χρειάζεται ἡ νηστεία. Ὄχι. Ὄχι! Ἀλλὰ ἡ νηστεία εἶναι μέσον. Σκοπὸς εἶναι ἡ ἀγάπη.― Τό ’κανε ἡ κυρία. Ἔ, συνῆλθε ἡ κοπέλα, πῆγε πάλι στὴν ἐκκλησία γιὰ τὸν παππούλη καὶ ἄλλαξε ρότα. Ἔκανε σπουδές, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ παππούλη, καὶ σήμερα ἔχει μιὰ πολὺ καλὴ κοινωνικὴ θέση. Καὶ τί κάνει; Προσφέρει κι ἐκείνη, ὅπως πρόσφερε τόσα χρόνια ὁ παππούλης μας καὶ τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν. Εἴδατε τί διάκριση; Εἴδατε τί ὡραῖα; Αὐτὸ εἶν᾽ Ὀρθοδοξία! Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο!
Κι ἀκόμη, ὁ Γέροντας φρόντιζε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ περισσότερο τοὺς δυσκολεμένους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἦταν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἡ ἀδυναμία του. Ὄχι οἱ ἁμαρτίες τους. Τὰ θύματα τῆς ἁμαρτίας. Οἱ ἁμαρτωλοί! Ὁ Γέροντας τοὺς ἀγαποῦσε. Τοὺς ἄφηνε νὰ τοῦ μιλᾶνε. Τοὺς ἔδινε τὸν ἀέρα νὰ τοῦ ποῦν τὰ πάντα. Κι ὄχι μόνο δὲν τοὺς μάλωνε, ὅταν τοῦ ἔλεγαν κάτι ποὺ δὲν ἦταν καλό, ἀλλὰ τοὺς ἀγαποῦσε περισσότερο. Τοὺς κοίταζε μὲ περισσότερη στοργή. Περισσότερη συμπάθεια. Καὶ τί ἔλεγε; «Πεῖτε τα, παιδιά μου, ὅλα. Ἐγὼ δὲν παρεξηγοῦμαι. Ὅταν τὰ λέτε ὅλα, σᾶς ἀγαπῶ πιὸ πολύ.» Γιατὶ ἔκανε καλὸ στὸν ἑαυτό τους. Κι ὁ παππούλης ἀγαποῦσε τοὺς ἄλλους, ὅπως λέει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο. «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.» «Σεαυτόν!» Καὶ ξέρετε, τὴν ἀγάπη οἱ ἄνθρωποι τὴν εἰσπράττουν. Τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Τὴν εἰσπράττουν ἀκόμη καὶ τὰ ζῶα καὶ τὰ ἄνθη. Καὶ τὰ φυτά! Καὶ τὰ ἔμψυχα καὶ τὰ ἄψυχα. Ὁ παππούλης μας ἦταν ὄντως μιὰ πηγὴ ἀγάπης.
Ἀφοῦ δὲν μᾶς ἄφηνε, ὅταν ἤτανε ἐδῶ. Καὶ μάλιστα ἔλεγε, «Κάθε βράδυ βρέ, στὶς δέκα ἡ ὥρα, νὰ ἔρχεσθε νοερὰ μαζί μου καὶ νὰ λέμε τὴν εὐχή. Δέκα μὲ δέκα καὶ τέταρτο. Ἔτσι. Νὰ λέμε τὴν εὐχή!» Ἔδινε μεγάλη βάση στὴν προσευχὴ ὁ Γέροντας. Στὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Χριστό. Στὴν ἐπικοινωνία μὲ τὴν Παναγία. Στὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἁγίους. Μεγάλη ὑπόθεση ἡ προσευχή! Εἶναι τὰ νεῦρα τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος μπαίνει σὲ ἄλλο κλῖμα καὶ σὲ ἄλλο κῦμα. Καὶ παίρνει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ φεύγει μακριά του ἡ ἀντίχαρη τοῦ ἀντικειμένου καὶ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου καὶ ἡ τύρβη.
Τοῦ ἄρεσε, ἀκόμη, ἡ ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν καὶ τῶν λειτουργικῶν βιβλίων. Πολύ. Εἶχε μάθει ἀπέξω τὰ Εὐαγγέλια ἀπὸ μικρός. Καὶ τὰ ἔλεγε. Καὶ μιὰ φορὰ θυμᾶμαι, ἐκεῖ ποὺ καθόμαστε, ἀλλάζει τὴ φωνή του καὶ τὸν τόνο αὐτῆς καὶ ἔλεγε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου. «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.» (8 κεφάλαιο τοῦ Ἰωάννου, στίχος 12). Τό ’λεγε ἀλλοιῶς. Κι ὅταν ἐτελείωσε, τοῦ λέω, «Τί ἦταν αὐτό, Γέροντα;» «Τώρα», μοῦ λέει, «πῆγα, μὲ τὴ Χάρη ποὺ ἔχω, στὰ χρόνια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.» Τὸ διορατικὸ εἶναι αὐτό. Πᾶς στὸ παρελθόν, πᾶς στὸ παρόν, πᾶς καὶ στὸ μέλλον. Εἶναι διόραση. Ὅραση μέσα ἀπ’ τὸ χρόνο. Μέσα ἀπ’ τὸ χωρόχρονο. Μέσα ἀπ’ ὅλα. Ἄντε βρὲς ἄκρη. Καὶ μοῦ λέει, «Πῆγα κι ἄκουα τὸν Ἰησοῦ ἀκριβῶς νὰ λέει αὐτὰ ποὺ σοῦ ’πα. Καὶ μιμήθηκα καὶ τὴ φωνή Του.» Τί νὰ τοῦ πεῖς τοῦ παππούλη τώρα; Ἐγὼ ἔμεινα. Λέω, «Τώρα, τί λέει αὐτός;» «Ἐσύ», μοῦ λέει, «δὲν τὰ πιστεύεις αὐτά. Ἀλλὰ ἔτσι εἶναι. Ἔτσι εἶναι!»
Καὶ τὴ Μεγάλη Βδομάδα ὁ Γέροντας, ποὺ κάνουμε τὰ Ἅγια Πάθη τοῦ Χριστοῦ, μὲ βάση τὸν λειτουργικὸ χρόνο, πήγαινε στὸν καιρὸ ἐκεῖνο. Καὶ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο τὸν ἔφερνε στὸν καιρὸ τοῦτο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λειτουργικὸς χρόνος. Ἕνα μυστήριο. Ἕνα θέλημα καὶ μιὰ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μετέχουν σ’ αὐτὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων. Καὶ καθὼς διάβαζε τὰ Εὐαγγέλια, ἔκλαιγε. Γιατί; Γιατὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔβλεπε μπροστά του. Τὰ ἔβλεπε μπροστά του! Καὶ δὲν μποροῦσε, νὰ κρατήσει τὰ δάκρυά του. Καὶ συμπονοῦσε ἀπέραντα τὸν Χριστό. Ἀπέραντα τὴν Παναγίτσα. Ἀπέραντα τὶς Μυροφόρες καὶ τοὺς Μαθητάς. Πολὺ μυστήριο αὐτό! Πολὺ βαθὺ καὶ μέγα μυστήριο!
Κι ὁ Γέροντας, ψελλίσματα θὰ πῶ, ἐναβρύνετο καὶ ἐνησμενίζετο μὲ αὐτά. Χαιρότανε, χαιρότανε, χαιρότανε νὰ τὰ λέει. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ τὰ ἔλεγε, «Βρὲ παιδιά, εἶναι καινούργια», λέει. «Δὲν λέω τὰ παλιά. Λέω τὰ παλιὰ καὶ τὰ παλιὰ εἶναι καινούργια. Ἰδοὺ γέγονεν τὰ πάντα καινά. Τί νὰ σᾶς πῶ; Τί νὰ σᾶς πῶ; Νὰ μιλάω ὧρες καὶ μέρες δὲν κουράζομαι. Ὅλο χαίρομαι καὶ χαίρομαι καὶ χαίρομαι κι ἀστράφτω. Νὰ μποροῦσα», ἔλεγε, «νὰ μποροῦσα ν’ ἀνεβῶ σ’ ἕνα ψηλὸ βουνό, στὰ Ἰμαλάϊα, ν’ ἀνεβῶ καὶ νὰ φωνάξω: "Παιδιά, ἀγαπήσατε τὸν Θεόν. Ἀγαπήσατε τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀγαπήσατε τὴν Ἐκκλησία. Ἀγαπήσατε τὸν ἄνθρωπο. Ἀγαπήσατε τὴν ψυχή σας καὶ τὸν Παράδεισο. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὀμορφιά, ἄλλη χαρά, ἄλλη πληρότης καὶ ἄλλη ἀποθέωση τοῦ ἀνθρώπου."» Τοῦ ἄρεσαν καὶ τὰ Λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ Μηναῖα, ὅλα αὐτά. Οἱ Κανόνες καὶ τὰ Τροπάρια εἶναι ἐρωτικὰ τραγούδια στὸν Χριστὸ καὶ στοὺς ἁγίους. Εἶναι μία μέθη. Εἶναι ἕνα μεγαλεῖο. Εἶναι ἀνεπανάληπτα καὶ μοναδικά. Κι ὅταν μπορέσεις καὶ μπεῖς καὶ σὺ στὸ μῆκος κύματος τοῦ συντάκτη, ἔχεις καὶ σὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Κι ἔλεγε καὶ κάτι ἄλλο, «Ὅταν μποροῦμε, νὰ χαμογελᾶμε.» Ὄχι νὰ καγχάζομε. «Νὰ χαμογελᾶμε. Κι αὐτὸ φτάνει. Καὶ τότε τί κάνομε; Διώχνουμε τὸν δαίμονα, ποὺ μᾶς πολεμᾶ, ἀναιμάκτως. Χωρὶς κόπο καὶ ζόρι καὶ προσπάθεια. Γι’ αὐτὸ εἴμαστε τυχεροί, ποὺ ἔχουμε μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ τὸν ἅγιο Πορφύριο, τὸν θαυματουργό. Ἔχουμε αὐτὸν τὸν Γέροντα κι ἂς τὸν παρακαλοῦμε. Ἂς τοῦ μιλᾶμε. Ἂς τοῦ λέμε.
Νὰ προσευχόμεθα, νὰ ἀγαπᾶμε, νὰ συγχωρᾶμε καὶ νὰ μὴν ἀφήνουμε τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς πατέρες. Νὰ εἴμεθα «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι.» Καὶ τότε, ἀκολουθώντας ἐκείνους, θὰ φθάσουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ γίνουμε, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Ἐφεσίους, «συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ.» Ἀμήν.